Συγγραφέας/είς: ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΣΜΑΤΟΣ
Εκδόσεις: Νova Criminalia, τ. Νοεμβρίου 2023, διαθέσιμο σε:https://hcba.gr/wp-content/uploads/2023/11/NC-19-1.pdf
Κώστας Κοσμάτος, Η υφ’ όρον απόλυση σε νέες περιπέτειες, NOVA CRIMINALIA 19, Νοέμβριος 2023
1. Διαχρονικά ο θεσμός της υφ΄ όρον απόλυσης έχει ως βασικές τυπικές προϋποθέσεις την έκτιση ελάχιστου πραγματικού και πλασματικού (σύμφωνα με τον ευεργετικό υπολογισμό ημέρων λόγω εργασίας) χρόνου, ανάλογα αν πρόκειται για ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης (ισόβιας ή πρόσκαιρης), σύμφωνα με την ποινή που επέβαλλε το ποινικό δικαστήριο στον καταδικασθέντα. Περαιτέρω, οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για τη χορήγησή της ανάγονται στην αξιολόγηση της συμπεριφοράς/διαγωγής του καταδίκου κατά το χρόνο της κράτησής του. Σημειώνεται ότι η υφ’ όρον απόλυση του καταδίκου στη χώρα μας δε συνιστά «χάρισμα» του υπολοίπου της επιβαλλόμενης ποινής, αλλά διαφορετικό τρόπο έκτισής της, σε καθεστώς ελευθερίας με περιορισμούς.
2. Με το άρθρο 19 Ν 4855/2021 τροποποιήθηκε το άρθρο 105Β ΠΚ και, προκειμένου για ποινές κάθειρξης που επιβλήθηκαν για τα κακουργήματα των άρθρων 22 και 23 N 4139/2013, 134, 187, 187 Α, 299 παρ. 1, 323Α, 324, 380, 385 ΠΚ, καθώς και για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας του 19ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, η υφ’ όρον απόλυση απαιτεί:
α) στις περιπτώσεις πρόσκαιρης κάθειρξης την πλασματική έκτιση των τεσσάρων (αντί τριών) πέμπτων της ποινής που επιβλήθηκε και την πραγματική έκτιση τριών (αντί δύο) πέμπτων της ποινής που του επιβλήθηκε,
β) στις περιπτώσεις της ισόβιας κάθειρξης πραγματική έκτιση δεκαοχτώ (αντί δεκαέξι) ετών.
Περαιτέρω, με το Ν 4855/2021 προβλέπεται ότι δεν επιτρέπεται απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση στις παραπάνω περιπτώσεις των εγκλημάτων. Ο νέος ποινικός νομοθέτης, όχι μόνο δεν κάνει αναλογική εφαρμογή των προβλέψεων για την υφ’ όρον απόλυση, αλλά απαγορεύει την εφαρμογή του θεσμού της απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση για τα συγκεκριμένα εγκλήματα.
3. Η κατά τα παραπάνω αύξηση των χρονικών ορίων έκτισης της ποινής για την υφ’ όρον απόλυση σε συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων και η αδυναμία απόλυσης με κατ’ οίκον ηλεκτρονική επιτήρηση, δεν φαίνεται να έχει καμία ουσιαστική επιστημονική τεκμηρίωση. Με ποιο άραγε επιστημονικό εργαλείο ή μέθοδο μπορεί να κριθεί αξιωματικά ότι πρόκειται για κρατουμένους που κρίνονται a priori «αβελτίωτοι» ή για «πάντα επικίνδυνοι» επειδή διέπραξαν τα συγκεκριμένα εγκλήματα;
Εντύπωση, επίσης, δημιουργεί ότι στις παραπάνω εξαιρέσεις που εισήγαγε ο Ν 4855/2021 δεν περιλαμβάνονται όλα τα εγκλήματα που έχουν ως μέγιστη ποινή της ισόβιας κάθειρξης, είτε ως μονοσήμαντης ποινής, είτε ως διαζευκτικά προβλεπόμενης με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών.
