ΑΠ 27/2017 - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΣΕ ΑΠΑΤΗ ΚΑΤΑ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ - Απορρίπτει την αναίρεση

Αριθμός 27/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ'αριθμ.148/2016 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αριστείδη Πελεκάνο, Αρτεμισία Παναγιώτου, Χρήστο Βρυνιώτη και Ιωάννη Μαγγίνα - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημήτριου Παπαγεωργίου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Γ. Ο. του Σ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κούτα, για αναίρεση της υπ'αριθ. 2032 - 2033/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρία "Κ. Α.Ε.", που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κοσμάτο. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ'αριθμ.πρωτ. 1406/16-2-2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 273/15.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι] Κατά το άρθρο 515 § 1 του ΚΠοινΔ, με αίτηση ενός από τους διαδίκους ή του εισαγγελέα μπορεί το δικαστήριο του Αρείου Πάγου σε ιδιαιτέρως εξαιρετικές περιπτώσεις να αναβάλει για μια μόνο φορά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης σε ρητή δικάσιμο. Στην προκείμενη περίπτωση, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος, δικηγόρος, Ιωάννης Κούτας, ζήτησε την αναβολή της συζήτησης της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, προκειμένου ο αναιρεσείων να ικανοποιήσει τις οικονομικές απαιτήσεις της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας και καταθέσει πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Ο λόγος αυτός δεν συνιστά ιδιαιτέρως εξαιρετική περίσταση και συνεπώς πρέπει το σχετικό αίτημα να απορριφθεί.
ΙΙ] Η κρινόμενη από 13-2-2015 [αριθμ. πρωτ. 1406/2015] αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά απόφασης υποκείμενης σε αναίρεση, με δήλωση επιδοθείσα στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16-2-2015, στρεφόμενη κατά της υπ' αριθμούς 2032-2033/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, είναι παραδεκτή (άρθρα 473 παρ. 3, 474 παρ. 1 και 2).
ΙΙΙ] Κατά το άρθρο 386 ΠΚ, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996 και με το άρθρο 11 παρ. 4 Ν.2721/1999 και ήδη ως προς το ποσό με το άρ. 25 του ν. 4055/2012, ορίζεται: "παρ. 1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη, ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Παρ.3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) .... ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ" (όπως ίσχυε πριν από το ν. 4055/2012). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης θεμελιώνεται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, συνεπεία των οποίων παραπλανάται άλλος και προβαίνει με πράξη, παράλειψη, ανοχή, σε περιουσιακή διάθεση, η οποία έχει ως άμεσο και αναγκαίο αποτέλεσμα περιουσιακή βλάβη στον πλανηθέντα ή άλλον, προς τον σκοπό να αποκομίσει ο δράστης ή άλλος αντίστοιχο παράνομο όφελος, είναι δε αδιάφορο αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ο σκοπός αυτός, τιμωρείται δε η απάτη σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη μέχρι δέκα έτη, αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης καταδικαστικής απόφασης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και στήριξαν την κρίση του δικαστηρίου ως προς τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά αντλήθηκαν και οι νομικές σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν στην ποινική διάταξη που εφάρμοσε. Για την ύπαρξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, και δεν συνιστά έλλειψη αιτιολογίας η ενδεικτική μνεία ή η έξαρση κάποιου ή κάποιων αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπόψη το δικαστήριο, για να σχηματίσει την κρίση του. Επίσης, ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση γενικά και κατά το είδος τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να διευκρινίζεται τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο χωριστά ή από ποιο συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο αποδείχτηκε η κάθε παραδοχή, ούτε είναι απαραίτητη η αναλυτική παράθεση και η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο αποδεικτικό