Αριθμός 466/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα – Εισηγητή, Ιωάννη Μαγγίνα και Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Φεβρουαρίου 2019, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Όλγας Σμυρλή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Δ. Τ. Α., το γένος Χ. και Α. Σ., κατοίκου …, που παραστάθηκε με τους πληρεξούσιους δικηγόρους της ………………………., για αναίρεση της υπ’αριθ.295/2018 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας. Με πολιτικώς ενάγον το Ν.Π.Δ.Δ. “ΔΟΕΠΑΠ – ΔΗΠΕΘΕ – ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ”, νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο δεν παρέστη.
Το Πενταμελές Εφετείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις: α) από 19 Νοεμβρίου 2018 και με αριθμό 17/2018 αίτηση αναίρεσης, η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας και β) από 15 Ιανουαρίου 2019 αίτηση αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 16 Ιανουαρίου 2019, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 585/16-1-2019, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 15/2019.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους της αναιρεσείουσας, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί αθώα η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, για την αξιόποινη πράξη της απάτης αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, κατ’εξακολούθηση, κατ’επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, που φέρεται ότι τέλεσε στο Βόλο, το χρονικό διάστημα από 13-5-1996 έως 31-7-2015. Επικουρικά δε πρότεινε να απορριφθούν οι αιτιάσεις της αναιρεσείουσας: α) ως προς την έλλειψη αιτιολογίας για τους αυτοτελείς ισχυρισμούς περί πλάνης και περί παραγραφής, β) για απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ καθώς και γ) ο προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης για υπέρβαση εξουσίας.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ. γ’ του Κ.Ποιν.Δ., ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166, ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων, η συζήτηση γίνεται σαν να είναι παρόντες όλοι οι διάδικοι, ακόμη και αν κάποιος απ’ αυτούς δεν εμφανίστηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το υπό ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 2019 αποδεικτικό επιδόσεως του Ε.Φ. Β. Λ. και από το υπό ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 2019 αποδεικτικό επιδόσεως της Π.Υ. Γ. Μ. του Αστυνομικού Τμήματος Βόλου, το πολιτικώς ενάγον Ν.Π.Δ.Δ. “ΔΟΕΠΑΠ – ΔΗΠΕΘΕ – ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ” κλητεύθηκε από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου με την υπ’ αριθμ. 15/2019 κλήση της, νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατά τα άρθρα 155 παρ. 1 και 166 του Κ.Ποιν.Δ., για να εμφανισθεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως αυτό δεν εμφανίσθηκε καθόλου κατ’ αυτήν και την εκφώνηση της υποθέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, μετά την εμφάνιση και νομότυπη παράσταση της αναιρεσείουσας, πρέπει να συζητηθεί σαν να ήταν παρόν και το πολιτικώς ενάγον νομικό πρόσωπο, αφού το τελευταίο κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δεν εμφανίστηκε στο Δικαστήριο. Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη έχει ασκήσει, νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατά της υπ’ αριθ. 295/2018 δευτεροβάθμιας αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, που την καταδίκασε, μετά από αναγνώριση στο πρόσωπό της της ελαφρυντικής περίστασης του ότι ωθήθηκε στην πράξη της από μεγάλη ένδεια, σε κάθειρξη δέκα (10) ετών για απάτη κατ’ εξακολούθηση, κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, σε βάρος Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, με όφελος και ζημία που υπερβαίνουν τα 150.000 ευρώ και υπό τις επιβαρυντικές περιστάσεις ότι η υπαίτια εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, την από 19-11-2018 αίτηση αναιρέσεως, την οποία άσκησε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας και για την οποία συντάχθηκε η σχετική υπ’ αριθ. 17/2018 έκθεση, καθώς και την συμπληρωματική από 15-1-2019 αίτηση αναιρέσεως, την οποία άσκησε με αίτηση που επέδωσε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15-1-2019 και πρωτοκολλήθηκε με αριθ. 585/16-1-2019. Οι δύο αυτές αιτήσεις αναιρέσεως, στρεφόμενες κατά της αυτής αποφάσεως και, εφόσον δεν έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης, είναι παραδεκτές και πρέπει να συνεκδικαστούν, ως συναφείς.
