Συγγραφέας/είς: ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΣΜΑΤΟΣ
Περιοδικό/έντυπο: Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Κώστας Κοσμάτος, Η δημοσιότητα της προδικασίας ως αντικίνητρο για την εξακρίβωση της αλήθειας: η περίπτωση των εγκλημάτων κατά των ανηλίκων
Το τελευταίο χρονικό διάστημα το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας γίνεται μάρτυρας μιας υπερδημοσιότητας που λαμβάνει χώρα για εγκλήματα που τελούνται σε βάρος ανηλίκων, καθώς όλα τα ΜΜΕ ασχολούνται εκτενώς με τις περιπτώσεις που έρχονται στην επικαιρότητα. Νομικοί, αστυνομικοί, πραγματογνώμονες, εγκληματολόγοι, ψυχολόγοι, δικαστικοί συντάκτες και πάσης φύσεως «ειδικοί» εμφανίζονται και εκφέρουν απόψεις όχι γενικά και αόριστα για το φαινόμενο που απασχολεί, αλλά με βάση το υλικό των σχετικών δικογραφιών. Διαβιβαστικά της αστυνομίας, καταθέσεις μαρτύρων, πραγματογνωμοσύνες φέρονται σε πραγματικό χρόνο ενώπιον όλου του κοινού, πολλές φορές και πριν λάβουν επίσημα γνώση τα διάδικα μέρη.
Όπως είναι γνωστό, η ποινική διαδικασία στη χώρα μας προβλέπει δύο μέρη: α) την προδικασία, η οποία υλοποιείται μέσω της προκαταρκτικής εξέτασης, της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης και β) την διαδικασία στο ακροατήριο.
Καταρχάς θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο νομοθέτης επιβάλλει τη μυστικότητα της προδικασίας και επιτάσσει την πλήρη δημοσιότητα της ακροαματικής διαδικασίας. Έτσι, κατ’ άρθρο 239 ΚΠΔ, ο σκοπός της ανάκρισης είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων για να βεβαιωθεί η τέλεση εγκλήματος και γίνεται καθετί που μπορεί να βοηθήσει την εξακρίβωση της αλήθειας. Περαιτέρω, κατ’ άρθρο 241 ΚΠΔ, προβλέπεται ρητά ότι η ανάκριση είναι έγγραφη και διενεργείται χωρίς δημοσιότητα. Αντίθετα, βασική αρχή που διέπει την ποινική δίκη αποτελεί αυτή της δημοσιότητας, κατ΄ άρθρο 329 ΚΠΔ, ως θεμελιακό στοιχείο της δίκαιης δίκης που καλύπτει την εγγυητική λειτουργία του ποινικοδικονομικού μας συστήματος και την ανάγκη για ορθή εφαρμογή του νόμου. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στις περιπτώσεις εγκλημάτων που στρέφονται κατά των ανηλίκων, ακόμα και η αρχή της δημοσιότητας στο ακροατήριο κάμπτεται, κατ’ άρθρο 330 ΚΠΔ, αν θεωρηθεί ότι θα έχει ως συνέπεια την ιδιαίτερη ψυχική ταλαιπωρία ή το διασυρμό του θύματος και μάλιστα ανηλίκου.
Σε σχέση με τις παραπάνω προβλέψεις και αναφορικά με την ποινική διαδικασία που ακολουθείται για εγκλήματα που τελούνται σε βάρος ανηλίκων, είναι αναγκαίες οι εξής επισημάνσεις:
α) Διαχρονικά, τα στατιστικά στοιχεία δείχνουν ανάγλυφα ότι τα εγκλήματα σε βάρος των ανηλίκων ανήκουν στη σφαίρα της αφανούς/κρυφής εγκληματικότητας. Τα εγκλήματα αυτά, μολονότι τελούνται, δεν καταγγέλλονται εύκολα, με αποτέλεσμα να μην συναντώνται στις επίσημες στατιστικές. Βασική αιτία του φαινομένου αυτού είναι η κυριαρχία του φόβου των θυμάτων να καταγγείλουν τις εγκληματικές σε βάρος τους πράξεις. Το γεγονός ότι η τέλεση των εγκλημάτων αυτών συχνά λαμβάνει χώρα εντός του οικογενειακού ή του κοντινού κοινωνικού περιβάλλοντος του ανηλίκου, η εξουσιαστική σχέση του δράστη με το θύμα, η αδυναμία απεύθυνσης του ανήλικου θύματος σε εξειδικευμένες δομές και υπηρεσίες, αλλά και η ενοχοποίηση του θύματος κατά την δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης, αποτελούν μερικές από τις αιτίες που κάνουν τα ανήλικα θύματα επιφυλακτικά ως προς την καταγγελία τους.
β) Είναι αυτονόητο ότι η δημοσιοποίηση των υποθέσεων σχετικά με εγκλήματα που στρέφονται κατά των ευάλωτων ομάδων και συγκεκριμένα των ανηλίκων είναι σε θέση να αποτελέσει ένα μοχλό προκειμένου να προβούν τα θύματα σε καταγγελία. Η δημοσιοποίηση για έναρξη ποινικών διαδικασιών για τα εγκλήματα αυτά μπορεί να παρέχει στα θύματα το κίνητρο να δουν ότι οι σχετικές υποθέσεις που βρίσκονταν στην αφάνεια κινούνται, συνεπώς η καταγγελία τους μπορεί να πάρει «σάρκα και οστά». Ωστόσο, η είδηση και η δημοσιοποίηση υποθέσεων, ακόμα και αυτών που διεγείρουν το κοινό αίσθημα, θα πρέπει να σταματά στην παροχή της πληροφορίας αυτής, χωρίς να επεκτείνεται σε λεπτομέρειες για τις συνθήκες τέλεσης και το αποδεικτικό υλικό που εισφέρεται στη δικογραφία. Και τούτο όχι μόνο για λόγους αρχής, αλλά και για λόγους ουσίας για την ορθή ολοκλήρωση της ποινικής προδικασίας, ιδίως στις περιπτώσεις που το έγκλημα στρέφεται κατά ευάλωτων προσώπων, όπως είναι οι ανήλικοι.