μέσο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Δεν αρκεί, όμως, να περιορίστηκε το δικαστήριο σε τυπική ρηματική αναφορά των αποδεικτικών μέσων ως προς το είδος τους ή σε επιλεκτική εκτίμηση και αξιολόγηση μερικών μόνο από αυτά, αλλά απαιτείται να συνάγεται με βεβαιότητα από την απόφαση ότι αυτό έλαβε πράγματι υπόψη του, συνεκτίμησε και αξιολόγησε το περιεχόμενο όλων των αποδεικτικών μέσων για τη διαμόρφωση της δικανικής πεποίθησής του. Η ύπαρξη του δόλου, που απαιτείται, κατά το άρθρο 26 παρ. 1 του ΠΚ, για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, δεν είναι καταρχήν ανάγκη να αιτιολογείται ειδικά, αφού ο δόλος ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής ή στη γνώση και αποδοχή ενδεχόμενης παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αυτονοήτως προκύπτει από την πραγμάτωση των σχετικών περιστατικών. Όταν, όμως, για το αξιόποινο της πράξης απαιτούνται, εκτός από τα περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική υπόστασή της, και πρόσθετα στοιχεία, όπως η γνώση από τον δράστη ορισμένου περιστατικού ή ο σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως συμβαίνει και στο έγκλημα της απάτης, πρέπει να υπάρχει ειδική αιτιολογία και ως προς αυτά τα στοιχεία. Ειδικότερα, στην περίπτωση της απάτης, η ειδική αιτιολογία πρέπει να καλύπτει τόσο τον δόλο του δράστη ως προς τη γνώση της ψευδούς παράστασης γεγονότων σαν αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, όσο και τον σκοπό του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του παραπλανώμενου ή τρίτου, με παράθεση στην απόφαση των περιστατικών που δικαιολογούν την προαναφερόμενη γνώση και τον σκοπό προσπορισμού του παράνομου περιουσιακού οφέλους. Διαφορετικά, η απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και είναι αναιρετέα. Η δε δικαστική κρίση αν η ζημία της απάτης είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ως κρίση ουσίας, δεν ελέγχεται αναιρετικά, αρκεί να προσδιορίζεται το ύψος της. Περαιτέρω, δεν αποτελούν λόγο αναίρεσης αιτιάσεις που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως είναι η εκτίμηση εγγράφων και μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη χωριστής αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου, η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους κ.τ.λ., αφού σ' αυτές τις περιπτώσεις, με επίφαση την έλλειψη αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Tέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που στοιχειοθετεί λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, επειδή στο πόρισμα, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και αναφέρεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που δεν επιτρέπουν τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Πενταμελές Εφετείο (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης με την προσβαλλόμενη υπ' αριθμούς 2032-2033/2014 απόφασή του, που εκδόθηκε μετά από έφεση του αναιρεσείοντος κατά της απόφασης υπ' αριθμό 103/2013 του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, που συμπληρώνει την αιτιολογία της, αφού εκτίμησε και αξιολόγησε τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται γενικά ως προς το είδος τους σ' αυτή (καταθέσεις πολιτικώς ενάγουσας, μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης του κατηγορουμένου, έγγραφα και πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης), δέχτηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, ότι αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος ήταν διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στη … ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Α. Α.Ε" και αντικείμενο εργασιών την επεξεργασία, μεταποίηση και εμπορία ειδών διατροφής και γεωργικών εν γένει προϊόντων. Κατά μήνα Ιούλιο του 2003, στα πλαίσια της επαγγελματικής του δραστηριότητας, προσήλθε στις εγκαταστάσεις της εγκαλούσας, ήδη τελούσας σε εκκαθάριση εταιρείας, με την επωνυμία "Κ. Α.Ε", που εδρεύει στο …ο χιλιόμετρο της Ε.