ΑΠ 93/2020 – ΑΡΧΑΙΟΚΑΠΗΛΕΙΑ (άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση μνημείων, παράνομη αρχαιολογική έρευνα και παράνομη εξαγωγή μνημείων) – ΕΥΜΕΝΕΣΤΕΡΟΣ ΝΟΜΟΣ – Άρθρο 2 ΠΚ – ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Αριθμός 93/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 262/2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Ευφροσύνη Καλογεράτου-Ευαγγέλου-Εισηγήτρια, Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Σταματική Μιχαλέτου και Αλεξάνδρα Σιούτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 5 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσείοντων – κατηγορουμένων: 1.Μ. Π. του Α., 2 Θ. Γ. του Δ. κατοίκων … που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κοσμάτο, 3. Ν. Τ. του Γ., κατοίκου εν ζωή …, που δεν παρέστη, 4) Γ. Σ. Σ. του Θ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον δικηγόρο Ευστάθιο Βελησσαρίου, ο οποίος ορίστηκε δικηγόρος του με τη υπ’αριθμ. 213/2019 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου και 5. Δ. Κ. του Α., κατοίκου … που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 475/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολικώς ενάγον το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπήθηκε νόμιμα από το Πάρεδρο του ΝΣΚ Ευστράτιο Ηλιαδέλη.
Το Πενταμελές Εφετείο …ς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι, ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α) υπ’αριθμ. πρωτ : 6284/4.6.2019 αίτηση – δήλωση των: 1. Μ. Π. του Α., 2 Γ. Θ. του Δ. και 3 Τ. Ν. του Γ., β) υπ’ αριθμ. πρωτ : 6257/3.6.2019 αίτηση – δήλωση του Σ. Γ. του Θ. και γ) υπ’αριθμ. πρωτ: 6281/4.6.2019 αίτηση- δήλωση του Δ. Κ. του Α., που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με αριθμό 925/2019.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: Α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τον αναιρεσείοντα Ν. Τ. του Γ. και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατ’ αυτού, λόγω θανάτου του, Β) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς τον αναιρεσείοντα Δ. Κ. για την πράξη της συμμορίας και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της ως προς αυτόν, Γ) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη κατά την περί ποινής διάταξη της, καθόσον αφορά στην πράξη της άμεσης συνέργειας στην υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες Μ. Π., Γ. Σ. και Θ. Γ. και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της για τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής και συνακόλουθα συνολικής ποινής, Δ) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνον κατά τις περί ποινών διατάξεις, που αφορούν στην αναγνώριση των ελαφρυντικών 84 παρ. 2°” και ε’ ΠΚ, στην αναιρεσείουσα Μ. Π., καθώς και ως προς τους αναιρεσείοντες Γ. Σ. και Θ. Γ., για τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται, αντίστοιχα, και συνακόλουθα των περί συνολικών ποινών διατάξεις και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής και συνακόλουθα συνολικής ποινής σε καθέναν εκ των άνω αναιρεσειόντων και Ε) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης και τον Πάρεδρο του ΝΣΚ του πολιτικώς ενάγοντος, καθώς και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των αναιρεσειόντων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες: I. υπ’αριθμ. πρωτ : 6284/4.6.2019 αίτηση – δήλωση των: 1. Μ. Π. του Α., 2 Γ. Θ. του Δ. και 3 Τ. Ν. του Γ., II. υπ’ αριθμ. πρωτ : 6257/ 3.6.2019 αίτηση – δήλωση του Σ. Γ. του Θ. και III. υπ’αριθμ. πρωτ: 6281/4.6.2018 αίτηση- δήλωση του Δ. Κ. του Α., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 475/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου …ς (το οποίο – κατ’ έφεση δικάζοντας κήρυξε τους ήδη αναιρεσείοντες ενόχους : την πρώτη (Μ. Π.) για : α. σύσταση συμμορίας και β. άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και, με τα ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 α’και ε’του Π.Κ, την κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε ( 5) ετών, τον δεύτερο (Θ. Γ.) για: α. παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και β. απλή υπεξαίρεση και, με το ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 ε’του Π.Κ, τον κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, τον τρίτο (Ν. Τ.) για: α. σύσταση συμμορίας, β. άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και γ. παράνομη εξαγωγή μνημείων προερχομένων από αξιόποινη πράξη και, με τα ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 α’ και ε’ του Π.Κ, τον κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών, τον τέταρτο (Γ. Σ.) για: α. σύσταση συμμορίας, β. άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και γ. για παράνομη εξαγωγή μνημείων προερχομένων από αξιόποινη πράξη κατ’ εξακολούθηση και, με το ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 ε’του Π.Κ τον κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών και τον πέμπτο (Δ.Κ.) για σύσταση συμμορίας και, με το ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 α’ του Π.Κ, τον κατεδίκασε σε φυλάκιση δύο (2) ετών-ασκήθηκαν νομοτύπως και εμπροθέσμως καταχώρηση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο ειδικό βιβλίο στις (15.5.2019), από πρόσωπα που είχαν δικαίωμα και έννομο συμφέρον προς τούτο , κατ’ άρθρα 462 περ. β, 463, 465 παρ. 1,2, 473 παρ. 3, 504παρ. 1 και 505 προισχύσαντος ΚποινΔ, σε συνδ. με το άρθρο 590 παρ. 1 του νυν ισχύοντος ΚποινΔ (ν. 4620/1.7.2019). Είναι, επομένως, παραδεκτές και πρέπει, συνεκδικαζόμενες, αφού στρέφονται κατά της ιδίας ως άνω αποφάσεως, να εξεταστούν περαιτέρω.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 368 του από 1.7.2019 ισχύοντος ΚποινΔ (άρθρ. 370 περ. β προϊσχύοντος ΚποινΔ) Η ποινική δίκη τελειώνει: με την οριστική παύση της ποινικής δίωξης, η οποία διατάσσεται, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, όταν ο κατηγορούμενος έχει πεθάνει. Από τη διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται αναλόγως και στην κατ’ αναίρεση δίκη, προκύπτει ότι αν ο κατηγορούμενος αποβιώσει μετά από την άσκηση απ’ αυτόν αιτήσεώς αναιρέσεως, ο Άρειος Πάγος παύει οριστικούς την ποινική δίωξη, αφού προηγουμένως αναιρέσει την προσβαλλομένη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της που αφορούν τον αποβιώσαντα αναιρεσείοντα. Στην προκειμένη περίπτωση, η ως άνω υπ’ αριθμ. προκ : 6284/4.6.2019 αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε με δήλωση ενώπιον του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, πλην των λοιπών προαναφερομένου αναιρεσειόντων, από τον αναιρεσείοντα Ν. Τ. του Γ. και Τ. και στρέφεται κατά της ως άνω 475/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου …ς. Όπως, όμως, προκύπτει από το υπάρχον στη δικογραφία με αριθμ. …/2019 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του ληξιάρχου του Ληξιαρχείου Δ.Ε. … Νομού Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων αυτός απεβίωσε στις 20.9.2019, δηλαδή μετά από την άσκηση της ως άνω αιτήσεως αναιρεσεως. Επομένως πρέπει, ως προς αυτόν να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και να παύσει οριστικώς η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος Ν. Τ. του Γ. για τις ανωτέρω πράξεις (σύσταση συμμορίας και άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 187 παρ. 3 ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 2928/2001 και ως η παρ. 3 αναριθμήθηκε σε παρ. 5 με το άρθρο 2 παρ. 1 γ του ν. 3875/2010,και το οποίο ορίζει ότι “όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της παραγράφου 1, ενώνεται με άλλον για να διαπράξει κακούργημα (συμμορία) τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 6 μηνών…συμμορία είναι η ένοχη με άλλον (δηλ. συμφωνία δύο τουλάχιστον προσώπων) προς διάπραξη ενός τουλάχιστον μη προσδιοριζομένου κακουργήματος … και με το οποίο επιδιώκεται οικονομικό ή άλλο υλικό όφελος ή η προσβολή της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας ή της γενετήσιας ελευθερίας. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος ενέχει τη γνώση και τη θέληση της συμφωνίας για την τέλεση κακουργήματος ή πλημμελήματος αρκεί δε και ενδεχόμενος δόλος. Το έγκλημα είναι τετελεσμένο από τότε που ενώθηκαν δύο ή περισσότεροι με τον παραπάνω σκοπό. Υποκείμενο του εγκλήματος μπορεί να είναι οποιοσδήποτε (ΑΠ 405/2018). Κατά δε τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 187 του (νέου) από 1.7.2019 ισχύοντος Ποινικού Κώδικα (ν.4619/19): Όποιος, εκτός από την περίπτωση της πρώτης παραγράφου, οργανώνεται με άλλον ή άλλους για να διαπράξουν κακούργημα τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών. Το έγκλημα της συμμορίας διαρκεί όσο διαρκεί και η εγκληματική πράξη για την οποία αυτή (συμμορία) συνεστήθη.
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 εδ. α Κ.Ν. 5351/1932, στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Κράτους ανήκουν όλα τα αρχαία, που βρίσκονται στην Ελλάδα από τους αρχαιοτάτους χρόνους και εφεξής, ενώ κατά το άρθρο 2 του ίδιου νόμου, ως αρχαία λογίζονται όλα ανεξαιρέτως τα έργα τέχνης, όπως εξειδικεύονται σ” αυτό. Εξάλλου, κατά τα άρθρα 5 και 6 του ίδιου νόμου, όποιος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος των, κατά την έννοια των άρθρων 1 και 2 του ίδιου νόμου, αρχαίων αντικειμένων, οφείλει να δηλώσει αυτά στην πλησιέστερη αστυνομική ή αρχαιολογική αρχή εντός 15 ημερών αφότου περιήλθε το αρχαίο στην κατοχή του, αυτός δε που παραλείπει πέρα από το δίμηνο να δηλώσει την κατοχή του αρχαίου προς το σκοπό παράνομης διάθεσης αυτού, τιμωρείται με φυλάκιση ενός μέχρι έξι μηνών και χρηματική ποινή 1.000 έως 4.000 δραχμών. Από τις ανωτέρω διατάξεις του Κ.Ν. 5351/1932 “περί αρχαιοτήτων” σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 375 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει ότι εκείνος ο οποίος με οποιοδήποτε τρόπο γίνεται κάτοχος αρχαίου αντικειμένου, το οποίο, κατά τα άρθρα 1 και 2 του ως άνω νόμου, ανήκει στην κυριότητα του Δημοσίου, εκτός του αδικήματος, που διαπράττει από τη μη δήλωση της κατοχής του μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, τελεί και το έγκλημα της υπεξαιρέσεως από τη στιγμή που εκδηλώνει πρόθεση παράνομης ιδιοποιήσεως, η οποία στρέφεται πάντοτε κατά του Δημοσίου. Ως χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως αυτής, η οποία είναι έγκλημα στιγμιαίο, θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο πραγματώνεται η παράνομη αυτή ιδιοποίηση του αρχαίου πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 54 του Ν. 3028/2002 με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών τιμωρείται η υπεξαίρεση (άρθρο 375 του Ποινικού Κώδικα) αν έχει αντικείμενο μνημείο με ιδιαίτερα μεγάλη αξία ή αν ο δράστης τελεί την πράξη της υπεξαιρέσεως μνημείων κατ” επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 εδ. α” του Ν. 1608/1950, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, στον ένοχο των αδικημάτων που προβλέπονται στα αναγραφόμενα εκεί άρθρα του Π.Κ., μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το άρθρο 375 για την υπεξαίρεση, επιβάλλεται η ποινή της καθείρξεως, εφόσον αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κλπ. και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 ευρώ και, αν συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, ιδίως αν το αντικείμενο του εγκλήματος είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό την εκτέλεση αυτού (εγκλήματος), επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας καθείρξεως. Τόσο ο Ν. 1608/1950 όσο και ο Ν. 3028/2002 δεν καθιερώνουν αυτοτελώς το αξιόποινο, ούτε μεταβάλλουν τους όρους και τα στοιχεία των εγκλημάτων που περιλαμβάνονται στο άρθρο 1 του πρώτου και στα άρθρα 53, 54 και 55 του δεύτερου, αλλά απλώς επαυξάνουν, υπό τις αναφερόμενες σ’ αυτά προϋποθέσεις, τις ποινές των εγκλημάτων αυτών. Η διάταξη του άρθρου 54 του Ν. 3028/2002 δεν σκοπεί την ευνοϊκότερη τιμώρηση της υπεξαιρέσεως αρχαίου αντικειμένου, έναντι της διατάξεως του άρθρου 375 του προϊσχύσαντος ΠΚ για την κοινή υπεξαίρεση, αλλ’ αντιθέτως με τα εισαγόμενα δι’ αυτής πλαίσια κακουργηματικής ποινής (5-10 έτη), ο νομοθέτης θέλησε να τιμωρήσει, εν αντιθέσει προς την κοινή διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 α ΠΚ, αυστηρότερα την υπεξαίρεση αρχαίου αντικειμένου, όταν αυτό είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και έτσι, αντί της πλημμεληματικής ποινής φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους, απειλεί την ανωτέρω ποινή, προσδίδοντας στην πράξη χαρακτήρα κακουργήματος και να καταστήσει κακούργημα τιμωρούμενο με την αυτή ποινή την τέλεση της πράξεως κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, μορφή τελέσεως για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στη βασική διάταξη του άρθρου 375 ΠΚ. Όμοιου περιεχομένου, ευρισκόμενες εντός του σκοπού του εν λόγω νόμου, που είναι, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, η αποτελεσματική προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς της Χώρας, να τιμωρούνται αυστηρότερα και δη σε βαθμό κακουργήματος τα σχετικά εγκλήματα, όταν έχουν ως αντικείμενο αρχαία μνημεία, κατά τους ορισμούς του άρθρου 2 του νόμου, τυγχάνουν και οι ρυθμίσεις των άρθρων 53 και 55, που αφορούν τα εγκλήματα της απλής κλοπής (372 ΠΚ) και της αποδοχής προϊόντων εγκλήματος (394 ΠΚ), όταν έχουν ως αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και όταν τελούνται κατ’ επάγγελμα. Συνακόλουθα, στις ανωτέρω περιπτώσεις δεν γεννάται ζήτημα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου, όταν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, ως ηπιότερου νόμου θεωρουμένου εκείνου, ο οποίος όπως ίσχυε περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επέρχεται ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση, νόμο τον οποίο έχει υποχρέωση να εφαρμόσει, αυτεπαγγέλτως, το επιλαμβανόμενο της υποθέσεως δικαστήριο, εφόσον ίσχυσε πριν από τη δημοσίευση της αποφάσεώς του, γιατί αλλιώς υποπίπτει στην κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε” του ΚΠΔ αναιρετική πλημμέλεια. Συνεπής προς τον ανωτέρω σκοπό του εν λόγω νομοθετήματος της αυστηρότερης τιμώρησης του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως με αντικείμενο αρχαίο αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, όπως αυτή θα καθορισθεί από την αρμόδια προς τούτο ειδική επιτροπή, τυγχάνει η ερμηνευτική εκδοχή ότι, αν η αξία αυτή υπερβαίνει, συνολικώς, το ποσό των 50.000.000 δραχμών ή 150.000 €, με δεδομένο ότι το έγκλημα στρέφεται κατά του Δημοσίου και απειλείται κατά της περιουσίας του ισόποση ζημία και αντίστοιχο όφελος του δράστη, να τυγχάνει εφαρμογής, η διάταξη του άρθρου 1 Ν. 1608/1950, η εφαρμογή της οποίας δεν μπορεί να αποκλεισθεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την διάταξη του άρθρου 54 του νόμου, όπως δεν αποκλείεται σε όλες τις περιπτώσεις των εγκλημάτων, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις εκεί αναφερόμενες διατάξεις του ΠΚ, στα οποία, κατά την διάταξη του άρθρου 1 τυγχάνει εφαρμογής, όταν συντρέχουν οι τασσόμενες σ’ αυτήν προϋποθέσεις, έναντι των οποίων (διατάξεων) πάντοτε τυγχάνει αυστηρότερη. Η αντίθετη άποψη ότι τυγχάνει εφαρμογής, ως ευνοϊκότερη, η διάταξη του άρθρου 54 Ν. 3028/2002, παραβλέπει τον σκοπό της ρυθμίσεως του άρθρου 54, που είναι να τιμωρείται αυστηρότερα, σε σχέση με την βασική διάταξη του 375 ΠΚ, αλλά και των άρθρων 53 και 55 του νόμου, που τυποποιούν τα εγκλήματα της κλοπής και αποδοχής προϊόντων εγκλήματος, οι αντίστοιχες εγκληματικές πράξεις, όταν προσβάλλουν την πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας. Η άποψη αυτή κείται εκτός του ως άνω γράμματος και πνεύματος της εν λόγω διατάξεως και των λοιπών ως άνω ρυθμίσεων του νομοθετήματος, που προαναφέρθηκαν και της εν γένει φιλο Σ. αυτού και θέτει εκποδών τον σκοπό του νομοθέτη για αυστηρότερη τιμώρηση της πράξεως του άρθρου 375 όταν έχει αντικείμενο μνημείο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, η οποία μάλιστα υπερβαίνει το ποσό των 150.000€, που μπορεί, ενδεχομένως, να είναι πολλαπλάσια, και σε πολλές περιπτώσεις να μη δύναται να εκτιμηθεί. Παραδοχή της απόψεως αυτής θα οδηγούσε στο άτοπο να τιμωρείται με τις αυστηρές ποινές του Ν. 1608/1950 η πράξη της κοινής υπεξαίρεσης και να αποκλείεται η εφαρμογή του νόμου αυτού σε πράξεις υπεξαιρέσεως με αντικείμενο αρχαία μνημεία και να τιμωρούνται πολύ ηπιότερα οι δράστες πράξεως που προσβάλλει πολύ μεγαλύτερης αξίας έννομο αγαθό, όπως είναι η πολιτιστική κληρονομιά της Χώρας και να αγνοείται ο σκοπός του Ν. 3028/2002 που, όπως λέχθηκε, είναι η αυστηρότερη τιμώρηση των εγκλημάτων αυτών, μεταξύ των οποίων και το ανωτέρω, που ενδιαφέρει εν προκειμένω (ΑΠ 1272/2010). Περαιτέρω, οι διατάξεις του καταργηθέντος ν. 1608/1950 (άρθρο 462 νυν ισχύοντος Π.Κ.), που προστατεύουν, όπως προεκτέθηκε, τη δημόσια περιουσία , περιελήφθησαν στην παρ. 3 του άρθρου 375 του νέου Π.Κ. που ορίζει ότι: Αν η υπεξαίρεση στρέφεται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και η αξία του αντικειμένου της υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ. επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες ημερήσιες μονάδες. (Η πράξη αυτή παραγράφεται μετά είκοσι έτη). Η παράγραφος 3 του ως άνω άρθρου 375 του νέου Π.Κ. είναι ευμενέστερη αυτής του άρθρου 1 του ν. 1608/1950, αφού προβλέπει, κατ’ άρθρο 52 παρ. 2 του ισχύοντος Π.Κ., χαμηλότερο ανώτατο όριο ποινής, ήτοι δεκαπέντε έτη, ενώ η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1608/1950 προέβλεπε κάθειρξη έως είκοσι έτη.