Η προσβαλλόμενη με τις ως άνω αιτήσεις υπ’ αριθ. 295/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων σ’ αυτήν κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε στο σκεπτικό της, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, επί λέξει, τα ακόλουθα περιστατικά: “Η κατηγορουμένη, μόνιμη υπάλληλος κλάδου ΥΕ – Βοηθητικού Προσωπικού (καθαρίστρια), προσκόμισε ως δικαιολογητικό για τον διορισμό της, ύστερα από το ΔΥΙγ/οικ. 1286/11-1-1995 έγγραφο που αφορούσε προκήρυξη πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κρατικούς Παιδικούς Σταθμούς και Κρατικούς Βρεφονηπιακούς Σταθμούς αρμοδιότητας τότε του Υπουργείου Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πιστοποιητικό του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά (τίτλο σπουδών), όπου εμφάνιζε ότι δήθεν ήταν απόφοιτος της ΣΤ’ τάξης Δημοτικού Σχολείου. Με το υπ’ αριθμ. 11638/10-12-2014 έγγραφο του Τμήματος Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού, ο προαναφερόμενος τίτλος σπουδών εστάλη προς επιβεβαίωση της γνησιότητάς του στη Δ/νση Α/θμιας Εκπαίδευσης Πειραιά και με το με αριθμό 17428/11 -2-2014/17-3-2015 έγγραφό της, η εν λόγω Δ/νση, γνωστοποίησε ότι η κατηγορουμένη έχει φοιτήσει μόνο μέχρι την Ε’ τάξη του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά κατά το σχολικό έτος 1977 – 1978 και ως εκ τούτου προέκυψε ότι είναι παραποιημένη η φοίτησή της, δήθεν, στη ΣΤ’ τάξη. Ειδικότερα η κατηγορουμένη Τ. – Σ. Δ. του Χ., στη …, στις 13- 05-1996, ενεργώντας με πρόθεση, νόθευσε το με αριθμό 189/02-03-1995 πιστοποιητικό (εξωσχολικής χρήσης) του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά διαγράφοντας από αυτό το στοιχείο φοίτησης “Ε’ τάξη” και αναγράφοντας επ’ αυτού στη θέση του το στοιχείο “Στ’ τάξη” με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του τρίτους ότι αυτή κατά το σχολικό έτος 1977-1978 έχει φοιτήσει μέχρι και την ΣΤ’ Τάξη του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά και ότι συνεπώς διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού, προκειμένου να συμμετάσχει σε διαγωνισμό πρόσληψης τακτικού προσωπικού σε θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικών προσωπικών (καθαρίστρια) στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας, ο οποίος προκηρύχθηκε με την αριθμό 1286/11-01-1995 προκήρυξη κλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα (στις 13-05-1996) έκανε χρήση του πλαστού τούτου εγγράφου και το κατέθεσε στην αρμόδια επιτροπή του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμό Νέας Ιωνίας, μεταξύ άλλων δικαιολογητικών, παραπλανώντας την Επιτροπή αυτή, η οποία μετά την εξέταση των τυπικών και ειδικών της προσόντων, την επέλεξε και εν συνεχεία το Διοικητικό Συμβούλιο του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας με την υπ’ αριθμ. 48/19-5-1996 απόφασή του την διόρισε σε κενή οργανική θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικού προσωπικού (ως καθαρίστρια). Σκοπός της κατηγορουμένης ήταν, με τη νόθευση και χρήση του πιο πάνω εγγράφου να παραπλανήσει τρίτα πρόσωπα για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα να παραπλανήσει τα μέλη της αρμόδιας Επιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας καθώς στην συνέχεια του “Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π. – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ” ότι δήθεν διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού και ότι συνεπώς πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις της με αριθμό 1286/11-01-1995 προκήρυξης πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ του Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πράγμα το οποίο πέτυχε, καθώς στη συνέχεια το Διοικητικό Συμβούλιο του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας με την υπ’ αριθμ. 