Ο ... η δραστηριότητα της οποίας συνίστατο στην επεξεργασία φρούτων (βαθειά κατάψυξη) και ήλθε σε επαφή με τον τότε νόμιμο εκπρόσωπο και διευθύνοντα σύμβουλο αυτής, Φ. Κ.. Στον τελευταίο παρέστησε ψευδώς ότι η εταιρεία την οποία εκπροσωπούσε ήταν φερέγγυα, με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με ιδιόκτητο μεγάλο εργοστάσιο στη …, ελεύθερο από κάθε βάρος, μεγάλη ακίνητη και κινητή περιουσία, μεγάλο κύκλο εργασιών και ανοδική πορεία και συναλλαγές με εμπόρους του εξωτερικού στους οποίους μεταπωλούσε τα προϊόντα της, ως και ότι δεν είχε οφειλές σε τρίτα πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τον ανωτέρω να πωλήσει εν μέρει με πίστωση του τιμήματος στην εταιρεία που εκπροσωπούσε εμπορεύματα (όπως βερίκοκα σε κύβους, βερίκοκα, νωπά ροδάκινα, κατεψυγμένα ροδάκινα, κεράσια), συνολικής αξίας 1.274.991,70 ευρώ εκδίδοντας σχετικά τιμολόγια πώλησης, τα οποία κατ' αριθμό, είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας, αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας. Στα πλαίσια της απατηλής του συμπεριφοράς, ο κατηγορούμενος, προκειμένου να πείσει τον άνω εκπρόσωπο της εγκαλούσας εταιρείας σχετικά με τη φερεγγυότητα και την οικονομική ευμάρεια της εταιρείας του, κατέβαλε το τίμημα των πρώτων φορτίων που παρέλαβε, που ανερχόταν σε 460.000 ευρώ περίπου, πληρώνοντας κατά την παραλαβή με μετρητά και επιταγές, οι οποίες πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους. Για την εξόφληση του υπόλοιπου τιμήματος, που ανερχόταν στο ποσό των 817.000 ευρώ, εξέδωσε μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες, όμως, όταν εμπρόθεσμα εμφανίστηκαν προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, δεν πληρώθηκαν, ελλείψει διαθέσιμων κεφαλαίων. Το παραπάνω ποσό ο κατηγορούμενος εξακολουθεί να οφείλει στην πωλήτρια εταιρεία, όπως οι μάρτυρες κατηγορίας εξεταζόμενοι κατέθεσαν, μολονότι ο ίδιος πώλησε σε τρίτους τα ανωτέρω εμπορεύματα και ενθυλάκωσε το καταβληθέν στον ίδιο τίμημα. Όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ο κατηγορούμενος εξαπάτησε τον παραπάνω, καθόσον το εργοστάσιο στη … δεν ήταν ιδιόκτητο, αλλά μισθωμένο, δεν διέθετε μεγάλη περιουσία, δεν ήταν φερέγγυος, όπως του είχε αναφέρει, αντίθετα όφειλε μεγάλα ποσά σε τρίτους δανειστές του και σε βάρος του είχαν ασκηθεί αγωγές ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (υπ' αριθμ. 261/2004, 260/2004, 540/2004, 538/ 2004, που αναγνώστηκαν) ενώ εκδόθηκαν και διαταγές πληρωμής βάσει επιταγών έκδοσής του το 2003, γεγονός που αποδεικνύει ότι ο κατηγορούμενος οπωσδήποτε από το άνω έτος αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και παρόλα αυτά, συνέχιζε να αγοράζει προϊόντα, επί πιστώσει, από την εγκαλούσα και άλλους παραγωγούς. Για το λόγο, άλλωστε, αυτό μετά από αίτηση της εγκαλούσας εταιρείας, η εταιρεία "Α. ΑΕ", με την υπ' αριθμ. 7/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως, με χρόνο παύσης πληρωμών την 1/7/2004, όπως όλα αυτά εκτίθενται και στην παραπάνω απόφαση που αναγνώστηκε. Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της υπεράσπισης του κατηγορουμένου ότι αυτός δεν παρέστησε ψευδή γεγονότα και δεν εξαπάτησε τον άνω διευθύνοντα σύμβουλο της εγκαλούσας εταιρείας, ελέγχεται ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και ο προβληθείς ισχυρισμός ότι το οφειλόμενο τίμημα δεν κατέβαλε αυτός, διότι τα πωληθέντα εμπορεύματα ήταν ελαττωματικά και του επιστράφηκαν από την αγοράστρια εδρεύουσα στη Γερμανία η εταιρεία, αφού κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε, ούτε αυτός διαμαρτυρήθηκε τότε για ελαττωματικότητα των πωληθέντων στην πωλήτρια εταιρεία". Ακολούθως το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, αφού διαπίστωσε, ότι πληρούται, κατά την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο πράξη της απάτης με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (ήδη 120.000 ευρώ με παρ. 1 περ. ιδ' άρθρου 24 Ν. 4055/2012), κήρυξε αυτόν ένοχο διαλαμβάνοντας στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τα ακόλουθα: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ένοχο του ότι, στο …ο χιλιόμετρο της Ε.Ο. ..., κατά το μήνα Ιούλιο του 2003 και σε ημερομηνία που δε διακριβώθηκε επακριβώς, με σκοπό να αποκομίσει άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερέβαιναν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και συγκεκριμένα, αφού προσήλθε στο εργοστάσιο της εγκαλούσας ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Κ. ΑΕ" που εδρεύει στο …° χιλιόμετρο της Ε.