Αριθμός 264/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη-Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Βασιλική Ηλιοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Γεράκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Π. Κ. του Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ’αριθ. 329/2018 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στις α) από 9.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης 32/9.10.2019 και β) από 19.6.2019 αιτήσεις αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1354/2019.
Αφού άκουσε
Tον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το σκέλος των κριθέντων ως βασίμων λόγων αναίρεσης, εσφαλμένης εφαρμογής και εκ πλαγίου παραβίασης ουσιαστικής ποινικής διάταξης και ως προς την επιμέτρηση της ποινής, β) να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος στο ίδιο Δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως, γ) να απαλειφθεί η μερικότερη διάταξη επιβολής παρεπόμενης ποινής στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων δ) να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες αναιρέσεις και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Κατά το άρθρο 589 παρ. 3 του Κ.Π.Δ., “Αποφάσεις και βουλεύματα που εκδόθηκαν μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος Κώδικα, υπόκεινται στα ένδικα μέσα και στις διατυπώσεις άσκησής τους που προέβλεπε ο καταργούμενος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας και εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του εδαφ. γ’ του άρθρου 514 του καταργηθέντος Κ.Π.Δ., που διατηρήθηκε με την ίδια διατύπωση στο ίδιο εδάφιο στο ταυτάριθμο άρθρο του παρόντος Κ.Π.Δ., “δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης δεν επιτρέπεται”. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής προϋπόθεση για την απαγόρευση άσκησης δεύτερης αίτησης αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτήν. Στην προκείμενη περίπτωση ο αναιρεσείων Π. Κ. του Γ. και Μ., κάτοικος …) και ήδη κρατούμενος στο κατωτέρω αναφερόμενο κατάστημα κράτησης, άσκησε εμπροθέσμως την από 9-10-2019 πρώτη αίτηση αναίρεσης ενώπιον του Διευθυντή του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης Κασσάνδρας, Α. Γ., συνταχθείσας της με αριθμό 32/9-10-2019 έκθεσης κατάθεσης και που καταχωρήθηκε στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (αριθμός πρωτ: 11420/30-10-2019) κατά της υπ’ αριθμό 328/2018 καταδικαστικής απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θράκης και ακολούθως άσκησε επίσης εμπροθέσμως, για λογαριασμό του, η πληρεξούσια δικηγόρος Ροδόπης, Φωτεινή Ζερβανταρίδου του Γεωργίου, που προσκόμισε την από 13-6-2019 εξουσιοδότηση, με δήλωσή της ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θράκης, Ι. Σ. (άρθρα 42 παρ. 2 εδάφ. β’ και γ’, 89 παρ. 2, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2 και 4, και 474 παρ. 1 του νέου Κ.Π.Δ.), δεύτερη αίτηση αναίρεσης στρεφόμενης κατά της ίδιας ως άνω, σε βάρος του, απόφασης, που καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο, που τηρείται στο ποινικό τμήμα του Εφετείου Θράκης, στις 23-09-2019, με αριθμό 147.
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει εισέτι κριθεί η πρώτη από τις παραπάνω δύο αιτήσεις αναίρεσης, που στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, κάμπτεται η από το άρθρο 514 εδάφ. γ’ του Κ.Π.Δ. απαγόρευση άσκησης της δεύτερης από αυτές και θεωρείται, ότι το περιεχόμενο αμφοτέρων συνιστά ενιαίο κείμενο, που ερευνάται από το επιλαμβανόμενο της εκδίκασής τους δικαστήριο και πρέπει, εφόσον είναι παραδεκτές, να συνεκδικασθούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας.
II. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, “έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της. Ποτέ δεν επιβάλλεται ποινή βαρύτερη από εκείνη που προβλεπόταν κατά την τέλεση της πράξης”. Επίσης, κατά το άρθρο 7 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., “ουδείς δύναται να καταδικασθή δια πράξιν ή παράλειψιν η οποία, καθ’ ην στιγμήν διεπράχθη, δεν απετέλει αδίκημα συμφώνως προς το εθνικόν ή διεθνές δίκαιον. Ούτε και επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην η οποία επεβάλλετο κατά την στιγμήν της διαπράξεως του αδικήματος”, ενώ, κατά το άρθρο 15 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Νόμο 2462/1997, “κανείς δεν καταδικάζεται για πράξεις ή παραλείψεις, οι οποίες δεν ήταν αξιόποινες κατά το εσωτερικό ή το διεθνές δίκαιο τη στιγμή της διάπραξής τους. Επίσης, δεν επιβάλλεται βαρύτερη ποινή από εκείνην που προβλεπόταν κατά τη χρονική στιγμή της διάπραξης του ποινικού αδικήματος. Εάν, μετά τη διάπραξή του ο νόμος προβλέπει την επιβολή ελαφρύτερης ποινής, ο δράστης επωφελείται από αυτήν”. Εξάλλου, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π.Κ., “αν από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι, εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις”. Αναλόγου περιεχομένου είναι και η αντίστοιχη διάταξη του νέου Π.Κ. (Νόμος 4619/2019), ισχύοντος από 1-7-2019 (βλ. άρθρο 460 αυτού). Η διάταξη αυτή αναφέρεται στους ουσιαστικούς ποινικούς νόμους και όχι στους δικονομικούς, καθόσον οι δικονομικοί κανόνες έχουν αναδρομική ισχύ και ρυθμίζουν τις εκκρεμείς δίκες κατά το ατέλεστο, κατά το χρόνο της έκδοσής τους, μέρος αυτών, εκτός αν ορίζουν διαφορετικά (Ολ. Α.Π. 1/2014). Κατά την έννοια της ίδιας διάταξης, με την οποίαν καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος, που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμία από αυτές, έτσι ώστε να είναι πλέον σαφές, βάσει του νέου Π.Κ., ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον”. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος των απειλούμενων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης, ενώ θεωρείται η πρώτη βαρύτερη της δεύτερης και σε περίπτωση χρηματικής ποινής λαμβάνεται υπόψη επί ίσων ποινών κάθειρξης ή φυλάκισης και η χρηματική ποινή, η οποία, σε κάθε περίπτωση, είναι ελαφρύτερη της στερητικής της … ποινής. Σύμφωνα με το άρθρο 461 του νέου Π.Κ., “Από την έναρξη ισχύος του παρόντος Ποινικού Κώδικα καταργείται ο Ποινικός Κώδικας που ισχύει από την 1η Ιανουαρίου 1951, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που τροποποιούσε το νόμο αυτό”. Στις διατάξεις περί παραχάραξης (άρθρο 207 εδάφ. α’ του Π.Κ.), ορίζονταν στον παλαιό Ποινικό Κώδικα, που ίσχυε μέχρι την 30-6-2019 (Νόμος 4019/2019), ότι: “Όποιος παραποιεί ή νοθεύει μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, καθώς και όποιος προμηθεύεται, αποδέχεται, εισάγει, εξάγει, μεταφέρει ή κατέχει τέτοιο νόμισμα για τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και χρηματική ποινή” και στη συνέχεια, μετά την ισχύ του Νέου Ποινικού Κώδικα, (1-7-2019), στο αντίστοιχο άρθρο αυτού (άρθρο 207 παρ. 1) και υπό τον τίτλο “Παραχάραξη νομίσματος και άλλων μέσων πληρωμής” ορίζονται τα ακόλουθα: “1. Όποιος παραποιεί ή νοθεύει νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο, η κατέχει πλαστό νόμισμα με τον ίδιο σκοπό, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”. Από τη σύγκριση των διατάξεων αυτών προκύπτει, ότι η αξιόποινη πράξη της παραχάραξης περιέχει στο νέο Ποινικό Κώδικα, ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, αφού με αυτήν προβλέπεται ως ανώτατο όριο ποινής κάθειρξης αυτό των δέκα ετών και η χρηματική ποινή, ενώ, με τον προϊσχύσαντα Ποινικό Κώδικα, προβλεπόταν ως κατώτατο όριο ποινής κάθειρξης αυτό των δέκα ετών και η χρηματική ποινή. Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει, ότι το προβλεπόμενο από αυτήν έγκλημα της παραχάραξης είναι σωρευτικά μικτό με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, υπό την έννοια ότι οι πλείονες τρόποι πραγμάτωσής του, δηλαδή η παραποίηση, ή η νόθευση του χαρτονομίσματος, η προμήθεια, η αποδοχή, η εισαγωγή, η εξαγωγή, η μεταφορά και η κατοχή αυτού δεν μπορεί να εναλλαχθούν μεταξύ τους, η καθεμία από αυτές συνιστά αυτοτελές έγκλημα, σε περίπτωση δε συνδρομής περισσότερων τρόπων τέλεσης υπάρχουν περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα, υπό την προϋπόθεση ότι ο δράστης όλων αυτών των μορφών έχει επιπλέον και σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία ως γνήσια, χωρίς να απαιτείται και η πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Το έγκλημα της κατοχής παραχαραγμένου νομίσματος συντελείται όταν ο δράστης με γνώση του κατέχει παραποιημένο ή νοθευμένο μεταλλικό νόμισμα ή χαρτονόμισμα, με σκοπό να το θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο. Ως παραποίηση κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, αλλά και της επόμενης διάταξης του άρθρου 208 του Π.Κ., νοείται η με οποιονδήποτε τρόπο απομίμηση γνήσιου νομίσματος, έστω και αν δεν είναι τέλεια, αρκεί να έγινε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει την εντύπωση γνησίου και να μπορεί να παραπλανηθεί ο ανύποπτος συναλλασσόμενος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 208 του Ν.Π.Κ. “Όποιος εν γνώσει της πλαστότητας θέτει σε κυκλοφορία σαν γνήσιο πλαστό νόμισμα οποιουδήποτε κράτους ή εκδοτικής αρχής, είτε κατά είτε πριν από το χρόνο νόμιμης κυκλοφορίας του είτε κατά το διάστημα κατά το οποίο γίνεται δεκτό προς ανταλλαγή από τους αρμόδιους φορείς, ή άλλο μέσο πληρωμής, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή”. Από το συνδυασμό της διάταξης αυτής με την προηγουμένη συνάγεται ότι, εάν ο δράστης της παραχάραξης (με οποιεσδήποτε από τις προβλεπόμενες στο νόμο μορφές της) θέσει εν συνεχεία σε κυκλοφορία τα παραχαραγμένα νομίσματα ή χαρτονομίσματα, η ενέργειά του αυτή, ως αποτελούσα την αξιοποίηση της παραχάραξης που έλαβε χώρα και μη προσβάλλουσα άλλο έννομο αγαθό, εκτός εκείνου το οποίο αρχικά προσβλήθηκε, συνιστά μη τιμωρητή υστέρα πράξη, αφού και με αυτήν (την κυκλοφορία) προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού. Η κατοχή παραχαραγμένων νομισμάτων συνιστά έγκλημα διαρκές και υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησης της φυσικής εξουσίας επί των κατεχομένων πλαστών χαρτονομισμάτων, για τη θεμελίωση δε του εγκλήματος αυτού απαιτείται ο δράστης να κατέχει τα νομίσματα με τη γνώση της ιδιότητας αυτών ως πλαστών και να έχει τη δυνατότητα της διάθεσης αυτών. Τέλος, από τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ., συνάγεται ότι με τον όρο “από κοινού” τέλεση μιας αξιόποινης πράξης νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος να θέλει ή να αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, που διαπράττεται, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι ενεργούν με δόλο τέλεσης του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδίκευσης των επιμέρους τυπικών ενεργειών του καθενός συναυτουργού. Ακόμη, κατά τη διάταξη του άρθρου 83 εδάφιο γ’ του νέου Π.Κ. “Όπου στο νόμο προβλέπεται μειωμένη ποινή χωρίς άλλο προσδιορισμό, το πλαίσιό της καθορίζεται ως εξής:…. γ) αντί για την ποινή της κάθειρξης έως δέκα έτη επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ή κάθειρξη έως έξι έτη”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 60 του παλαιού Ποινικού Κώδικα, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 63 του νέου Ποινικού Κώδικα, ορίζετο ότι “Στις καταδίκες σε πρόσκαιρη κάθειρξη επιβάλλεται και πρόσκαιρη αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για δύο έως δέκα έτη”. Με τον πρώτο λόγο αναίρεσης αμφοτέρων των αιτήσεων προβάλλεται απόλυτη ακυρότητα κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, επειδή δεν δόθηκε στον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ή στο συνήγορό του, ο λόγος, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας για την ενοχή και στη συνέχεια για την επιβλητέα ποινή. Κατά τη διάταξη του άρθρου 369 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., “όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα ή τους εισαγγελείς (άρθρο 32 παρ. 2), έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει συγχρόνως και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του, δεν μπορεί όμως να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, ύστερα στον αστικώς υπεύθυνο και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο”, ενώ, κατά την παρ. 3 του ιδίου άρθρου “ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι είναι υποχρεωτικό, να δοθεί ο λόγος από εκείνον που διευθύνει τη συζήτηση στον εισαγγελέα και στους διαδίκους, σύμφωνα με την παραπάνω κανονισμένη σειρά στο δε κατηγορούμενο ή στο συνήγορό του, στο τέλος και αν τούτο δεν ζητηθεί. Η παράβαση της διάταξης αυτής, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδάφ. δ’ του Κ.Π.Δ. γιατί αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και στην άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται σε αυτόν και ρητά θεσπίζονται από το νόμο, για την οποία (παράβαση), ιδρύεται λόγος αναίρεσης της απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. Στην προκείμενη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμό 329/2018, απόφασης, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτουν τα ακόλουθα: Η διευθύνουσα τη συζήτηση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, μετά το πέρας της αποδεικτικής διαδικασίας, έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα της έδρας, η οποία ανέπτυξε την κατηγορία, πρότεινε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για μία μόνο πράξη και δη αυτή της παραποίησης παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων από κοινού με σκοπό τη θέση αυτών σε κυκλοφορία ως γνησίων, καθώς η πράξη της κατοχής παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων είναι ύστερη μη τιμωρητέα πράξη που απορροφάται από την πράξη της παραποίησης, ενώ επιφυλάσσεται να προτείνει επί των αυτοτελών ισχυρισμών περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικών περιστάσεων. Η συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση, συντάχθηκε με την εισαγγελική πρόταση και ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που πρόβαλε. Η Πρόεδρος ρώτησε τη συνήγορο του κατηγορουμένου αν έχει να προσθέσει κάτι για την υπεράσπιση του εντολέα της και αυτή απάντησε αρνητικώς (σελ. 7 της προσβαλλόμενης απόφασης). Στη συνέχεια και μετά την απαγγελία της απόφασης του Δικαστηρίου της ουσίας, επί της ενοχής, η Πρόεδρος, έδωσε το λόγο στην Εισαγγελέα της έδρας, η οποία, πρότεινε να απορριφθούν οι προβληθέντες από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμοί, περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του, των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ και ε’ του Π.Κ. Η συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, δήλωσε ότι εμμένει στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που πρόβαλε για την αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορουμένου των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ και ε’ του Π.Κ. (σελ. 12 της προσβαλλόμενης απόφασης). Τέλος, μετά την απαγγελία της σχετικής με την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων στο πρόσωπο του κατηγορουμένου απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίσθηκε, στο πρόσωπο αυτού η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Κ., η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο πρότεινε να επιβληθεί στον κηρυχθέντα ένοχο, με το άνω ελαφρυντικό, κατηγορούμενο η ποινή της κάθειρξης των έξι (6) ετών. Η συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να επιβληθεί η ελάχιστη ποινή (σελ. 14 προσβαλλόμενης απόφασης). Στη συνέχεια απαγγέλθηκε η απόφαση, με την οποία καταδικάσθηκε ο τότε κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων στη ποινή των έξι (6) ετών κάθειρξης.