48/19-5-1996 απόφαση, παραπλανηθέν, την διόρισε και από τις 01-10-1996 άρχισε να εργάζεται καταλαμβάνοντας παράνομα κενή οργανική θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικού προσωπικού (καθαρίστριας) στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας, με αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει σ’ αυτήν αντίστοιχο της θέσης αυτής μισθό, κατέχοντας παράνομα θέση που δεν εδικαιούτο. Ειδικότερα: 1) το έτος 1996 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 275.623 δραχμών ή 808,87 ευρώ, 2) το έτος 1997 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 1.408.686 δραχμών ή 4.134,08 ευρώ, 3) το έτος 1998 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.445.146 δραχμών ή 7.175,79 ευρώ, 4) το έτος 1999 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.518.500 δραχμών ή 7.391,06 ευρώ, 5) το έτος 2000 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.700.752 δραχμών ή 7.925,92 ευρώ, 6) το έτος 2001 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.778.987 δραχμών ή 8.155,51 ευρώ, 7) το έτος 2002 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.646,97 ευρώ, 8) το έτος 2003 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11,748,46 ευρώ, 9) το έτος 2004 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.720 ευρώ, 10) το έτος 2005 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.932 ευρώ, 11) το έτος 2006 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.540 ευρώ, 12) το έτος 2007 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.002 ευρώ, 13) το έτος 2008 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15,478,45 ευρώ, 14) το έτος 2009 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15.393 ευρώ, 15) το έτος 2010 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.676 ευρώ, 16) το έτος 2011 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.123,40 ευρώ,17) το έτος 2012 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.808,63 ευρώ, 18) το έτος 2013 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.903,33 ευρώ, 19) το έτος 2014 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.084 ευρώ και 20) το έτος 2015 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 7.049 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 214.711,15 ευρώ, ενώ πρέπει να λεχθεί ότι με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 5971/16-6-2015 αρ. απόφασης 553 και όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 6636/7-7-2015 αρ. αποφ. 634, ο Πρόεδρος του “Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π.-ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ” ανακάλεσε τον διορισμό της. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η κατηγορουμένη, αποσιωπώντας την αλήθεια και παραβαίνοντας το καθήκον αλήθειας που όφειλε να τηρεί ως δημοτικός υπάλληλος, παρέλειπε να ανακοινώνει κάθε μήνα κατά το χρονικό διάστημα από 1-10-1996 που ανέλαβε υπηρεσία έως και 31-7-2015 στην αρμόδια υπηρεσία το αληθινό και πραγματικό γεγονός ότι δεν κατείχε το απαραίτητο τυπικό προσόν για τον διορισμό της και το Ελληνικό Δημόσιο – νπδδ παραπλανηθέν, θεωρώντας από τις ψευδείς αυτές παραστάσεις ότι αυτή (κατηγορουμένη) κατείχε γνήσιο απολυτήριο δημοτικού και νόμιμο διορισμό συνέχιζε να της καταβάλλει αντίστοιχο της θέσης της μισθό. Με τις παραπάνω πράξεις της η κατηγορουμένη σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας το Ελληνικό Δημόσιο – νπδδ, το συνολικό δε όφελος που επεδίωξε και πέτυχε και η συνολικώς επελθούσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ καθώς και των 120.000 ευρώ, αλλά και των 150.000 ευρώ, αφού ανέρχεται στο ποσό των 214.711,15 ευρώ, το οποίο είναι ιδιαζόντως μεγάλης αξίας, αποτελεί το συνολικό ποσό