Είναι εμφανές ότι η τροποποίηση αυτή, έχοντας ως θεμελιακή αφετηρία της τη θεατότητα των συγκεκριμένων εγκλημάτων, επιχειρεί να ικανοποιήσει το «τηλεοπτικό κοινό» και να προσδώσει ένα αίσθημα «ασφάλειας» στην κοινωνία. Με τον τρόπο αυτό Κράτος εμφανίζεται να λαμβάνει «αποφασιστικές πρωτοβουλίες» ώστε να πατάξει το έγκλημα.
4. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί εμφατικά ότι η αντεγκληματική λειτουργία της ποινής σε κάθε στάδιο είναι διαφορετική και διακριτή, καθώς οι στόχοι της ποινικής απειλής δεν είναι (ούτε μπορεί να είναι) ίδιοι με τους στόχους της έκτισης της ποινής που έχει καταγνώσει ένα ποινικό δικαστήριο, εκτιμώντας τη συγκεκριμένη εγκληματική πράξη και αξιολογώντας όλα τα στοιχεία/κριτήρια που παρέχει η διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ για την επιμέτρηση της ποινής.
Η ποινική απειλή είναι γενική και απρόσωπη και αφορά στον καθένα που τελεί το συγκεκριμένο έγκλημα. Ο νομοθέτης στο στάδιο αυτό, αφού απαξιολογήσει την πράξη/έγκλημα ως γένος, προσδιορίζει το πλαίσιο ποινής που το δικαστήριο καλείται να επιλέξει.
Η επιβολή συγκεκριμένης ποινής από το ποινικό δικαστήριο έρχεται να εξατομικεύσει το πλαίσιο την απειλούμενης ποινής στο συγκεκριμένο δράστη που τέλεσε το συγκεκριμένο έγκλημα. Ο δικαστής στο στάδιο αυτό προσωποποιεί την ποινική απειλή, αφού απαξιολογήσει ειδικά τη συγκεκριμένη πράξη και τον βαθμό ενοχής του συγκεκριμένου δράστη, και θα επιβάλλει στον καταδικασθέντα για το συγκεκριμένο έγκλημα τη δίκαιη και ανάλογη ποινή.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε ο κρατούμενος που επιδιώκει την υφ’ όρον απόλυσή του έχει ήδη αξιολογηθεί:
α) αρχικά στη γενικότητά του, δηλαδή ως είδος, κατά την τυποποίησή του και την απαξιολόγησή του για το πλαίσιο της απειλούμενης ποινής και
β) από το δικαστήριο που δίκασε την ουσία της πράξης που τέλεσε και επέβαλλε την ανάλογη και δίκαιη ποινή.
Συνεπώς, το ίδιο στοιχείο δεν είναι επιτρεπτό να «επαναξιολογηθεί» και κατά τον χρόνο της έκτισης (και λήξης) της ποινής και μάλιστα με όρους που ανάγονται σε στοιχεία που εκτιμώνται για την απειλή της ποινής (δηλαδή την επικινδυνότητα του είδους του εγκλήματος).
5. Με τις παραπάνω τροποποιήσεις στο πεδίο της υφ’ όρον απόλυσης ουσιαστικά επιτυγχάνεται -με έμμεσο τρόπο- η de facto αύξηση των ποινών συγκεκριμένων εγκλημάτων και ανατρέπεται η προσπάθεια ορθολογικοποίησης των προβλεπόμενων ποινών που επιχειρήθηκε στο ποινικό μας δίκαιο με την εισαγωγή του νέου ΠΚ το 2019.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι σωφρονιστικοί κλυδωνισμοί που μπορούν να επέλθουν στο πεδίο άσκησης σωφρονιστικής πολιτικής από τη νομοθετική μεταβολή για την υφ’ όρον απόλυση δεν είναι αμελητέοι, καθώς η «καθυστέρηση» της απόλυσης και η παράλληλη η επιμήκυνση της κράτησης με το Ν 4855/2021 είναι ικανή να δημιουργήσει έντονη συμφόρηση στα (ήδη υπερπλήρη) σωφρονιστικά καταστήματα της χώρας.