Σύμφωνα, εξ’ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 47 του ισχύοντος Π.Κ. (Συνεργός),στην οποία περιελήφθη και ο άμεσος συνεργός, Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου, πρόσφερε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιμωρείται με μειωμένη ποινή (άρθρο 83). Το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει την ποινή του αυτουργού, αν ο υπαίτιος προσφέρει άμεση συνδρομή κατά την τέλεση και στην εκτέλεση της πράξης, θέτοντας το αντικείμενο της προσβολής στη διάθεση του φυσικού αυτουργού. Η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη της διατάξεως του άρθρου 46 του παλαιού Π.Κ, κατά την οποία ο άμεσος συνεργός τιμωρείτο με την ποινή του αυτουργού. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας τρίτου σε άδικη πράξη του αυτουργού, απαιτούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη υλικής συνδρομής τρίτου κατά τη διάρκεια της τέλεσης και στην τέλεση της κύριας πράξης του αυτουργού, β) τέλεση (ως προς το αντικειμενικό σκέλος της) από τον αυτουργό άδικης πράξης ή απόπειρας άδικης πράξης, γ) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμμετοχικής πράξης του άμεσου συνεργού και της άδικης πράξης του αυτουργού, ο οποίος υπάρχει όταν, χωρίς την πρώτη, δεν θα ήταν, με βεβαιότητα, δυνατή η τέλεση της δεύτερης υπό τις περιστάσεις που τελέστηκε και δ) δόλος του άμεσου συνεργού, ο οποίος έγκειται στη θέληση ή αποδοχή παροχής συνδρομής στον αυτουργό, για να τελέσει την άδικη πράξη και γνώση αυτού (με την έννοια της επίγνωσης – συνείδησης) ότι η συνδρομή του παρέχεται κατά την εκτέλεση της άδικης πράξης. Αρκεί ενδεχόμενος δόλος, ενώ άμεσος δόλος είναι αναγκαίος μόνο αν ανάλογο είδος δόλου απαιτείται για την κύρια πράξη. Επομένως, στην καταδικαστική απόφαση για άμεση συνέργεια πρέπει να αναφέρονται με πληρότητα τα περιστατικά που συγκροτούν την κύρια πράξη και να υπάρχει σαφής παραδοχή ότι η παροχή συνδρομής έγινε κατά την τέλεση της κύριας πράξης. Επίσης πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο δόλος του άμεσου συνεργού μόνο ως προς το ότι αυτός γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης, ενώ, ως προς τα λοιπά στοιχεία (θέληση ή αποδοχή συμβολής στην τέλεση της κύριας πράξης), ο δόλος προκύπτει από την πραγμάτωση των αντικειμενικών στοιχείων της πράξης του και αρκεί η γενική αιτιολογία για την ενοχή του. Κατά δε το άρθρο 2 του Π.Κ. (Αναδρομική ισχύς του ηπιότερου νόμου) 1. Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς , καθ’ όσον οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο εκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (ΟλΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της διατάξεως του ως άνω άρθρου 2 του Π.Κ., με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητος του επιεικεστέρου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της μετακλητής εκδίκασης της υποθέσεως (Ολ ΑΠ 3/1995), επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνετι σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από κάθε μια από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 1489/ 2019).
Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατ’ άρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, που συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. I του ιδίου Κώδικα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που, κατά το νόμο, απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξης, δεν υπάρχει ανάγκη, κατά τούτο, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει από αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγηση του, πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία, για την υποκειμενική θεμελίωση της πράξεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρο)ν 177 παρ. 1 και 178 Κ,Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Όμως, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά.
Λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρ. 510 παρ. I στοιχ. Ε’ Κ.Ποιν.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμό 475/2018, απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευόμενων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων (ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, τα έγγραφα, η εκκαλούμενη απόδαση, κλπ), με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: “Στην προκείμενη περίπτωση από την αποδεικτική διαδικασία, που έγινε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάστηκαν στο Δικαστήριο τούτο, οι οποίες περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, από την ανάγνωση των ενσωματωμένων στην εκκαλούμενη απόφαση πρακτικών, μεταξύ των οποίων οι απομαγνητοφωνήσεις των τηλεφωνικών συνομιλιών των εμπλεκομένων στην υπόθεση προσώπων, μετά από άρση του απορρήτου, σε συνδυασμό με την ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου απολογία των κατηγορουμένων που παραστάθηκαν αυτοπροσώπως και περιέχεται στα ίδια πρακτικά και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής απόδειξης, αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι οι κατηγορούμενοι έχουν τελέσει τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι με την εκκαλούμενη απόφαση και αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, όπως εκτίθενται σ’ αυτό η νομοτυπική τους μορφή και τα κατ’ ιδίαν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόστασή των και πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι αυτών. Ειδικότερα από την αξιολογική συνεκτίμηση όλων των ως άνω κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 13-07-2011 έλαβε χώρα η εξαφάνιση του Ρ. Χ., κατοίκου …. Στα πλαίσια των ερευνών που ενήργησε το Τμήμα Ασφάλειας Πολυγύρου σχετικά με την εξαφάνιση του ανωτέρω προέκυψαν υπόνοιες ότι ο ίδιος και άτομα του περιβάλλοντος του ήταν αναμεμειγμένοι σε πράξεις αρχαιοκαπηλίας και ως εκ τούτου η Ασφάλεια Πολυγύρου επέκτεινε τις έρευνές της σχετικώς. Λόγω του επείγοντος χαρακτήρα των ερευνών (κίνδυνος ζωής εξαφανισθέτος) ζητήθηκε αυθημερόν η άρση απορρήτου του κινητού τηλεφώνου του Ρ. Χ. και εν συνεχεία η επισύνδεση διαφόρων τηλεφωνικών συνδέσεων του ευρύτερου περιβάλλοντος του εξαφανισθέντος και προέκυψε εμπλοκή ατόμου με όνομα “Τ.” και τηλεφωνική σύνδεση … καθώς και του χρήστη της … τηλεφωνικής σύνδεσης, που όπως διαπιστώθηκε ταυτίζονται αμφότεροι με τον Π. Π., ο οποίος ήδη έχει αποβιώσει και η ασκηθείσα κατ’αυτού ποινική δίωξη έχει παυθεί οριστικά λόγω του θανάτου του, με την υπ’αρθμ. 1166/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου. Με νεότερο αίτημα τέθηκαν σε επισύνδεση οι υπ’αριθμ …, … συνδέσεις του Π. Π. και από την καταγραφή των συνομιλιών του προέκυψε ότι αυτός το διάστημα τουλάχιστον από Σεπτέμβριο 2011 έως 2012, ασχολούνταν με τη συλλογή και εμπορία αρχαίων αντικειμένων, κατά κανόνα νομισμάτων, αλλά και διαφόρων κοσμημάτων, αγγείων κτλ. τα οποία ανεύρισκαν κατόπιν παράνομων αρχαιολογικών ερευνών τρίτοι και τα πωλούσε ή τα εξήγαγε από την επικράτεια προς ΗΠΑ, Αγγλία, Γερμανία, Αυστρία και Βουλγαρία αποκομίζοντας μεγάλα οικονομικά οφέλη. Ως εκ τούτου και επειδή τα στοιχεία που προέκυπταν από τις επισυνδέσεις δεν σχετίζονταν με την εξαφάνιση του Ρ. Χ., η έρευνα συνεχίστηκε με περαιτέρω επισυνδέσεις εμπλεκομένων τηλεφωνικών συνδέσεων για την διαπίστωση κακουργηματικής παράβασης Νόμου περί Αρχαιοτήτων. Συνολικά τέθηκαν σε επισύνδεση 45 τηλεφωνικές συνδέσεις και τα ψηφιακά δεδομένα των επισυνδέσεων καταγράφηκαν σε 40 ψηφιακούς δίσκους (DVD), λόγω δε του μεγάλου όγκου των συνομιλιών απομαγνητοφωνήθηκαν αρχικά μόνο οι πιο ουσιώδεις, και σαφώς δηλωτικές ή ενδεικτικές των τελούμενων παρανόμων πράξεων. Στην συνέχεια την 03-03-2012 , αφού από την προανάκριση συγκεντρώθηκαν επαρκή στοιχεία για τον τρόπο δράσης της ομάδας, την σύνθεση και τις διεθνείς προσβάσεις της, πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονη αστυνομική επιχείρηση σε όλες τις εμπλεκόμενες Αστυνομικές Διευθύνσεις για την εξάρθρωση της ομάδας και την σύλληψη των μελών της. Ως προς τον εξαφανισθέντα Ρ. Χ., αυτός την 10-01-2012 ανευρέθη στο … νεκρός εντός του IX. αυτοκινήτου του που είχε ανατραπεί την ημέρα της εξαφάνισης του σε σημείο δύσβατο και με πυκνή βλάστηση, χωρίς να προκύπτουν ενδείξεις εγκληματικής ενέργειας. Σχετικά με τον τρόπο δράσης των εμπλεκομένων, τον κύκλο επαφών τους και τις τηλεφωνικές συνομιλίες τους, προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο Π. Π., ο οποίος εργάζονταν στο παρελθόν με εκτελωνισμούς αυτοκινήτων, είχε επαφές με διάφορα πρόσωπα, τα οποία προέβαιναν σε σταθερή βάση σε κάθε είδους παράνομες αρχαιολογικές έρευνες και διοχέτευαν σε αυτόν τα ευρήματά τους. Αυτός ο κύκλος περιλάμβανε δεκάδες άτομα που κάλυπταν γεωγραφικά τις Περιφερειακές Ενότητες Χαλκιδικής, Θεσσαλονίκης, Σερρών, Κιλκίς, Ημαθίας, Πέλλας, Πιερίας, Καβάλας, Τρικάλων, Καρδίτσας, Λάρισας. Επίσης συνεργαζόταν με ημεδαπούς και αλλοδαπούς, μέσω των οποίων διοχέτευε τα αρχαία αντικείμενα κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό. Οι ασχολούμενοι με παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, κυρίως για την ανεύρεση αρχαίων νομισμάτων, δεν προέβαιναν σε ανασκαφές αλλά περιορίζονταν στην επιφανειακή έρευνα, είτε με τη χρήση ανιχνευτών μετάλλου, είτε χωρίς αυτή, και ακολούθως επικοινωνούσαν με τον πρώτο κατηγορούμενο, προκειμένου να του πωλήσουν τα ευρήματά τους, καθόσον γνώριζαν ότι ο τελευταίος ασχολείται με την αγορά τέτοιων αντικειμένων. Έτσι ο πρώτος κατηγορούμενος καθημερινώς συνομιλούσε με μεγάλο αριθμό συνεργών του τόσο για να ενημερώνεται για τα ευρήματα αυτών που ενεργούσαν τις παράνομες αρχαιολογικές έρευνες όσο και για να κανονίζει την διοχέτευσή τους στην αγορά. Κατά την διάρκεια των συνομιλιών τόσο ο Π. όσο και οι συνομιλητές του προσπαθούσαν κατά το δυνατόν να συνεννοηθούν με κωδικοποιημένο τρόπο προκειμένου να μην ενοχοποιηθούν σε περίπτωση καταγραφής των συνομιλιών τους, αναφερόμενοι στα αρχαία νομίσματα κυρίως με τους όρους “κουμπιά” (γενικά νομίσματα), “ελιές” , “φακές”, “φασόλια”, “μαύρα”, “πράσινα”, “άσπρα” (ασημένια), “κίτρινα” (χρυσά), “παγούρι” (αγγείο) κ.ο.κ.. Για να συνεννοούνται για τα αρχαία νομίσματα όταν αυτά έπρεπε να προσδιοριστούν πιο συγκεκριμένα χρησιμοποιούσαν συχνά υποκοριστικά του τόπου προέλευσης του νομίσματος ή του προσώπου ή παράστασης που απεικονιζόταν σε αυτό, π.