Κ. Κοσμάτος, Διαχρονικό δίκαιο στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν. 4619/2019), NOVA CRIMINALIA – Περιοδική έκδοση της Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων, Ειδικό τεύχος “Νέος Ποινικός Κώδικας”, αρ. 8, Ιανουάριος 2020, https://hcba.gr/wp-content/uploads/2020/02/NC-8.pdf
Κατά τη γενική αρχή που εισάγεται στο άρθρο 2 ΠΚ, για τις πράξεις που έχουν τελεστεί πριν τη θέση σε ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (Ν 4619/2019), δηλαδή μέχρι την 30-6-2019, και εκδικάζονται μεταγενέστερα, έχουν εφαρμογή οι ευμενέστερες διατάξεις για τον κατηγορούμενο. Ειδικότερα, όμως, στο πεδίο των ποινικών κυρώσεων θα πρέπει να σημειώσουμε τα εξής:
α) Πράξεις που με το νέο Ποινικό Κώδικα τιμωρούνται με χρηματική ποινή ή με παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ με τον προϊσχύοντα Ποινικό Κώδικα απειλούνταν με ποινή στερητική της ελευθερίας, είναι ευμενέστερες και ως εκ τούτου εφαρμοστέες.
β) Ανώτατη επιβλητέα ποινή σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης είναι τα δεκαπέντε έτη και σε περίπτωση συνολικής ποινής τα είκοσι έτη.
γ) Ανώτατη επιβλητέα ποινή σε περίπτωση φυλάκισης είναι τα πέντε έτη και σε περίπτωση συνολικής ποινής τα οκτώ έτη.
δ) Επίσης έχουν εφαρμογή για τα νέα πλαίσια ποινών που ορίζει η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 83 ΠΚ στις περιπτώσεις συνδρομής λόγων μείωσης της ποινής. Περαιτέρω εφαρμοστέα είναι και η ισχύουσα διάταξη του άρθρου 85 ΠΚ, η οποία προ-βλέπει δυνατότητα για «διπλή» μείωση της ποινής.
ε) Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ (Ν 4619/2019), οι διατάξεις του προϊσχύοντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή και την αναστολή εκτέλεσης της ποινής εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι την 30-6-2019. Τούτο σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ποινές φυλάκισης έως πέντε ετών που επιβάλλονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι 30-6-2019 χωρεί αναστολή και μετατροπή της ποινής, σύμφωνα με τις προ ισχύουσες διατάξεις των άρθρων 99 επ. και 82 του Ποινικού Κώδικα του 1950, οι οποίες ως ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο εν προκειμένω θα εφαρμοστούν. Στο σημείο αυτό απαιτείται μια διευκρίνιση, η οποία είναι αναγκαία για την ορθή ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 465 ΠΚ και την σχέση της με το άρθρο 2 ΠΚ: η διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ που αφορά στο πεδίο της εκτέλεσης των ποινών, είναι συμπληρωματική του άρθρου 2 ΠΚ και έχει έδαφος εφαρμογής μόνο στο βαθμό που οι δια-τάξεις για την εκτέλεση των ποινών του προγενέστερου Ποινικού Κώδικα είναι επιεικέστερες σε σχέση με το ποινολογικό καθεστώς που εισάγεται στο νέο Ποινικό Κώδικα. Άρα στις περιπτώσεις που η τέλεση της πράξης έχει λάβει χώρα πριν την 1-7-2019, οι διατάξεις του νέου Ποινικού Κώδικα έχουν μόνο αυτές εφαρμογή (και όχι η διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ) στο βαθμό που είναι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ. Με βάση λοιπόν τα παρα-πάνω, η ορθή προσέγγιση της διάταξης του άρθρου 465 ΠΚ, με την οποία προβλέπει ότι «οι διατάξεις του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα για τη μετατροπή της ποινής σε χρηματική ποινή, την αναστολή εκτέλεσης της ποινής και την απόλυση υπό όρο εφαρμόζονται για πράξεις που τελέστηκαν μέχρι τη θέση σε ισχύ του παρόντος» θα πρέπει να έχει ως πρόσθετη προϋπόθεση (κατ’ επιταγή του άρθρου 2 ΠΚ) ότι οι προϊσχύσασες διατάξεις είναι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο. Διαφορετικά εφαρμοστέες είναι πάντοτε οι διατάξεις που είναι ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο, ανεξάρτητα αν προβλέπονται στον προϊσχύοντα ή στον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα[1].
στ) Το ζήτημα αυτό απασχόλησε πρόσφατα τη νομολογία μας, στην περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 99 ΠΚ για την αναστολή της ποινής. Συγκεκριμένα το δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει για την χορήγηση ή μη της αναστολής της ποινήςσε καταδικασθέντα για πράξη πριν την 1-7-2019 σε ποινή κατώτερη των τριών ετών, ο οποίος όμως είχε προηγούμενες σε βάρος του καταδικαστικές αποφάσεις που υπερέβαιναν το ένα έτος. Με βάση το ιστορικό αυτό, είναι προφανές ότι η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 465 ΠΚ οδηγεί σε απόλυτη αδυναμία χορήγησης της αναστολής, καθώς ο κατηγορούμενος δεν είχε τις προϋποθέσεις για την αναστολή της ποινής με το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς, Ωστόσο με την λύση που προκρίθηκε, το δικαστήριο υπερέβη την διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ, καθώς θεωρήθηκε ότι αντιβαίνει την αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, και εφάρμοσε την ισχύουσα στον Ποινικό Κώδικα διάταξη του άρθρου 99 (η οποία χορηγεί αναστολή εκτέλεσης σε ποινές που είναι κατώτερες των τριών ετών, ανεξάρτητα από τις προηγούμενες ποινικές καταδίκες του κατηγορουμένου), δυνάμει του άρθρου 2 ΠΚ[2].