που καταβλήθηκε σε αυτή ως διορισθείσα και απασχοληθείσα παρανόμως στην ως άνω θέση από 1-10-1996 έως 31-7-2015 και στο οποίο ποσό εξ αρχής απέβλεπε, το οποίο όμως δεν εδικαιούτο στην πραγματικότητα, γιατί δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για τον διορισμό της, αφού δεν κατείχε τον ανάλογο τίτλο σπουδών, ήτοι απολυτήριο δημοτικού σχολείου. Η κατηγορουμένη εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος τούτου (για είκοσι -20- περίπου έτη) και το αντικείμενο της πράξης της αυτής (214.711,15 ευρώ) είναι κατά τα προαναφερθέντα ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως αυτής και την επί (20) περίπου έτη αθέμιτη αποσιώπηση του παράνομου διορισμού της και της αχρεώστητης είσπραξης μισθού, προκύπτει σκοπός της για τον πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητάς της. Η κατηγορουμένη με την απολογία της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δέχεται τις πράξεις της αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο, ότι απέκτησε δυο παιδιά με τοξικομανή σύζυγο, ο οποίος μπαινόβγαινε στις φυλακές. Με τους αυτοτελείς δε ισχυρισμούς που κατέθεσε, ισχυρίζεται ότι εν προκειμένω δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρο 1 του Ν. 1608/1950. Ότι δεν στοιχειοθετούνται τα κακουργήματα της πλαστογραφίας και της απάτης κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με την επιβαρυντική περίσταση του άρθρου 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950 και ότι δεν υπέστη ζημία το Ελληνικό Δημόσιο, αφού η ίδια εργαζόταν ως καθαρίστρια και επομένως η παρεχόμενη από αυτήν εργασία αντισταθμίζει πλήρως την παρεχόμενη αμοιβή και ότι το έτος 1995, όταν κατέθεσε τα δικαιολογητικά της για την πρόσληψή της, αγνοούσε πλήρως, ότι η πράξη της αυτή στρέφεται κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου του Δημοσίου. Για τα ανωτέρω πρέπει να λεχθούν τα παρακάτω: Ότι η κατηγορουμένη ήταν αυτή που προέβη στη νόθευση και χρήση στις 13-5-1996 του πιο πάνω υπ’ αριθμ. 189/2-3-1995 πλαστού πιστοποιητικού του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά, αναγράφοντας ότι δήθεν είχε φοιτήσει στην “ΣΤ τάξη” του Δημοτικού, αφού μόνο αυτή είχε άμεσο προσωπικό συμφέρον και ενδιαφέρον να καταλάβει την προαναφερόμενη θέση τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας. Η ίδια γνώριζε πολύ καλά ότι είχε φοιτήσει μόνο μέχρι και την “Ε’ τάξη” του Δημοτικού και ουδόλως στην “ΣΤ’ τάξη” και ως εκ τούτου δεν διέθετε τα τυπικά προσόντα για κατάληψη της επίδικης θέσεως της καθαρίστριας, μη κατέχοντας απολυτήριο δημοτικού σχολείου, το οποίο και φρόντισε να “αποκτήσει” με τον τρόπο που προαναφέρθηκε. Επιπλέον προκύπτει ότι αυτή (κατηγορουμένη) με τη νόθευση του τίτλου σπουδών της και ακολούθως τη χρήση αυτού, απέβλεπε, αφού πέτυχε, τον διορισμό της, τον οποίο δεν εδικαιούτο. Σημειώνεται ότι ναι μεν δεν υπάρχει βλάβη όταν η ζημία που επήλθε από την απατηλή συμπεριφορά του εξαπατώντος ισοσταθμίζεται από μία ισάξια αντιπαροχή η οποία περιήλθε στον εξαπατηθέντα από την πράξη την οποία αυτός παραπείσθηκε να διαπράξει, πλην όμως αυτό προϋποθέτει ότι η αντιπαροχή είναι νόμιμη, όπως όμως έχει αναφερθεί στη νομική σκέψη της παρούσας, στην περίπτωση π.χ. όπου κάποιος προσκομίζοντας πλαστό πτυχίο πετύχει να προσληφθεί σε δημόσια θέση, καίτοι δεν έχει τα νόμιμα προσόντα να καταλάβει αυτή τη θέση και συνεπώς να παράσχει τις υπηρεσίες που παρέχει όποιος έχει τις απαιτούμενες γνώσεις και τα νόμιμα προσόντα και προσελήφθη εκ του λόγου αυτού παρανόμως (ως την προκειμένη περίπτωση), δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι η ζημία του Δημοσίου από την καταβολή σε αυτόν αποδοχών της θέσεως που παρανόμως κατέλαβε, έχει ισοσταθμιστεί από την παροχή της (μη νόμιμης) εργασίας του και ότι επομένως δεν έχει τελεσθεί το έγκλημα της απάτης, όπως έχει προαναφερθεί. Επιπλέον πρέπει να λεχθεί ότι κατά γενική αρχή του Δικαίου “άγνοια νόμου δεν επιτρέπεται”.