Ο. ... και έχει αντικείμενο την παραγωγή, παρασκευή και τυποποίηση φρούτων, λαχανικών κλπ, νωπών και κατεψυγμένων καθώς και την εμπορία αυτών, παρέστησε ψευδώς στο Φ. Κ. του Κ., διευθύνοντα σύμβουλο της εγκαλούσας εταιρείας, ότι η εταιρεία "Α. ΑΕ", της οποίας είναι διευθύνων σύμβουλος και η οποία εδρεύει στη Λάρισα, με αντικείμενο εργασιών την επεξεργασία, μεταποίηση, τυποποίηση και εμπορία ειδών διατροφής και γεωργικών, εν γένει, προϊόντων, είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια, ιδιόκτητο μεγάλο εργοστάσιο στη …, μεγάλη φερεγγυότητα και ανοδική πορεία και παρουσίαζε μεγάλο κύκλο εργασιών καθώς επίσης ότι δε βαρυνόταν με οφειλές σε τρίτους, δάνεια ή άλλα εμπράγματα βάρη, ενώ στην πραγματικότητα η εταιρεία του ήταν απολύτως αφερέγγυα δεν διέθετε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και καταθέσεις σε Τράπεζες, αλλά αντίθετα όφειλε μεγάλα χρηματικά ποσά σε διάφορους πιστωτές της. Με τις ως άνω δε ψευδείς παραστάσεις έπεισε το Φ. Κ., ενεργώντας για λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας, να πωλήσει στην εταιρεία "Α. ΑΕ" κατεψυγμένα και νωπά προϊόντα, συνολικής αξίας 1.274.991,7 ευρώ και ειδικότερα α) με το υπ' αριθμ. .../7-8-2003 ΤΠ.-ΔΑ βερίκοκα σε κύβους, συνολικής αξίας 28.224 ευρώ, β) με το υπ' αριθμ. .../21-8-2003 ΤΠ-ΛΑ βερίκοκα σε κύβους συνολικής αξίας 28.224 ευρώ, γ) με το υπ' αριθμ. …/4-9-2003 τιμολόγιο πώλησης βερίκοκα, αξίας 28.224 ευρώ, δ) με το υπ' αριθμ. …/25-9-2003 τιμολόγιο πώλησης, νωπά ροδάκινα αξίας 17.586 ευρώ, ε) με το υπ' αριθμ. …/1-10-2003 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, κατεψυγμένα ροδάκινα, αξίας 58.648 ευρώ, στ) με το υπ' αριθμ. …/1-10-2003 τιμολόγιο πώλησης -Δελτίο αποστολής, κατεψυγμένα ροδάκινα, αξίας 25.272 ευρώ, ζ) με το υπ' αριθμ. …/26-10-2003 τιμολόγιο πώλησης, κατεψυγμένα ροδάκινα και βερίκοκα, συνολικής αξίας 780.970,5 ευρώ και η) με το υπ' αριθμ. …/5-11-2003 τιμολόγιο πώλησης, κατεψυγμένα ροδάκινα, βερίκοκα και κεράσια, συνολικής αξίας 307.843,2 ευρώ, μέρος δε του ως άνω τιμήματος, ανερχόμενο σε 460.000 ευρώ περίπου, το πλήρωσε με μετρητά, ενώ για το υπόλοιπο των 814.991,7 ευρώ εξέδωσε μεταχρονολογημένες επιταγές, οι οποίες όμως εμφανισθείσες εμπρόθεσμα, δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθεσίμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς στους οποίους σύρονταν και της υφιστάμενης οικονομικής αδυναμίας της εταιρείας. Με τον τρόπο δε αυτό έβλαψε την περιουσία της εγκαλούσας κατά ποσό που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ και ειδικότερα κατά το ποσό των 814.991,7 ευρώ και προσπόρισε αντίστοιχα παράνομο περιουσιακό όφελος στην εταιρεία της οποίας είναι διευθύνων σύμβουλος.". Με αυτά που δέχτηκε το Εφετείο, ως προς το αναιρεσιβαλλόμενο κεφάλαιο της απάτης, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά (απατηλή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, αιτιατή σχέση αυτής με την παραπλάνηση της πολιτικώς ενάγουσας, καθώς και την περιουσιακή διάθεση και την πρόκληση βλάβης ύψους 814.991,7 ευρώ), μνημονεύει τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος από τα οποία αποδείχθηκαν τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά και επιπλέον τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 386 παρ. 1 β ΠΚ (απάτη με περιουσιακό όφελος και προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουσα συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ), τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου, αιτιολογώντας συνάμα τον αναγκαίο άμεσο δόλο με την επισήμανση του σκοπού προσπορισμού οφέλους και της συνειδητής απατηλής συμπεριφοράς του αναιρεσείοντος. Επομένως διαλαμβάνονται στην απόφαση, ειδικά και εμπεριστατωμένα, όλα τα ουσιώδη στοιχεία που θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης με ιδιαίτερα μεγάλη ζημία, για την οποία κηρύχτηκε ένοχος και καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και είναι αβάσιμος ο σχετικός λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αναγόμενες σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων είναι απαράδεκτες, αφού με το πρόσχημα της έλλειψης αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.

