ΑΠ 923/2020 – ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ – ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ ΠΑΥΕΙ ΟΡΙΣΤΙΚΑ Η ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΩΞΗ ΛΟΓΩ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ 923/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονυσία Μπιτζούνη, Μαρία Κουβίδου, Χρυσούλα Φλώρου-Κοντοδήμου και Γεώργιο Κόκκορη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 4 Μαρτίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Δασούλα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα – κατηγορουμένου Ν. Π. του Α., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 74/1019 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ν. Τ. του Α., κάτοικο …, ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Δεκεμβρίου 2019 αίτησή του, που ασκήθηκε με δήλωση, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 12 Δεκεμβρίου 2019, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 13061/2019 και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 14/2020.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η, κατά του αναιρεσείοντος, ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, ασκηθείσα δια δηλώσεως που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (υπ’ αρ. πρωτ. 13061/12.12.2019) αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος, Ν. Π. του Α., για αναίρεση της υπ’ αρ. 74/2019, απόφασης του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, με την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2δ ΠΚ και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, για την αξιόποινη πράξη της απάτης κατ’ επάγγελμα με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία ποσού που υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, κατ’ εξακολούθηση, είναι παραδεκτή, ως ασκηθείσα νομοτύπως και εμπροθέσμως, περιέχουσα αναιρετικούς λόγους από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ και Ε’ Κ.Π.Δ. I. Κατά το άρθρο 2 παρ. 1 ΠΚ, που προβλέπει την αναδρομική ισχύ του ηπιότερου νόμου και ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του νέου Π.Κ. (Ν. 4619/2019), “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Ανάλογου περιεχομένου είναι και η διάταξη του άρθρου 2 παρ.1 του νέου Π.Κ., που ισχύει από 1-7-2019 και εφεξής (βλ. άρθρ. 460 αυτού). Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον, οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ.ΑΠ 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων, που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών στερητικών της ελευθερίας λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή, προδήλως δε είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο νόμος, ο οποίος καταργεί επιβαρυντική περίπτωση ή μετατρέπει κακούργημα σε πλημμέλημα, αφού στις περιπτώσεις αυτές η προβλεπόμενη ποινή είναι μικρότερη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 590 παρ.1 εδ.α’ του νέου ΚΠΔ (Ν.4620/2019), που άρχισε να ισχύει από 1/7/2019, “υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα.”. Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 511 εδ. τελ. και 514 εδ.τελ. του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προκύπτει ότι στην περίπτωση, που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον αφορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος πάγος εφαρμόζει και αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του Π.Κ., το νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή μη του κατηγορουμένου κατά τη συζήτηση της τελευταίας. II. Α) Το άρθρο 386 παρ. 1 και 3 του προϊσχύσαντος (πριν την 1.7.2019) Π.Κ., όπως το αρχικά προσδιορισθέν ποσό αναπροσαρμόσθηκε με την παρ.2 περ. δ’ άρθρου 25 Ν.4055/2012 και ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, όριζε: “1. Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών….
3. Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ’επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ …”.
Β) Το άρθρο 386 παρ.1 του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου Π.Κ. (Ν. 4619/2019) ορίζει : “1. Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.”.
Από την αντιπαραβολή των πιο πάνω διατάξεων σαφώς προκύπτει, ότι με το νέο ισχύοντα από 1.7.2019 Ποινικό Κώδικα (Ν. 4619/2019) η ως άνω πράξη της απάτης διώκεται και τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος μόνον, εάν το συνολικό όφελος του υπαίτιου που τη διαπράττει ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, αφού απαλείφθηκαν οι επιβαρυντικές περιστάσεις της “κατ’ επάγγελμα” ή “κατά συνήθεια” τέλεσης αυτής, με τις οποίες, εφόσον το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερέβαιναν το ποσό των 30.000 ευρώ τιμωρείτο κατά τον προϊσχύσαντα (έως 30.6.2019) Π.Κ., σε βαθμό κακουργήματος, τιμωρούμενη πλέον, υπό την ισχύ του νέου Ποινικού Κώδικα (από 1.7.2019), εφόσον η συνολική ζημία δεν υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, σε βαθμό πλημμελήματος.
ΙΙΙ. Από τα άρθρα 111, 112 και 113 του Ποινικού Κώδικα προκύπτει, ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή και ότι τα πλημμελήματα παραγράφονται μετά πέντε έτη, υπολογιζομένης της προθεσμίας κατά το ισχύον ημερολόγιο, ενώ η προθεσμία της παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, αναστέλλεται δε για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη, καθώς και για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, δεν μπορεί όμως να διαρκέσει περισσότερο από τρία έτη για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ.β’, 368 περ.β’ και 511 εδ.τελ. του νέου ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής σε περίπτωση ισχύος μεταγενέστερου ευνοϊκότερου για τον κατηγορούμενο νομοθετικού καθεστώτος και μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την άσκηση της αναίρεσης, οφείλει, κατ’ αυτεπάγγελτη εφαρμογή των ευμενεστέρων σχετικά με την παραγραφή νεότερων διατάξεων, να αναιρέσει την απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου (εξ αιτίας παραγραφής), εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή.