Συνεπώς ο δράστης άδικων πράξεων δεν είναι δυνατόν να απαλλαγεί από την ποινή προβάλλοντας απλώς τον ισχυρισμό ότι δεν ήξερε ότι αυτό που έκανε απαγορεύεται. Γι’ αυτό άλλωστε και το άρθρο 31 παρ. 1 ΠΚ ορίζει ότι “μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό””. Ακολούθως, με το διατακτικό της, η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός άλλων διατάξεων, που δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης, ως μη πληττόμενες με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα, επί λέξει, για το ότι: “Στη … κατά το χρονικό διάστημα από 13-05-1996 έως 31-07-2015, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει της παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών και την παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, είναι δε πρόσωπο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και συνήθεια, καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σκοπός της για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή της προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας της, το δε συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και υπερβαίνουν τα ποσά των 30.000 ευρώ, των 120.000 ευρώ ενώ η ζημία σε βάρος του Δημοσίου το ποσό των 150.000 ευρώ. Ειδικότερα, στον παραπάνω τόπο, στις 13-5-1996 κατέθεσε στην αρμόδια επιτροπή του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού …, το με αριθμό …02-03-1995 πιστοποιητικό (εξωσχολικής χρήσης) του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά ως δικαιολογητικό για τη συμμετοχή της στην με αριθμό 1280/11-01-1995 προκήρυξη πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου Υ.Ε σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών. Όμως, το ανωτέρω πιστοποιητικό, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από το Τμήμα Διαχείρισης Ανθρώπινου Δυναμικού της Διεύθυνσης Διοικητικών Υπηρεσιών του Δήμου Βόλου, πιστοποιήθηκε ότι έχει παραποιηθεί ως προς το στοιχείο φοίτησης, όπου στη θέση αυτού αναγράφεται κατόπιν νοθεύσεως το στοιχείο “ΣΤ’ Τάξη” αντί του ορθού “Ε’ Τάξη”, όπως προκύπτει από το υπ’ αριθ. 17426/11-02-2014 έγγραφο της Περιφερειακής Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά. Με την νόθευση του παραπάνω πιστοποιητικού και. την εν γνώσει της πλαστότητάς του κατάθεση του στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας, παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς ότι δήθεν κατά το σχολικό έτος 1977-1978 φοίτησε στη “ΣΤ’ Τάξη” του 56ου Δημοτικού Σχολείου Πειραιά και συνεπώς ότι δήθεν διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού και έτσι έπεισε την αρμόδια επιτροπή ότι πληρούσε όλες τις νόμιμες προϋποθέσεις της με αριθμό 1286/11-01-1995 προκήρυξης πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου ΥΕ σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ κ.λπ. του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η οποία, μετά την εξέταση των τυπικών και ειδικών της προσόντων, την επέλεξε για τη θέση κλάδου ΥΕ βοηθητικού προσωπικού (καθαρίστρια) και εν συνεχεία το Διοικητικό Συμβούλιο του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας, το οποίο με την με αριθμό 48/19-05-1996 απόφαση του προέβη στον διορισμό της σε κενή οργανική θέση κλάδου Υ.Ε. βοηθητικού προσωπικού (καθαρίστρια) στον Γ’ Κρατικό Παιδικό Σταθμό Νέας Ιωνίας. Με τις άνω πράξεις της (νόθευση του παραπάνω τίτλου σπουδών και την κατάθεση του) παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στα αρμόδια όργανα του Γ’ Κρατικού Παιδικού Σταθμού Νέας Ιωνίας, και στη συνέχεια του “Δ.Ο.Ε.Π.Α.Π. – ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ ΔΗΜΟΥ ΒΟΛΟΥ”, ότι δήθεν διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού και συνεπώς τα νόμιμα προσόντα για το διορισμό της, ήτοι απολυτήριο δημοτικού σχολείου και παρασιώπησε την αλήθεια καθώς παρέλειπε να ανακοινώνει κάθε μήνα, κατά το χρονικό διάστημα από 01-10-1996 έως και 31-07-2015, στην αρμόδια υπηρεσία, το αληθινό και πραγματικό γεγονός, ότι δηλαδή είχε φοιτήσει μόνο μέχρι την “Ε’ Τάξη” του ως άνω Δημοτικού Σχολείου και συνεπώς δεν διέθετε τα τυπικά προσόντα του απόφοιτου δημοτικού και ως εκ τούτου δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις της με αριθμό 1288/11-01-1995 προκήρυξης πλήρωσης θέσεων τακτικού προσωπικού κλάδου Υ.