ΑΠ 571/2018*: “….Η επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξης ή της ικανότητας προς καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή τους. Αν όμως ο προβαλλόμενος αυτοτελής ισχυρισμός είναι σαφής και ορισμένος κατά τα άνω και δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψή του, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ του ΚΠΔ για ελλιπή αιτιολογία, ενώ η μη απάντηση σ’ αυτόν συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠΔ και ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ του ίδιου Κώδικα. Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός είναι και εκείνος που προβάλλεται από τον κατηγορούμενο για συνδρομή στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, στην επιβολή μειωμένης ποινής κατά το μέτρο που προβλέπει το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα. Ως ελαφρυντική περίσταση κατά το άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ θεωρείται και (υπο ε΄) «το ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του». Για να συντρέξει όμως η εν λόγω ελαφρυντική περίσταση, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα και μάλιστα υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, γιατί τότε μόνο η επιλογή του αντανακλά στη γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, σε αντίθεση με τον ευρισκόμενο στη φυλακή ο οποίος υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, δηλαδή στερήσεως της προσωπικής του ελευθερίας και υπακοής σε συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς επί πειθαρχική ποινή, και συνεπώς η συμπεριφορά του δεν είναι η ελεύθερη στην κοινωνία στην οποία απέβλεψε ο νομοθέτης. Όμως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί η συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως στον ευρισκόμενο στη φυλακή κρατούμενο από μόνο το γεγονός ότι αυτός κρατείται και ότι εξ αυτής της καταστάσεώς του, λόγω του πειθαναγκασμού του στους κανόνες λειτουργίας των σωφρονιστικών καταστημάτων, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψη η τυχόν βελτίωση της συμπεριφοράς του, η οποία (βελτίωση) κατά το διάστημα της κράτησής του προδήλως εκδηλώνεται μόνο με θετική συμπεριφορά. Τούτο γιατί, σε διαφορετική περίπτωση και πέραν των όποιων προνομίων που προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας και είναι ενδεχόμενο να τύχει ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού του, θα οδηγούσε προδήλως, όχι μόνο στην εξάλειψη, αλλά ενδεχομένως και στον περιορισμό της πιθανότητας βελτίωσης του χαρακτήρα και της προσωπικότητας του καταδικασθέντος και ήδη κρατουμένου. Η παραδοχή δε της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε΄ του ΠΚ, αναμφιβόλως τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο ήδη αναιρεσείων υπέβαλε διά του συνηγόρου του εγγράφως προς το Δικαστήριο και ανέπτυξε προφορικώς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του, επικαλούμενος για τη θεμελίωση της δεύτερης ελαφρυντικής περιστάσεως τα εξής: «Περαιτέρω, ζητώ να μου αναγνωρίσετε το ελαφρυντικό της καλής διαγωγής μετά την τέλεση της πράξης μου, λαμβάνοντας υπόψη ότι κρατούμαι για χρονικό διάστημα άνω των τριών (3) ετών στη φυλακή Αγίου Στεφάνου Πατρών, έχοντας επιδείξει πολύ καλή διαγωγή, εργαζόμενος δε στα μαγειρεία του καταστήματος, θέση νευραλγική και εμπιστοσύνης. Σε προσωπικό επίπεδο δε, έχοντας αντιληφθεί την απαξία της πράξεώς μου και προκειμένου να μειώσω τις συνέπειες αυτής, προσεφέρθην εθελοντικά ως δότης οργάνων, αλλά και καταχωρήθηκα σε διαδικτυακές λίστες δωρητού αίματος και μυελού των οστών σε περίπτωση συμβατότητας. Η συνεπής και πιστή τήρηση των κανόνων του Σωφρονιστικού Κώδικα εντός του καταστήματος κράτησης είναι προϊόν ενσυνείδητης στάσης, παράγει δίκαιο και αξιολογεί και ταξινομεί συμπεριφορές». Ο αυτοτελής αυτός ισχυρισμός, έτσι όπως προβλήθηκε ήταν ορισμένος, γιατί εκτός από την καλή του διαγωγή κατά το διάστημα της κράτησής του, την οποία, άλλωστε, όφειλε να επιδείξει, συμμορφούμενος στους Κανονισμούς της Φυλακής, ο ήδη αναιρεσείων επικαλέσθηκε και άλλα γεγονότα, δηλωτικά, κατ’ αυτόν, της διακριτής καλής του διαγωγής μετά την τέλεση της πράξης του, έστω και αν αυτά έλαβαν χώρα υπό καθεστώς κράτησης. Όφειλε, συνεπώς, το δικαστήριο της ουσίας να απαντήσει στον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό. Δεν απάντησε όμως σ’ αυτόν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Επομένως, ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β΄ του ΚΠΔ έκτος (και τελευταίος) λόγος αναιρέσεως του κυρίου δικογράφου, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της έλλειψης ακροάσεως από τη μη απάντηση στον εν λόγω αυτοτελή ισχυρισμό είναι βάσιμος. Με βάση τα προεκτεθέντα, πρέπει, κατά παραδοχή του αμέσως ως άνω λόγου, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον κατά το μέρος που παρέλειψε ν’ αποφανθεί επί του ισχυρισμού του ήδη αναιρεσείοντος περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό του της από το άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε΄ του ΠΚ ελαφρυντικής περιστάσεως της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη του, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξή της για επιβολή ποινής και να παραπεμφθεί η υπόθεση, ως προς το άνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρο 519 ΚΠΔ), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της αιτήσεως αναιρέσεως του A.H. μετά του προσθέτου λόγου αυτής….”
*Δημοσιεύθηκε στην Ποινική Δικαιοσύνη 2018, σελ. 739 επ., με Παρατηρήσεις Κ. Κοσμάτου