Συνεπώς, αφού δόθηκε από την Πρόεδρο ο λόγος στη συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου, μετά την πρόταση της Εισαγγελέως της έδρας και αμέσως πριν την απαγγελία της απόφασης, α) για την ενοχή, β) για την παραδοχή ή μη των ελαφρυντικών περιστάσεων και γ) για την ποινή, δεν επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. πρώτος αναιρετικός λόγος της δεύτερης αίτησης αναίρεσης, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω, λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ, εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το Δικαστήριο της ουσίας, δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Τέλος, κατά το άρθρο 590 παρ. 1 εδάφ. α’ του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (Νόμος 4620/2019), που άρχισε να ισχύει από την 1η-07-2019, “Υποθέσεις που εκκρεμούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και σε οποιονδήποτε βαθμό συνεχίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Κώδικα. Οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας που τελέσθηκαν, όταν ίσχυαν οι διατάξεις που καταργούνται διατηρούν το κύρος τους”. Κατά δε το άρθρο 511 του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, “αν εμφανισθεί ο αναιρεσείων και κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναίρεσης, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν και δεν προτάθηκαν, όλους τους λόγους της αναίρεσης που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 510, εκτός από τον προβλεπόμενο στο στοιχείο Β’. Δεν επιτρέπεται όμως να χειροτερεύσει η θέση του κατηγορουμένου. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις ο Άρειος Πάγος αυτεπαγγέλτως….. εφαρμόζει τον επιεικέστερο νόμο που ισχύει μετά τη δημοσίευσή της”. III. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμό 329/2018, απόφασής του, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θράκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται σ’ αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “Ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, στην … και στο … Έβρου, κατά το χρονικό διάστημα από 10-10-2005 έως και 19-10-2005, ενεργώντας από κοινού με τον ανήλικο Ν. Τ. του Φ., με πρόθεση παραποίησε και κατείχε παραχαραγμένα χαρτονομίσματα με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσια. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη στην οικία του, και επί της οδού …, το χρονικό διάστημα από 10 έως 19-10-2005, και εντός του με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (με το οποίο μετέβη στην …) και στο … την 19-10-2005 κατείχε τουλάχιστον εκατόν είκοσι (120) παραχαραγμένα χαρτονομίσματα ονομαστικής αξίας πενήντα (50,00) ευρώ έκαστο, από τα οποία τουλάχιστον εξήντα τέσσερα (64) χαρτονομίσματα με αριθμό …, είκοσι επτά (27) χαρτονομίσματα με αριθμό … και δέκα πέντε (15) χαρτονομίσματα με αριθμό …, συνολικής αξίας τουλάχιστον έξι χιλιάδων (6.000,00) ευρώ, τα οποία παραποίησε κατά τρόπο που μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση αληθινών χαρτονομισμάτων, όπως άλλωστε αποδείχθηκε με τη θέση τους σε κυκλοφορία, κατά τα περαιτέρω αναφερόμενα, χρησιμοποιώντας κατάλληλο εξοπλισμό με ηλεκτρονικό υπολογιστή και σαρωτή κειμένου, με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσια, σκοπό που πραγματοποίησε, διαθέτοντας τουλάχιστον δέκα εννέα (19) από αυτά σε περίπτερα και καταστήματα της περιοχής … και …ου, αγοράζοντας αντικείμενα ευτελούς αξίας, το αντίτιμο των οποίων κατέβαλε με παραχαραγμένο νόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ και εισέπραττε τα ρέστα σε γνήσια χαρτονομίσματα και ειδικότερα στις 19-10-2005 στην … και στο …, ενεργώντας από κοινού με τον προαναφερόμενο συγκατηγορούμενό του, Ν. Τ. του Φ., έθεσε σε κυκλοφορία ως γνήσια, δέκα εννέα (19) από τα πιο πάνω παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, ονομαστικής αξίας πενήντα (50,00) ευρώ έκαστο, σε διάφορα περίπτερα και καταστήματα της περιοχής …ς και …ου, αγοράζοντας αντικείμενα ευτελούς αξίας, το αντίτιμο των οποίων κατέβαλε με παραχαραγμένο νόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ και εισέπραττε τα ρέστα σε γνήσια