Αριθμός 313/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Γεώργα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 36/2020 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Διονυσία Μπιτζούνη – Εισηγήτρια, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου, Μαρία Κουβίδου και Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 05 Φεβρουαρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση αναιρέσεως του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Π. Π. του Ν., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Κωνσταντίνου Κοσμάτου, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 166/2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θράκης. Το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17.09.2019 και με αριθμό 55/2019 αίτηση της αναιρέσεως, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1508/2019.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που πρότεινε: Α) Να αναιρεθεί, εν μέρει, η υπ’ αριθμ. 166/2019 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης, ως προς την περί ποινής διάταξη, Β) Να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί, αν είναι δυνατόν, από τους ίδιους δικαστές, Γ) Να απαλειφθεί από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, η διάταξή της περί αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος. Και Δ) Να απορριφθεί, κατά τα λοιπά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, καθώς και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 17.09.2019, με αριθμό 55/2019 αίτηση του Π. Π. του Ν., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 166/2019 καταδικαστικής αποφάσεως του δικάσαντος σε δεύτερο βαθμό Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία (απόφαση) ο αναιρεσείων, κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της παράνομης μεταφοράς – διευκόλυνσης μεταφοράς στο εσωτερικό της Χώρας λαθρομεταναστών από κοινού κατά συρροή και από κερδοσκοπία, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για κάθε μεταφερόμενο και συνολική ποινή καθείρξεως τριάντα δύο (32) ετών, ορίσθηκε δε εκτιτέα ποινή καθείρξεως αυτή των είκοσι πέντε (25) ετών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ. (έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (στοιχ. Δ’) και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (στοιχ. Ε’) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή. Πρέπει, επομένως να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 88 του ν.3386/2005, όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή της από την εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει του χρόνου τέλεσης της επίδικης πράξης, παρ. 4 του άρθρου 48 του ν.3772/2009 (ΦΕΚ Α 112/10.7.2009), “Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου που μεταφέρουν από το εξωτερικό στην Ελλάδα υπηκόους τρίτων χωρών, που δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος ή στους οποίους έχει απαγορευθεί η είσοδος για οποιαδήποτε αιτία, καθώς και αυτοί που τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου, τα εξωτερικά ή εσωτερικά σύνορα, για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της Χώρας ή στο έδαφος κράτους – μέλους της Ε.Ε. ή τρίτης χώρας ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, τιμωρούνται: α. με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή δέκα χιλιάδων (10.000) έως τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, β. με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή τριάντα χιλιάδων (30.000) έως εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν ο υπαίτιος ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος ή έχει την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου η τουριστικού ή ναυτιλιακού ή ταξιδιωτικού πράκτορα ή αν δύο ή περισσότεροι ενεργούν από κοινού, γ. με κάθειρξη τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο, δ. με ισόβια κάθειρξη και χρηματική ποινή τουλάχιστον επτακοσίων χιλιάδων (700.000) ευρώ για κάθε μεταφερόμενο πρόσωπο, αν στην περίπτωση γ’ επήλθε θάνατος”. Κατά δε την παρ. 2 του άνω νόμου “2. Πλοίαρχοι ή κυβερνήτες πλοίου, πλωτού μέσου ή αεροπλάνου και οδηγοί κάθε είδους μεταφορικού μέσου υποχρεούνται να μη δέχονται για μεταφορά πρόσωπα, τα οποία δεν είναι εφοδιασμένα με τα απαιτούμενα ταξιδιωτικά έγγραφα ή δεν έχουν υποστεί τον κανονικό αστυνομικό έλεγχο. Οι παραβάτες τιμωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού. Η ανωτέρω αξιόποινη πράξη θεωρείται τετελεσμένη, προκειμένου μεν για θαλάσσια και εναέρια μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που επιβιβάσθηκε λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά την έναρξη του ελέγχου από τα αρμόδια κρατικά όργανα προ του απόπλου ή της απογείωσης ή μετά τον απόπλου του πλοίου ή την απογείωση του αεροπλάνου, προκειμένου δε για άλλα μεταφορικά μέσα, εφόσον το πρόσωπο που αναχωρεί λαθραίως βρίσκεται μέσα σε αυτά κατά τον τελευταίο έλεγχο εξόδου ή πλησίον των συνόρων…”. Σημειωτέον, ότι οι ίδιες ποινές προβλέπονται για τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις και με τη διάταξη του άρθρου 30 του νεότερου νόμου 4251/2014. η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 148 αυτού, άρχισε από την 1.6.2014. Εξάλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ “αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης”. Με τον όρο “από κοινού” νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επιμέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς.
Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι θεσμοθετείται ποινικό αδίκημα υπαλλακτικώς μικτό, το οποίο πραγματώνεται, κατά την αντικειμενική του υπόσταση, με καθένα από τους ανωτέρω τρόπους, από τα πρόσωπα που (μεταξύ άλλων) αποδέχονται να μεταφέρουν στην Ελλάδα αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν έχουν δικαίωμα εισόδου στο έδαφός της ή τους παραλαμβάνουν από τα σημεία εισόδου για να τους προωθήσουν στο εσωτερικό της χώρας ή σε άλλη χώρα ή διευκολύνουν τη μεταφορά τους ή εξασφαλίζουν σε αυτούς κατάλυμα για απόκρυψη, γνωρίζοντας τη μη νόμιμη είσοδο τους στο ελληνικό έδαφος, ως λαθρομεταναστών, ενώ για την κατάφαση της υποκειμενικής του υπόστασης απαιτείται δόλος, είτε άμεσος (κοινός) είτε ενδεχόμενος, συνιστά δε επιβαρυντική περίσταση όταν ο δράστης ενεργεί εκ κερδοσκοπίας, κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια ή είναι υπότροπος (περ. β’ ) ή από τον τρόπο και τις συνθήκες μεταφοράς μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο (περ .γ’).
Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο αιτιολογίας. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Ποιν.Δ., για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά. Πρέπει, όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή ποιά αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 3/2008).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, το Τριμελές Εφετείο (Κακουργημάτων) Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση των κατά το είδος τους μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων (ένορκη κατάθεση μάρτυρα της κατηγορίας, πρακτικά και απόφαση της πρωτοβάθμιας δίκης και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και αναφέρονται στα πρακτικά), δέχθηκε ανελέγκτως ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “ο κατηγορούμενος, την 15.5.2011 και ώρα 00.30, στο συνοριακό σημείο διέλευσης του Τελωνείου των Κήπων, που αποτελεί ελληνικό έδαφος, κατελήφθη από αστυνομικούς υπαλλήλους του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Φερών, να μεταφέρει, κατόπιν συναπόφασής του με συνεργό του, πιθανώς ονόματι “D.”, αγνώστων λοιπών στοιχείων, στο με αριθμό κυκλοφορίας … (γεωργιανών αρχών) Τουριστικό Λεωφορείο, εργοστασίου κατασκευής DAF, μοντέλου SΒ 3000 ΑΤΙ, χρώματος λευκού, με αριθμό πλαισίου …, ιδιοκτησίας της Α. Α., αγνώστων λοιπών στοιχείων, εκμισθωμένο στο τουριστικό γραφείο με επωνυμία “…”, με έδρα την …, το οποίο οδηγούσε, τους αναφερόμενους κατά στοιχεία ταυτότητας στο διατακτικό της παρούσας δεκατέσσερις (14) υπηκόους Γεωργίας, που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, με σκοπό να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας. Οι παραπάνω υπήκοοι Γεωργίας την 13.5.2011 εισήλθαν νόμιμα στην Τουρκία, προερχόμενοι από την Γεωργία, μεταφερόμενοι από αυτούς ως επιβάτες του παραπάνω λεωφορείου και, δύο (2) ώρες πριν την άφιξή τους στο συνοριακό σημείο διέλευσης του Τελωνείου των Κήπων, ο συνεργός του αγνώστων λοιπών στοιχείων, εν γνώσει του κατηγορούμενου, τους απέκρυψε σε ειδικά διαμορφωμένη κρύπτη του οχήματος, προκειμένου να αποφύγουν τον προβλεπόμενο από το νόμο έλεγχο, ώστε να εισέλθουν λάθρα στην Ελλάδα και κατόπιν αποβιβάστηκε του οχήματος και ανέλαβε τη μεταφορά τους ο κατηγορούμενος, προκειμένου μετά την είσοδο του οχήματος στην ελληνική επικράτεια και αφού ολοκληρωνόταν ο συνοριακός έλεγχος να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας. Στην παραπάνω ενέργειά του προέβη με σκοπό πορισμού εισοδήματος, αφού καθένας των λαθρομεταφερόμενων θα του κατέβαλε ως αμοιβή το ποσό των 2.000 δολαρίων Αμερικής, μετά την άφιξή τους στην Αθήνα. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι αγνοούσε την ύπαρξη της ειδικής κρύπτης του λεωφορείου και ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη των παράτυπων αλλοδαπών μέσα σε αυτή. Ο από το άρθρο 30 παρ.1 ΠΚ ισχυρισμός περί πραγματικής πλάνης, όπως ο κατηγορούμενος υπολαμβάνει, συνιστών στην ουσία του αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον η ύπαρξη κρύπτης γινόταν ευχερώς αντιληπτή, καθόσον η οροφή του λεωφορείου ήταν χαμηλωμένη και ακουγόταν θόρυβος απ’ αυτήν, ως τούτο κατέθεσε ο διενεργήσας τον έλεγχο του οχήματος αστυνομικός, επιπλέον δε κατά την ίδια κατάθεση του ως άνω μάρτυρος το κλειδί της κρύπτης του παραδόθηκε από τον κατηγορούμενο, γεγονός που πέραν πάσης αμφιβολίας αποδεικνύει τη γνώση αυτού περί της κρύπτης ως και περί της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών που διενεργούσε. Εξάλλου, μέχρι και την άφιξη του λεωφορείου στα ελληνοτουρκικά σύνορα οι μη έχοντες δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος αλλοδαποί ήταν επιβάτες του λεωφορείου και λόγω του μεγάλου αριθμού τους (14 άτομα) ο κατηγορούμενος ευχερώς μπορούσε να αντιληφθεί ότι πλέον αυτοί δεν υπήρχαν ως καθήμενοι επιβάτες κατά την είσοδο του οχήματος στο ελληνικό έδαφος. Επομένως ο κατηγορούμενος, κατά βελτίωση της κατηγορίας ως προς τα πραγματικά της περιστατικά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας.” Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο – νυν αναιρεσείοντα ένοχο, για την αξιόποινη πράξη της παράνομης μεταφοράς λαθρομεταναστών στο εσωτερικό της Χώρας από κερδοσκοπία, από κοινού με άλλον, κατά συρροή, αναγνωρίζοντάς του το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου (άρθρ. 84 παρ.2α ΠΚ), για την οποία του επέβαλε ποινή καθείρξεως έξι (6) ετών για κάθε μεταφερόμενο και συνολική ποινή καθείρξεως τριάντα δύο (32) ετών, όρισε δε εκτιτέα ποινή καθείρξεως αυτή των είκοσι πέντε (25) ετών, με το ακόλουθο διατακτικό:
“ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο, ένοχο του ότι: Στον παρακάτω τόπο και χρόνο, παράνομα, με πρόθεση κατά συρροή και από κερδοσκοπία, από κοινού με άλλον με τον οποίο συναποφάσισε την πράξη του, μετέφερε στο ελληνικό έδαφος, υπηκόους τρίτης χώρας που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στην Ελλάδα, δίχως να υποβληθούν στον προβλεπόμενο από το νόμο έλεγχο, με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας. Συγκεκριμένα, την 15.5.2011 και ώρα 00.30, στο συνοριακό σημείο διέλευσης του Τελωνείου των Κήπων, κατελήφθη από αστυνομικούς υπαλλήλους του Τμήματος Συνοριακής Φύλαξης Φερών, να μεταφέρει, κατόπιν συναπόφασής του με συνεργό του, πιθανώς ονόματι “D.”, αγνώστων λοιπών στοιχείων, στο με αριθμό κυκλοφορίας … (γεωργιανών αρχών) Τουριστικό Λεωφορείο, εργοστασίου κατασκευής DAF, μοντέλου SΒ 3000 ΑΤΙ, χρώματος λευκού, με αριθμό πλαισίου …, ιδιοκτησίας της Α. Α., αγνώστων λοιπών στοιχείων, εκμισθωμένο στο τουριστικό γραφείο με επωνυμία “…”, με έδρα την …, το οποίο οδηγούσε, τους κάτωθι δέκα τέσσερις (14) υπηκόους Γεωργίας: 1) J. I. του M., 2) K. K. του G. 3) S. S. του Α., 4) Β.L. του S., 5) Τ.Β. του A., 6) Μ.S. του Τ., 7) Κ. Τ. του V., 8) Μ. Ν. του Ν., 9) Ο. Ν. του Ε., 10) Ρ.