Οι τροποποιήσεις του Ν 5090/2024 στο πεδίο των ποινών «διευκολύνουν» (από άποψη προϋποθέσεων) και «διευρύνουν» (από άποψη χρόνου) τον εγκλεισμό του καταδικασθέντος εντός του σωφρονιστικού καταστήματος. Τούτο επιτυγχάνεται με διατάξεις που κινούνται σε δύο (παράλληλες) βασικές κατευθύνσεις που έχουν ως χαρακτηριστικά τους την αύξηση των ανώτατων και των κατώτατων πλαισίων των στερητικών της ελευθερίας ποινών και την αύξηση των προϋποθέσεων για την εφαρμογή θεσμών που αφορούν την ελαστικότητα στο πεδίο της έκτισης της ποινής, όπως είναι η αναστολή εκτέλεσης της ποινής και η υφ’ όρον απόλυση.
Στο πλαίσιο αυτό παρατηρούμε ότι επέρχονται οι εξής αλλαγές:
Α. Ως προς τα πλαίσια ποινής
α) Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης αυξάνεται από τα δεκαπέντε στα είκοσι έτη (άρθρο 52 ΠΚ).
β) Αυξάνονται τόσο ως προς το κατώτατο όσο και ως προς το ανώτατο όριο το πλαίσιο της μειωμένης ποινής για εγκλήματα που προβλέπουν ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης (άρθρο 83 ΠΚ) και συγκεκριμένα:
i. για εγκλήματα που προβλέπουν ποινή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών (αντί δύο) ετών ή κάθειρξη έως δεκατέσσερα (αντί οκτώ) έτη,
ii. για εγκλήματα που προβλέπουν ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (αντί ενός) ετών ή κάθειρξη έως δώδεκα (αντί οκτώ) έτη,
iii. για εγκλήματα που προβλέπουν ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (αντί ενός) ετών ή κάθειρξη έως έξι (αντί έξι) έτη.
γ) Καταργείται η «διπλή» μείωσης της ποινής του άρθρου 85 ΠΚ.
δ) Αυξάνεται το ανώτατο όριο των συνολικών στερητικών της ελευθερίας ποινών σε είκοσι πέντε (αντί είκοσι) έτη στην περίπτωση της πρόσκαιρης κάθειρξης και δέκα (αντί οκτώ) έτη στην περίπτωση της φυλάκισης (άρθρο 94 ΠΚ).
Β. Ως προς την αναστολή εκτέλεσης της ποινής
α) Καταργείται η υποχρεωτικότητα χορήγησης της αναστολής εκτέλεσης που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 ΠΚ για ποινές φυλάκισης έως τα τρία έτη. Αντ’ αυτού, προβλέπεται πλέον ότι η αναστολή εκτέλεσης της ποινής -η οποία είναι δυνητική για το δικαστήριο- αποφασίζεται για περιπτώσεις επιβολής ποινής φυλάκισης έως ένα έτος, εφόσον καταδικασθείς δεν έχει στο παρελθόν καταδικαστεί αμετάκλητα με μία ή περισσότερες αποφάσεις σε στερητική της ελευθερίας ποινή άνω του ενός έτους.
Για ποινές φυλάκισης έως τρία έτη, προβλέπεται η αναστολή εκτέλεσης μέρους της ποινής. Έτσι, στην παρ. 5 του άρθρου 99 προβλέπεται ότι το δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι η μετατροπή της ποινής σε χρηματική κατά το άρθρο 80 A ή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά το άρθρο 104 Α δεν είναι εφικτή με βάση το ύψος της ποινής ή δεν θα είναι επαρκής για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων και ότι για τον σκοπό αυτόν είναι αναγκαία η έκτιση μέρους της στερητικής της ελευθερίας ποινής, μπορεί να διατάξει την πραγματική εκτέλεση του μέρους αυτού, η διάρκεια του οποίου δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα ημερών ούτε ανώτερη των έξι μηνών και την αναστολή εκτέλεσης του υπολοίπου.
β) Η ανάκληση της αναστολής (άρθρο 101 παρ. 2 ΠΚ) διατάσσεται αν κατά τη διάρκειά της καταστεί αμετάκλητη καταδίκη για οποιοδήποτε (ανεξάρτητα αν είναι δόλου ή αμέλειας, αντί δόλου) έγκλημα που τελέστηκε πριν από τη δημοσίευση της απόφασης για την αναστολή και η ποινή που επιβλήθηκε με μια ή περισσότερες αποφάσεις υπερβαίνει συνολικά το ένα (αντί των τριών) έτος.
Γ. Ως προς την υφ’ όρον απόλυση
α) Στην παρ. 6 εδ. β’ του άρθρου 105Β ΠΚ προστίθενται στις εξαιρέσεις της αυξημένης κράτησης (πλασματικά των 4/5 και πραγματικά των 3/5) τα εγκλήματα του άρθρου 25 του Κώδικα Μετανάστευσης (Ν 5038/2023[1]).
β) Στην παρ. 6 του άρθρου 105Β ΠΚ προστέθηκε τελευταίο εδάφιο, το οποίο προβλέπει ότι στις περιπτώσεις συνολικής ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης για τα εγκλήματα που ανήκουν στον κατάλογο των εξαιρέσεων και επιβλήθηκε ποινή που υπερβαίνει κατά τουλάχιστον δέκα (10) έτη το ανώτατο όριο της συνολικής ποινής κάθειρξης, η υφ’ όρον απόλυση μπορεί να χορηγηθεί, εφόσον ο κατάδικος έχει εκτίσει πραγματικά δεκαεπτά (17) έτη.