χαρτονομίσματα, μεταξύ άλλων διέθεσε: 1) στο περίπτερο του Α. Σ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο δύο πακέτων τσιγάρων αξίας 4.30 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 45,70 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 2) στο περίπτερο της Α. Σ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο μιας κάρτας κινητής τηλεφωνίας, ύψους 10 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 40 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 3) στο περίπτερο της Β. Σ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο μιας κάρτας κινητής τηλεφωνίας, ύψους 10 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 40 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 4) στο αρτοποιείο της Β. Κ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο δύο συσκευασιών γάλακτος, ύψους 2.70 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 47,30 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 5) στο περίπτερο της Χ. Ο., συζύγου του Π. Π., στην πλατεία …, στο …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο δύο πακέτων τσιγάρων, ύψους 4,50 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 45,50 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 6) στο ψιλικατζίδικο του Α. Γ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο ενός πακέτου τσιγάρων αξίας 2,30 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 47,20 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα και 7) στο παντοπωλείο του Σ. Π. επί της Λεωφόρου …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο διάφορων αντικειμένων που αγόρασε και έλαβε ως ρέστα σε γνήσια χαρτονομίσματα. Από την εργαστηριακή δε εξέταση των χαρτονομισμάτων αυτών, που πραγματοποιήθηκε από τη Διεύθυνση Εγκληματολογικών Ερευνών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, προέκυψε ότι τα ως άνω χαρτονομίσματα είναι παραχαραγμένα και αναπαράχθηκαν με τη μέθοδο ψεκασμού μελάνης (inkjet) (βλ. τη με αριθμό πρωτ: …/8-11-2007 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης). Τα παραπάνω προκύπτουν από τη σαφή κατάθεση του πρώτου μάρτυρα κατηγορίας αστυνομικού, καθώς και των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας, από τα ανευρεθέντα και κατασχεθέντα παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, από όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά και από την ομολογία του κατηγορουμένου, τόσο κατά τη σύλληψή του, όσο και κατά την απολογία του ενώπιον του Ανακριτή. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, της πράξης της παραποίησης χαρτονομισμάτων από κοινού με σκοπό τη θέση αυτών σε κυκλοφορία ως γνησίων στην κακουργηματική της μορφή, ενόψει του ύψους της φερόμενης αξίας των χαρτονομισμάτων και της εντεύθεν επέλευσης βλάβης, η κατοχή δε των ως άνω παραχαραγμένων νομισμάτων από τον κατηγορούμενο, συνιστά, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στο νομικό μέρος της παρούσης, μη τιμωρητή υστέρα πράξη, ως αποτελούσα την αξιοποίηση της παραχάραξης που έλαβε χώρα και μη προσβάλλουσα άλλο έννομο αγαθό, εκτός εκείνου το οποίο αρχικά προσβλήθηκε”.
IV. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με την αναγνώριση, στο πρόσωπό του, της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2 περ. δ’ του Π.Κ., της αξιόποινης πράξης της παραποίησης παραχαραγμένων χαρτονομισμάτων από κοινού, με σκοπό τη θέση αυτών σε κυκλοφορία, ως γνησίων, με το ακόλουθο διατακτικό: “ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο, Π. Κ. του Γ. ένοχο του ότι: Στη Θεσσαλονίκη, στην … και στο … Έβρου κατά το χρονικό διάστημα από 10-10-2005 έως και 19-10-2005, ενεργώντας από κοινού με τον ανήλικο Ν. Τ. του Φ., με πρόθεση παραποίησε και κατείχε παραχαραγμένα χαρτονομίσματα με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσια. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη στην οικία του, και επί της οδού …, το χρονικό διάστημα από 10 έως 19-10-2005 και εντός του με αριθμό κυκλοφορίας … Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου (με το οποίο μετέβη στην …) και στο … την 19-10-2005 κατείχε τουλάχιστον εκατόν είκοσι (120) παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, ονομαστικής αξίας πενήντα (50,00) ευρώ έκαστο, από τα οποία τουλάχιστον εξήντα τέσσερα (64) χαρτονομίσματα με αριθμό …, είκοσι επτά (27) χαρτονομίσματα με αριθμό … και δέκα πέντε (15) χαρτονομίσματα με αριθμό …, συνολικής αξίας τουλάχιστον έξι χιλιάδων (6.000.00) ευρώ, τα οποία παραποίησε χρησιμοποιώντας κατάλληλο εξοπλισμό με ηλεκτρονικό υπολογιστή και σαρωτή κειμένου, με σκοπό να τα θέσει σε κυκλοφορία σαν γνήσια, σκοπό που πραγματοποίησε, διαθέτοντας τουλάχιστον δέκα εννέα (19) από αυτά σε περίπτερα και καταστήματα της περιοχής …ς και …ου, αγοράζοντας αντικείμενα ευτελούς αξίας, το αντίτιμο των οποίων κατέβαλε με παραχαραγμένο νόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ και εισέπραττε τα ρέστα σε γνήσια χαρτονομίσματα και ειδικότερα στις 19-10-2005 στην … και στο …, ενεργώντας από κοινού με τον προαναφερόμενο συγκατηγορούμενό του, Ν. Τ. του Φ., έθεσε σε κυκλοφορία ως γνήσια, δέκα εννέα (19) από τα πιο πάνω παραχαραγμένα χαρτονομίσματα, ονομαστικής αξίας πενήντα (50,00) ευρώ έκαστο, σε διάφορα περίπτερα και καταστήματα της περιοχής …ς και …ου, αγοράζοντας αντικείμενα ευτελούς αξίας, το αντίτιμο των οποίων κατέβαλε με παραχαραγμένο νόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ και εισέπραττε τα ρέστα σε γνήσια χαρτονομίσματα, μεταξύ δε άλλων διέθεσε: 1) στο περίπτερο του Α. Σ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο δύο πακέτων τσιγάρων ύψους 4,30 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 45,70 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 2) στο περίπτερο της Α. Σ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε μία κάρτα κινητής τηλεφωνίας ύψους 10 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 40 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 3) στο περίπτερο της Β. Σ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο μιας κάρτας κινητής τηλεφωνίας ύψους 10 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 40 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 4) στο αρτοποιείο της Β. Κ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο δύο συσκευασιών γάλακτος ύψους 2,70 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 47,30 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 5) στο περίπτερο της Χ. Ο., συζύγου του Π. Π. στην πλατεία …, στο …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο δύο πακέτων τσιγάρων ύψους 4,50 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 45,50 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα, 6) στο ψιλικατζίδικο του Α. Γ. επί της οδού …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο ενός πακέτου τσιγάρων ύψους 2,30 ευρώ και έλαβε ως ρέστα 47,20 ευρώ σε γνήσια χαρτονομίσματα και 7) στο παντοπωλείο του Σ. Π. επί της Λεωφόρου …, στην …, το με αριθμό … χαρτονόμισμα των πενήντα (50,00) ευρώ, με το οποίο πλήρωσε το αντίτιμο διάφορων αντικειμένων που αγόρασε και έλαβε ρέστα σε γνήσια χαρτονομίσματα”.
V. Με αυτά που δέχθηκε το Πενταμελές Εφετείο Θράκης και κήρυξε ένοχο τον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, τους νομικούς συλλογισμούς, δυνάμει των οποίων έκανε την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 18, 26, 45, 51, 52 παρ. 2 και 3, 54, 57, 61, 79, 80, 84 παρ. 2 περ. δ’, 94, 98, 207 εδαφ. α’ και 213 του Π.Κ., τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπείς δηλαδή ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Αναφορικά με τις ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος λεκτέα τα ακόλουθα: Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε για την αξιόποινη πράξη της παραποίησης χαρτονομισμάτων από κοινού με σκοπό τη θέση αυτών σε κυκλοφορία ως γνησίων στην κακουργηματική της μορφή, ενόψει του ύψους της φερόμενης αξίας των χαρτονομισμάτων και της εντεύθεν επέλευσης βλάβης, η κατοχή δε των ως άνω παραχαραγμένων νομισμάτων από τον κατηγορούμενο, συνιστά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο νομικό μέρος της παρούσας, μη τιμωρητή υστέρα πράξη, ως αποτελούσα την αξιοποίηση της παραχάραξης που έλαβε χώρα και μη προσβάλλουσα άλλο έννομο αγαθό, εκτός εκείνου το οποίο αρχικά