ΑΠ 43/2018 - ΕΚΔΟΣΗ και ΑΠΟΔΟΧΗ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΤΙΜΟΛΟΓΙΩΝ. Αναιρεί λογω μη αναφοράς ειδικών στοιχείων που απαιτεί ο νόμος για την επιμέτρηση της ποινής που επιβλήθηκε

Αριθμός 43/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη - Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου, και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Νοεμβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης την Μ. Γ. του Α., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 112/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας.
Mε πολιτικώς ενάγοντα το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Πάρεδρο Ν.Σ.Κ. Αναστασία Βασιλείου.
Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Σεπτεμβρίου 2017 και με αριθμ. πρωτ. .../27.9.2017 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...2017.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, και της Πάρεδρου Ν.Σ.Κ. του πολιτικώς ενάγοντα, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και μόνον ως προς το περί ποινής μέρος της, να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 25 Σεπτεμβρίου 2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου .../27 Σεπτεμβρίου 2017 δήλωση της Μ. Γ. του Α. και Α., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 112/2017 καταδικαστικής αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσία.
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 και 4 του Νόμου 2523/1997 "Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 40 παρ. 1 του Νόμου 3220/2004 και 3 παρ. 2 του Νόμου 3943/2011, καταλαμβάνει δε την παρούσα υπόθεση, ως εκ του χρόνου τελέσεως της επίδικης πράξεως, "1. Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ειδικά, όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τις εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ.... 4.Εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής....". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος, που συνιστά μία από τις προβλεπόμενες στο νόμο περιπτώσεις φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η νόθευση γνησίων φορολογικών στοιχείων. Εικονικό δε είναι και το φορολογικό στοιχείο, εκτός άλλων, όταν εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη, στο σύνολό της ή και για μέρος αυτής. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής, της εικονικότητας αυτών και περαιτέρω τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση ή αποδοχή των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή στη νόθευση γνησίων στοιχείων. Ήδη, δια του άρθρου 8 του Νόμου 4337/2015 (Φ.Ε.Κ. Α 129/17-10-2015), αντικαταστάθηκαν οι παραπάνω διατάξεις με την αντίστοιχη ρύθμιση του άρθρου 66 παρ. 5, που προστέθηκε στο Νόμο 4174/2013 "Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας κ.λ.π.", με την οποία προβλέπεται αντίστοιχη ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός (1) έτους (σε βαθμό πλημμελήματος) για την έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και υπολείπεται του ποσού των 200.000 ευρώ, ενώ με την προγενέστερη ρύθμιση το ανώτατο όριο για την τιμωρία της εν λόγω πράξεως σε βαθμό πλημμελήματος ήταν τα 150.000 ευρώ, οπότε στην υπό κρίση υπόθεση (όπου η συνολική αξία των επιδίκων εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και είναι κατώτερη των 150.000 ευρώ), εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση ευνοϊκότερης ρυθμίσεως ως προς την ποινή για τον κατηγορούμενο, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 του Π.Κ., εφαρμόζονται οι προϊσχύσασες, ως εκ του χρόνου τελέσεως της επίδικης πράξεως, προεκτεθείσες διατάξεις (Α.Π. 926/2016). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την, επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τί προέκυψε χωριστά από το καθένα και χωρίς να απαιτείται η αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, καθώς και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που δεν συμβαίνει στο εδώ εξεταζόμενο έγκλημα της φοροδιαφυγής με τη μορφή της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, για την στοιχειοθέτηση του οποίου ο νόμος αρκείται σε απλό δόλο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 112/2017 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ’ είδος σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, όσον αφορά την αναιρεσείουσα, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: " ... οι κατηγορούμενοι στη Λάρισα, με τις κατωτέρω ιδιότητες, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση εξέδωσαν εικονικά φορολογικά στοιχεία, για ανύπαρκτη στο σύνολό της συναλλαγή, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ, για δε τη δεύτερη το ποσό των 3.000 ευρώ, αλλά όχι των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα ο μεν πρώτος κατηγορούμενος με την ιδιότητα του διαχειριστή, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των κατωτέρω φορολογικών στοιχείων, η δε δεύτερη κατηγορουμένη με την ιδιότητα της διαχειρίστριας μέχρι τις 28-1-2010, οπότε παραιτήθηκε αυτής δυνάμει του υπ’ αριθμ. .../28-1-2010 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Λάρισας Π. Π., περίληψη του οποίου δημοσιεύθηκε στο Φ.Ε.Κ. τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 839/2010 και ως εκ του χρόνου της παραιτήσεώς της έπαψε να ασκεί διαχείριση της εταιρίας, με την επωνυμία "... Ε.Π.Ε.", η οποία εδρεύει στο 5ο χιλιόμετρο ..., ενεργώντας με πρόθεση, εξέδωσαν ο μεν πρώτος τα ακόλουθα τιμολόγια, η δε δεύτερη (από κοινού με τον πρώτο) όσα εξ αυτών εμπίπτουν στο χρόνο διαχείρισής της και συγκεκριμένα τα με αύξοντα αριθμό: ... συνολικής αξίας 93.915,72 ευρώ, τα οποία (όλα) είναι εικονικά καθόσον αφορούν συναλλαγές οι οποίες ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και που αναφέρονται αναλυτικά, κατά αύξοντα αριθμό, είδος, αριθμό, ημερομηνία, καθαρή αξία, Φ.Π.Α. σε ευρώ και σύνολο σε ευρώ στην 11η, 12η και 13η σελίδα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως της φοροδιαφυγής για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες στο σύνολό τους συναλλαγές κατ’ εξακολούθηση, με την ως άνω ιδιότητά τους, ο μεν πρώτος για όλα τα ανωτέρω τιμολόγια συνολικής αξίας 1.240.893,62 ευρώ (κακουργηματική μορφή), που του αποδίδεται με το κατηγορητήριο, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, η δε δεύτερη για τα ανωτέρω εκδοθέντα έως και τις 28-1-2010 τιμολόγια συνολικής αξίας 93.915,72 ευρώ (πλημμεληματική μορφή). Πρέπει δε να αναγνωρισθούν στη δεύτερη οι και πρωτοδίκως αναγνωρισθείσες ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ του Π.Κ., καθώς αποδείχθηκε ότι αυτή έζησε έως το χρόνο που τελέσθηκε το έγκλημα, έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ και ως προς τους δύο κατηγορουμένους πρέπει να απορριφθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., προεχόντως γιατί προβάλλονται εντελώς αόριστα και επικουρικά, γιατί από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι οι ανωτέρω κατηγορούμενοι, συμπεριφέρθηκαν καλά για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις τους. Επίσης, ως προς τη δεύτερη κατηγορουμένη, πρέπει να απορριφθεί ο αυτοτελής ισχυρισμός της περί αναγνωρίσεως της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β’ του Π.Κ., ενόψει του ότι δεν αποδείχθηκε ότι ωθήθηκε στην τέλεση της παραπάνω πράξεώς της από όχι ταπεινά αίτια ή από μεγάλη ένδεια ή διατελώντας υπό την επίδραση σοβαρής απειλής ή υπό την υποβολή προσώπου στο οποίο αυτή οφείλει υπακοή ή με το οποίο βρίσκεται σε σχέση εξάρτησης. Τέλος, με τη διάταξη του άρθρου 66 παρ. 5 του Νόμου 4174/2013 όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του Νόμου 4337/2015 (που άρχισε να ισχύει από 17-10-2015), ορίζεται ότι "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών (3) μηνών, εκτός αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 (αντίστοιχες των άρθρων 17 παρ. 1 και 18 παρ. 1 του Νόμου 2523/1997, που καταργήθηκαν με το άρθρο 71 και αντικαταστάθηκαν με τις ρυθμίσεις του άρθρου 66 του Νόμου 4174/2013, όπως ισχύει μετά το Νόμο 4337/2015), οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος. Ειδικά όποιος εκδίδει ή αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον η αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και β) με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει τα διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ. Για την κάλυψη των παραπάνω ορίων δεν υπολογίζονται φορολογικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος....". Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι από 17-10-2015 και εφεξής η πράξη της εκδόσεως πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, καθώς και της αποδοχής εικονικών φορολογικών στοιχείων ή της νοθεύσεως τέτοιων στοιχείων, έχει γίνει υπό όρο ανέγκλητη. Δηλαδή η σχετική πράξη, όταν ο υπαίτιος χρησιμοποίησε τα εν λόγω φορολογικά στοιχεία για την τέλεση ή υποστήριξη άλλης φορολογικής εγκληματικής φορολογικής πράξεως του άρθρου 66 παρ. 1 έως 4 του Νόμου 4174/2013 όπως ισχύει, δεν είναι πλέον αυτοτελώς κολάσιμη, αλλά απορροφάται από την άλλη εγκληματική φορολογική πράξη, η οποία καλύπτει και την απαξία της πρώτης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι κατηγορούμενοι πρόβαλλαν τον αυτοτελή ισχυρισμό ότι: "σύμφωνα με το άρθρο 66 του Νόμου 4337/2015 δεν στοιχειοθετείται η άδικη πράξη που αποδίδεται στους κατηγορουμένους, διότι όταν αυτή κατατείνει μόνο στην αποφυγή πληρωμής Φ.Π.Α., δεν υπάγεται στις ειδικές ρυθμίσεις του νόμου και επομένως πρέπει αυτοί να κηρυχθούν αθώοι". Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος, αφού οι κατηγορούμενοι παραλείπουν να αναφέρουν τα στοιχεία εφαρμογής του άρθρου 66 του Νόμου 4174/2013 (άρθρο 8 του Νόμου 4337/2015), που αναφέρονται παραπάνω στη μείζονα σκέψη". Στην συνέχεια, το παραπάνω δικαστήριο της ουσίας και υπό τις παραδοχές αυτές, κήρυξε την αναιρεσείουσα και τον συγκατηγορούμενό της, κατά πιστή μεταφορά, ενόχους της αξιόποινης πράξεως της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους κατ’ εξακολούθηση, για την οποία επέβαλε στην πρώτη φυλάκιση δύο (2) ετών με τριετή αναστολή, του ότι: "Στη Λάρισα, με τις κατωτέρω ιδιότητες, εξέδωσαν εικονικά φορολογικά στοιχεία, η συνολική αξία των οποίων υπερβαίνει για μεν τον πρώτο το ποσό των 150.000 ευρώ, για δε τη δεύτερη κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα το ποσό των 3.000 ευρώ όχι όμως των 150.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος, που δεν τυγχάνει διάδικος στην προκειμένη δίκη, με την ιδιότητα του διαχειριστή, η δε δεύτερη κατηγορουμένη, με την ιδιότητα της διαχειρίστριας μέχρι τις 28-1-2010 της εταιρείας, με την επωνυμία "... Ε.Π.Ε.", η οποία εδρεύει στο 5ο χιλιόμετρο της οδού ..., ενεργώντας με πρόθεση, εξέδωσαν ο μεν πρώτος τα ακόλουθα τιμολόγια, η δε δεύτερη (από κοινού με τον πρώτο) όσα εξ αυτών εμπίπτουν στο χρόνο της διαχειρίσεώς της και συγκεκριμένα τα με αύξοντα αριθμό ... συνολικής αξίας 93.915,72 ευρώ, τα οποία (όλα) είναι εικονικά καθόσον αφορούν συναλλαγές οι οποίες ουδέποτε πραγματοποιήθηκαν και αναφέρονται αναλυτικά κατά αύξοντα αριθμό, είδος, αριθμό, ημερομηνία, καθαρή αξία, Φ.Π.Α. σε ευρώ και σύνολο σε ευρώ στην 15η, 16η και 17η σελίδα του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως". Τέλος, το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα Μ. Γ. μέχρι το χρόνο τελέσεως της ως άνω πράξεως έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ενώ απέρριψε τους λοιπούς ισχυρισμούς των κατηγορουμένων περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών. Με τις παραδοχές αυτές, η προσβαλλομένη απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη, κατά τα άνω, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής (σε βαθμό πλημμελήματος) με τη μορφή της εκδόσεως εικονικών τιμολογίων-δελτίων αποστολής για ανύπαρκτες συναλλαγές στο σύνολό τους κατ’ εξακολούθηση, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα (και ο συγκατηγορούμενός της), με παράθεση όλων των στοιχείων, που απαρτίζουν τη νομοτυπική μορφή του εγκλήματος τούτου, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή των αποδειχθέντων περιστατικών στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Ειδικότερα, εξειδικεύονται με τα πλήρη στοιχεία τους τα φορολογικά στοιχεία (τιμολόγια και δελτία αποστολής), τα οποία εξέδωσε η αναιρεσείουσα από κοινού με τον συγκατηγορούμενό της, εκτίθεται η εικονικότητα τούτων (φορολογικών στοιχείων) και η γνώση αυτής με αναφορά των περιστατικών, από τα οποία προκύπτει η εικονικότητα, ως αφορώντων ανύπαρκτες συναλλαγές, τα ποσά των εικονικών φορολογικών στοιχείων, η συνολική αξία των οποίων ανέρχεται για την αναιρεσείουσα σε 93.915,72 ευρώ, ενώ το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να αιτιολογήσει ιδιαιτέρως το δόλο της, που καλύπτει και την εκ μέρους της γνώση της εικονικότητας των επίμαχων φορολογικών στοιχείων, διότι αυτός (δόλος) ενυπάρχει, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω εγκλήματος και προκύπτει από τις αναφερόμενες ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, αφού από το νόμο δεν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για τη θεμελίωση της υποκειμενικής του υποστάσεως. Η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για το ότι το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε στην ένδικη υπόθεση το άρθρο 19 του Νόμου 2523/1997 και όχι τον επιεικέστερο για την ίδια Νόμο 4174/2013 (μετά το άρθρο 8 του Νόμου 4337/2015) η υπαγωγή της δε στην προϊσχύσασα ρύθμιση επηρέασε την κρίση του δικαστηρίου αναφορικά με την ποινή που της επιβλήθηκε, δεδομένου ότι η αξία των εικονικών τιμολογίων, για τα οποία καταδικάσθηκε, (93.915,72) ευρώ, μόλις ξεπερνούν το όριο του νέου αξιοποίνου, ήτοι τις 75.000 ευρώ αντί του παλαιού των 3.000 ευρώ. Η αιτίαση όμως αυτή, αν και δεν πλήττει την επί της ενοχής αλλά την περί της ποινής κρίση του δικαστηρίου, είναι αβάσιμη, καθόσον, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, στην υπό κρίση υπόθεση (όπου η συνολική αξία των επιδίκων εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 75.000 ευρώ και είναι κατώτερη των 150.000 ευρώ), εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση ευνοϊκότερης ρυθμίσεως ως προς την ποινή για την κατηγορουμένη, κατά το άρθρ. 2 παρ. 1 του Π.Κ., ορθώς εφαρμόσθηκαν οι προϊσχύσασες, ως εκ του χρόνου τελέσεως της επίδικης πράξεως, προεκτεθείσες διατάξεις. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και για υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 358, 364 παρ. 2 και 369 του Κ.Π.Δ., προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ., σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ’ του ιδίου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της προφορικότητας της συζητήσεως και η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο. Αν δεν αναφέρεται το συγκεκριμένο έγγραφο στο οικείο σημείο των πρακτικών, όπου γίνεται μνεία των αναγνωσθέντων εγγράφων, προκύπτει όμως από το σκεπτικό της αποφάσεως και από το όλο περιεχόμενό της, ότι το έγγραφο αναγνώσθηκε και έτσι ο κατηγορούμενος είχε την δυνατότητα να ασκήσει τα κατά τα άνω δικαιώματά του, πληρούται ο σκοπός των ανωτέρω διατάξεων και δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως. Τα ανωτέρω, όμως, δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αποτελούν τη βάση του εγκλήματος για το οποίο έλαβε χώρα η καταδίκη του κατηγορουμένου και στοιχείο του σε βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή αναφέρονται απλώς διηγηματικά στην απόφαση ή το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα, διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο τελευταίος την κατηγορία, προκειμένου να αντιτάξει την υπεράσπισή του κατ’ αυτής και κατ’ ακολουθία το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών και μπορούσε, αν το ήθελε, να ασκήσει τα κατ’ άρθρο 358 δικαιώματά του. Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, καθόσον το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για την επί της ενοχής κρίση του και το υπ’ αριθμ. .../28-1-2010 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Λάρισας, Π. Π., το οποίο δημοσιεύθηκε στο φύλλο Φ.