IV] Κατά τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 171 του ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 34 παρ. 3 του ν. 2172/1993, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 16-12-1993 (άρθρο 52 αυτού), απόλυτη ακυρότητα, που δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ίδιου Κώδικα, η οποία λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της διαδικασίας, και στον Άρειο Πάγο ακόμη, επιφέρει η παρά το νόμο παράσταση του πολιτικώς ενάγοντος στο ακροατήριο. Τέτοια ακυρότητα υπάρχει όταν δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του πολιτικώς ενάγοντος οι όροι της ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της πολιτικής αγωγής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 63 και 64 του ΚΠΔ και όταν παραβιάστηκε η διαδικασία που έπρεπε να τηρηθεί σχετικά με τον τρόπο και το χρόνο της άσκησης και της υποβολής αυτής, κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 63 του ΚΠΔ και 914 και 932 του ΑΚ, προκύπτει ότι δικαιούνται να παραστούν ως πολιτικώς ενάγοντες μόνο εκείνοι που ζημιώνονται άμεσα από το έγκλημα ή υφίστανται ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη από αυτό. Έτι περαιτέρω, κατά μεν το άρθρο 72 του ΑΚ "μόλις το νομικό πρόσωπο διαλυθεί, βρίσκεται αυτοδικαίως σε εκκαθάριση. Ωσότου περατωθεί η εκκαθάριση και για τις ανάγκες της θεωρείται ότι υπάρχει", κατά δε την παρ. 7 του άρθρου 49 του ν. 2190/1920, που προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 14 ν. 2339/1995 (Α 204) "Ο διορισμός εκκαθαριστών συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου. Όσον αφορά τους εκκαθαριστές, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις για το διοικητικό συμβούλιο. Οι συζητήσεις και οι αποφάσεις των εκκαθαριστών καταχωρούνται περιληπτικά στο βιβλίο πρακτικών του διοικητικού συμβουλίου. Η γενική συνέλευση μπορεί να διορίζει και ένα μόνον εκκαθαριστή, εφόσον το καταστατικό δεν ορίζει διαφορετικά". Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας που συνιστά τον κατά τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Η' λόγο αναίρεσης υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία ενώ στη δεύτερη περίπτωση παραλείπει να αποφασίσει κάτι το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει και στις περιπτώσεις που: α) το δικαστήριο αποφάσισε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, β) έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που κατά ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) έκρινε για την πολιτική αγωγή παραβαίνοντας τα οριζόμενα στα άρθρα 65 παρ. 1 και 66 παρ. 1 ΚΠοινΔ. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι για το κύρος και κατ' ακολουθίαν το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατά αποφάσεων πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους ασκείται. Δεν μπορεί ο αορίστως διατυπωμένος στην έκθεση αναίρεσης λόγος να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα. Ειδικότερα για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγου αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας πρέπει να προσδιορίζεται με την αναίρεση σε τι συνίσταται η υπέρβαση αυτή. Δεν αρκεί απλή περιγραφική αναφορά λόγου που προβλέπεται από το νόμο χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια. Στην προκείμενη περίπτωση, με το σχετικό αναιρετικό λόγο, ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια, ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε υπερέβη την εξουσία του "ήτοι αποφάσισε για υπόθεση που υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων" και περαιτέρω ότι παρά το νόμο δέχθηκε την παράσταση των εκκαθαριστών και έκρινε τη