χ. … (για νόμισμα προερχόμενο από την Λάρισα, … για νόμισμα που απεικόνιζε τον Α., … για νόμισμα που απεικόνιζε τον Φ., βοσκούλα, χελώνα, κερατάς, ψειράκι (για πολύ μικρού μεγέθους νόμισμα) κτλ. Σημειώνεται ότι, οι κατηγορούμενοι είχαν πλήρη επίγνωση της πιθανότητας παρακολούθησης των τηλεφώνων τους και πολλές φορές αναφέρονταν σε αυτό εφιστώντας ο ένας στον άλλον την προσοχή, ώστε να αποφεύγουν κατά το δυνατόν τις ευθείες αναφορές στις παράνομες δραστηριότητές τους. Παρατηρήθηκε ακόμα και διοχέτευση πληροφοριών μεταξύ των μελών της ομάδας για φήμες σχετικά με τηλεφωνική παρακολούθηση υπόπτων, επικείμενη αστυνομική επιχείρηση και σύλληψη των εμπλεκομένων σε εμπορία νομισμάτων. Πολλά μέλη της ομάδας είχαν υιοθετήσει την τακτική να κανονίζουν από τηλεφώνου μόνο τις συναντήσεις τους ώστε να συζητούν τις λεπτομέρειες της δράσης τους κατά την διάρκεια αυτών και να μην έχουν τον φόβο της καταγραφής των συνομιλιών, ενώ άλλοι αναφέρονταν στις παράνομες αρχαιολογικές έρευνες ως “κυνήγι” ή “ψάρεμα” και αντίστοιχα στα ευρήματα ως “ψάρια”, “μπακαλιάρους, “μπεκάτσες” κτλ. Ο ίδιος ο Π. Π. αν και αναφερόταν με πολλές λεπτομέρειες στα αρχαία νομίσματα, τηρούσε αυστηρότερο συνωμοτικό κώδικα όταν επρόκειτο να μεταβεί στο εξωτερικό ή όταν επέστρεφε μεταφέροντας μεγάλα χρηματικά ποσά. Παρά την προσπάθεια κωδικοποίησης η ανεξάντλητη ποικιλία των αρχαίων νομισμάτων (νομίσματα διαφορετικής πόλης-κράτους, διαφορετικών περιόδων και διαφορετικής αξίας) ανάγκαζε τους δράστες συχνά να αναφέρονται με πολύ σαφείς λεπτομέρειες τόσο στον τύπο του νομίσματος όσο και στις παραστάσεις ή ακόμα και τα κατασκευαστικά ελαττώματα και την φθορά του χρόνου που παρουσίαζαν, με αποτέλεσμα να προκύπτει ρητά και αβίαστα τόσο η έκνομη δραστηριότητά τους με το αντικείμενο των αρχαίων αντικειμένων-νομισμάτων, όσο και η φύση των αντικειμένων που κωδικοποιημένα αποκαλούσαν με τις ανωτέρω συνθηματικές ονομασίες (ελιές, φασόλια κτλ). Ο Π. Π., για τις αυξημένες ανάγκες επικοινωνίας του με τους προμηθευτές των αρχαίων και τους αγοραστές, χρησιμοποιούσε πολλά διαφορετικά κινητά τηλέφωνα τα οποία μετά την πάροδο εύλογου χρόνου άλλαζε ενεργοποιώντας νέες συνδέσεις. Κατά την διάρκεια της επισύνδεσης (από 02-09-2011 μέχρι 3-3-2012 ) ο Π. Π. ενεργοποίησε τουλάχιστον πέντε συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, τις υπ’ αριθμ. …, …, …, … (ταυτοποιημένο στην σύζυγο Π. Σ.), …, ενώ ταυτόχρονα συνομιλούσε και μέσω του σταθερού τηλεφώνου της οικίας του …. Ανά πάσα στιγμή διατηρούσε ενεργές τουλάχιστον 2 ή 3 συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, ενώ χρησιμοποιούσε για τις ανάγκες της επικοινωνίας του με τους εμπόρους αρχαιοτήτων του εξωτερικού και των σκληρών ορισμένες φορές διαπραγματεύσεων, άτομα με ευχέρεια στην χρήση ξένων γλωσσών, τα οποία και έναντι αμοιβής αναλάμβαναν ρόλο μεταφραστή. Σχετικά με την προμήθεια των αρχαίων νομισμάτων και άλλων αντικειμένων προέκυψε ότι τουλάχιστον 1-2 φορές σε εβδομαδιαία βάση ο Π. Π. μετέβαινε οδικώς στις περιοχές όπου διαμένουν οι αρχαιοκάπηλοι προμηθευτές του και αγόραζε από αυτούς αρχαία αντικείμενα, κατά κανόνα νομίσματα, ενώ κάποιες φορές τον επισκέπτονταν αυτοί στην οικία του στην …, όπου και του τα παρέδιδαν. Κάποιοι από τους προμηθευτές του αναλάμβαναν κατόπιν συνεννοήσεως με τον Π. Π. να συγκεντρώσουν είτε αρχαία αντικείμενα από άλλους αρχαιοκάπηλους, είτε να ειδοποιήσουν αυτούς να προσέλθουν σε προκαθορισμένο σημείο σε συνάντηση με τον παραπάνω και με τον τρόπο αυτό είχε αυτός σε κάθε εξόρμησή του δυνατότητα επιλογής από μεγάλη ποικιλία προσφερομένων νομισμάτων και άλλων αντικειμένων ώστε να επιλέγει τα πιο εμπορεύσιμα. Ακόμη σχετικά με τη μεταφορά των αρχαίων στο εσωτερικό προέκυψε ότι ο Π. Π. πραγματοποιούσε συνήθως ο ίδιος την μεταφορά των αρχαίων από τους προμηθευτές του προς την οικία του. Κάποιες φορές προκειμένου να μην κινεί υποψίες έπαιρνε ενίοτε μαζί του την σύζυγό του Σ., ενώ πέρα από το δικό του όχημα κινούνταν συχνά και με το υπ’ αριθμ … MERCEDES του Η. Α. (που αθωώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση), συζύγου της ανιψιάς του Π. Μ. (1ης εκκαλούσας-κατηγορούμενης), τούτο δε γινόταν στα πλαίσια της συγγενικής σχέσης, χωρίς ο παραπάνω να γνωρίζει τις παράνομες δραστηριότητες του, ενώ το γεγονός ότι είχε αναλάβει τα έξοδα της ασφάλισης και των τελών κυκλοφορίας του οχήματος, δεν αποτελούσε αντάλλαγμα για τις εν λόγω υπηρεσίες, αλλά οφείλεται στο ότι ο Α. Η. αδυνατούσε να το συντηρήσει και ο πρώτος κατηγορούμενος του ζήτησε μη το ακινητοποιήσει, όπως προτίθετο, αλλά να το χρησιμοποιεί ο ίδιος για τις ανάγκες του, καταβάλλοντας τα σχετικά έξοδα. Επίσης κανόνιζε κάποιες φορές τα αντικείμενα που προμηθευόταν να αποσταλούν μέσω ΚΤΕΛ στην … ή τα έδινε σε άλλα άτομα που τα μετέφεραν για λογαριασμό του. Την δε μεταφορά αυτών προς το εξωτερικό την έκανε είτε ο ίδιος αεροπορικώς, είτε την ανέθετε σε άλλα άτομα που ταξίδευαν σε ξεχωριστό δρομολόγιο, ακόμα και με πλοίο μέσω Ιταλίας. Ειδικότερα προέκυψε ότι ο 34ος κατηγορούμενος, Ν. Τ., ανέλαβε να πραγματοποιήσει τέτοια μεταφορά, και όπως προκύπτει από τις συνομιλίες παρουσιάστηκε εμπλοκή σχετικά με το παράνομο φορτίο του στη Γερμανία, όπου συνελήφθη και υπάρχει δικαστική ή διοικητική εκκρεμότητα. Εξάλλου ο Π. έστελνε αρχαία νομίσματα και μέσω ταχυδρομείου όπως στην περίπτωση του Σ. Χ., κατοίκου …, (για τον οποίο έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω θανάτου με το παραπεμπτικό βούλευμα). Κατά την έρευνα που πραγματοποιήθηκε την 03-03-2012 στην οικία του Π. στην … ανευρέθηκαν μεταξύ άλλων 122 αρχαία νομίσματα, δύο ανιχνευτές μετάλλου και πλήθος καταλόγων δημοπρασιών αρχαίων νομισμάτων από εταιρείες του εξωτερικού. Ως προς την απόκρυψη των αρχαίων διαπιστώθηκε ότι ο Π. Π. χρησιμοποιούσε ως σημείο απόκρυψης (καβάτζα), εκτός από την οικία του και την οικία της ανιψιάς του, 1ης εκκαλούσας-κατηγορουμένης, Π. Μ., κατά δε την κατ’ οίκον έρευνα που πραγματοποιήθηκε την 03-03-2012 ανευρέθηκαν στην οικία της μεγάλος αριθμός αρχαίων νομισμάτων που της είχε παραδώσει ο Π. Π. προς φύλαξη, η ίδια δε γνώριζε το περιεχόμενο των δύο τσαντών, που τις τοποθέτησε στην κρεβατοκάμαρα της οικίας της, όπου παρέμειναν 2-3 μήνες, η οποία όπως απολογούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ανέφερε γνώριζε την ως άνω παράνομη δραστηριότητα του θείου της, και η ίδια κατείχε φωτογραφίες αρχαίων νομισμάτων, ενώ είχε σε μια τσάντα της δυο μαύρα με το κεφάλι του Μ. Α.. Ο δε ισχυρισμός της ότι νόμιζε ότι οι άνω δύο τσάντες περιείχαν πράγματα της θείας της (συζύγου του πρώτου κατηγορούμενου, που έπασχε από άνοια), δεν κρίνεται πειστικός, προεχόντως ως αντικείμενος στην κοινή λογική- Περαιτέρω προέκυψε ότι, ο Π. κατείχε μεγάλες ποσότητες νομισμάτων στην οικία του, προκειμένου να τα καθαρίζει, ταξινομεί και αξιολογεί, ώστε στην συνέχεια αναλόγως με την αξία τους να τα δρομολογεί προς πώληση. Για την αναγνώριση και αξιολόγηση των νομισμάτων ζητούσε την γνώμη τρίτων, που από την χρόνια ενασχόληση τους με το αντικείμενο είχαν τις απαραίτητες γνώσεις καθώς και την εμπειρία για αναγνώριση τυχόν πλαστών νομισμάτων και λοιπών αντικειμένων, όπως τον ως άνω ήδη αποβιώσαντα Σ. Χ. και τους 2° (Σ. Γ.) και, 3° (Β. Β.) εκκαλούντες-κατηγορούμενους. Άλλωστε και οι τελευταίοι απολογούμενοι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ομολόγησαν τα ανωτέρω ενώ σύμφωνα με τις τηλεφωνικές συνομιλίες ο 20ζ κατηγορούμενος (Σ. Γ.) κατόπιν εντολής του Π. Π., παρέδωσε σε οίκο δημοπρασιών που εδρεύει στο … περί τα 1500 νομίσματα για δημοπράτηση. Επιπροσθέτως δε, πρέπει να επισημανθεί ότι ο 3ος (Β. Β.) κατηγορούμενος κατείχε ιδιαίτερες γνώσεις σχετικά με τα αρχαία νομίσματα καθόσον από πολλά έτη ασχολούνταν με την παράνομη συλλογή αρχαίων και μάλιστα το έτος 2006 καταλήφθηκε να έχει στην κατοχή του μεγάλο αριθμό αρχαίων, πράξη για την οποία καταδικάσθηκε σε πρώτο βαθμό με την υπ’ αριθ. 1177/2012 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης, που του επέβαλε ποινή κάθειρξης 11 ετών και 6 μηνών, και όπως ανέφερε κατά την απολογία του εξ αυτής έχει εκτίσει ήδη πέντε (5) έτη. Έτσι δικαιολογείται το ότι στις μεταξύ των συνομιλίες μοιράζονταν κοινό κώδικα επικοινωνίας και συνομιλούσαν συνήθως κωδικοποιημένα για τα νομίσματα χρησιμοποιώντας συνθηματικές λέξεις όπως ελιές, φακές, πράσινα, μαύρα, φασόλια, κουμπιά, τελάρα κτλ, όμως από τον συνδυασμό των συνομιλιών προκύπτει αναμφισβήτητα το αντικείμενο των συνομιλιών, καθώς για να συνεννοηθούν συχνά αναγκάζονταν να προβούν σε πιο αποκαλυπτικές διευκρινίσεις που αφορούσαν την προέλευση, το υλικό, την περίοδο κοπής και τις παραστάσεις των νομισμάτων, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις ρητής αναφοράς σε αυτά. Τα δε αντικείμενα που ανευρέθηκαν στην οικία του 30U κατηγορούμενου, την 03-03-2012 κατά την διάρκεια αστυνομικής επιχείρησης (Τρεις χιλιάδες επτακόσια πενήντα τέσσερα (3754) νομίσματα, χίλια οκτακόσια είκοσι πέντε (1825) λοιπά αντικείμενα, ένα (1) περίστροφο, ένα (1) μαχαίρι, έναν (1) ανιχνευτή μετάλλων, ένα (1) δίπτυχο εικόνων, μία (1) εικόνα, δύο (2) συσκευασίες με τμήματα κολιέ & χάνδρες), αναμφισβήτητα προέκυψε ότι αυτά ανήκαν στον ίδιο. Εξάλλου ο Π. Π. τον καθαρισμό των νομισμάτων τον ανέθετε όταν δεν είχε την ευχέρεια να ασχοληθεί ο ίδιος σε υπήκοο … με όνομα “Δ.” που είχε ειδικές γνώσεις και κατάλληλο εξοπλισμό (εργαλεία, χημικές ουσίες κτλ) και επισκεπτόταν τον Π. Π. στην οικία του όπου και παρέμενε ακόμα και επί αρκετές ημέρες προκειμένου να ασχοληθεί με τον καθαρισμό νομισμάτων. Επίσης διαπιστώθηκε ότι ο Π. Π. είχε γνώση της διεθνούς βιβλιογραφίας για τα αρχαία νομίσματα, μνημονεύει αρκετά βιβλία σε συνομιλίες του ενώ κατείχε και αρκετά από αυτά, τα οποία συμβουλευόταν προκειμένου να εντοπίσει όσα νομίσματα δεν εγνώριζε εξ όψεως. Αυτός δε, προέβαινε σε παράνομες συναλλαγές με σκοπό το παράνομο οικονομικό όφελος, αφού είχε εξασφαλίσει αγοραστές για κάθε είδους νόμισμα ή άλλο αρχαίο αντικείμενο που προμηθευόταν, είτε επρόκειτο για φτηνά κομμάτια είτε για εξαιρετικά ακριβά. Επισημαίνεται ότι τα αρχαία νομίσματα ανάλογα με την χρονολογία κοπής τους, την καλλιτεχνική αρτιότητα της κάθε κοπής, την χρηματική αξία, την σπανιότητά, την κατάσταση διατήρησης και το υλικό κατασκευής τους μπορούν να έχουν από μηδενική αξία ως και αξία εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ ανά τεμάχιο. Τα νομίσματα που είναι εμπορεύσιμα διατίθενται στους τελικούς αγοραστές σε τελική τιμή από 10-15 ευρώ περίπου. Ο Π. Π. είχε εξασφαλίσει την απορρόφηση σε σταθερή βάση των πιο φτηνών νομισμάτων, εισπράττοντας μηνιαίως αρκετές χιλιάδες ευρώ (αναφέρει ότι μόνο από έναν αγοραστή από ΗΠΑ, που όπως προκύπτει είναι ο Σ. Χ. Λ. Α.”, ελάμβανε 4-5.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ από δύο υπηκόους … ονόματι “Ι.” και “Δ.” που τον επισκέπτονταν περίπου σε εβδομαδιαία βάση στην οικία του ελάμβανε συνήθως ποσά από 500-2.000 ευρώ, τα οποία επανεπένδυε συνεχώς για την αγορά περισσότερων και ακριβότερων νομισμάτων. Λόγω του μεγάλου αριθμού νομισμάτων που διακινούσε ο Π. είχε αναθέσει στον 2° κατηγορούμενο Σ. Γ. την προώθηση στην γερμανική αγορά αρχαίων νομισμάτων ποσότητα 1.800 τεμαχίων, για την πώληση των οποίων ο τελευταίος θα ελάμβανε σχετική αμοιβή. Όταν κατάφερνε να συγκεντρώσει νομίσματα μεγαλύτερης σπανιότητας και αξίας ο Π. Π. τα διοχέτευε σε εξειδικευμένους οίκους δημοπρασιών του εξωτερικού (Αγγλία, Αυστρία/Γερμανία), γνωστούς παγκοσμίως στην αγορά αρχαίων νομισμάτων. Στους οίκους αυτούς παρέδιδε τα αρχαία νομίσματα συνήθως ιδιοχείρως και υπέγραφε σχετικά έγγραφα για την παράδοση και δημοπράτησή τους αποκομίζοντας ποσοστό από την τελική τιμή πώλησής τους, ενώ ελάμβανε και χρηματικές προκαταβολές ύψους αρκετών χιλιάδων ευρώ κατά περίπτωση. Συνολικά αποκόμιζε μεγάλα χρηματικά ποσά, το ακριβές ύψος των οποίων δεν κατέστη δυνατό να προσδιορισθεί, με τα οποία κάλυπτε τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου, πλήρωνε τους προμηθευτές του και απέδιδε διάφορα ποσά στους μεσάζοντές του. Από την άρση τραπεζικού απορρήτου για το διάστημα 01-01-2011 έως και αρχές Φεβρουαρίου 2012 προέκυψε μεγάλος αριθμός χρηματικών καταθέσεων προς και από τον Π. Π.. Συγκεκριμένα εισέπραξε μέσω εταιρείας … συνολικό ποσό 35.000 ευρώ περίπου από τους Σ. Χ., S. B., F. S. (Για τις τραπεζικές καταθέσεις/συναλλαγές του Π. Π. βλ.την αποστολή των σχετικών στοιχείων από τις Ελληνικές τράπεζες.) .