ΑΠ 577/2016 (ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ): «….Επειδή κατά το άρθρο 18 του Ν.2523/1997: “αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών η εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών, δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή, έλαβε επιστροφή Φ.Π.Α., τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε, υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών (ήδη 3.000 ευρώ), β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ”. Τα παραπάνω όρια, των 3.000 ευρώ και των 75.000 ευρώ, καθορίσθηκαν με το άρθρο 21 παρ. 1 περ. θ’ του Ν. 2948/2001, από 1.1.2002. γ) “με κάθειρξη” εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Οι λέξεις “με κάθειρξη” της περ.γ” τέθηκαν αντί των λέξεων “με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) έτη” με την παρ.2ε” άρθρου 2 Ν. 3943/2011.” Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 8 “Εγκλήματα Φοροδιαφυγής-Ποινικές κυρώσεις” του νέου νόμου 4337/2015 [ΦΕΚ Α’ 129/17-10-2015] “Μέτρα για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων” η ισχύς του οποίου κατά το άρθρο 23 άρχισε από τη δημοσίευση του στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως “Τα άρθρα 66 και 67 του Δωδεκάτου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του ν.4174/2013 αναριθμούνται σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμείται σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμούνται σε 74,75,76,77,78,79,80,81 και 82 και προστίθεται νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο ως εξής : Άρθρο 66, Εγκλήματα φοροδιαφυγής. 1.Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α]…β] προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη Φορολογική Διοίκηση με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει ή εκπίπτει ανακριβώς αυτούς ή λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, γ]… 3. Όποιος διαπράττει έγκλημα φοροδιαφυγής από τα αναφερόμενα στη παράγραφο 1 τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών: α) …ή β) αν το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς που δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς ή επεστράφη ή συμψηφίστηκε ή εξέπεσε ή διακρατείται υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος: αα) τις πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας ή ββ) τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ ανά είδος φόρου, τέλους ή εισφοράς σε κάθε άλλη περίπτωση. 4. Επιβάλλεται κάθειρξη αν το ποσό του φόρου, τέλους ή εισφοράς της προηγούμενης παραγράφου υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, εφόσον αφορά φόρο προστιθέμενης αξίας, ή τις εκατό πενήντα χιλιάδες (150.000) ευρώ σε κάθε άλλη περίπτωση φόρου, τέλους ή εισφοράς. Εξάλλου κατά μεν το άρθρο 70 του ίδιου νόμου: “1. Υποθέσεις για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997, εάν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται από το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί. 2. Αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων για εγκλήματα των άρθρων 17, 18 και 19 του ν. 2523/1997 που εκδόθηκαν για ποσά μικρότερα από τα οριζόμενα στο άρθρο 66 και δεν έχουν εκτελεστεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου δεν εκτελούνται. Αν άρχισε η εκτέλεσή τους, διακόπτεται. Εκκρεμείς μηνυτήριες αναφορές για εγκλήματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο δεν εισάγονται για συζήτηση και οι σχετικές δικογραφίες τίθενται στο αρχείο με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα.” Κατά δε το άρθρο 71παρ.1 επίσης του ίδιου νόμου: “Τα άρθρα 17, 18, 19, 20 και 21 του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν, καταργούνται. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις ρυθμίσεις του ν. 2523/1997 (άρθρα 17 έως 21), εννοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου (άρθρα 66-70). Με τις ανωτέρω διατάξεις καλύπτεται όλο το φάσμα των σοβαρών περιπτώσεων της φοροδιαφυγής και εξορθολογίζεται το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο με τον επαναπροσδιορισμό των προϋποθέσεων στοιχειοθέτησης των εγκλημάτων. Ειδικότερα από τις διατάξεις του άρθρου 66 προκύπτει ότι : α] ο υπαίτιος της μη απόδοσης Φόρου Προστιθέμενης Αξίας τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών αν το προς απόδοση ποσό Φ.Π.Α. υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις πενήντα χιλιάδες [50.000] ευρώ και σε βαθμό κακουργήματος με κάθειρξη αν το προς απόδοση ποσό Φόρου Προστιθέμενης Αξίας υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις εκατό χιλιάδες [100.000] ευρώ, β] αν το προς απόδοση ποσό Φ.Π.Α. δεν υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος, αλλά είναι μικρότερο αυτού, δεν υφίσταται αξιόποινη πράξη και γ] η διάταξη αυτή είναι επιεικέστερη από την προηγούμενη, αφού δεν αρκεί η μη απόδοση, μεταξύ άλλων, και του Φ.Π.Α αλλά απαιτείται προσθέτως το ποσό Φ.Π.Α, που δεν αποδόθηκε, να υπερβαίνει, για τη θεμελίωση του εγκλήματος σε βαθμό πλημμελήματος, τουλάχιστον το ποσό των 50.000ευρώ και επομένως, ενόψει της διατάξεως του άρθρου 2 παρ.1 του Π.Κ, εφαρμόζεται και στις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την 17-10-2015, όταν άρχισε η ισχύς του ανωτέρω νόμου. Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 514, 511 εδ.τελ. και 518 του ΚΠοιν.Δ., προκύπτει ότι στην περίπτωση που η αξιόποινη πράξη κατέστη ανέγκλητη μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως που προσβάλλεται, το δικαστήριο, εφαρμόζει αυτεπάγγελτα, κατ’ άρθρο 2 παρ.1 του Π.Κ., τον επιεικέστερο νόμο, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου αν η αναίρεση είναι παραδεκτή και αφού προχωρήσει στην εκδίκαση της υποθέσεως, τον κηρύσσει αθώο. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη υπ’αρίθμ. 1660/2015 απόφαση ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος, με το ελαφρυντικό μη ταπεινών αιτίων, για το ότι: στη …στις 2-1-2009 προέβη στην τέλεση του εγκλήματος της φοροδιαφυγής μέσω της μη απόδοσης του Φ.Π.Α. και δη ότι δεν απέδωσε στο δημόσιο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας για τη διαχειριστική περίοδο έτους 2008, ποσού 35.618,02 ευρώ…και καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε [5] μηνών με τριετή αναστολή. Σύμφωνα, όμως, με όσα προεκτέθηκαν, εφόσον μετά τη δημοσίευση της προσβαλλομένης αποφάσεως ίσχυσε ο νέος ως άνω επιεικέστερος νόμος 4337/2015, με τον οποίο τροποποιήθηκε το όριο αξιοποίνου για τη μη απόδοση Φ.Π.Α, καθίστανται πλέον ανέγκλητες οι εν λόγω πράξεις, που αφορούν σε μη απόδοση Φ.Π.Α. για ποσά μικρότερα των 50.000 ευρώ ανά φορολογικό η διαχειριστικό έτος. Επομένως, η ως άνω πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων με την προσβαλλόμενη απόφαση κατέστη ανέγκλητη και κατ’ ακολουθία αφού η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή και βάσιμη πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος αθώος της εν λόγω πράξεως…..»