Εν προκειμένω, το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας, με την προσβαλλομένη υπ’ αρ. 74/2019 απόφασή του, όπως εκτέθηκε στην πρώτη παράγραφο της παρούσας, έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, Ν. Π. του Α., για την αξιόποινη πράξη της κατ’ εξακολούθηση απάτης κατ’ επάγγελμα με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία ποσού άνω των 30.000 ευρώ (ανερχόμενη στο συνολικό ποσό των 67.000 ευρώ), τιμωρούμενη κατά το χρόνο έκδοσης της παραπάνω απόφασης (9.5.2019), σύμφωνα με τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα σε βαθμό κακουργήματος και επέβαλε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως. Όμως, ενόψει του ότι μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης καταργήθηκε η ως άνω ισχύουσα τότε επιβαρυντική περίσταση της “κατ’ επάγγελμα” τέλεσης της πράξης αυτής με συνολική ζημία και αντίστοιχο όφελος άνω των 30.000 ευρώ και ισχύει, κατά τα προεκτεθέντα, η νέα προαναφερθείσα επιεικέστερη διάταξη, σύμφωνα με την οποία η παραπάνω πράξη τιμωρείται πλέον σε βαθμό πλημμελήματος, εφόσον η ζημία και το όφελος στη συγκεκριμένη περίπτωση υπολείπονται του ποσού των 120.000 ευρώ, συντρέχει περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο της επιεικέστερης αυτής διατάξεως. Με τα δεδομένα αυτά και, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, εφαρμοζομένης αυτεπαγγέλτως, κατά τα σχετικά προεκτεθέντα, της επιεικεστέρας διατάξεως και, ενόψει του ότι από το χρόνο τέλεσης των ως άνω πράξης (χρονικό διάστημα από Μάϊο 2006 έως Αύγουστο 2006) μέχρι τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης (9.5.2019) παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της προβλεπομένης κατά τα άνω οκταετίας, έχει η παραπάνω αποδοθείσα στον αναιρεσείοντα πράξη (πλημμεληματική πλέον) υποπέσει σε παραγραφή, εξαλειφθέντος του αξιοποίνου της.
Επομένως, πρέπει αυτεπαγγέλτως να αναιρεθεί η προσβαλλομένη και να παύσει οριστικά, λόγω παραγραφής (άρθρο 368 περ.β’ ισχύοντος ΚΠΔ) η κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ποινική δίωξη, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αρ.74/2019 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά του Ν. Π. του Α., κατοίκου … (οδός …), για το ότι: “στη Λάρισα τον Μάιο του 2006, στις 20 Ιουνίου 2006 και στα τέλη Αυγούστου 2006 με περισσότερες πράξεις που αποτελούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώσει του παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, η δε προξενηθείσα συνολική ζημία και το αντίστοιχο περιουσιακό όφελος στην επέλευση του οποίου αποσκοπούσε με αυτή, υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ. Είναι δε άτομο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα, ήτοι με πρόθεση πορισμού εισοδήματος, όπως συνάγεται από την υποδομή που διαμόρφωσε. Συγκεκριμένα: 1) Τον Μάιο του 2006 παρέστησε ψευδώς στον μηνυτή-Ν. Τ., κατόπιν συναντήσεών τους: α) ότι έχει εταιρία η οποία επενδύει ποσά στο χρηματιστήριο με μεγάλα περιθώρια κέρδους, γνωριμίες σοβαρές με εφοπλιστικούς κύκλους και γενικά εύρωστες εταιρίες που του παρέχουν την δυνατότητα να έχει πληροφόρηση και ικανότητες επένδυσης τέτοιες που κάθε επένδυση θα απέδιδε μεγάλο ποσοστό κέρδους σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, β) ότι προετοίμαζε μια μεγάλη επένδυση με άλλους επενδυτές με βέβαιο ότι σε λίγο χρόνο θα απολάμβανε υψηλά κέρδη, γ) ότι η εταιρία “… ΕΠΕ”, ως δικών του συμφερόντων, ήταν ένας οικονομικός κολοσσός, με δεκάδες εκατομμύρια ευρώ κύκλο εργασιών, δικά της επενδυμένα κεφάλαια στο χρηματιστήριο σε μετοχές αλλά και σε ομόλογα, υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα, μεταξύ των οποίων και στη Λάρισα, με πολλούς επενδυτές, δ) ότι έπρεπε να γίνει άμεση επένδυση-κατάθεση μετρητών από αυτόν, λόγω επικείμενης ανόδου των μετοχών δια του δικού του κωδικού, λόγω του ότι δεν προλάβαινε να ανοίξει κωδικό στο όνομα του