Σημειώνεται ότι όπως αναφέρει ο ίδιος ο Π. σε συνομιλίες του, είχε γνώση του κινδύνου να χαρακτηριστούν ως ύποπτες καταθέσεις άνω των 10.000 ευρώ και αρκετές περιπτώσεις μετέβαινε στο εξωτερικό για να παραλάβει ο ίδιος χρήματα σε μετρητά. Συνολικά τα ποσά που είχε εισπράξει ή είχε δρομολογηθεί η είσπραξή τους μελλοντικά υπολογίζονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Επίσης αποδείχθηκε ότι ο 2° εκκαλών κατηγορούμενο Γ. Σ., χρήστης της …, διαθέτοντας τις κατάλληλες γνώσεις στο αντικείμενο των αρχαίων προέβαινε στην εκτίμηση της αξία των αρχαίων νομισμάτων και έχοντας γνωριμίες με άτομα τόσο στο εσωτερικό και στο εξωτερικό αναλάμβανε την μεταφορά και δημοπράτηση αρχαίων νομισμάτων μέσω οίκων του εξωτερικού, την εκτίμηση της αξίας αρχαίων αντικειμένων, καθώς και απευθείας συνομιλίες για λογαριασμό του Π. Π. με εταιρείες που εμπορεύονταν αρχαία στο εξωτερικό. Με τις ενέργειες του αυτές ο εν λόγω 2ος κατηγορούμενος παρέσχε με πρόθεσή του άμεση συνδρομή στον ανωτέρω Π. Π. κατά την τέλεση της ως άνω πράξης που αυτός διέπραξε όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της άδικης πράξης και χωρίς την δική του συνδρομή n τέλεση της ως άνω πράξεως , κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί, να μην ήταν με βεβαιότητα δυνατή, δηλαδή η συμβολή του ήταν αποφασιστική. Περαιτέρω οι παρακάτω αναφερόμενοι εκκαλούντες- κατηγορούμενοι όπως αποδείχθηκε προέβαιναν σε επιφανειακές διερευνητικές έρευνες, δηλαδή διενεργούσαν άλλης μορφής παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, κυρίως με τη χρήση ανιχνευτών μετάλλου και διοχέτευαν τα νομίσματα στον Π. Π. έναντι συμφωνημένου κάθε φορά τιμήματος, η δε επαφή τους με άλλους λαθρανασκαφείς της περιοχής τους και n μεταφορά πληροφοριών στον Π. Π. περί των ευρημάτων δικαιολογείται από το ότι γνώριζαν το ενδιαφέρον του τελευταίου για την αγορά νομισμάτων. Ειδικότερα: ί) Ο 4ος κατηγορούμενος (Σ. Ν.), κάτοχος της υπ’ αριθμ. … σύνδεσης, όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. προέβαινε και ο ίδιος σε καθημερινή σχεδόν βάση σε επιφανειακές διερευνητικές έρευνες σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλίας, κατά την έρευνα που πραγματοποιήθηκε την 03-03-2012 στην οικία του ανευρέθηκαν εξαρτήματα ανιχνευτή μετάλλων και όσα νομίσματα εύρισκε τα διοχέτευε στον Π. Επίσης έχοντας ευρύ κύκλο γνωριμιών με άλλα άτομα που πραγματοποιούσαν παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, (όπως με τους 5°, 6° , 13°, 15°, και 35° εκκαλούντες-κατηγορουμένους) αναλάμβανε να ειδοποιεί τον Π. για τα ευρήματά τους καθώς και να ειδοποιεί τα άτομα αυτά όταν ο Π. μετέβαινε στην Θεσσαλία για να αγοράσει αρχαία προκειμένου να του πουλήσουν και αυτοί τα ευρήματά τους. Εξάλλου ο 4ος κατηγορούμενος στην ενώπιον του Δικαστηρίου τούτο απολογία του ομολόγησε ότι προέβαινε και ο ίδιος σε αρχαιολογικές έρευνες, και τα αρχαία νομίσματα που εύρισκε τα έδινε στον Π. καθώς και ότι παρέδιδε σ’ αυτόν και τα αρχαία νομίσματα που του έδιναν 50 γνωστά του άτομα, ii) Ο 10ος κατηγορούμενος (Β. Μ.), χρήστης της … σύνδεσης, όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. προέβαινε και ο ίδιος σε καθημερινή σχεδόν βάση σε παράνομη αρχαιολογική έρευνα σε διάφορες περιοχές της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και όσα νομίσματα εύρισκε τα διοχέτευε στον Π. Τις εν λόγω έρευνες τις πραγματοποιούσε από κοινού με άλλα άτομα, όπως με τον 11° κατηγορούμενο Δ. Σ. και τα ευρήματά τους, τα διοχέτευαν στον Π. έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, χωρίς όμως να προκύπτει ότι ελάμβανε και προμήθεια για την μεσολάβησή του. Σε έρευνα στην οικία του βρέθηκαν 24 νομίσματα, αξίας 250 ευρώ. iii) Ο 7ος κατηγορούμενος (Χ. Θ.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος επίσης διέθετε ευρύ κύκλο γνωριμιών με άτομα απασχολούμενα με άλλης μορφής παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, όπως ο 8ος και κατηγορούμενος Κ. Θ. και Α. Π. (ο οποίος απεβίωσε και με την υπ’αρθμ. 512/07.04.2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου παύθηκε η ασκηθείσα εις βάρος του ποινική δίωξη λόγω του θανάτου του) και συγκέντρωνε αντικείμενα από αυτούς προκειμένου να τα προωθήσει στον Π. Π. ή καλούσε αυτόν να προσέλθει ο ίδιος προκειμένου να δει αρχαία αντικείμενα που διατίθενταν προς πώληση, ίν) Ο 12ος κατηγορούμενος (Π. Π.), χρήστης της … σύνδεσης, όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. προέβαινε και ο ίδιος σε καθημερινή σχεδόν βάση σε παράνομη αρχαιολογική έρευνα σε διάφορες περιοχές της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και όσα νομίσματα εύρισκε τα διοχέτευε στον Π. Τις εν λόγω έρευνες τις πραγματοποιούσε από κοινού με άλλα άτομα [όπως με τον 25° κατηγορούμενο, Κ. Α.], και τα ευρήματά τους, όπως και τα ευρήματα άλλων ατόμων που ασχολούνταν με το συγκεκριμένο αντικείμενο τα διοχέτευε στον Π. έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκαν ένας ανιχνευτής μετάλλου και μια ζυγαριά ακριβείας, ν) Ο 37ος κατηγορούμενος (Β. Ι.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος διενεργούσε ο ίδιος παράνομες αρχαιολογικές έρευνες στην … και στις γύρω περιοχές και απλώς έφερνε σε επαφή τον Π. Π. με διάφορα άτομα που κατείχαν αρχαία, προκειμένου να του τα πωλήσουν, χωρίς να προκύπτει ότι ότι ελάμβανε και προμήθεια για την μεσολάβησή του. νί) 16ος κατηγορούμενος (Σ. Γ.), χρήστης της … σύνδεσης, όπως προκύπτει από τις συνομιλίες είχε καθημερινή επαφή με αρχαιοκάπηλους και είτε τους έφερνε σε επαφή με τον πρώτο κατηγορούμενο για την πώληση των ευρημάτων τους, είτε όταν είχε την οικονομική δυνατότητα τα αγόραζε ο ίδιος και τα μεταπωλούσε. Ο παραπάνω συνεργαζόταν και με άλλους αγοραστές-εμπόρους αρχαιοτήτων πέραν του Π. Π., νϋ) Ο 18ος κατηγορούμενος (Τ. Α.), χρήστης της … σύνδεσης, όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. προέβαινε και ο ίδιος σε καθημερινή σχεδόν βάση σε παράνομη αρχαιολογική έρευνα σε διάφορες περιοχές του Κιλκίς και όσα νομίσματα εύρισκε τα διοχέτευε στον Π. Π., αλλά και σε άλλους αγοραστές- εμπόρους. νίϋ) Ο 19°ζ κατηγορούμενος (Π. Θ.), χρήστης της … σύνδεσης, όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Τ. Α. (18° κατηγορούμενο) προέβαινε και ο ίδιος σε τακτική βάση σε παράνομη αρχαιολογική έρευνα σε διάφορες περιοχές του Κιλκίς, που πωλούσε στον Π. Σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 ανευρέθηκαν Επτακόσια σαράντα τρία (743) φυσίγγια διαφόρων διαμετρημάτων (αβολίδωτα & με βολίδα), ένας (1) κάλυκας, τρεις (3) ανιχνευτές μετάλλων, ένα (1) τόξο, δύο (2) πιστόλια, δύο (2) περίστροφα, δύο (2) πολεμικά τυφέκια, τρία (3) κυνηγετικά όπλα, ένα (1) πιστόλι φωτοβολίδων. Εξάλλου οι ως άνω 18°ς και 19ος κατηγορούμενοι από κοινού ενεργούσαν παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, όπως προκύπτει από τις σχετικές συνομιλίες τους, ενώ σ’ αυτούς παρέδιδαν αρχαία νομίσματα: ο 200ς κατηγορούμενος (Π. Σ.) κάτοχος της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες με τον Τ. ασχολείται με τέτοιες έρευνες και σε έρευνα στην οικία του την 03- 03-2012 βρέθηκε ένας ανιχνευτής μετάλλων, ο 21ος κατηγορούμενος (Κ. Ι.) χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες με τον Τ. ασχολείται με τέτοιες έρευνες, ο 22ος κατηγορούμενος (Κ. Ι.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες με τον Τ. ασχολείται με τέτοιες έρευνες και σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκε ένας ανιχνευτής μετάλλου, ο 23ος κατηγορούμενος (Δ. Α.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες με τον Τ. ασχολείται με παράνομες αρχαιολογικές έρευνες και 03-03- 2012 σε έρευνα στην οικία του βρέθηκαν έντεκα νομίσματα και ένας ανιχνευτής μετάλλων, και ο 24ος κατηγορούμενος (Κ. Γ.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες με τον Τ. ασχολείται με τέτοιες έρευνες. Περαιτέρω από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι υπήρχαν και αρκετοί που ενεργούσαν παράνομες αρχαιολογικές έρευνες και επικοινωνούσαν απευθείας με τον Π. Π. προκειμένου να του πουλήσουν τα ευρήματά τους. Ειδικότερα οι: 5ος κατηγορούμενος (Φ. Φ.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος συνεννοούνταν τηλεφωνικά με τον Π. Π. σχετικά με τα αντικείμενα που ανεύρισκε ως αποτέλεσμα παράνομων επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών και εν συνεχεία ο Π. Π. τον συναντούσε όταν μετέβαινε στην Θεσσαλία, την 03-03-2012 δε σε έρευνα στην οικία του βρέθηκαν 6 νομίσματα και ένας ανιχνευτής μετάλλων, ο 9ος κατηγορούμενος (Κ. Η.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος συνεννοούνταν τηλεφωνικά με τον Π. Π. σχετικά με τα αρχαία αντικείμενα που ανεύρισκε ως αποτέλεσμα παράνομων επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών και εν συνεχεία συναντούνταν και πραγματοποιούσαν τις αντίστοιχες συναλλαγές και σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκε ένας ανιχνευτής μετάλλου, ο 13ος κατηγορούμενος (Γ. Σ.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος συνεννοούνταν τηλεφωνικά με τον Π. Π. σχετικά με τα αρχαία αντικείμενα που ανεύρισκε ως αποτέλεσμα παράνομων επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών και εν συνεχεία συναντούνταν και πραγματοποιούσαν τις αντίστοιχες συναλλαγές και σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκαν Δεκατρία (13) νομίσματα, τα οποία δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου, ένας (1) ανιχνευτής μετάλλων, ο 14°ς κατηγορούμενος (Δ. Α.), χρήστης της … τηλεφωνικής σύνδεσης ο οποίος συνεννοούνταν τηλεφωνικά με τον Π. Π. σχετικά με τα αρχαία αντικείμενα που ανεύρισκε ως αποτέλεσμα παράνομων επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών και εν συνεχεία συναντιούνταν και πραγματοποιούσαν τις αντίστοιχες συναλλαγές, σε έρευνα δε στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκε ένας ανιχνευτής μετάλλου, ο 150ζ κατηγορούμενος (Μ. Β.), χρήστης της … σύνδεσης ο οποίος συνεννοούνταν τηλεφωνικά με τον Π. Π. σχετικά με τα αρχαία αντικείμενα που ανεύρισκε ως αποτέλεσμα παράνομων επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών και εν συνεχεία συναντούνταν και πραγματοποιούσαν τις αντίστοιχες συναλλαγές, ενώ στην οικία του βρέθηκαν 48 νομίσματα, για τα οποία δεν υπάρχει εκτιμητική έκθεση αλλά και από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και δύο ανιχνευτές μετάλλου, ο Ε. Μ. (του οποίου η έφεση κατά της εκκαλούμενης καταδικαστικής απόφασης απορρίφθηκε ως ανυποστήρικη, δυνάμει της υπ’αριθμ.1450/2015 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος συνεννοούνταν τηλεφωνικά με τον Π. Π. σχετικά με τα αρχαία αντικείμενα που ανεύρισκε ως αποτέλεσμα παράνομων επιφανειακών αρχαιολογικών ερευνών και εν συνεχεία συναντούνταν και πραγματοποιούσαν τις αντίστοιχες συναλλαγές, ο 27ος κατηγορούμενος (Τ. Σ.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του ενεργούσε είτε μόνος είτε από κοινού με τους κατηγορούμενους 28° (Ρ. Ε.) και 29° (Κ. Α.) παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες σε διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής και ευρήματα τους αγόραζε ο Π. Π. και σε έρευνα στην οικία του βρέθηκαν επτά νομίσματα και δύο ανιχνευτές μετάλλου, ο 28ος κατηγορούμενος (Ρ. Ε.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος από κοινού συνήθως με τον 29ο κατηγορούμενο (Κ. Α.) ή και με τον 27ο κατηγορούμενο (Τ. Σ.) προέβαιναν σε τέτοιες έρευνες και διοχέτευαν τα ευρήματά τους είτε στον Π. Π. είτε στον 25ο κατηγορούμενο (Κ. Α.) και σε έρευνα στην οικία του την 03-03- 2012 βρέθηκαν ένας ανιχνευτής μετάλλου, ένα νόμσιμα και τρία λοιπά αντικείμενα, ο 290ς κατηγορούμενος (Κ. Α.), χρήστης της … σύνδεσης ο οποίος από κοινού με τον 28° κατηγορούμενο (Ρ. Ε.) προέβαινε σε παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες σε διάφορες περιοχές της Χαλκιδικής και σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκαν ένας ανιχνευτής μετάλλου και ένα νόμισμα, ο 300ζ κατηγορούμενος (Κ. Ι.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος από κοινού είτε καθ’ υπόδειξη σημείου από τον 27° κατηγορούμενο Τ. προέβαινε σε παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες σε διάφορες περιοχές της …ς και σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκαν 18 νομίσματα, 4 λοιπά αντικείμενα και ένας ανιχνευτής, ο 310ί κατηγορούμενος Α. Β., χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές του συνομιλίες διενεργούσε παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες σε διάφορες περιοχές της …ς από κοινού με τους Κ. Ι. και Γ. Θ. Σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκαν 28 νομίσματα και ένας ανιχνευτής, ο 32ος κατηγορούμενος Γ., Θ., χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Α. Β. προβαίνει από κοινού με αυτόν και άλλα άτομα σε τέτοιες παράνομες αρχαιολογικές έρευνες, σε περιοχές της …ς και σε έρευνα στην οικία του την 03-03-2012 βρέθηκαν δύο νομίσματα, αξίας 20 ευρώ, ο 33ος κατηγορούμενος (Γ. Α.), χρήστης των … συνδέσεων, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. ασχολείται με παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες για ανεύρεση αρχαίων και σε έρευνα στην οικία του βρέθηκαν νομίσματα, αξίας 5.500 ευρώ και άλλα αντικείμενα αξίας 685 ευρώ, σφαίρες και κάλυκες διαφόρων διαμετρημάτων και ένας ανιχνευτής μετάλλου, ο 36°ς κατηγορούμενος (Κ. Α.), χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. ενεργούσε συχνά παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες και πωλούσε αρχαία νομίσματα σε αυτόν, ο 35ος κατηγορούμενος Ζ. Δ. ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. ενεργούσε συχνά παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες και πωλούσε αρχαία νομίσματα σε αυτόν και σε έρευνα στην οικία του βρέθηκαν 16 νομίσματα, άνευ αξίας, δύο ανιχνευτές μετάλλου, δέκα λοιπά αντικείμενα, και διάφορα φυσίγγια, ο 39ος κατηγορούμενος (Κ. Δ.) χρήστης της … σύνδεσης, κάτοικος … . Π., α.λ.σ. χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος από τις συνομιλίες του με τον Κ. Π. προκύπτει ότι ενεργούσε συχνά παράνομες επιφανειακές αρχαιολογικές έρευνες ο 38Ος κατηγορούμενος, Σ. Ρ. χρήστης της … σύνδεσης, ο οποίος όπως προκύπτει από τις συνομιλίες του με τον Π. Π. ενεργούσε συχνά λαθρανασκαφές και πωλούσε αρχαία νομίσματα σε αυτόν. Από τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο τούτο, ότι οι κατηγορούμενοι 1Ος, 2oς 3Ος , 4Ος, 5ος , 6ος , 7Ος, 8Ος , 9ος , 10ος , 11ος, 12oς, 13ος, 14ος, 26ος, 18ος, 19″ς 33ος , 34ος, 35ος, 36ος, 37ος και 39ος, (καθώς και οι υπήκοοι … καλούμενοι “Δ.” α.λ.σ., και “Ι.” α.λ.σ. οι οποίοι αγόραζαν από τον Π. και εξήγαγε στην συνέχεια τα νομίσματα αυτά προς την Βουλγαρία), ενεργώντας από κοινού ενώθηκαν για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και δη στην κατ’ άρθρο 61 παρ. 3β’ του ν. 3028/2002 παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και την κατ’ άρθρο 54 του ίδιου νόμου υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου (375 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 1 Ν 1608/1950). Η ως άνω ένωση των εν λόγω κατηγορουμένων προς διάπραξη των προαναφερθέντων εγκλημάτων με βάση τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, συγκροτεί, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην μείζονα σκέψη, την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της προβλεπόμενης στην παρ. 5 του άρ. 187 του ΠΚ, συμμορίας, που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος για την οποία άλλωστε καταδικάσθηκαν οι ως άνω κατηγορούμενοι με την εκκαλούμενη απόφαση. Πιο συγκεκριμένα για καθένα κατηγορούμενο αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: 1Ί Η 1″ κατηγορούμενη Μ. Π., αποδείχθηκε ότι ενεργώντας από κοινού με τους αναφερθέντες παραπάνω και στο διατακτικό ενώθηκαν για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, ενώ παράλληλα παρέσχε άμεση συνδρομή, στον θείο της Π. Π. κατά τη διάρκεια της τέλεσης της πράξης της υπεξαίρεσης και ειδικότερα, στις …, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 μέχρι και τη σύλληψή της στις 3-3-2012, ο Π. Π., παρέδωσε προς φύλαξη σε αυτήν αρχαία αντικείμενα, και ανευρέθησαν στην κατοικία της στις … μετά από νομότυπη έρευνα που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Τ .Α. Πολυγύρου στις 3-3-2012 και περί ώρα 08.30 τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του από προηγούμενες υπεξαιρέσεις μνημείων και από παράνομες αρχαιολογικές ανασκαφές (τρίτων), η αξία των οποίων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, ήτοι αφενός συνολικά 4.931 αρχαία νομίσματα, η αξία των οποίων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, και δη συνολικού ποσού 162.300 ευρώ, όπως εκτιμήθηκε από την αρμόδια επιτροπή, και αφετέρου εννέα (9) άλλα αρχαία αντικείμενα και δη ένα (1) μολύβδινο σταθμίο ρωμαϊκών χρόνων αξίας 100 ευρώ, ένα (1) μολυβδόβουλο ιστορικών χρόνων αξίας 50 ευρώ, πέντε (5) μολύβδινες σφραγίδες ιστορικών χρόνων, αξίας 500 ευρώ η καθεμία, ήτοι συνολικής αξίας 2.500 ευρώ, μία (1) μολύβδινη σφραγίδα ιστορικών χρόνων αξίας 1.000 ευρώ και ένα (1) μολύβδινο πεσσό ιστορικών χρόνων αξίας 50 ευρώ, όπως η αξία αυτών εκτιμήθηκε αρμοδίως, συνολικής δηλαδή αξίας 3.700 ευρώ και με τον τρόπο αυτό, φυλάσσοντας, για λογαριασμό εκείνου τα παραπάνω αρχαία νομίσματα του παρέσχε άμεση συνδρομή, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω πράξης και στην εκτέλεση αυτής, που είχε αντικείμενο συνολικής αξίας (162.300 + 3.700 =) 166.000 ευρώ, ήτοι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Εξάλλου εκτός από τα ως άνω αρχαία νομίσματα βρέθηκαν στην οικία της φωτογραφίες αρχαίων νομισμάτων, 2) Ο 2ος κατηγορούμενος Γ., Σ., ενεργώντας από κοινού με τους αναφερθέντες παραπάνω και στο διατακτικό ενώθηκαν για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, ασχολούνταν, λόγω των γνώσεων που είχε αποκτήσει προηγούμενα στις ΗΠΑ, ασχολούμενους με παλαιά αντικείμενα, ιδίως με την ταξινόμηση και την αξιολόγηση, αλλά ενίοτε και τον καθαρισμό (βλ. ιδίως για τον καθαρισμό πρακτικό 301/12 [Π.]), των αρχαίων αντικειμένων, όπως και τη μεταφορά – εξαγωγή αρχαίων και ιδίως νομισμάτων από την ημεδαπή στην αλλοδαπή, ενώ παράλληλα παρέσχε άμεση συνδρομή, στον Π. Π. κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πράξεων και στην εκτέλεση αυτών, καθώς, έχοντας τις κατάλληλες γνώσεις στο αντικείμενο των αρχαίων και γνωριμίες με άτομα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό αναλάμβανε τη μεταφορά και δημοπράτηση αρχαίων και ιδίως νομισμάτων μέσω οίκων του εξωτερικού, την εκτίμηση της αξίας των αρχαίων αντικειμένων, και απευθείας συνομιλίες για λογαριασμό του προαναφερόμενου συγκατηγορουμένου του με φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες που εμπορεύονταν αρχαία στο εξωτερικό. Τέλος εξήγαγε από την Ελλάδα, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, μνημεία, και ειδικότερα: α) εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2011 εξήγαγε οδικά από τη … για τη Γερμανία, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, τουλάχιστον 1.500 αρχαία νομίσματα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028/2002, τα οποία προέρχονταν από υπεξαίρεση μνημείων και παράνομες ανασκαφές (βλ. ιδίως πρακτικά 356/12 [Π.] και 377/12 [Π.]), β) εντός του χρονικού διαστήματος από τις 6-2-2012 έως τις 2- 3-2012 εξήγαγε οδικά από τη … για τη Γερμανία, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, τουλάχιστον 1.800 αρχαία νομίσματα, η πλειονότητα των οποίων ήταν χάλκινα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028/2002, άπαντα χαρακτηριζόμενα ως “αρχαία μνημεία”, τα οποία προέρχονταν από υπεξαίρεση – μνημείων και παράνομες ανασκαφές (βλ. ιδίως πρακτικά 301/12 [Π.] και 541/12 [Σ.]. Ο 320ς κατηγορούμενος Θ. Γ., κατοικεί στη …, συνταξιούχος με αναπηρική σύνταξη, ασχολούνταν στην περιοχή του νομού …, με παράνομη αρχαιολογική έρευνα, με σκοπό την ανεύρεση και αποκάλυψη αρχαίων, ιδίως αρχαίων νομισμάτων, και παραδίδοντας τα αρχαία που ανεύρισκε ή αποκάλυπτε έναντι άγνωστου κάθε φορά χρηματικού ανταλλάγματος στον Π. Π., όπως προκύπτει από τις τηλεφωνικές συνομιλίες του, που καταγράφηκαν και αναφέρονται στο παραπεμπτικό βούλευμα και αναγνώσθηκαν. Επίσης, στη … στις 3-3-2012 και περί ώρα 14.30′ σε νομότυπη έρευνα που διενεργήθηκε στην εκεί κατοικία του από αστυνομικούς της Ασφάλειας … βρέθηκε να κατέχει, συνολικά δύο (2) νομίσματα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028/2002, η αξία των οποίων ήταν 20 ευρώ, όπως προκύπτει από τη σχετική νομότυπη εκτίμησή τους και συνεπώς εφόσον δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, τέλεσε την πράξη της απλής υπεξαίρεσης των εν λόγω μνημείων.
Με βάση, τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στο ακροατήριο, τα οποία δεν αναιρούνται ούτε τίθενται υπό αμφιβολία από κανένα αποδεικτικό μέσο και τα οποία ,σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παρακάτω εγκλημάτων, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι οι κατηγορούμενοι για τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις για τις οποίες κηρύχθηκαν ένοχοι και με την εκκαλούμενη απόφαση, αναγνωριζομένων όμως στο πρόσωπο των κατηγορουμένων των ελαφρυντικών περιστάσεων που τους είχαν αναγνωρισθεί και πρωτοδίκως ώστε να μη χειροτερεύσει η θέση των, γεγονός που είναι ανεπίτρεπτο σύμφωνα, με το άρθρο 470 Κ.Π.Δ, (ΑΠ 1772/2011, ΑΠ 99/2011, δημ.Νόμος) και δη 1) Η 1η κατηγορουμένη Μ. Π. πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 α’ και ε του Π Κ, των πράξεων α) της συμμορίας του άρθρου 187 § 5 Π.Κ και β7 της άμεσης συνέργειας στην πράξη της υπεξαίρεσης μνημείων κατ’ εξακολούθηση άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου, που τέλεσε ο συγκατηγορούμενος της στην πρωτόδικη δίκη και ήδη αποβιώσας Π. Π., 2) Ο 2ος κατηγορούμενος, Γ. Σ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ, των πράξεων α) της συμμορίας του άρθρου 187 § 5 Π.Κ, β) της άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου, (δηλαδή στην υπεξαίρεση του ως άνω Π. Π.) και γ) της παράνομης εξαγωγής μνημείων προερχόμενων από αξιόποινη πράξη κατ” εξακολούθηση. Ο 32ος κατηγορούμενος Θ. Γ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 ε του ΠΚ, των πράξεων α) της παράνομης αρχαιολογικής έρευνας κατ” εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα, δηλαδή για παράβαση του άρθρου 61§ 3β’ του 3028/2002, και β) της απλής υπεξαίρεση του άρθρου 375§ 1α ΠΚ. Ο 39ος κατηγορούμενος Δ. Κ. πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, με τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2α’ του ΠΚ, της πράξεως της συμμορίας του άρθρου 187 § 5 ΠΚ. Ακολούθως το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κήρυξε ενόχους, μεταξύ άλλων, τους κατηγορουμένους-ήδη αναιρεσείοντες: την Μ. Π. 1η κατηγορουμένη και ήδη 1η αναιρεσείουσα στην υπό στοιχ. Ι υπό κρίση αναίρεση για: α. σύσταση συμμορίας και β. άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και, με τα ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 α’ και ε’ του Π.Κ, την κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης πέντε (5) ετών, τον Θ. Γ. 32ο κατηγορούμενο και 2ο αναιρεσείοντα στην υπό στοιχ. I υπό κρίση αναίρεση για: α. παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και β. απλή υπεξαίρεση και, με το ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 ε’ του Π.Κ, τον κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, τον Γ. Σ. 2ο κατηγορούμενο και αναιρεσείοντα στην υπό στοιχ. II υπό κρίση αναίρεση για: α. σύσταση συμμορίας, β. άμεση συνέργεια σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και γ. παράνομη εξαγωγή μνημείων προερχομένων από αξιόποινη πράξη κατ’ εξακολούθηση και, με το ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 ε’ του Π.Κ τον κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης επτά (7) ετών και τον Δ.Κ. 39ο κατηγορούμενο και αναιρεσείοντα στην υπό στοιχ. III υπό κρίση αναίρεση για σύσταση συμμορίας και, με το ελαφρ. του άρθρ. 84 παρ. 2 α’ του Π.Κ, τον κατεδίκασε σε φυλάκιση δύο (2) ετών, του ότι: “Η κατηγορούμενη Π. Μ. (1η αναιρεσείουσα της Ι αναίρεσης): 1) Στον παρακάτω τόπο και χρόνο ενώθηκε με άλλους για να διαπράξει περισσότερα κακουργήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και το άρθρο 375 ΠΚ. Ειδικότερα, στις …, από χρόνο που δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς, σε κάθε περίπτωση όμως από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 και μέχρι τη σύλληψή της στις 3-3-2012, ενώθηκε με τους Π. Π. του Σ. (ήδη αποβιώσαντα), Σ. Γ. του Θ., Β. Β. του Χ., Σ. Ν. του Α., Φ. Φ. του Μ., Β.-Μ. Α. του Θ., Χ. Θ. του Γ., Κ. Θ. του Π., Α. Π. του Ι. (ήδη αποβιώσαντα), Κ.Η. του Γ., Β. Μ. του Π., Σ. Δ. του Ν., Π. Π. του Γ., Γ. Σ. του Κ., Δ. Α. του Α., Σ. Γ. του Χ., Τ. Α. του Κ., Π. Θ. του Ν., Γ. Α. του Ε., Τ. Ν. του Γ., Ζ. Δ. του Ν., Κ. Α. του Ι., Β. Ι. του Α., Κ. Δ. του Α. και τους υπηκόους … καλούμενο “Δ.” α.λ.σ., και “Ι.” α.λ.σ., για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και δη στην κατ’ άρθρο 61 παρ. 3β’ του ν. 3028/2002 παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και στην κατ’ άρθρο 54 του ίδιου νόμου υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου (375 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 1 Ν 1608/1950), η οποία ιδίως είχε αναλάβει τη φύλαξη αρχαίων στην κατοικία της.