Μ. του Κ., 11) Ζ. Μ. του Μ., 12) Κ. Ε. του Μ., 13) L. Τ. του Ο. και 14) Μ. Ν. του Ν., που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στο ελληνικό έδαφος, με σκοπό να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας. Οι παραπάνω υπήκοοι Γεωργίας την 13.5.2011 εισήλθαν νόμιμα στην Τουρκία προερχόμενοι από την Γεωργία μεταφερόμενοι από αυτούς ως επιβάτες του παραπάνω λεωφορείου και, δύο (2) ώρες πριν την άφιξή τους στο συνοριακό σημείο διέλευσης του Τελωνείου των Κήπων, ο συνεργός του αγνώστων λοιπών στοιχείων, εν γνώσει του κατηγορούμενου, τους απέκρυψε σε ειδικά διαμορφωμένη κρύπτη του οχήματος, προκειμένου να αποφύγουν τον προβλεπόμενο από το νόμο έλεγχο, ώστε να εισέλθουν λάθρα στην Ελλάδα και κατόπιν αποβιβάστηκε του οχήματος και ανέλαβε τη μεταφορά τους ο κατηγορούμενος, προκειμένου μετά την είσοδο του οχήματος στην ελληνική επικράτεια και αφού ολοκληρωνόταν ο συνοριακός έλεγχος να τους προωθήσει στο εσωτερικό της χώρας. Στην παραπάνω ενέργεια του προέβη με σκοπό πορισμού εισοδήματος, αφού καθένας των λαθρομεταφερόμενων θα του κατέβαλε ως αμοιβή το ποσό των 2.000 δολαρίων Αμερικής, μετά την άφιξή τους στην Αθήνα.” Έτσι, όμως, όπως έκρινε το Δικαστήριο, όπως προκύπτουν από τη συμπλήρωση αιτιολογικού με το διατακτικό, δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία είναι ελλιπής, ενώ εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 88 παρ. 1 περ. α’ και β’ Ν.3386/2005, όπως η παρ. 1 αντικ. με το άρθρο 48 παρ. 4 Ν.3772/2009, τις οποίες παραβίασε εκ πλαγίου, καθόσον, στην προσβαλλομένη παρεισέφρησαν ασάφειες και αντιφάσεις, ιδρυομένου του από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και E’ του Κ.Ποιν.Δ. προβλεπόμενου συναφούς λόγου αναιρέσεως, όπως βάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Ειδικότερα, ενώ στο σκεπτικό της η προσβαλλόμενη απόφαση και δη στην τελευταία πρόταση αυτού δέχεται ότι “ο κατηγορούμενος, κατά βελτίωση της κατηγορίας, ως προς τα πραγματικά της περιστατικά πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών με σκοπό την προώθησή τους στο εσωτερικό της χώρας.”, υιοθετώντας δηλαδή ότι αυτός είναι ένοχος χωρίς την επιβαρυντική περίσταση των ενεργειών του εκ κερδοσκοπίας (άρθρο 88 παρ. 1α’του ν.3386/2005, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 48 παρ. 4 του ν.3772/2009), στο διατακτικό της όλως αντιφατικά δέχεται και τον κηρύσσει ένοχο του ότι “…με πρόθεση κατά συρροή και από κερδοσκοπία, από κοινού με άλλον με τον οποίο συναποφάσισε την πράξη του, μετέφερε στο ελληνικό έδαφος, υπηκόους τρίτης χώρας που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου στην Ελλάδα,…”, δηλαδή καταδικάζει αυτόν σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ. 1β’του ν.3386/2005, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 48 παρ. 4 του ν.3772/2009.
Ενόψει των ανωτέρω η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στερείται νόμιμης βάσης, καθόσον μάλιστα η αντίφαση αυτή επιδρά στη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, ώστε να μη είναι δυνατός ο αναιρετικός έλεγχος της υπαγωγής των αποδειχθέντων πραγματικών περιστατικών στην κατά περίπτωση εφαρμοζόμενη νομική διάταξη. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ δεύτερος λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος. Επομένως, κατά παραδοχή του σχετικού με την ανωτέρω πλημμέλεια, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ Κ.Ποιν.Δ., βάσιμου λόγου αναίρεσης και αφού παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 166/2019 καταδικαστική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θράκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 24 Φεβρουαρίου 2020.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