ζ) Στο πεδίο της υφ’ όρον απόλυσης είναι εφαρμοστέες:
i) οι διατάξεις του άρθρου 105 παρ. 6 του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, σε περιπτώσεις καταδίκης σε ποινή κάθειρξης, καθώς υπό το παλαιότερο καθεστώς απαιτούνταν να έχει εκτιθεί πραγματικά το 1/3 της ποινής που επιβλήθηκε (και όχι τα 2/5 που προβλέπει η διάταξη του ισχύοντος άρθρου 105 Β παρ. 6 ΠΚ – Ν 4619/2019),
ii) η διάταξη του άρθρου 105 παρ.2 εδ. δ ́ του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα[3] για τις περιπτώσεις κρατουμένων που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους αναφορικά με τον ευεργετικό υπολογισμό ημερών, καθώς ο ισχύων Ποινικός Κώδικας δεν περιλαμβάνει σχετική ρύθμιση,
iii) οι διατάξεις του άρθρου 110 Α του προϊσχύσαντος Ποινικού Κώδικα, για την «πρόωρη» υφ’ όρον απόλυση ασθενών κρατουμένων, καθώς ο ισχύων Ποινικός Κώδικας δεν περιλαμβάνει σχετική ρύθμιση.
η) Σχετικά με την υφ’ όρον απόλυση με ηλεκτρονική επιτήρηση έχουν εφαρμογή τα εξής:
i) εφαρμοστέα είναι η νέα διάταξη του άρθρου 110 Α παρ. 1 ΠΚ (Ν 4619/2019) για όσους έχουν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης και κρατούνται πριν από την 1-7-2019,
ii) κρατούμενοι με περισσότερες ποινές, οι οποίοι εξακολουθούν να κρατούνται μέχρι σήμερα (δηλαδή μετά την θέσπιση του Ν 4637/2019), με έναρξη της κράτησης πριν την 1-7-2019, θεμελιώνουν δικαίωμα για υφ’ όρον απόλυση με ηλεκτρονική επιτήρηση όταν συμπληρώσουν κατ’ ανώτατο όριο τα δεκαεπτά έτη (όπως προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 110 Α παρ. 2 ΠΚ – Ν 4619/2019, η οποία είναι επιεικέστερη της ισχύουσας που τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 Ν 4637/2019),
iii) κρατούμενοι με περισσότερες ποινές ισόβιας κάθειρξης, οι οποίοι εξακολουθούν να κρατούνται μέχρι σήμερα (δηλαδή μετά την θέσπιση του Ν 4637/2019), με έναρξη της κράτησης πριν την1-7-2019, θεμελιώνουν δικαίωμα για υφ’ όρον απόλυση με ηλεκτρονική επιτήρηση όταν συμπληρώσουν κατ’ ανώτατο όριο πραγματική έκτιση δεκαέξι ετών (όπως προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 110 Α παρ. 4, τελευταίο εδάφιο ΠΚ – Ν 4619/2019, η οποία είναι επιεικέστερη της ισχύουσας που τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 8 Ν 4637/2019). Σημειώνεται τέλος ότι κρατούμενοι, με έναρξη της κράτησης πριν την 1-7-2019 έχουν, από την θέσπιση του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαίωμα για υφ’ όρον απόλυση με ηλεκτρονική επιτήρηση, εφόσον πληρούν τις τυπικές χρονικές προϋποθέσεις, ανεξάρτητα από το είδος του εγκλήματος που καταδικάστηκαν(καθώς πλέον δεν υφίστανται οι εξαιρέσεις εγκλημάτων που προέβλεπε το άρθρο 110 Β παρ. 1 ΠΚ/1950).
[1] Βλ. σχετικά Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 ΠΚ. Tο διαχρονικό δίκαιο στον χώρο επιμέτρησης και έκτισης των ποινών, ΠοινΔικ 2019, σελ. 937 επ.
[2] ΤριμΠλημΑθ 2371/2019, ΠΧρ 2019, σελ. 454.
[3] Άρθρο 105 παρ. 2 εδ. δ’ ΠΚ/1959, όπως είχε με διαμορφωθεί με το άρθρο 24 Ν 3346/2005 «Μετά τη συμπλήρωση του εξηκοστού πέμπτου (65ου) έτους της ηλικίας του καταδίκου, κάθε ημέρα παραμονής του σε σωφρονιστικό κατάστημα υπολογίζεται ευεργετικά ως δύο (2) ημέρες εκτιόμενης ποινής». Βλ. αναλυτικά για το θέμα ΓνωμΕισΑΠ 5/2019(Δ. Παπαγεωργίου), ΠοινΔικ 2019, σελ. 991.