Ε σε Κ.Π.Σ. και Κ.Β.Σ κ.λπ. του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και Κοινωνικών και κατ’ επέκταση του διορισμού της και του δικαιώματος λήψης μισθού, η δε υποχρέωση ανακοίνωσης πήγαζε από δική της προγενέστερη παράνομη ενέργεια (νόθευση και κατάθεση τίτλου σπουδών), αλλά και από το καθήκον αλήθειας που υποχρεούτο και όφειλε να τηρεί ως δημοτικός υπάλληλος, με αποτέλεσμα το Ελληνικό Δημόσιο θεωρώντας το πιστοποιητικό αυτό γνήσιο να καταβάλλει σ’ αυτήν αντίστοιχο της θέσης της μισθό. Ειδικότερα: 1) το έτος 1996 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 275.623 δραχμών ή 808,87 ευρώ, 2) το έτος 1997 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 1.408.686 δραχμών ή 4.134,08 ευρώ, 3) το έτος 1998 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.445.146 δραχμών ή 7.175,79 ευρώ, 4) το έτος 1999 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.518.500 δραχμών ή 7.391,06 ευρώ, 5) το έτος 2000 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.700.752 δραχμών ή 7.925,92 ευρώ, 6) το έτος 2001 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 2.778.987 δραχμών ή 8.155,51 ευρώ, 7) το έτος 2002 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.646,97 ευρώ, 8) το έτος 2003 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11,748,46 ευρώ, 9) το έτος 2004 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.720 ευρώ, 10) το έτος 2005 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.932 ευρώ, 11) το έτος 2006 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.540 ευρώ, 12) το έτος 2007 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.002 ευρώ, 13) το έτος 2008 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15,478,45 ευρώ, 14) το έτος 2009 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 15.393 ευρώ, 15) το έτος 2010 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 14.676 ευρώ, 16) το έτος 2011 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.123,40 ευρώ, 17) το έτος 2012 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 13.808,63 ευρώ, 18) το έτος 2013 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 11.903,33 ευρώ, 19) το έτος 2014 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 12.084 ευρώ και 20) το έτος 2015 της καταβλήθηκαν μικτές αποδοχές ύψους 7.049 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 214.711,15 ευρώ. Με τον τρόπο αυτό σκόπευε να αποκομίσει (και αποκόμισε) παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας την περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου, δηλαδή σκόπευε να ενσωματώσει στην περιουσία της (και ενσωμάτωσε) τα ποσά που της καταβλήθηκαν ως μισθοί, τους οποίους όμως δεν εδικαιούτο στην πραγματικότητα, αφού αυτή δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για τον διορισμό της και δεν κατείχε τον ανάλογο τίτλο σπουδών, ήτοι απολυτήριο Δημοτικού Σχολείου, το συνολικό όφελος στο οποίο αυτή απέβλεπε με την ως άνω πράξη της με αντίστοιχη συνολική ζημία του Ελληνικού Δημοσίου, ανέρχεται, στο συνολικό ποσό των 214.711,15 ευρώ, δηλαδή ανώτερο των 30.000 ευρώ, των 120.000 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία σε βάρος του Δημοσίου άνω του ποσού των 150.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος τούτου, για είκοσι (20) περίπου έτη και το αντικείμενο της πράξης της αυτής (214.711,15 ευρώ) είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Από την επανειλημμένη τέλεση της ως άνω πράξης καθόσον την τέλεσε συστηματικά και οργανωμένα για είκοσι (20) περίπου έτη και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της, προκύπτει σκοπός της για τον πορισμό εισοδήματος (κατ’ επάγγελμα), από την επανειλημμένη δε τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή της προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας της (κατά συνήθεια)”. Ήδη, με τους λόγους των ως άνω αιτήσεων αναιρέσεως, που άσκησε η καταδικασθείσα κατηγορουμένη, πλήττεται η προσβαλλόμενη μ’ αυτές απόφαση, μεταξύ άλλων, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου, των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17 και 98 του Π.Κ. και για εσφαλμένη εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου, της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 του Π.Κ..