6. Η επιλογή του Ν 4855/2021 δημιουργεί διαφορετικές κατηγορίες κρατουμένων που καλούνται ονομαστικά να εκτίσουν (κατά την απόφαση που εξέδωσαν τα ποινικά δικαστήρια) ίσες σε διάρκεια ποινές, αλλά να παραμείνουν διαφορετικό χρόνο εντός των σωφρονιστικών καταστημάτων. Έτσι, με τις προβλέψεις αυτές είναι δυνατόν για εγκλήματα που δεν υπάγονται στις συγκεκριμένες κατηγορίες να απαιτείται ίδιος ή και μικρότερος χρόνος κράτησης, παρά το γεγονός ότι έχουν επιβληθεί για αυτά μεγαλύτερες ποινές, γεγονός που εγείρει ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας στο πεδίο της έκτισης της ποινής. Τα παρακάτω παραδείγματα μπορούν να καταδείξουν την πρόδηλη αντιφατικότητα των νέων προβλέψεων του Ν 4855/2021:
α) Κρατούμενος που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών για συμμετοχή του σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ) θεμελιώνει δικαίωμα για υφ’ όρον απόλυση αφού εκτίσει τρία (3) έτη πραγματικής έκτισης. Ο ίδιος χρόνος των τριών (3) ετών πραγματικής έκτισης απαιτείται και για κρατούμενο που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης οκτώ ( ετών για διακίνηση ναρκωτικών (άρθρο 20 Ν 4139/2013).
β) Κρατούμενος που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης δεκαπέντε (15) ετών για διακίνηση ναρκωτικών (άρθρο 20 Ν 4139/2013) ή σε ποινή κάθειρξης εκατό (100) ετών (με εκτιτέα τα 20 έτη) για προώθηση στη ελληνική επικράτεια υπηκόων τρίτων (άρθρο 30 Ν 4251/2014) έχει τη δυνατότητα για απόλυση υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση, την οποία στερείται κρατούμενος για τα το έγκλημα της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση (άρθρο 187 ΠΚ), ακόμα και αν του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης πέντε (5) ετών.
7. Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν 4855/2021 στο πεδίο της υφ’ όρον απόλυσης επαναφέρουν στο προσκήνιο παλαιότερες (και ευτυχώς εφήμερες) διατάξεις που εισήγαγαν ένα αδικαιολόγητα επιλεκτικό καθεστώς για την υφ’ όρον απόλυση των κρατουμένων, ως προς το είδος του εγκλήματος που τελέστηκε, όπως είχε συμβεί με τους Ν 3811/2009 και Ν 2943/2001 σχετικά με τους «μεγαλεμπόρους ναρκωτικών» και είχαν δίκαια κατακριθεί σύσσωμα από τη θεωρία.
Μόνο που, στην προκειμένη περίπτωση συντρέχει μια ουσιαστική διαφορά των διατάξεων του Ν 4855/2021 με τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις για τους «μεγαλεμπόρους ναρκωτικών». Η διαφορά αυτή έχει σχέση με την άκριτη -και χωρίς επιστημονικό θεμέλιο- διεύρυνση των επιλεγόμενων εγκλημάτων που αποτελούν και τις «εξαιρέσεις» από τις γενικές διατάξεις για την υφ’ όρον απόλυση.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις μας οδηγούν στη θέση ότι η εμβαλωματική νομοθέτηση που ασκείται στο πεδίο της υφ΄ όρον απόλυσης κινδυνεύει να αναγορεύσει τις «εξαιρέσεις» σε κανόνα, γεγονός που θα καταστήσει ανενεργό τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του ποινικού μας δικαίου στο πεδίο της έκτισης της ποινής.