Ε.Κ. τ. Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 839/2010, τα οποία όμως δεν αναγνώσθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και τα οποία ήταν ιδιαιτέρως κρίσιμα για την στοιχειοθέτηση του σκεπτικού σε βάρος της. Η αιτίαση όμως αυτή στερείται βασιμότητας, καθόσον, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας τα ανωτέρω έγγραφα μνημονεύονται στην πρωτόδικη υπ’ αριθμ. 314/2015 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, η οποία αναγνώσθηκε στο ακροατήριο και η κατηγορούμενη μπορούσε κατά την ανάγνωσή της να αναπτύξει τις απόψεις της και τα επιχειρήματά της. Επομένως ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. τρίτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 6 του ανωτέρω άρθρου 66 του Νόμου 4174/2013 για την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται ιδίως υπόψη το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε και η διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης. Η μεταχείριση από τον δράστη ιδιαιτέρων τεχνασμάτων συνιστά επιβαρυντική περίσταση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 79 του Π.Κ., η επιμέτρηση της ποινής ανήκει, σε κάθε περίπτωση, στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη του την βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, όπως αυτά προκύπτουν από τα γενόμενα δεκτά πραγματικά περιστατικά, τα σχετικά με την ενοχή του, χωρίς να είναι υποχρεωμένο να διαλάβει στην περί ποινής απόφασή του και άλλη ειδικότερη αιτιολογία, εκτός αν η τελευταία απαιτείται από διάταξη άλλου νόμου, όπως εν προκειμένω συμβαίνει με την προπαρατεθείσα του άρθρου 66 παρ. 6 του Νόμου 4174/2013, η οποία ορίζει πρόσθετα στοιχεία από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 79 του Π.Κ. και κατά την οποία και με βάση τα προεκτεθέντα για την επιβολή της απειλούμενης ποινής είναι υποχρεωμένο το ουσιαστικό δικαστήριο να αιτιολογήσει την σχετική περί ποινής διάταξή του, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το ύψος του ποσού που αποκρύφτηκε ή δεν αποδόθηκε και την διάρκεια της απόκρυψης ή μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης, οπότε, σε ανυπαρξία τέτοιας αιτιολογίας, καθίσταται αναιρετέα η προσβαλλόμενη απόφαση, μόνον ως προς το μέρος της που αφορά την επιβλητέα ποινή, για έλλειψη της απαιτούμενης και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 112/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, που εκδόθηκε επί εφέσεως της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας κατά της υπ’ αριθμ. 314/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, η κατηγορουμένη καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών με τριετή αναστολή. Όπως προκύπτει όμως από την ως άνω πληττόμενη απόφαση, ναι μεν αυτή διέλαβε με σαφήνεια και πληρότητα ως προς την ενοχή της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπως επίσης διέλαβε στο περί της ποινής τμήμα του αιτιολογικού της τους όρους του άρθρου 79 του Π.Κ., πλην όμως δεν περιέχει καμιά αιτιολογία για το ύψος του ποσού που δεν αποδόθηκε και την διάρκεια της μη απόδοσης, με αποτέλεσμα μόνο κατά την εν λόγω περί ποινής διάταξή της, η πληττόμενη απόφαση να καταστεί κατά τούτο αναιρετέα, αφού πλήττεται η προσβαλλομένη για τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση μερικώς και μόνο ως προς το περί ποινής μέρος της. Ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ως προς το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 112/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μόνον ως προς το περί ποινής κεφάλαιο, απορριπτομένης κατά τα λοιπά την από 25.9.2007 και επιδοθείσα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου την 27.9.2017 αίτηση αναίρεσης.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιανουαρίου 2018.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2018.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                    Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