Από την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή και σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, β) εν γνώσει, υπό την έννοια του άμεσου δόλου, παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την απατηλή συμπεριφορά (παραπλανητική ενέργεια ή παράλειψη του δράστη) και την συνεπεία αυτής πλάνη εκείνου που προέβη στην περιουσιακή διάθεση, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος. Στο ως άνω έγκλημα της απάτης, η παραπλάνηση του άλλου πραγματώνεται με τρεις υπαλλακτικώς τρόπους (παράσταση – απόκρυψη – παρασιώπηση), που κατατείνουν σε ένα και το αυτό έγκλημα, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους και από τους οποίους οι δύο πρώτοι συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ ο τρίτος, της παρασιώπησης αληθινών γεγονότων, περίπτωση απατηλής συμπεριφοράς δια παραλείψεως, με την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης αληθινών γεγονότων, για τα οποία υπήρχε υποχρέωση ανακοίνωσης από τον νόμο, σύμβαση ή προηγούμενη συμπεριφορά του υπαιτίου. Περαιτέρω, ο χρόνος τέλεσης του εγκλήματος της απάτης, ενόψει και του άρθρου 17 του Π.Κ., συμπίπτει με το χρόνο, κατά τον οποίο ο δράστης, ενεργώντας με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, πραγμάτωσε και τελικώς ολοκλήρωσε την απατηλή συμπεριφορά, προβαίνοντας στην παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή στην αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, που συνιστούν τους υπαλλακτικώς μικτούς τρόπους τελέσεως της απάτης, είναι δε αδιάφορος ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος, οπότε ο παραπλανηθείς προέβη στη ζημιογόνο ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή, καθώς και ο τυχόν μεταγενέστερος χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής βλάβης του παθόντος, οπότε και θεωρείται συντελεσθείσα η απάτη. Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ. προκύπτει ότι κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο, το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση αποφάσεως. Έτσι, επί απάτης κατά το άρθρο 386 του Π.Κ., τότε μόνο θα υπάρχουν περισσότερες πράξεις, που αν συνδέονται και με την ταυτότητα της αποφάσεως προς τέλεσή τους, θα αποτελούν κατ’ εξακολούθηση τέλεση αυτής, αν κάθε επιζήμια για τον παθόντα πράξη είναι αποτέλεσμα χωριστής πλάνης του εξαπατηθέντος, που προκλήθηκε από χωριστή απατηλή συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Αντίθετα, τελείται μία πράξη απάτης, όταν εξαιτίας της άπαξ επελθούσης πλάνης, ο εξαπατώμενος προβαίνει σε περισσότερες και σε διαφορετικούς χρόνους (διαδοχικές) επιζήμιες πράξεις. Σε περίπτωση που κάποιος, εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. με πλαστό τίτλο σπουδών, που βεβαιώνει ανύπαρκτο απαιτούμενο τυπικό προσόν, καταφέρει να προσληφθεί στο Δημόσιο ή στο Ν.Π.Δ.Δ. και να παρέχει την εργασία του σ’ αυτό, λαμβάνοντας κάθε μήνα ή δεκαπενθήμερο το μισθό του, ανακύπτει το ζήτημα, αν αυτός διαπράττει άπαξ απάτη, με την χρήση του πλαστού τίτλου σπουδών και την παραπλάνηση των αρμοδίων υπαλλήλων με την ψευδή παράσταση ότι έχει το τυπικό προσόν των σπουδών να τον προσλάβουν και να τον μισθοδοτούν ως δημόσιο υπάλληλο ή, αν διαπράττει περισσότερες κατ’ εξακολούθηση πράξεις απάτης κάθε φορά που εισπράττει το μισθό του με παρασιώπηση του γεγονότος ότι προσλήφθηκε χωρίς να διαθέτει το τυπικό προσόν των σπουδών, κατόπιν εξαπατήσεως με τη χρήση πλαστού τίτλου σπουδών. Για το ζήτημα αυτό, το οποίο έχει σημασία και για το θέμα της παραγραφής του αξιοποίνου, έχουν εκδοθεί ήδη αντιφατικές αποφάσεις από τα Ποινικά Τμήματα