2) Στον παρακάτω τόπο και χρονική περίοδο, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή, κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση αυτής, στο δράστη που διέπραξε αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 375 ΠΚ και στρέφεται κατά του Δημοσίου με όφελος που εκείνος επεδίωξε και πέτυχε και ζημία που προξενήθηκε, τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 150.000,00 ευρώ. Ειδικότερα, στις …, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 μέχρι και τη σύλληψή της στις 3-3-2012, ο Π. Π. (ήδη αποβιώσας), με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, κατείχε (με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και κατά τρόπο που να μπορεί να διαπιστώνει κάθε στιγμή την ύπαρξή τους), εξωτερικεύοντας τη θέλησή του να τα ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία και να τα χρησιμοποιήσει σαν να ήταν δικά του, πληθώρα αρχαία νομισμάτων, εμπιπτόντων στις διατάξεις του ν. 3028/2002 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, απάντων χαρακτηριζομένων ως “αρχαίων μνημείων”, ήτοι πολιτιστικών αγαθών που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453, τα δε μεταγενέστερα χρονολογούμενα έως το έτος 1830 αποτελούν σε κάθε περίπτωση προϊόντα παράνομων ανασκαφών, και έτσι άπαντα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του από προηγούμενες υπεξαιρέσεις μνημείων και από παράνομες ανασκαφές (τρίτων), και ειδικότερα αφενός συνολικά 4.931 αρχαία νομίσματα, η αξία των οποίων ήταν συνολικού ποσού 162.300 ευρώ, όπως εκτιμήθηκε από την αρμόδια επιτροπή, και αφετέρου εννέα (9) άλλα αρχαία αντικείμενα και δη ένα (1) μολύβδινο σταθμίο ρωμαϊκών χρόνων αξίας 100 ευρώ, ένα (1) μολυβδόβουλο ιστορικών χρόνων αξίας 50 ευρώ, πέντε (5) μολύβδινες σφραγίδες ιστορικών χρόνων, αξίας 500 ευρώ η καθεμία, ήτοι συνολικής αξίας 2.500 ευρώ, μία (1) μολύβδινη σφραγίδα ιστορικών χρόνων αξίας 1.000 ευρώ και ένα (1) μολύβδινο πεσσό ιστορικών χρόνων αξίας 50 ευρώ, όπως η αξία αυτών εκτιμήθηκε αρμοδίως, συνολικής δηλαδή αξίας 3.700 ευρώ, τα οποία άπαντα παρέδωσε προς φύλαξη σε αυτήν, με περισσότερες από μία επιμέρους πράξεις, και ανευρέθησαν στην κατοικία της στις … μετά από νομότυπη έρευνα που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Τ Α. Πολυγύρου στις 3-3-2012 και περί ώρα 08.30′. Με τον τρόπο αυτό, φυλάσσοντας, κατά τον ενιαίο σχεδιασμό της, για λογαριασμό εκείνου τα παραπάνω αρχαία νομίσματα του παρέσχε άμεση συνδρομή, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω πράξης και στην εκτέλεση αυτής, που είχε αντικείμενο συνολικής αξίας (162.300 + 3.700 =) 166.000 ευρώ. Ο κατηγορούμενος Σ. Γ. ΤΟΥ Θ. (αναιρεσείων στην ΙΙΙ αναίρεση): 1)Στον παρακάτω τόπο και χρόνο ενώθηκε με άλλους για να διαπράξει περισσότερα κακουργήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και το άρθρο 375 ΠΚ. Ειδικότερα, στις …, από χρόνο που δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς, σε κάθε περίπτωση όμως από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 και μέχρι τη σύλληψή του στις 3-3-2012, ενώθηκε με τους με τους Π. Π. του Σ. (ήδη αποβιώσαντα), Π. Μ. του Α., Β. Β. του Χ., Σ. Ν. του Α., Φ. Φ. του Μ., Β.-Μ. Α. του Θ., Χ. Θ. του Γ., Κ. Θ. του Π., Α. Π. του Ι. (ήδη αποβιώσαντα), Κ. Η. του Γ., Β. Μ. του Π., Σ. Δ. του Ν., Π. Π. του Γ., Γ.. του Κ., Δ. Α. του Α., Σ. Γ. του Χ., Τ. Α. του Κ., Π. Θ. του Ν., Γ. Α. του Ε., Τ. Ν. του Γ., Ζ. Δ. του Ν., Κ. Α. του Ι., Β. Ι. του Α., Κ. Δ. του Α. και τους υπηκόους … καλούμενο “Δ.” α.λ.σ., και “Ι.” α.λ.σ.,για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και δη στην κατ’ άρθρο 61 παρ. 3β’ του ν. 3028/2002 παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και στην κατ’ άρθρο 54 του ίδιου νόμου υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου (375 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 1 Ν 1608/1950), αναλαμβάνοντας ιδίως την ταξινόμηση και την αξιολόγηση, αλλά ενίοτε και τον καθαρισμό των αρχαίων αντικειμένων, όπως και τη μεταφορά – εξαγωγή αρχαίων και ιδίως νομισμάτων από την ημεδαπή στην αλλοδαπή.
2) Στους παρακάτω τόπους και χρόνους, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή, κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση αυτής, στο δράστη αδικήματος που προβλέπεται στο άρθρο 375 Π Κ και στρέφεται κατά του Δημοσίου με όφελος που εκείνος επεδίωξε και πέτυχε και ζημία που προξενήθηκε, τα οποία υπερβαίνουν το ποσό των 150.000,00 ευρώ. Ειδικότερα: Α) στη … …, κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιανουάριο του έτους 2011 μέχρι και τη σύλληψη του στις 3-3-2012, ο συγκατηγορούμενος του Π. Π. με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, καθώς έγιναν με ενότητα σχεδίου, κατείχε (με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και κατά τρόπο που να μπορεί να διαπιστώνει κάθε στιγμή την ύπαρξή τους), εξωτερικεύοντας τη θέλησή του να τα ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία και να τα χρησιμοποιήσει σαν να ήταν δικά του, πληθώρα αρχαία νομισμάτων, εμπιπτόντων στις διατάξεις του ν. 3028/2002 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, απάντων χαρακτηριζομένων ως “αρχαίων μνημείων”, ήτοι πολιτιστικών αγαθών που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453, αλλά και μεταγενέστερα χρονολογούμενα έως το έτος 1830 που αποτελούν προϊόντα παράνομων ανασκαφών, και έτσι άπαντα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του με τρόπο που δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα στην Ανάκριση, και ειδικότερα: α) συνολικά εκατόν είκοσι δύο (122) αρχαία νομίσματα, τα οποία ανευρέθηκαν στην υδρορροή της εκεί κατοικίας του μετά από νομότυπη έρευνα που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Τ.Α. Πολυγύρου στις 3-3-2012 και περί ώρα 07.30, τα οποία είναι αρχαία ελληνικά, ελληνορωμαϊκά, υστερορρωμαϊκά και βυζαντικά, εκ των οποία τα δώδεκα (12) είναι ασημένια και τα λοιπά εκατόν δέκα (110) χάλκινα, η αξία των οποίων είναι συνολικού ποσού 4.450 ευρώ, όπως εκτιμήθηκε από την αρμόδια επιτροπή (όχι δηλαδή ποσού μεγαλύτερου των 20.000 ευρώ όπως είχε αναγραφεί στο αρχικό κατηγορητήριο), β) συνολικά 4.931 αρχαία νομίσματα, η αξία των οποίων ήταν συνολικού ποσού 162.300 ευρώ, όπως εκτιμήθηκε από την αρμόδια επιτροπή, όπως και εννέα (9) άλλα αρχαία αντικείμενα και δη ένα (1) μολύβδινο σταθμίο ρωμαϊκών χρόνων αξίας 100 ευρώ, ένα (1) μολυβδόβουλο ιστορικών χρόνων αξίας 50 ευρώ, πέντε (5) μολύβδινες σφραγίδες ιστορικών χρόνων, αξίας 500 ευρώ η καθεμία, ήτοι συνολικής αξίας 2.500 ευρώ. μία (1) μολύβδινη σφραγίδα ιστορικών χρόνων αξίας 1.000 ευρώ και ένα (1) μολύβδινο πεσσό ιστορικών χρόνων αξίας 1.000 ευρώ, όπως η αξία αυτών εκτιμήθηκε αρμοδίως, συνολικής δηλαδή αξίας 3.700 ευρώ. τα οποία (αρχαία νομίσματα και λοιπά αντικείμενα) παρέδωσε προς φύλαξη στη συγκατηγορούμενη τους Π. Μ. και ανευρέθησαν στην κατοικία της στη … μετά από νομότυπη έρευνα που διενεργήθηκε από αστυνομικούς του Τ.Α. Πολυγύρου στις 3-3-2012 και περί ώρα 08.30′, γ) άγνωστο στην ανάκριση ακριβή αριθμό αρχαίων νομισμάτων τα οποία κάθε έναν από τους έξι μήνες της περιόδου Σεπτεμβρίου 2011 – Φεβρουαρίου 2012 πωλούσε προς το συγκατηγορούμενό σας Σ. Χ. με αντάλλαγμα τουλάχιστον 4.000 ευρώ μηνιαίως, συνολικής δηλαδή αξίας κατά το παραπάνω εξάμηνο 24.000 ευρώ τουλάχιστον, ακριβώς σε εξωτερίκευση της αυτής βούλησης παράνομης ιδιοποίησης, ενώ προηγουμένως στον ίδιο πώλησε και άγνωστο στην ανάκριση ακριβή αριθμό αρχαίων νομισμάτων από τις αρχές του έτους 2011 και δη άγνωστο αριθμό αρχαίων νομισμάτων: i) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του Ιανουαρίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα το ποσό των 2.113,58 ευρώ στις 9-2-2011, ii) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του Φεβρουαρίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ποσό 1.417,70 ευρώ στις 15-2-2011, iii) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του μηνός Μαίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ποσό 1.371,08 ευρώ στις 23-5-2011, iν) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ποσό 246,52 ευρώ στις 22-2-2011, ν) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του μηνός Απριλίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ποσό 670,02 ευρώ στις 16-4-2011, νi) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία του μηνός Αυγούστου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ποσό 667,45 ευρώ στις 16-8-2011, ήτοι αρχαία νομίσματα συνολικής αξίας 6.486,35 ευρώ, δ) άγνωστο στην ανάκριση ακριβή αριθμό αρχαίων νομισμάτων τα οποία πώλησε προς τον S. B. και F. S. στη διάρκεια της χρονικής περιόδου Ιανουαρίου 2011 – Νοεμβρίου 2011 και ειδικότερα πώλησε αφενός προς τον πρώτο από αυτούς (B.) άγνωστο αριθμό αρχαίων νομισμάτων: α) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα το ποσό των 3.500 ευρώ στις 8-2-2011, β) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Μαρτίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ποσό 3.500 ευρώ στις 22-3-2011, γ) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Μαΐου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ποσό 3.000 ευρώ στις 23-5-2011 και ποσό 3.000 ευρώ στις 4-6-2011, δ) σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός του μηνός Οκτωβρίου του έτους 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα ποσό 3.000 ευρώ στις 3-11-2011, ήτοι αρχαία νομίσματα συνολικής αξίας 13.000,00 ευρώ, αφετέρου στο δεύτερο από αυτούς (S.) άγνωστο αριθμό αρχαίων νομισμάτων σε ανεξακρίβωτη ημερομηνία εντός των μηνών Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου 2011 λαμβάνοντας ως χρηματικό αντάλλαγμα από αυτόν ποσό (ισόποσο) 750,92 ευρώ στις 13-10-2011, ε) άγνωστο στην ανάκριση ακριβή αριθμό αρχαίων νομισμάτων τα οποία κάθε έναν από τους έξι μήνες της περιόδου Σεπτεμβρίου 201! – Φεβρουαρίου 2012 πωλούσε προς συγκατηγορούμενούς βουλγαρικής υπηκοότητας με τα ονόματα “Ι.” (α.λ.σ.) και “Δ.” (α.λ.σ.) με αντάλλαγμα τουλάχιστον 500 ευρώ μηνιαίως, συνολικής δηλαδή αξίας κατά το παραπάνω εξάμηνο 3.000 ευρώ τουλάχιστον, ακριβώς σε εξωτερίκευση της αυτής βούλησης παράνομης ιδιοποίησης. Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις, που αφορούσαν σε υπεξαίρεση αντικειμένων συνολικής αξίας (4.450 + 162.300 + 3.700 + 24.000 + 6.486,35 + 13.000 + 750,92 + 3.000 + -) 217.687,27 ευρώ τουλάχιστον, με περισσότερες από μία πράξεις που έγιναν με ενότητα σχεδίου, αυτός του παρείχε άμεση συνδρομή, κατά τη διάρκεια των ανωτέρω πράξεων και στην εκτέλεση αυτών, καθώς, έχοντας τις κατάλληλες γνώσεις στο αντικείμενο των αρχαίων και γνωριμίες με άτομα τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό αναλάμβανε τη μεταφορά και δημοπράτηση αρχαίων και ιδίως νομισμάτων μέσω οίκων του εξωτερικού, την εκτίμηση της αξίας των αρχαίων αντικειμένων, και απευθείας συνομιλίες για λογαριασμό του προαναφερόμενου συγκατηγορουμένου του με φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες που εμπορεύονταν αρχαία στο εξωτερικό. Β) Στη … … εντός του ανωτέρω χρονικού διαστήματος, από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 μέχρι το μήνα Μάρτιο του έτους 2012, ο συγκατηγορούμενος του Π. Π. κατείχε (με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και κατά τρόπο που να μπορεί να διαπιστώνει < κάθε στιγμή την ύπαρξή τους), εξωτερικεύοντας τη θέλησή του να τα ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία και να τα χρησιμοποιήσει σαν να ήταν δικά του, τουλάχιστον (1.000 + 1.500 + 1.800 =) 4.300 αρχαία νομίσματα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, απάντων χαρακτηριζομένων ως “αρχαίων μνημείων”, ήτοι πολιτιστικών αγαθών που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453, αλλά και μεταγενέστερα χρονολογούμενα έως το έτος 1830 που αποτελούν προϊόντα παράνομων ανασκαφών, και έτσι άπαντα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του με τρόπο που δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα στην Ανάκριση, η αξία των οποίων ήταν υπερβαίνουσα σε κάθε περίπτωση το ποσό των 480.000 ευρώ. Προκειμένου δε να διαθέσει αυτά στη Γερμανία, εκδηλώνοντας έτσι κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τη βούληση ιδιοποίησης αυτών, αυτός ανέλαβε την οδική μεταφορά των (1.500 + 1.800 =) 3.300 από αυτά (συνολικής αξίας τουλάχιστον 330.000 ευρώ) έναντι αμοιβής με αδιευκρίνιστο στην ανάκριση ποσοστό επί των κερδών, συνδράμοντας έτσι αυτόν άμεσα, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της πώλησης των νομισμάτων αυτών στο εξωτερικό, όπως ανέλαβε και την αξιολόγηση-και ταξινόμηση. όπως και τις απευθείας συνομιλίες για λογαριασμό του προαναφερόμενου συγκατηγορουμένου του με φυσικά πρόσωπα ή εταιρείες που εμπορεύονταν αρχαία στο εξωτερικό και για τα λοιπά 1.000 από αυτά (συνολικής αξίας τουλάχιστον 150.000 ευρώ) τα οποία μετέφερε στη Γερμανία ο συγκατηγορούμενός τους Τ.Ν. Με τον ανωτέρω τρόπο, με ενότητα σχεδίου συνέδραμε αυτόν στην υπεξαίρεση αρχαίων αντικειμένων συνολικής αξίας (217.687,27 + 330.000,00 + 150.000,00 =} 697.6S7.27 ευρώ τουλάχιστον.