μηνυτή, ε) ότι επίκειτο η πώληση του Αθλητικού Ομίλου Τρικάλων, του οποίου ήταν Πρόεδρος, με αντάλλαγμα 500.000 ευρώ. Επίσης παρασιώπησε το γεγονός ότι ο ίδιος αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα και προσπαθούσε να βρει τρόπους να χρηματοδοτήσει τον αθλητικό όμιλο Τρικάλων. Με τον τρόπο αυτό έπεισε τον μηνυτή να του καταβάλει στις 31.5.2006, το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ, σε μετρητά, προς απόδειξη δε της καταβολής του συμπλήρωσε την από 31.5.2006 υπεύθυνη δήλωση κατά την οποία βεβαίωσε ότι έλαβε το ανωτέρω ποσό και ότι αυτό θα επιστραφεί άτοκο την 20.6.2006 και του παρέδωσε ως εγγύηση και μια συναλλαγματική, του Αθλητικού Ομίλου Τρικάλων, του οποίου ήταν Πρόεδρος, ποσού 20.000 ευρώ, αποδοχής του Αθλητικού Ομίλου, πληρωτέα την 20.7.2006, εκδόσεως την 13.7.2006. 2) Στις 20.6.2006, παρέστησε περαιτέρω ψευδώς στον μηνυτή-Ν. Τ. ότι κατά το χρονικό διάστημα από 31-5-06 έως 20-6-06 τα χρήματα που του είχε δώσει είχαν διπλασιαστεί και ότι ήταν συμφέρον να επενδύσει και άλλα χρήματα για όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος και όχι να αποσυρθεί από την επένδυση. Έτσι έπεισε τον μηνυτή να του καταβάλει στις 23-6-2006 επιπλέον το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ με κατάθεση στον προσωπικό του λογαριασμό στην ALPHA BANK, και στις 30-6-06 το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ με κατάθεση στον προσωπικό του λογαριασμό στην ίδια τράπεζα, 3) Στα τέλη Αυγούστου 2006 παρέστησε περαιτέρω ψευδώς στον μηνυτή Ν. Τ. ότι κατά το χρονικό διάστημα από Ιούλιο έως τέλη Αυγούστου του 2006 τα χρήματα που του είχε δώσει είχαν αυξηθεί σημαντικά και ότι ήταν συμφέρον να επενδύσει και άλλα χρήματα για όσο το δυνατό μεγαλύτερο κέρδος και όχι να αποσυρθεί από την επένδυση. Έτσι έπεισε τον μηνυτή να του καταβάλει επιπλέον στις 26-9-2006 το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ σε μετρητά. Η αλήθεια όμως ήταν ότι: α) η παραπάνω εταιρία δεν ήταν δικών του συμφερόντων, αλλά μέλη αυτής ήταν οι Ι. και Β. Λ., οι οποίοι του παρείχαν την δυνατότητα να είναι εγκατεστημένος στα γραφεία της εταιρείας, να κάνει τις συναλλαγές και να διακινεί τις επιταγές της, Β) ουδέποτε υπήρξε η οικονομική προοπτική που ανέλυε στον μηνυτή για διπλασιασμό των χρημάτων του και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να τοποθετήσει επωφελώς τα χρήματα του μηνυτή γ) δεν είχε σκοπό να πουλήσει τον Αθλητικό όμιλο Τρικάλων, γεγονός που θα του έδιδε την οικονομική δυνατότητα να επιστρέψει τα χρήματα που έλαβε από το μηνυτή. Στη συνέχεια δε ο κατηγορούμενος εξακολουθούσε να διαβεβαιώνει τον μηνυτή ότι δεν θα έχανε τα χρήματα του προκειμένου να διατηρήσει την παράνομη ωφέλεια που είχε, προς επίρρωση δε αυτού του παρέδωσε διάφορες επιταγές που δεν εξοφλήθηκαν. Με την ανωτέρω απατηλή συμπεριφορά του, πέτυχε να παραπλανήσει τον μηνυτή-Ν. Τ. αποκομίζοντας παράνομο περιουσιακό όφελος ισόποσο με την αξία των καταβληθέντων χρηματικών ποσών, βλάπτοντας με τον τρόπο αυτό την περιουσία του μηνυτή, μετά την καταβολή των 13.000 ευρώ, κατά το ποσό των 67.000 ευρώ, με αντίστοιχη δική του παράνομη περιουσιακή ωφέλεια, στην οποία απαρχής αποσκοπούσε, ενώ αν ο μηνυτής γνώριζε την πραγματικότητα, δεν θα του έδινε το ανωτέρω ποσό. Την ανωτέρω δε πράξη τέλεσε κατ’ επάγγελμα, με την έννοια ότι από όλη την υποδομή που είχε διαμορφώσει (εμφάνιση της ανωτέρω εταιρίας ως ιδίων συμφερόντων) με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης (παράσταση περισσοτέρων του ενός ψευδών γεγονότων), σε συνδυασμό με τη μεθοδικότητα και τον οργανωμένο τρόπο τέλεσης αυτής είχε σκοπό τον πορισμό εισοδήματος από την λήψη των ανωτέρω ποσών”.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 31 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                      H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και νυν Πρόεδρος του Αρείου Πάγου

Scroll to Top