ΤρΠλημΘεσ 4745/2017. Γίνεται δεκτή η προβληθείσα ένσταση ακυρότητας της κλήτευσης των αστικώς υπευθύνων και κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ελλείψει νομίμου κλητεύσεως αυτών.

ΤρΠλημΘεσ 4745/2017

Πρόεδρος: Α. Πολύζου, Μέλη: Π. Στεφανίδου, Β. Μπιχάκης (Έμμισθος Πάρεδρος), Εισαγγελέας: A. Κεσίσης, Αντεισαγγελέας

Δικηγόροι: Γ. Τριανταφύλλου, Δ. Κυριακόπουλος, Χ. Λαμπάκης, Ε. Τσιροπούλου

«…Επειδή σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 4 Ν 1650/1986 «Αν η ρύπανση ή άλλη υποβάθμιση του περιβάλλοντος προέρχεται από τη δραστηριότητα νομικού προσώπου, το δικαστήριο κηρύσσει αστικώς υπεύθυνο εις ολόκληρον για την καταβολή της χρηματικής ποινής και το νομικό πρόσωπο». Η ειδική αυτή διάταξη νόμου καθιδρύει το νομικό πρόσωπο αστικώς υπεύθυνο για την πληρωμή της χρηματικής ποινής και έτσι εισάγει ανεπίτρεπτα ποινική ευθύνη σε νομικό πρόσωπο. Κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 89 ΚΠΔ, «ο εισαγγελέας καλεί αυτεπαγγέλτως στην ποινική δίκη τον αστικώς υπεύθυνο για την πληρωμή των χρηματικών ποινών και εσόδων με τις ίδιες διατυπώσεις και μέσα στις ίδιες προθεσμίες, που καλεί τον κατηγορούμενο (…)». Και τούτο βέβαια καθώς η πλάγια εγκαθίδρυση ποινικής ευθύνης στον αστικώς υπεύθυνο λόγω της υποχρέωσής του να καταβάλλει τη χρηματική ποινή, τον καθιστά διάδικο και δη εξομοιωμένο με τον κατηγορούμενο. Άλλωστε κατά τη διάταξη του άρθρου 107 ΚΠΔ, «ο αστικώς υπεύθυνος έχει όλα τα παραπάνω δικαιώματα του κατηγορουμένου (…) και τα ασκεί από τη στιγμή που θα κληθεί με την ιδιότητα αυτή». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 166 παρ. 1α΄ «όπου με ειδική διάταξη νόμου δεν ορίζεται διαφορετικά, η προθεσμία εμφάνισης των διαδίκων, των μαρτύρων και πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε ημέρες», ενώ με βάση την παρ. 2 του ίδιου άρθρου «η προθεσμία αρχίζει από την επόμενη της επίδοσης και λήγει την προηγούμενη της δικασίμου». Τέλος, η παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέπει ότι η μη τήρηση των προθεσμιών αυτών συνεπάγεται την ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο κατ’ άρθρο 174 παρ. 2 ΚΠΔ. Παράλληλα δε δυνατότητα σύντμησης προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 169 παρ. 1 ΚΠΔ δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 8 ημερών και σε αυτή θα πρέπει να μνημονεύονται ρητά οι σχετικοί λόγοι που την επιβάλλουν. Το κλητήριο θέσπισμα που επιδίδεται στον αστικώς υπεύθυνο πρέπει να περιέχει όλα τα προβλεπόμενα στο άρθρο 321 ΚΠΔ στοιχεία. Σύμφωνα με τα ανωτέρω και την παρ. 2 του άρθρου 89 ΚΠΔ, προκύπτει ότι πρέπει να τηρηθούν σε σχέση με την κλήτευση του αστικώς υπεύθυνου οι ίδιες ακριβώς διατυπώσεις που ακολουθούνται στον κατηγορούμενο. Επομένως αν ο κατηγορούμενος παραπέμπεται στο ακροατήριο με κλητήριο θέσπισμα, ο εισαγγελέας οφείλει να επιδώσει τέτοιο και στον αστικώς υπεύθυνο. Είναι δε ενδεικτικό ότι ο αστικώς υπεύθυνος νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή του άρθρου 322 ΚΠΔ. Ενώ αν ο αστικώς υπεύθυνος παραστεί και δεν εναντιωθεί η τυχόν ακυρότητα καλύπτεται (ΑΠ 398/1966 ΠοινΧρ 1967, 38). Ομοίως πρέπει να τηρηθούν οι αναγκαίες προθεσμίες κλήτευσης —ίδιες με τον κατηγορούμενο— και σε κάθε περίπτωση τούτες που προβλέπονται στα άρθρα 166 επ. ΚΠΔ —κοινές για όλους τους διαδίκους— προκειμένου ο αστικώς υπεύθυνος να προπαρασκευάσει την υπεράσπισή του. Η κακή κλήτευση δε του αστικώς υπεύθυνου προκαλεί απόλυτη ακυρότητα (174 παρ. 2 ΚΠΔ).

Εν προκειμένω, η με αριθ. 995/2017 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, η οποία ανέβαλε την εκδίκαση της υπόθεσης προκειμένου να κληθούν η ΕΥΑΘ ΑΕ και η ΕΥΑΘ Παγίων ως αστικώς υπεύθυνα νομικά πρόσωπα, στην ΕΥΑΘ ΑΕ επιδόθηκε απλή κλήση προς μάρτυρα και όχι κλητήριο θέσπισμα, ως όφειλε. Η ανωτέρω κλήση επιδόθηκε στις 19.5.2017, ήτοι κατά παράβαση κάθε δεσμευτικής διάταξης περί προθεσμιών (άρθρα 166 επ. ΚΠΔ) καθώς από την επόμενη της επίδοσης μέχρι την προηγούμενη της δικασίμου μεσολαβούν μόλις 6 ημέρες. Συνεπώς θα πρέπει να γίνει δεκτή η προβληθείσα ένσταση ακυρότητας της κλήτευσης των αστικώς υπευθύνων και να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ελλείψει νομίμου κλητεύσεως των αστικώς υπευθύνων (ΕΥΑΘ ΑΕ και ΕΥΑΘ Παγίων).

Καίτοι δε η εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης είχε αναβληθεί κατά τη δικάσιμο της 2.2.2017, κατ’ άρθρο 89 παρ. 2 ΚΠΔ και άρθρο 28 παρ. 4 του Ν 1650/1986, δικαιολογείται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 349 παρ. 4 ΚΠΔ, η Ζ΄ αναβολή, εφόσον δεν υφίσταται περαιτέρω δυνατότητα διακοπής της δίκης, ελλείψει διαθέσιμων αιθουσών στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και λόγω του ανυπέρβλητου κωλύματος εκ των προγραμματισμένων υπηρεσιών των Δικαστών που μετέχουν στη σύνθεση, ενώ, σε κάθε περίπτωση, τυχόν διακοπή της συνεδρίασης θα απέβαινε και αλυσιτελής ως εκ της ειλημμένης υπ’ αριθ. 55/19.4.2016 απόφασης του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, σε συνέχεια της από 15.4.2016 απόφασης της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος, περί αποχής των δικηγόρων από τις μετά από διακοπή συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων…».

Scroll to Top