ΑΠ 993/2008 – ΕΦΕΣΗ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ – ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΔΙΑΜΟΝΗΣ -Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας, καθώς δεν έλαβε υπόψη το σύνολο των αποδεικτικών μέσων.

ΑΡΙΘΜΟΣ 993/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη – Εισηγητή, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Νικόλαο Ζαϊρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 3259/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Θεσ/κης. Το Τριμελές Πλημ/κείο Θεσ/κης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Ιουλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1318/2007.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 476 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός των άλλων περιπτώσεων και όταν ασκήθηκε εκπροθέσμως. Η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως, ως εκπρόθεσμο, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο ασκήσεως του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό από το οποίο προκύπτει η επίδοση χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ.1, 156 και 161 παρ.1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας της επιδόσεως, εκτός εάν προβάλλεται δια της εφέσεως λόγος ακυρότητας της επιδόσεως, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του δικαστηρίου. Σε περίπτωση όμως που με το ένδικο μέσο αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και το άγνωστο διαμονής του ως και εντεύθεν και η αδυναμία γνώσεως της επιδόσεως , πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απόφαση σχετική αιτιολογία, άλλως, ιδρύεται από το άρθρο 510 παρ.1.Δ λόγος αναιρέσεως. Περαιτέρω πρέπει να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 2 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 3259/2007 απόφαση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, που την εξέδωσε, δικάζοντας ως Εφετείο, απέρριψε ως εκπρόθεσμη την 2756/22-11-2006 έφεση του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 12479/2001 αποφάσεως του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία εκείνος είχε καταδικασθεί σε συνολική ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, η οποία μετατράπηκε σε χρηματική προς 1500 δρχ. ημερησίως και χρηματική ποινή 500.000 δραχμών για παράβαση του ν. 5960/33, κατ’ εξακολούθηση , αφού δέχθηκε τα εξής “….Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών- κατηγορούμενος καταδικάσθηκε με την υπ’ αριθμ. 12479/23-2-2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης. Η επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος για το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε χώρα την ….. ως αγνώστου διαμονής (βλ. την από …… έκθεση επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος από τον Δικαστικό Επιμελητή …….) δοθέντος ότι ο κατηγορούμενος Χ1 ήταν απών από την κατοικία του και αγνώστου διαμονής. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος ανεζητήθη επί της οδού …. αριθμ. …., …… Θεσσαλονίκης, στην μόνη δηλαδή γνωστή κατοικία του (βλ. το υπ’ αριθμ. …… συμβόλαιο το Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σαρρή, δυνάμει του οποίου συνεστήθη Μονοπρόσωπη εταιρία ΕΠΕ υπό την επωνυμίαν “……. ΕΠΕ”, από τον κατηγορούμενο καθώς και το υπ’ αριθμ. ….. συμβόλαιο του ιδίου Συμβολαιογράφου περί τροποποιήσεως του καταστατικού της εταιρίας, όπου ρητώς ο κατηγορούμενος Χ1 δηλώνει διεύθυνση κατοικίας επί της οδού …. αριθμ. …. …..). Εν συνεχεία, αναζητηθείς ο κατηγορούμενος Χ1 στην οδό ….. αριθμ. …., ….., ήταν απών από την κατοικία του και αγνώστου διαμονής με συνέπεια η υπ’ αριθμ. 12479/23-2-2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης να επιδοθεί ως αγνώστου διαμονής την …..(βλ. την από ….. εκτέλεση επιδόσεως της Επιμ. Δικ. Εισαγ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης ……). Ο εκκαλών-κατηγορούμενος, με την υπ’ αριθμ. 2756/22-11-2006 έκθεση εφέσεως κατά της εκκαλούμενης, υπ’ αριθμ. 1479/23-2-2001 απόφασης του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης, ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως εκλητεύθη ( προφανώς επεδόθη η απόφαση) ως αγνώστου διαμονής επειδή είχε ενημερώσει τις αστυνομικές αρχές από το έτος 1999 ότι διαμένει επί της οδού …. αρ…. Πράγματι, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία ….. έγγραφο του Α’ Τμήματος Ασφαλείας Θεσσαλονίκης προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, σχέση έχον με την επιτήρηση του κατηγορούμενου-εκκαλούντα γι’ άλλη ποινική υπόθεση, το Τμήμα αυτό εγνώριζε από την 1-11-1999 την νέα διεύθυνσή του, επί της οδού ….. αριθμ. …., ….. Τούτο, όμως, ενώ είναι βάσιμον, δεν αλλάζει τις προϋποθέσεις επιδόσεως της απόφασης (υπ’ αριθμ. 12479/23-2-2001 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Θεσσαλονίκης) ως αγνώστου διαμονής, δοθέντος ότι ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν ετήρησε τη υποχρέωσή του σύμφωνα με το αρθρ. 273§1 περιπτ. γ’ εδ β’ του ΚΠΔ, το οποίον ορίζει ότι τέτοια δήλωση (εννοείται μεταβολής κατοικίας ή διαμονής ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστή) μαζί με την ακριβή διεύθυνση, πρέπει να γίνεται εγγράφως στον Εισαγγελέα τον ασκήσαντα την ποινική δίωξη ή εάν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου στο οποίον εκκρεμεί, εν προκειμένω δηλαδή έπρεπε να γίνει η δήλωση στον Εισαγγελέα Πλημ/κων Θεσσαλονίκης , ο οποίος είναι ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Επομένως ο άνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος…….”.
Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, για την απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, ότι ήταν, κατά το χρόνο επιδόσεως προς αυτόν της εκκαλουμένης αποφάσεως, γνωστής διαμονής, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ειδικότερα, δεν αναφέρονται στο αιτιολογικό τα μνημονευόμενα στα πρακτικά της δίκης αποδεικτικά μέσα, στην αξιολόγηση των οποίων προέβη το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του για την απόρριψη της εφέσεως, όπως τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάστηκαν και ειδικότερα του μάρτυρα υπεράσπισης ….., που πρότεινε ο αναιρεσείων, ως εκκαλών. Αντιθέτως, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης έλαβε υπόψη του αποδεικτικά μέσα, προκειμένου να θεμελιώσει την παραδοχή του, ως προς τον τόπο της τελευταίας γνωστής κατοικίας του αναιρεσείοντος, τα πιο κάτω έγγραφα, τα οποία, όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, δεν αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, και συγκεκριμένα: α) το …… συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σαρρή, β) το ….. συμβόλαιο του Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σαρρή, γ) το με ημερομηνία ….. έγγραφο του Α’ Τμήματος Ασφαλείας Θεσσαλονίκης προς την Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης,δ) την από …. έκθεση επίδοσης του κλητηρίου θεσπίσματος από τον δικαστικό επιμελητή ….. και ε) την από ….. έκθεση επιδόσεως της Επιμ. Δικ. Εισαγ. Πρωτ. Θεσσαλονίκης ……. .
Τα παραπάνω έγγραφα, που δεν περιλαμβάνονται στα αναφερόμενα στην σελ. 3 των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, ως αναγνωστέα έγγραφα, δεν φέρονται σε κανένα άλλο σημείο αυτής ότι αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, ούτε το περιεχόμενό τους προκύπτει από άλλα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, ή από άλλα αποδεικτικά μέσα. Συνεπώς, συντελέστηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο. Επίσης, σε σχέση με την τελευταία γνωστή στις Αρχές κατοικία του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος, η προσβαλλομένη απόφαση διέλαβε αντιφατική και ασαφή αιτιολογία. Ειδικότερα, ενώ δέχεται τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, ότι αυτός κατοικούσε στην οδό …. την …. και ότι η διεύθυνση αυτή ήταν γνωστή στις αστυνομικές αρχές από το έτος 1999, εξηγεί, γιατί δεν αναζητήθηκε, κατά το χρόνο που έγινε η επίδοση στην ήδη γνωστή στις αρχές (από το 1999) παραπάνω διεύθυνση, με την αιτιολογία ότι “…ο εκκαλών-κατηγορούμενος δεν ετήρησε την υποχρέωσή του, σύμφωνα με το άρθρο 273 παρ. 1 περίπτ. Γ’ εδ. β’ του ΚΠΔ”. Η εφαρμογή όμως της εν λόγω διατάξεως, κατά την οποία ο κατηγορούμενος υποχρεούται να δηλώσει μεταβολή της κατοικίας ή διαμονής, ωσότου η καταδικαστική απόφαση γίνει αμετάκλητη και εκτελεστή, στον αρμόδιο εισαγγελέα, προϋποθέτει, ότι έχει λάβει χώρα προδικασία, κατά την οποία ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει την διεύθυνση της κατοικίας του ο ίδιος αρχικά, κατά τα οριζόμενα στην παρ.1 στοιχ. α και β του άρ.273 ΚΠΔ. Δεν καθίσταται όμως σαφές, αν το Δικαστήριο δέχθηκε ότι είχε ο κατηγορούμενος δηλώσει ο ίδιος ως κατοικία του (την οδό ….., …..), κατά τα οριζόμενα στην πιο πάνω διάταξη, δεδομένου ότι δεν αναφέρεται ευθέως τούτο, αλλ’, αντιθέτως, γίνεται δεκτό ότι η τελευταία γνωστή κατοικία του κατηγορουμένου προέκυψε από τα αναφερόμενα στην απόφαση πιο πάνω αναφερόμενα έγγραφα, ενώ, αν ο κατηγορούμενος είχε προβεί πράγματι στην κατά το άρθρο 273 παρ. 1 δήλωση για τον τόπο της κατοικίας του και δεν είχε δηλώσει μεταβολή αυτής, κατά τα οριζόμενα στην ίδια διάταξη, τότε θα έπρεπε να είχε κλητευθεί ως γνωστής διαμονής στην διεύθυνση αυτή και όχι ως άγνωστης (άρ. 273 παρ.1 στοιχ.γ ΚΠΔ ). Ενόψει των ασαφειών αυτών και ελλείψεων, είναι βάσιμοι οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ και Α (σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ) του ΚΠΔ, προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα λόγοι αναίρεσης, της έλλειψης της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και της απόλυτης ακυρότητας, λόγω του ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, ως αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα που δεν αναγνώσθηκαν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, και έτσι ο αναιρεσείων στερήθηκε του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματός του. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο (άρθ. 519 ΚΠΔ), αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να ερευνηθεί και να κριθεί, αν η έφεση ασκήθηκε παραδεκτώς, και, σε καταφατική περίπτωση, να κριθεί η παραγραφή ή όχι του αξιοποίνου των αποδιδόμενων στον αναιρεσείοντα πράξεων, δεδομένου ότι ο Αρειος Πάγος δεν μπορεί να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή όχι του ενδίκου μέσου της εφέσεως.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 3259/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης,
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Απριλίου 2008. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 10 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Scroll to Top