του Αρείου Πάγου. Συγκεκριμένα έχουν εκδοθεί από το ΣΤ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου οι 128/2018 και 983/2018 αποφάσεις, οι οποίες δέχονται ότι άπαξ τελείται η απάτη στην ως άνω περίπτωση με ψευδή παράσταση και από το Ζ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου οι 2014/2018, 233/2019 και 308/2019 αποφάσεις, οι οποίες δέχονται ότι τελούνται περισσότερες κατ’ εξακολούθηση πράξεις απάτης κάθε φορά που εισπράττεται ο μισθός με παρασιώπηση. Ακόμη, στην ίδια περίπτωση, κατά την οποία κάποιος, εξαπατώντας τους αρμοδίους υπαλλήλους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. με πλαστό τίτλο σπουδών, που βεβαιώνει ανύπαρκτο απαιτούμενο τυπικό προσόν, καταφέρει να προσληφθεί στο Δημόσιο ή στο Ν.Π.Δ.Δ. και να παρέχει την εργασία του σ’ αυτό, όταν αυτός έχει τα απαιτούμενα ουσιαστικά προσόντα και μπορεί να προσφέρει την εργασία για την οποία προσλήφθηκε, ανακύπτει το ζήτημα, αν υπάρχει η, απαιτούμενη για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, ζημία του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ., ενόψει της προσφερόμενης σ’αυτό εργασίας έναντι του καταβαλλόμενου μισθού και, αν από την παροχή της εργασίας ισοσταθμίζεται πλήρως η βλάβη που υφίσταται το Δημόσιο ή το Ν.Π.Δ.Δ. από το μισθό που καταβάλλει. Και τα δύο ως άνω νομικά ζητήματα, ενόψει του ότι απασχολούν τα ποινικά Δικαστήρια της χώρας πολλές παρόμοιες περιπτώσεις προσλήψεως σε θέσεις εργασίας στο Δημόσιο ή σε Ν.Π.Δ.Δ. με τη χρήση πλαστού τίτλου σπουδών, κατά την ομόφωνη γνώμη του παρόντος Τμήματος, είναι εξαιρετικής σημασίας και παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον και γι’ αυτό, οι πρώτος και τρίτος λόγοι της από 19-11-2018 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας και για την οποία συντάχθηκε η σχετική υπ’ αριθ. 17/2018 έκθεση, καθώς και οι συμπληρωματικοί επ’ αυτών πρώτος και τελευταίος λόγοι της από 15-1-2019 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε συμπληρωματικά η αναιρεσείουσα με αίτηση που επέδωσε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15-1-2019 και πρωτοκολλήθηκε με αριθ. 585/16-1-2019, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου, των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17 και 98 και 386 του Π.Κ. και οι οποίοι αναφέρονται στα ως άνω εξαιρετικής σημασίας ζητήματα, που παρουσιάζουν γενικότερο ενδιαφέρον, πρέπει να παραπεμφθούν στην Πλήρη Ολομέλεια, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2β του Ν.1756/1988, όπως ισχύει, και το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν.3810/1957, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις (άρθρο 111 παρ. 1 περ. θ’ του Ν.1756/1988), και να επιφυλαχθεί το παρόν Ποινικό Τμήμα να αποφασίσει επί των υπόλοιπων λόγων των ως άνω συμπληρωματικών αιτήσεων αναιρέσεως μετά την έκδοση της αποφάσεως της Πλήρους Ολομέλειας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Παραπέμπει στην Πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τους πρώτο και τρίτο λόγους της από 19-11-2018 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Λάρισας και για την οποία συντάχθηκε η σχετική υπ’ αριθ. 17/2018 έκθεση, καθώς και τους συμπληρωματικούς επ’ αυτών πρώτο και τελευταίο λόγους της από 15-1-2019 αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε συμπληρωματικά η αναιρεσείουσα με αίτηση που επέδωσε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 15-1-2019 και πρωτοκολλήθηκε με αριθ. 585/16-1-2019, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. 295/2018 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Λάρισας για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή, ευθέως και εκ πλαγίου, των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 17 και 98 και 386 του Π.Κ., προς επίλυση των νομικών ζητημάτων, που αναφέρονται στο σκεπτικό της παρούσας.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαρτίου 2019. Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Μαρτίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