3).Στον παρακάτω τόπο και χρονική περίοδο, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, εξήγαγε από την Ελλάδα, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, μνημεία, τα οποία μάλιστα προήλθαν κατ’ αξιόποινο τρόπο. Ειδικότερα: α) σε ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρόνο, σε κάθε περίπτωση όμως εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2011 εξήγαγε οδικά από τη … για τη Γερμανία, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, τουλάχιστον 1.500 αρχαία νομίσματα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028/2002 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, άπαντα χαρακτηριζόμενα ως “αρχαία μνημεία”, ήτοι πολιτιστικά αγαθά που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453, τα δε μεταγενέστερα και χρονολογούμενα έως το έτος 1830 αποτελούν σε κάθε περίπτωση προϊόντα παράνομων ανασκαφών, και έτσι άπαντα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία προέρχονταν από υπεξαίρεση μνημείων και παράνομες ανασκαφές (βλ. ιδίως πρακτικά 356/12 [Π.ς] και 377/12 [Π.]), β) σε ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρόνο σε κάθε περίπτωση όμως εντός του χρονικού διαστήματος από τις 6-2-2012 έως τις 2-3-2012 εξήγαγε οδικά από τη … για τη Γερμανία, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, τουλάχιστον 1.800 αρχαία νομίσματα, η πλειονότητα των οποίων ήταν χάλκινα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028/2002 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, άπαντα χαρακτηριζόμενα ως “αρχαία μνημεία”, ήτοι πολιτιστικά αγαθά που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453, τα δε μεταγενέστερα και χρονολογούμενα έως το έτος 1830 αποτελούν σε κάθε περίπτωση προϊόντα παράνομων ανασκαφών, και έτσι άπαντα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία προέρχονταν από υπεξαίρεση μνημείων και παράνομες ανασκαφές (βλ. ιδίως πρακτικά 301/12 [Π.] και 541/12 [Σ.]). Ο κατηγορούμενος Θ. Γ. ΤΟΥ Δ. (2ος αναιρεσείων στην Ι αναίρεση), ένοχος του ότι:
I). Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, χωρίς προηγούμενη άδεια διενεργούσε άλλης μορφής παράνομη αρχαιολογική έρευνα με σκοπό την ανεύρεση ή αποκάλυψη αρχαίων, κατ” επάγγελμα. Ειδικότερα, σε άγνωστες ακριβείς επιμέρους τοποθεσίες ιδίως στην Περιφερειακής Ενότητας …ς, και σε άγνωστες ακριβείς ημερομηνίες, εντός πάντως του χρονικού διαστήματος από τις αρχές του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2011 μέχρι τη σύλληψή του στις 3-3-2012, χωρίς προηγούμενη άδεια διενεργούσε άλλης μορφής παράνομες αρχαιολογικές έρευνες με σκοπό την ανεύρεση και αποκάλυψη αρχαίων, ήτοι πολιτιστικών αγαθών που ανάγονται στους προϊστορικούς, αρχαίους, βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους και χρονολογούνται έως και το έτος 1830 (ιδίως αρχαία νομίσματα, αλλά και άλλα αντικείμενα, όπως π.χ. αρχαία αγγεία, αγαλματίδια), από δε την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχε διαμορφώσει και παραδίδοντας τα αρχαία που ανεύρισκε ή αποκάλυπτε έναντι άγνωστου κάθε φορά χρηματικού ανταλλάγματος στο συγκατηγορούμενό του Π. Π., προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
II). Στον παρακάτω τόπο και χρόνο ιδιοποιήθηκε παράνομα κινητά μνημεία, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, στη … στις 3-3-2012 και περί ώρα 14.30′ σε νομότυπη έρευνα που διενεργήθηκε στην εκεί κατοικία του από αστυνομικούς της Ασφάλειας …ς βρέθηκε να κατέχει εκεί (με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και κατά τρόπο που να μπορεί να διαπιστώνει κάθε στιγμή την ύπαρξή του), εξωτερικεύοντας έτσι τη θέλησή του να τα ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία και να τα χρησιμοποιήσει σαν να ήταν δικά του, συνολικά δύο (2) νομίσματα, αξίας 20 ευρώ, όπως εκτιμήθηκε αρμοδίως, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028/2002 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, άπαντα χαρακτηριζόμενα ως “αρχαία μνημεία”, ήτοι πολιτιστικά αγαθά που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453 και έτσι ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του με τρόπο που δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα. O κατηγορούμενος Δ. Κ. του Α. (αναιρεσείων στην ΙΙΙ αναίρεση) ένοχος του ότι: “Στον παρακάτω τόπο και χρόνο ενώθηκε με άλλους για να διαπράξει περισσότερα κακουργήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και το άρθρο 375 Π Κ. Ειδικότερα, στην …, από χρόνο που δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς, σε κάθε περίπτωση όμως από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 και μέχρι τη σύλληψή του στις 3-3-2012, ενώθηκε με τους Π. Π. του Σ.(ήδη αποβιώσαντα),, Π. Μ. του Α., Σ. Γ. του Θ., Β. Β. του Χ., Σ. Ν. του Α., Φ. Φ. του Μ., Μ. Α.-Β. του Θ., Χ. Θ. του Γ., Κ. Θ. του Π., Α. Π. του Ι.(ήδη αποβιώσαντα),, Κ. Η. του Γ., Β. Μ. του Π., Σ. Δ. του Ν., Π. Π. του Γ., Γ.. του Κ., Δ.Α. του Α., Σ. Γ. του Χ., Τ. Α. του Κ., Π. Θ. του Ν., Γ. Α. του Ε., Τ. Ν. του Γ., Ζ. Δ. του Ν., Κ. Α. του Ι., Β. Ι. του Α. και τους υπηκόους … καλούμενο “Δ.” α.λ.σ., και “Ι.” α.λ.σ., για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και δη στην κατ’ άρθρο 61 παρ. 3β’ του ν. 3028/2002 παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και στην κατ’ άρθρο 54 του ίδιου νόμου υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου (375 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρο 1 Ν 1608/1950).” Με αυτά που δέχθηκε το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τους νόμους ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτήν, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, με σαφήνεια και πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των ως άνω πράξεων, για τις οποίες κήρυξε ενόχους τους κατηγορουμένους και ήδη αναιρεσείοντες Μ. Π., Θ. Γ., Γ. Σ. και Δ. Κ., και συγκεκριμένα των πράξεων: της σύστασης συμμορίας και της άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου την πρώτη εξ αυτών (Μ. Π.), της παράνομης αρχαιολογικής έρευνας κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και της απλής υπεξαίρεσης τον δεύτερο (Θ. Γ.), της σύστασης συμμορίας, της άμεσης συνέργειας σε υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση, άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου και της παράνομης εξαγωγής μνημείων προερχομένων από παράνομη πράξη τον τρίτο (Γ.Σ.) και της σύστασης συμμορίας τον τέταρτο (Δ.Κ.). Παρατίθενται, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13,26 παρ. Ια, 27παρ. 1, 45,46 παρ. Ια,β, 79,83, 84 παρ. 2 εδ. α’και ε’,94παρ. 1, 98, του Π.Κ. και αρθρ. 3,45 ν., 3028/2002, 54,55 εδ.α’,61 παρ. 3 β και 63 παρ. 1 εδ. α’ και β’ του Ν. 3028/2002 και 1 του Ν.1608/1950, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και, έτσι, δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Εκτίθεται ο τρόπος τέλεσης των ανωτέρω πράξεων κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις και δη διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα :αναφορικώς με το αδίκημα της συμμορίας, η ένωση της κατηγορουμένης ήδη αναιρεσείουσας Μ. Π. με τους έτερους αναιρεσείοντες (Γ.Σ. και Δ.Κ.) και με τους-μη ασκήσαντες αναίρεση – στην προσβαλλομένη απόφαση αναφερομένους συγκατηγορουμένους τους, με σκοπό να τελέσουν κακουργήματα και, συγκεκριμένα, τα κακουργήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και της εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς και δη στην κατ’ άρθρο 61 παρ. 3Β του ν. 3028/2002 παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και στην κατ’ άρθρο 54 ιδίου νόμου υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου, την οποία (ένωση) είχαν προαποφασίσει και σχεδιάσει με βάση οργανωμένο σχέδιο δράσης με σκοπό τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα οποία προσδιορίζονται, ενώ, σύμφωνα με όσα σχετικώς εξετέθησαν στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτείται ιδιαίτερη αιτιολογία του δόλου, αφού για την υποκειμενική υπόσταση του εν λόγω αδικήματος αρκεί και ο ενδεχόμενος δόλος. Αιτιολογείται επαρκώς, με σαφήνεια και πληρότητα, η υπό των κατηγορουμένων και ήδη άνω αναιρεσειόντων παράνομη ιδιοποίηση ξένων ως προς αυτούς αρχαίων αντικειμένων (αρχαία νομίσματα, άλλα αρχαία αντικείμενα: μολύβδινες σφραγίδες κλπ), υπό την προδιαληφθείσα έννοια, εκδηλώνοντας με την ενέργειά τους αυτή τη βούλησή τους να ενσωματώσουν την αξία τους στην ατομική τους περιουσία: ειδικότερα, αιτιολογείται επαρκώς, με σαφήνεια και πληρότητα, η άμεση υλική συνδρομή της πρώτης αναιρεσείουσας Μ. Π. κατά την εκδήλωση της πρόθεσης του αυτουργού, ήδη αποβιώσαντος θείου της Π. Π., για την ενσωμάτωση των αρχαίων αντικειμένων στην ατομική του περιουσία, με την επιμέρους ενέργειά του να παραδώσει στην ίδια τα εν λόγω αρχαία και αυτή να τα κατέχει προς φύλαξη, τόσο αυτά, όσο και τις φωτογραφίες αρχαίων νομισμάτων και, επίσης, αιτιολογείται επαρκώς ο δόλος της ως άμεσης συνεργού , ήτοι ότι αυτή γνώριζε την τέλεση της κύριας πράξης από τον προαναφερόμενο Π. Π. και ότι η συνδρομή της παρέχεται κατά την εκτέλεσή της από τον τελευταίο: Παρατίθεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι κατά τη διάρκεια της παρανόμου υπεξαιρέσεως από τον ως άνω θείο της Π. Π. των περιγραφομένων αρχαίων αντικειμένων, αυτός της τα παρέδιδε μέσα σε τσάντες, οι οποίες ανευρέθησαν στις 3.3.2012 στην κατ’ οίκον έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην οικία της, όπου παρέμεναν επί 2-3 μήνες, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης και ότι το περιεχόμενο αυτών η ιδία (κατηγορουμένη-πρώτη αναιρεσείουσα) γνώριζε. Σύμφωνα δε με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, η τελευταία γνώριζε την παράνομη δραστηριότητα του θείου της, όπως ομολόγησε απολογούμενη ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, ο τα αντίθετα υποστηρίζων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚποινΔ προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικώς με την άμεση συνδρομή της στην υπεξαίρεση μνημείων για την οποία καταδικάσθηκε από την ως άνω αναιρεσείουσα Μ. Π., είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Αιτιολογείται επαρκώς, εξ’ άλλου, από το συνδυασμό σκεπτικού και αιτιολογικού, η κατ’ επάγγελμα τέλεση από τον κατηγορούμενο δεύτερο αναιρεσείοντα Θ. Γ., με σκοπό πορισμού εισοδήματος, του αδικήματος της παράνομης αρχαιολογικής έρευνας με σκοπό την ανεύρεση και αποκάλυψη αρχαίων, με την παραδοχή ότι προέβαινε στην περιοχή του νομού …ς, κατά το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του 2011 μέχρι και τη σύλληψή του (3.3.2012), σε παράνομες αρχαιολογικές έρευνες με σκοπό την ανεύρεση και αποκάλυψη αρχαίων, ιδίως αρχαίων νομισμάτων, και άλλων αντικειμένου όπως αρχαία αγγεία, αγαλματίδια κλπ, τα οποία παρέδιδε κάθε φορά έναντι αγνώστου χρηματικού ανταλλάγματος στον συγκατηγορούμενό του Π. Π.. Επαρκώς επίσης αιτιολογείται και η πρόθεση ιδιοποιήσεως από τον ανωτέρω (Θ. Γ.) των νομίσματος που βρέθηκαν στην κατοχή του, κατά την έρευνα που διενεργήθηκε στην οικία του. Τα υπεξαιρεθέντα αντικείμενα προσδιορίζονται επακριβώς στην απόφαση, με αναφορά της εποχής, στην οποία ανήκει, εφ’ όσον χαρακτηρίζονται ως φιλοτεχνημένα κατά τους, αρχαϊκούς, κλασσικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Το αιτιολογικό δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, αλλά παρατίθενται σε αυτό και πολλά άλλα κρίσιμα περιστατικά και αντίστοιχες ουσιαστικές παραδοχές. Επίσης, αιτιολογείται επαρκώς ο τρόπος με τον οποίο οι άνω κατηγορούμενοι ήδη αναιρεσείοντες έδρασαν ο καθένας εξ αυτών στην τέλεση ως άνω πράξεων, με την παράθεση πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν τις παραδοχές της αποφάσεως. Επομένως, όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα είναι αβάσιμα.
Περαιτέρω, εκτίθεται ο τρόπος τέλεσης των ανωτέρω πράξεων κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις και δη διαλαμβάνονται με σαφήνεια και πληρότητα η ένωση του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος Γ. Σ. με τους άλλους στην προσβαλλομένη απόφαση αναφερομένους συγκατηγορουμένους τους, με σκοπό να τελέσουν κακουργήματα και, συγκεκριμένα, τα κακουργήματα που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία το)ν αρχαίων και της εν γένει πολιτιστικής κληρονομιάς και δη στην κατ’ άρθρο 61 παρ. 3Β του ν. 3028/2002 παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και στην κατ’ άρθρο 54 ιδίου νόμου υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου, την οποία (ένωση) είχαν προαποφασίσει και σχεδιάσει με βάση οργανωμένο σχέδιο δράσης με σκοπό τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία το)ν αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, τα οποία προσδιορίζονται. Αιτιολογείται επαρκώς, με σαφήνεια και πληρότητα, η υπό του άνω κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος άμεση συνδρομή του κατά την εκδήλωση της πρόθεσης του αυτουργού ήδη αποβιώσαντος Π. Π., κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της υπεξαιρέσεως, της ενσωμάτωσης των αρχαίων αντικειμένου στην ατομική του περιουσία, εκτίθενται στην προσβαλλομένη ότι με τις επί μέρους ενέργειες του (αναιρεσείοντος) με τις γνωριμίες του στο εσωτερικό και στο εξωτερικό αναλάμβανε τη μεταφορά και δημοπράτηση αρχαίων και ιδίως νομίσματος μέσω οίκων του εξωτερικού, την εκτίμηση της αξίας των αρχαίων αντικειμένων, ότι εξήγαγε από την Ελλάδα προς τη Γερμανία, τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του έτους 2011 και από 6.2.2012 έως 2.3.2012 τα περιγραφόμενα χαρακτηρισμένα ως αρχαία νομίσματα, που προέρχονταν από υπεξαίρεση μνημείων και από παράνομες ανασκαφές. Το αιτιολογικό δεν αποτελεί πιστή αντιγραφή του διατακτικού, αλλά παρατίθενται σε αυτό και πολλά άλλα κρίσιμα περιστατικά και αντίστοιχες ουσιαστικές παραδοχές. Επομένως, όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται από τους αναιρεσείοντες είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Με τις λοιπές αναιρετικές αιτιάσεις του κατηγορουμένου – αναιρεσείοντος Γ. Σ., σχετικώς με την επικαλούμενη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητος – αρθρ. 8 ν. 4596/2019 – από το Δικαστήριο και τη μη λήψη υπόψη των δηλώσεων των συγκατηγορουμένων του ότι αυτός (αναιρεσείων) δεν έχει σχέση με την τέλεση των πράξεων, υπό την επίφαση της ελλείψεως της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Ενώ, περαιτέρω, με την ειδικότερη αντίθετη αιτίαση του αναιρεσείοντος Γ. Σ. προβάλλεται από αυτόν ότι το Δικαστήριο δεν απάντησε στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του, χωρίς, όμως, να προσδιορίζει αυτούς, στην υπό κρίση αναίρεσή του. Ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος, καθόσον, όπως προκύπτει από την, παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκαν αυτοτελείς ισχυρισμοί από τον ίδιο ή από τον συνήγορο του. Επομένως οι αναιρετικοί λόγοι της ενδίκου αναιρέσεως του Γ. Σ. κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Αναφορικά με τον αναιρεσείοντα (39ο κατηγορούμενο) Δ. Κ., ο οποίος καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της σύστασης συμμορίας, το Δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφαση του με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, αιτιολογημένα τη συνδρομή όλων των ανωτέρω υποκειμενικοί και αντικειμενικών στοιχείων της ως άνω πράξεως, για την οποία κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα: από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση προκύπτει ότι το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού του, παρέθεσε στην προσβαλλομένη απόφαση τα πραγματικά περιστατικά τα θεμελιωτικά της πράξης της συμμορίας, για την οποία καταδικάσθηκε ο ως άνω αναιρεσείων: Παρατίθενται η γνώση του και η θέληση της συμφωνίας και ότι αυτός (Δ. Κ.) ενώθηκε
με τους λοιπούς αναφερομένους συγκατηγορουμένους του με σκοπό την οργάνωσή τους για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση ότι ο ως άνω κατηγορούμενος ήδη αναιρεσείων Δ. Κ. ήταν χρήστης της … τηλεφωνικής σύνδεσης, η οποία ανευρέθη σε οικία συγκατηγορουμένου του, και ότι αυτός, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, ερχόταν σε επαφή με τον Π. και τους λοιπούς με τους οποίους είχε ενωθεί και συγκροτούσαν την συμμορία, αδίκημα για το οποίο αυτός καταδικάσθηκε (σελίδες 154, 155 και 169 της προσβαλλομένης). Με βάση τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στην προσβαλλομένη απόφαση πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συμμορίας για το οποίο καταδικάσθηκε αυτός , τόσο κατά το προηγούμενο, όσο και κατά το νέο άρθρο 1587 παρ.3 του ΠΚ. Επομένως, ο τα αντίθετα υποστηρίζων από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του ΚποινΔ προβαλλόμενος (πρώτος) λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης από τον ως άνω αναιρεσείοντα Δ. Κ., είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Και ο έτερος λόγος (τελευταίος), ο ερειδόμενος στο άρθ. 7 παρ. 3 του Ν. 4239/2014 “Δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης, στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια και στο Ελεγκτικό Συνέδριο και άλλες διατάξεις”, που προβάλλει ο ως άνω αναίρεσείων (Δ. Κ.) ότι η προσβαλλομένη απόφαση κατά την επιμέτρηση της ποινής δεν διέλαβε ειδική αιτιολογία αν συνεκτιμήθηκε ή όχι η τυχόν, μη οφειλόμενη σε υπαιτιότητα του ίδιου, καθυστέρηση της ποινικής διαδικασίας , είναι αβάσιμος και απορριπτέος, καθ’ όσον, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός. Όπως εξ άλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, προκύπτει από την επισκόπηση του περί της επιβλητέας στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα Δ. Κ. ποινής σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως (βλ. Σελ. 238 πρακτικών), το Δικαστήριο της ουσίας προέβη στην επιμέτρηση αυτής εφαρμόζοντας ορθά και με ακρίβεια τις σχετικές διατάξεις του άρθ. 79 ΠΚ, αφού απέβλεψε σε όλα τα προβλεπόμενα από αυτό κριτήρια για την εκτίμηση της βαρύτητας του τελεσθέντος εγκλήματος και στάθμισε όλες τις προϋποθέσεις, που προβλέπονται για την εκτίμηση της προσωπικότητας του ήδη αναιρεσείοντος, εγκληματία. Η μη αναφορά, ότι λήφθηκε υπόψη η τυχόν υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, με βάση τις προπαρατεθείσες διατάξεις, δεν συνεπάγεται εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του παραπάνω άρθ. 7 παρ. 3 Ν. 4239/2014, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων (ούτε έλλειμμα αιτιολογίας), αφού η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, ότι πράγματι έχει διαγνωσθεί δικαστικά η υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω (ΑΠ 379/ 2018). Άλλωστε, κριτήριο για την κατάφαση της υπερβάσεως αυτής δεν είναι μόνον η παρέλευση δυσανάλογα μεγάλου χρονικού διαστήματος από την τέλεση του εγκλήματος αλλά, κατά το νόμο (άρθρ. 5 παρ. 1 Ν. 4239/2014), συνεκτιμώνται η καταχρηστική ή παρελκυστική συμπεριφορά των διαδίκων κατά την εξέλιξη της δίκης, η πολυπλοκότητα των πραγματικών και νομικών ζητημάτων, η στάση των αρμόδιων κρατικών αρχών και το διακύβευμα της υποθέσεως για τον κατηγορούμενο, όπως δε συνάγεται από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 4239/2014, το ποινικό Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής υποχρεούται να λάβει υπόψη του και να μνημονεύσει με συνοπτική αιτιολογία την κατά άνω υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της διαδικασίας, εφόσον θετικά διαπιστώσει τη συνδρομή τέτοιας περιπτώσεως, ενώ δεν υποχρεούται να αιτιολογήσει αρνητικά, ότι δεν συντρέχει η περίπτωση αυτή, δοθέντος και του ότι ο κατηγορούμενος διατηρεί το δικαίωμα να προσφύγει συναφώς στα αρμόδια, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 του άνω νόμου, όργανα για τη δίκαιη ικανοποίηση του λόγω της καθυστερήσεως της ποινικής διαδικασίας.
Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 375 παρ. 3 του νέου Π.Κ. είναι, όπως προεκτέθηκε, ευμενέστερη αυτής του άρθρου 1 του ν. 1608/ 1950, αφού προβλέπει, κατ’ άρθρο 52 παρ. 2 του ισχύοντος Π.Κ. χαμηλότερο ανώτατο όριο ποινής , ήτοι δεκαπέντε έτη, ενώ η διάταξη του άρθρου 1 του ν. 1608/ 1950 προέβλεπε κάθειρξη έως είκοσι έτη και ισόβια με τις επιβαρυντικές περιπτώσεις, η δε διάταξη του άρθρου 47 του ισχύοντος Π.Κ. (Συνεργός), στην οποία περιελήφθη και ο άμεσος συνεργός, προβλέπει την τιμωρία του αμέσου συνεργού με μειωμένη κατ’ άρθρο άρθρο 83 ποινή-είναι δηλαδή, όπως ήδη προεκτέθηκε στις μείζονες σκέψεις της παρούσης, επιεικέστερη της διατάξεως του άρθρου 46 του παλαιού Π.Κ κατά την οποία ο άμεσος συνεργός τιμωρείτο με την ποινή του αυτουργού. Επομένως, θα πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογών λόγω διατάξεων, σύμφωνα με το προδιαληφθέν άρθρο 2 Π.Κ και το άρθρο 511 εδ.τελ. του ΚποινΔ, να αναιρεθεί εν μέρει και δη κατά την περί ποινής διάταξη η προσβαλλομένη απόφαση, καθ’ όσον αφορά στην πράξη της άμεσης συνέργειας στην υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση άνω των 150.000 ευρώ, σε βάρος του Δημοσίου, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες Μ. Π. και Γ. Σ. και να παραπεμφθεί κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο, για τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής, και, συνακόλουθα, συνολικής ποινής.
Κατά τη διάταξη, εξ άλλου, της παραγράφου 3 του άρθρου 463 του νυν ισχύοντος Π.Κ (ν. 4619/2019) Όπου σε ειδικούς νόμους απειλείται κάθειρξη έως δέκα έτη, επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το άρθρο 83 περ. γ’ Η πράξη διατηρεί τον κακουργηματικό χαρακτήρα της. Προσέτι, κατά το άρθρο 83 του νυν ισχύοντος Π.Κ Όπου στον νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιο της καθορίζεται ως εξής: α). . . ., β). …, γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη, δ) σε κάθε άλλη περίπτωση, ο δικαστής μειώνει την ποινή ελεύθερα έως το ελάχιστο όριό της….. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 85 (Συρροή λόγων μείωσης της ποινής): 1. Όταν στο πρόσωπο του υπαιτίου συντρέχουν περισσότεροι λόγοι μείωσης της ποινής ή όταν συντρέχουν ένας ή περισσότεροι τέτοιοι λόγοι μαζί με ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ή περισσότερες ελαφρυντικές περιστάσεις, το δικαστήριο ελαττώνει περαιτέρω το κατώτατο όριο της μειωμένης κατά το άρθρο 83 ποινής ως εξής: α) τα πέντε έτη μειώνονται σε τρία, β) τα δύο έτη σε ένα, γ) το ένα έτος, σε έξι μήνες και δ) η μειωμένη ποινή της φυλάκισης, σε παροχή κοινωφελούς εργασίας ή χρηματική ποινή. Από το συνδυασμό της ανωτέρω μεταβατικής διατάξεως του άρθρου 463 και αυτής του άρθρου 85 του ισχύοντος Π.Κ, που είναι ευμενέστερες, συνάγεται ότι είναι δυνατή η περαιτέρω μείωση των μειωμένων ποινών και, συγκεκριμένα, επιτρέπεται πλέον, σε αντίθεση με το προισχύσαν καθεστώς, η διπλή μείωση της ποινής, σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός ελαφρυντικών περιστάσεων ή λόγων μείωσης της ποινής. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενόψει του ότι στην αναιρεσείουσα Μ. Π. αναγνωρίστηκαν περισσότερα του ενός ελαφρυντικά, ήτοι του άρθρου 84 παρ. 2 α’και ε’του Π.Κ, οι δε εκ των αναιρεσειόντων Γ. Σ. καταδικάσθηκε και για παράνομη εξαγωγή μνημείων προερχομένων από αξιόποινη πράξη και ο Θ. Γ. καταδικάσθηκε και για παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα ( πράξεις που τιμωρούνται με κάθειρξη ως δέκα έτη – αρθρ. 61 παρ. 3Β και 63 παρ. 1β ν. 3028/ 2002), πρέπει , κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή των ευμενέστερων ως άνω διατάξεων, κατ’ άρθρα 2 Π.Κ. και 511 ΚποινΔ, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνο κατά τις περί ποινών διατάξεις της, και, συνακόλουθα, των περί συνολικών ποινών διατάξεις και να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο αυτό μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο, για τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής, στα πλαίσια των άνω διατάξεων, και, συνακόλουθα, συνολικής ποινής. Τέλος, πρέπει απορριφθούν κατά λοιπά οι αναιρέσεις καθ’ όσον αφορά στους ως άνω αναιρεσείοντες (Μ. Π., Γ. Σ. και Θ. Γ.), καθώς και να απορριφθεί στο σύνολο της η ένδικη αναίρεση του Δ. Κ. και να επιβληθούν στον ως άνω αναιρεσείοντα (Δ. Κ.) τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρο 578 του ΚποινΔ), καθώς και τα δικαστικά έξοδα του νομίμως παραστάντος προς υποστήριξη της κατηγορίας Ελληνικού Δημοσίου (άρθρα 176 και 183 ΚπολΔ), περιοριζόμενα κατ’ άρθρο 22 παρ. 1 ν. 3693/1957β όπως ισχύει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Και Να αναιρεθεί η υπ’ αριθμ. 475/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …ς και να παύσει οριστικώς λόγω θανάτου η κατά του Ν. Τ. του Γ., κατοίκου εν ζωή … δήμου … …, άνευ οδού κι αριθμού, ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις στο διατακτικό ειδικότερα αναφερόμενες πράξεις.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

I. Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 475/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …ς, και δη μόνο κατά την περί ποινής διάταξή της, και, συνακόλουθα, κατά των περί συνολικών ποινών διατάξεις, που αφορά στις πράξεις: 1) της άμεσης συνέργειας στην υπεξαίρεση μνημείων κατ’ εξακολούθηση άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου, για την οποία καταδικάσθηκαν οι αναιρεσείοντες Μ. Π. και Γ. Σ., 2) της για παράνομης αρχαιολογικής έρευνας κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων Θ. Γ., και 3) της παράνομης εξαγωγής μνημείων προερχομένων από αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο Γ. Σ..
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αμέσως ανωτέρω αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, εφ’ όσον τούτο είναι εφικτό, από τους ίδιους δικαστές που δίκασαν προηγουμένως, για τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής και, συνακόλουθα, συνολικής ποινής σε καθένα εκ των ανωτέρω αναιρεσειόντων.
ΙΙ. Απορρίπτει κατά τα λοιπά τις: α. υπ’ αριθμ. πρωτ. 6284/4.6.2019 δήλωση – αίτηση των Μ. Π. του Α., κατοίκου … …, οδός Α. … και Θ. Γ. του Δ., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της ως άνω υπ’ αριθμ 475/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και β. υπ’ αριθμ. πρωτ. 6257/ 3.6.2019 δήλωση – αίτηση του Γ. Σ. του Θ., κατοίκου …, οδός …, για αναίρεση της ως άνω υπ’αριθμ 475/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
ΙΙΙ. Απορρίπτει στο σύνολο της την υπ’ αριθμ. πρωτ. 6281/4.6.2019 δήλωση – αίτηση του Δ. Κ. του Α., κατοίκου … για αναίρεση της ως άνω υπ’ αριθμ 475/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Και Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα Δ. Κ. του Α. τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ και τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου που ανέρχονται στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. Και IV.
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 475/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων …ς και παύει οριστικώς λόγω θανάτου την κατά του Ν. Τ. του Γ., κατοίκου εν ζωή … δήμου … …, άνευ οδού κι αριθμού, ασκηθείσα ποινική δίωξη για το ότι:
” Ι). Στον παρακάτω τόπο και χρόνο ενώθηκε με άλλους για να διαπράξει περισσότερα κακουργήματα, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και το άρθρο 375 Π Κ. Ειδικότερα, στη … …, από χρόνο που δεν έχει προσδιοριστεί επακριβώς, σε κάθε περίπτωση όμως από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 και μέχρι τη σύλληψη του στις 4-3-2012, ενώθηκε με τους Π. Π. του Σ. (ήδη αποβιώσαντα)… Π. Μ. του Α., Σ. Γ. του Θ., Β. Β. του Χ., Σ. Ν. του Α., Φ. Φ. του Μ., Μ. Α.-Β. του Θ., Χ. Θ. του Γ., Κ. Θ. του Π., Α. Π. του Ι. (ήδη αποβιώσαντα).. Κ. Η. του Γ., Β. Μ. του Π., Σ. Δ. του Ν., Π. Π. του Γ., Γ. Σ. του Κ., Δ. Α. του Α., Σ. Γ. του Χ., Τ. Α. του Κ., Π. Θ. του Ν., Γ. Α. του Ε., Ζ. Δ. του Ν., Κ. Α. του Ι., Β. Ι. του Α., Κ. Δ. του Α. και τους υπηκόους … καλούμενο “Δ.” α.λ.σ., και “Ι.” α.λ.σ., για τη διάπραξη των κακουργημάτων που προβλέπονται και τιμωρούνται από τη νομοθεσία για την προστασία των αρχαίων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς και δη στην κατ’ άρθρο 61 παρ. 3β’ του ν. 3028/2002 παράνομη αρχαιολογική έρευνα κατ’ εξακολούθηση και κατ’ επάγγελμα και στην κατ’ άρθρο 54 του ίδιου νόμου υπεξαίρεση κατ’ εξακολούθηση μνημείων άνω των 150.000 ευρώ σε βάρος του Δημοσίου (375 Π Κ σε συνδυασμό με άρθρο 1 Ν 1608/1950). II). Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, με πρόθεση παρείχε άμεση συνδρομή, κατά τη διάρκεια της πράξης και στην εκτέλεση αυτής, στο δράστη αδικήματος υπεξαίρεσης μνημείων και ειδικότερα, στη … … κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2011 ο συγκατηγορούμενος του Π. Π. κατείχε (με την έννοια της φυσικής εξουσίασης και κατά τρόπο που να μπορεί να διαπιστώνει κάθε στιγμή την ύπαρξή τους), εξωτερικεύοντας τη θέλησή του να τα ενσωματώσει, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία και να τα χρησιμοποιήσει σαν να ήταν δικά του, περίπου 1.000 αρχαία νομίσματα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, απάντων χαρακτηριζομένων ως “αρχαίων μνημείων”, ήτοι πολιτιστικών αγαθών που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453, τα δε μεταγενέστερα και χρονολογούμενα έως το έτος 1830 αποτελούν προϊόντα παράνομων ανασκαφών, και έτσι άπαντα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία είχαν περιέλθει στην κατοχή του από προηγούμενες υπεξαιρέσεις μνημείων και παράνομες ανασκαφές (τρίτων), η αξία των οποίων ήταν υπερβαίνουσα σε κάθε περίπτωση το ποσό των 150.000 ευρώ. Προκειμένου δε να διαθέσει αυτά στη Γερμανία, εκδηλώνοντας έτσι κατά τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο τη βούληση ιδιοποίησης αυτών, αυτός ανέλαβε την οδική μεταφορά τους έναντι αμοιβής ποσού 1.000 ευρώ, συνδράμοντας έτσι αυτόν άμεσα, κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της πώλησης των νομισμάτων αυτών στο εξωτερικό, μεταφορά η οποία ωστόσο δεν ολοκληρώθηκε διότι τα αρχαία αυτά νομίσματα ανευρέθησαν στη διάρκεια ελέγχου του αυτοκινήτου του από τις γερμανικές αρχές έξω από το ….ΙΙΙ. Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, εξήγαγε από την Ελλάδα, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, μνημείο, το οποίο μάλιστα προήλθε κατ’ αξιόποινο τρόπο. Ειδικότερα, σε ανεξακρίβωτο στην ανάκριση χρόνο, σε κάθε περίπτωση όμως εντός του χρονικού διαστήματος των μηνών Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου 2011 εξήγαγε οδικά από τη … για τη Γερμανία, κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 3028/2002, περίπου 1.000 αρχαία νομίσματα, εμπίπτοντα στις διατάξεις του ν. 3028 “περί προστασίας των αρχαιοτήτων και της εν γένει πολιτιστικής μας κληρονομιάς”, άπαντα χαρακτηριζόμενα ως “αρχαία μνημεία”, ήτοι πολιτιστικά αγαθά που στην προκείμενη περίπτωση χρονολογούνται οπωσδήποτε έως και το έτος 1453, τα δε μεταγενέστερα και χρονολογούμενα έως το έτος 1830 αποτελούν σε κάθε περίπτωση προϊόντα παράνομων ανασκαφών, και έτσι άπαντα ανήκουν κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο, τα οποία προέρχονταν από προηγούμενες υπεξαιρέσεις μνημείων και παράνομες ανασκαφές (τρίτων)”.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 3 Δεκεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 22 Ιανουαρίου 2020.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ                                                                                                                                                               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top