γ) Εισάγονται νέα, πέραν της διαγωγής του κρατουμένου, στοιχεία για τη χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης που έχουν σχέση με τη διάγνωση της πιθανότητας επανάληψης του εγκλήματος κατά τον χρόνο δοκιμασίας, με κριτήριο το είδος και τα χαρακτηριστικά του εγκλήματος που τελέστηκε (άρθρο 106 ΠΚ).
δ) Διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της άρσης της απόλυσης, εφόσο αν μέσα στο χρόνο δοκιμασίας, εκείνος που απολύθηκε διαπράξει έγκλημα (όχι μόνο από δόλο, αλλά και από αμέλεια), για το οποίο του επιβλήθηκε αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από ένα έτος (άρθρο 108 ΠΚ).
Δ. Βασικές πρακτικές συνέπειες των τροποποιήσεων στη δικαστηριακή πράξη
α) Από τα παραπάνω προκύπτει αβίαστα ότι η αύξηση των ανώτατων και κατώτατων πλαισίων των ποινών θα οδηγήσει στην αύξηση του μέσου όρου των επιβαλλόμενων και εκτιόμενων ποινών στη χώρα.
β) Περαιτέρω, κάθε ποινή φυλάκισης είναι δυνατόν να οδηγήσει σε πραγματική έκτισή της σε σωφρονιστικό κατάστημα. Έτσι, στο βαθμό που η αναστολή εκτέλεσης της ποινής αποτελεί όχι τον κανόνα, αλλά την εξαίρεση, η μη χορήγηση της αναστολής μπορεί να συντρέξει και για ποινές φυλάκισης έως ένα έτος (πχ εάν ο καταδικασθείς έχει εγγραφή/ές στο ποινικό του μητρώο που υπερβαίνουν ποινή φυλάκισης άνω του ενός έτους).
γ) Για όλες τις περιπτώσεις των κακουργημάτων η καταδικαστική απόφαση δεν μπορεί (εκ του νόμου) να διατάξει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής. Οι τροποποιήσεις στη διάταξη του άρθρου 83 ΠΚ για τη μειωμένη ποινή και η κατάργηση της «διπλής» μείωσης της ποινής (άρθρο 85 ΠΚ) σηματοδοτούν τον αποκλεισμό επιβολής μιας ποινής που μπορεί να οδηγήσει στην αναστολή εκτέλεσής της κατά το άρθρο 99 ΠΚ, όπως αυτή διαμορφώνεται με το Ν 5090/2024. Έτσι, σε όλες τις περιπτώσεις των κακουργημάτων, στο μέτρο που η διάταξη του άρθρου 83 ΠΚ προβλέπει ως ελάχιστο όριο (της μειωμένης) ποινής τα δύο έτη στις περιπτώσεις που συντρέχουν λόγοι μείωσης ποινής (ακόμα και στις περιπτώσεις που συντρέχουν πολλαπλοί λόγοι μείωσης ποινής ή αναγνώριση πολλών ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του δράστη, κατά τη νέα διατύπωση του άρθρου 85 ΠΚ), είναι ορατός ο εγκλεισμός στη φυλακή του συνόλου των καταδικασθέντων, χωρίς το δικαστήριο να μπορεί να πράξει διαφορετικά. Είναι εμφανές ότι ο νομοθέτης δείχνει ότι δεν εμπιστεύεται την κρίση του «επιεική» (κατά την κρίση του «αυστηρού νομοθέτη») δικαστή και έτσι του «υπαγορεύει» να επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή που (πάντοτε) οδηγεί στη φυλακή.
δ) Η νομοθετική επιταγή για (επαν)αξιολόγηση του εγκλήματος αλλάζει ριζικά την φιλοσοφία του θεσμού της υφ’ όρον απόλυσης. Και τούτο διότι, η βαρύτητα, η απαξία και η επικινδυνότητα του εγκλήματος, η οποία έχει αξιολογηθεί από το νομοθέτη κατά την απειλή της ποινής και έχει ήδη εκτιμηθεί από το δικαστήριο κατά την επιβολή και επιμέτρηση της (δίκαιης και ανάλογης, κατ’ άρθρο 79 ΠΚ) ποινής που επιβλήθηκε και δεν είναι δεκτική εκ νέου εκτίμησης στο πεδίο της έκτισης της ποινής, καθώς θα ισοδυναμούσε με απαγορευμένη διπλή αξιολόγηση του ίδιου στοιχείου. Τούτο σηματοδοτεί ότι η δυνατότητα απόλυσης θα διέπεται από το υποκειμενικό στοιχείο κρίσης κάθε συμβουλίου, ακόμα και ουσιαστική αδυναμία για την χορήγηση της υφ’ όρον απόλυσης για εγκλήματα με ιδιαίτερα μεγάλη απαξία (ή και θεατότητα…). Με τον τρόπο αυτό αναμένεται ότι ο η υφ’ όρον απόλυση θα έχει περιορισμένη και όχι γενική εφαρμογή, όπως ο θεσμός επιτάσσει. Περαιτέρω, η διαδικασία της υπό όρο απόλυσης χάνει τον χαρακτήρα και τον προσανατολισμό της και από «προετοιμασία του κρατουμένου για την ομαλή κοινωνικοποίησή του» και καταλήγει σε μια δεύτερη δίκη για το έγκλημα που τελέστηκε και καταδικάστηκε ο κρατούμενος, με σαφώς μη νόμιμο έρεισμα.
[1] Κατά το Ν 5090/2024 το εν λόγω νομοθέτημα αναφέρεται στο άρθρο 30 του Κώδικα Μετανάστευσης και Κοινωνικής Ένταξης (ν. 4251/2014, Α’ 80), ο οποίος έχει ήδη αντικατασταθεί από το Ν 5038/2023 (με έναρξη ισχύος την 31-3-2024).