σχετική πολιτική αγωγή, καίτοι τούτο δεν προέκυπτε από το επιδειχθέν καταστατικό της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, η οποία είχε τεθεί σε εκκαθάριση μετά την ολοκλήρωση των επίδικων δικαιοπραξιών. Ο παραπάνω λόγος κατά το πρώτο σκέλος του είναι αόριστος και γι' αυτό απαράδεκτος, διότι απλώς περιγράφεται χωρίς αναφορά περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια. Επιπροσθέτως, η εν λόγω μορφή υπέρβασης συναρτάται με την πρόβλεψη του άρθρου 60 ΚΠοινΔ, κατά την οποία ρυθμίζεται η αρμοδιότητα των ποινικών δικαστηρίων στην έρευνα αστικής φύσης θεμάτων, τα οποία ανακύπτουν ενώπιόν του και ως προς τα οποία είναι αναγκαία η εν λόγω έρευνα για την έκδοση της επί της κατηγορίας απόφασής του και για άλλα από αυτά το ποινικό δικαστήριο κρίνει παρεμπιπτόντως, ενώ για άλλα πρέπει να αναμείνει απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου. Κατά συνέπεια είναι αβάσιμος ο σχετικός λόγος, αφού δεν προβάλλεται ούτε προκύπτει από τις σχετικές παραδοχές, ότι το ποινικό δικαστήριο ανέμενε την έκδοση απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου επί προκαταρκτικού θέματος και έπρεπε να ανασταλεί η ποινική δίωξη ή ότι παρέλειψε να κρίνει για ζήτημα αστικής φύσης που ανέκυψε στη διάρκεια της δίκης. Εξάλλου, ο ίδιος ως άνω αναιρετικός λόγος κατά το δεύτερο σκέλος του, που αναφέρεται στη γενόμενη παρά το νόμο παράσταση της πολιτικής αγωγής και προτείνεται από τον αναιρεσείοντα με αναιρετική βάση το στοιχ. Η' της παρ. 1 του άρθρου 510 ΚΠοινΔ είναι αβάσιμος, καθόσον το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο δεν έκρινε για την πολιτική αγωγή παραβαίνοντας τα όσα ορίζουν τα άρθρα 65 παρ. 1 και 66 παρ. 1 ΚΠοινΔ και συγκεκριμένα δεν αποφάσισε γι' αυτήν παρά την ύπαρξη προηγούμενης αθωωτικής απόφασης ή παρά την έκδοση οριστικής απόφασης του πολιτικού δικαστηρίου για την πολιτική αγωγή. Επιπροσθέτως ο ίδιος αναιρετικός λόγος εξεταζόμενος αυτεπαγγέλτως (άρθρο 511 ΚΠοινΔ) στην αναιρετική βάση από το στοιχ. Α της παρ. 1 του άρθρου 510 ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 63 εδ. α' του ίδιου Κώδικα (απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο) είναι ομοίως αβάσιμος, διότι δεν μπορεί να κριθεί ως παράνομη η παράσταση της πολιτικώς ενάγουσας υπό εκκαθάριση ανώνυμης εταιρίας εκπροσωπούμενης από τον εκκαθαριστή της, ώστε να τίθεται ζήτημα απόλυτης ακυρότητας κατά τις παραπάνω διατάξεις του ΚΠοινΔ, εφόσον ανώνυμη εταιρεία τελούσα υπό εκκαθάριση έχει νομική προσωπικότητα και μπορεί να παρίσταται ως πολιτικώς ενάγουσα, η δε εκπροσώπηση της εν εκκαθαρίσει Α.Ε. ως πολιτικώς ενάγουσας ανήκει στον εκκαθαριστή της. Επισημαίνεται, ότι στο ακροατήριο του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου παρέστη ο εντολοδόχος δικηγόρος της τελούσας σε εκκαθάριση εταιρείας, ο οποίος με εξουσιοδότηση των εκκαθαριστών της δήλωσε για λογαριασμό της, ότι παρίσταται αυτή ως πολιτικώς ενάγουσα για την ηθική βλάβη που υπέστη και προσκόμισε τα σχετικά δικαιολογητικά της παράστασης, κατ' αυτής δε ουδεμία αντίρρηση προβλήθηκε, ενώ από την ίδια την κατηγορία δεν προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 13-2-2015 [αριθμ. πρωτ. 1406/2015] αίτηση αναίρεσης του Γ. Ο. του Σ. για αναίρεση της υπ' αριθμούς 2032-2033/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης. Και - Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της παραστάσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας με την επωνυμία "Κ. Α.Ε." από πεντακόσια (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Δεκεμβρίου 2016. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 12 Ιανουαρίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