γ) Η μυστικότητα της προδικασίας λειτουργεί ως το αναγκαίο μέσο για την ουσιαστική και απρόσκοπτη συλλογή του αποδεικτικού υλικού. Αρχικά, αποτελεί την αναγκαία συνθήκη προκειμένου να ξεπεράσει το ανήλικο θύμα ενδοιασμούς και φόβους για να προβεί σε καταγγελία και να εισφέρει στις δικαστικές αρχές το αναγκαίο αποδεικτικό υλικό. Ας μην ξεχνάμε ότι ένας βασικός ανασταλτικός παράγοντας για την καταγγελία γενετήσιων εγκλημάτων, ιδίως από ανηλίκους, αποτελεί η «ντροπή» που νιώθει το θύμα και ο ψυχικός διασυρμός που μπορεί να υποστεί, σηματοδοτώντας μια δεύτερη θυματοποίησή του. Για το λόγο αυτό ο νομοθέτης προβλέπει «ειδικό» τρόπο εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων γενετήσιων εγκλημάτων, στις διατάξεις των άρθρων 227-28 ΚΠΔ. Είναι εμφανές ότι η δημοσιοποίηση των καταθέσεων του ανήλικου κατά την προδικασία, η οποία περιλαμβάνει λεπτομέρειες για τις συνθήκες τέλεσης της σε βάρος του πράξης, όχι μόνο αντιστρατεύεται τα θεμελιώδη δικαιώματα του θύματος στην ποινική διαδικασία, αλλά αποτελεί και ανασταλτικό παράγοντα για άλλα θύματα που θα επιθυμούσαν να καταγγείλουν τις σε βάρος τους πράξεις.
δ) Περαιτέρω, η μυστικότητα κατά την ανακριτική διαδικασία «βοηθάει» όσους έχουν να εισφέρουν αποδεικτικά με τη μαρτυρία τους ενώπιον των αρχών. Έτσι, οι μάρτυρες που καλούνται κατά την προδικασία καταθέτουν προφορικά χωρίς συνήγορο και χωρίς να έχουν προσυννενοηθεί με τα διάδικα μέρη και χωρίς να έχουν γνώση του υλικού της δικογραφίας που έχει ήδη συλλεγεί, ώστε να διασφαλίζεται ότι η κατάθεσή τους δεν επηρεάζεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία και με στόχο (μεταξύ άλλων και) την εξακρίβωση της αξιοπιστίας τους. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η άκριτη δημοσιοποίηση στοιχείων σχετικών δικογραφιών δυσχεραίνει την συλλογή του αποδεικτικού υλικού που βασίζεται στην αλήθεια. Η καθημερινή ευρεία θεατότητα μαρτυρικών καταθέσεων και άλλων αποδεικτικών μέσων μπορεί να δημιουργήσει βάσιμες επιφυλάξεις των νέων μαρτύρων να καταθέσουν όσα γνωρίζουν. Επίσης, η γνώση των μαρτύρων ότι οι καταθέσεις τους θα γίνουν δημόσια γνωστές μπορεί να δημιουργήσει βάσιμες υπόνοιες ότι οι μάρτυρες θα υποστούν πιέσεις ή και εκβιασμούς για να μην καταθέσουν την αλήθεια που γνωρίζουν, ιδίως όταν οι μάρτυρες αυτοί ανήκουν επίσης στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού.
ε) Η μυστικότητα της προδικασίας δεν έχει εφαρμογή για τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο, ο οποίος δίνει τελευταίος τις εξηγήσεις ή την απολογία του, λαμβάνοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας και μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Ωστόσο, η γνώση αυτή προβλέπεται από τον νόμο ότι λαμβάνει χώρα μετά την ολοκλήρωση της συλλογής του αποδεικτικού υλικού που πρέπει να αποτυπώνει την πραγματικότητα, χωρίς αυτή να κατασκευάζεται ανάλογα με τη (σταδιακή) δημοσιοποίηση στοιχείων της δικογραφίας. Η ουσιαστική διερεύνηση της αλήθειας απαιτεί την τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, στοιχείο της οποίας αποτελεί η απρόσκοπτη συλλογή των αποδείξεων με τρόπο αντικειμενικό, που θα οδηγήσει σε μια δίκαιη δίκη τόσο για τον κατηγορούμενο, όσο και για το θύμα.
στ) Τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για τη μυστικότητα της προδικασίας, δεν αναιρούν την βασική αρχή, συμβατή σε ένα Κράτος Δικαίου, του τεκμηρίου αθωότητας του κατηγορουμένου.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η είδηση για την καταγγελία ενός εγκλήματος με θύμα ανήλικο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να περιλαμβάνει την δημοσιοποίηση των στοιχείων της σχετικής δικογραφίας. Περαιτέρω, η δημοσιοποίηση αυτή μπορεί να αποτελέσει βασικό αντικίνητρο τόσο για την υποβολή της καταγγελίας του θύματος, αλλά και ουσιαστική δυσχέρεια που μπορεί να συγκαλύψει την αλήθεια που επιδιώκεται μέσω της ανακριτικής διαδικασίας.