προσβλήθηκε. Εξ αυτών συνάγεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας που, όπως προαναφέρθηκε, δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της παραποίησης χαρτονομισμάτων από κοινού με σκοπό τη θέση αυτών σε κυκλοφορία, και εφόσον η παραποίηση και η κατοχή του ιδίου αριθμού χαρτονομισμάτων συρρέουν φαινομενικά, έκρινε, ότι η κατοχή τους αποτελεί μη τιμωρητή υστέρα πράξη. Άλλωστε το ίδιο δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και σε διαφορετική περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Θράκης, θα καθιστούσε χειρότερη τη θέση του κατηγορουμένου, πράγμα το οποίο απαγορεύεται ρητώς από το νόμο. Με βάση τα παραπάνω στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων και η τελευταία δεν στερείται από νόμιμη βάση. Επομένως, οι αναιρετικές αιτιάσεις αμφοτέρων των ένδικων αιτήσεων, που εντάσσονται στον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, είναι αβάσιμες. Με την προσβαλλόμενη απόφαση καταγνώσθηκε στον αναιρεσείοντα, ως παρεπόμενη ποινή και η αποστέρηση των δικαιωμάτων του για χρονικό διάστημα δύο ετών. Περαιτέρω, εφόσον, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 207 παρ. 1 του Π.Κ. ποινή του ισχύοντος από 1-7-2019 Ν.Π.Κ. (Νόμος 4619/2019) είναι επιεικέστερη της ποινής της αντίστοιχης διάταξης του ίδιου άρθρου 207 εδαφίου α’ του ισχύοντος μέχρι την 30-6-2019 Π.Π.Κ., οπότε εφαρμόζονται αυτεπαγγέλτως, κατά το άρθρο 511 εδάφ. δ’ του Ν.Κ.Π.Δ., ενόψει του ότι οι δύο (2) αιτήσεις αναίρεσης είναι παραδεκτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση: α) ως προς την διάταξή της περί αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών και β) ως προς την περί ποινής διάταξή της, να απαλειφθεί από τον Άρειο Πάγο από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης η διάταξη, με την οποίαν καταγιγνώσκεται στον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα η αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων διάρκειας δύο ετών, αφού δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής στο Δικαστήριο της ουσίας, ελλείψει αντικειμένου έρευνας, κατά τούτο, και να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος της, η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατό, από τους ίδιους Δικαστές, αφού πρόκειται να κριθεί μόνο το σκέλος της ποινής (άρθρο 522 του Κ.Π.Δ.). Ενόψει της επιβαλλόμενης, ως άνω, αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την περί ποινής διάταξη, η μερικότερη αναιρετική αιτίαση για έλλειψη αιτιολογίας της εν λόγω απόφασης, κατά τη γενόμενη, κατά το άρθρο 79 του Π.Κ., επιμέτρηση της επιβληθείσας στον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινής, εξαιτίας της οποίας επιχειρείται να θεμελιωθεί ο προβλεπόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. αναιρετικός λόγος, είναι αβάσιμη, ως αλυσιτελής, εφόσον το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας κατά την επιμέτρηση της ποινής εκ νέου θα εφαρμόσει τα κριτήρια του άρθρου 79 του Ν.Π.Κ. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι κρινόμενες και συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναίρεσης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την απόφαση, με αριθμό 329/2018, του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, ως προς τις διατάξεις της: α) περί αποστέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος και β) περί της επιβληθείσας στον αναιρεσείοντα ποινής.
Απαλείφει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης τη διάταξη, με την οποίαν επιβάλλεται στον τότε κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα η αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, διάρκειας δύο (2) ετών.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο περί ποινής μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατό, από τους ίδιους Δικαστές, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως. Και
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 9-10-2019 πρώτη αίτηση αναίρεσης, που ασκήθηκε ενώπιον του Διευθυντή του Αγροτικού Καταστήματος Κράτησης Κασσάνδρας, Α. Γ., συνταχθείσας της με αριθμό 32/9-10-2019 έκθεσης κατάθεσης και καταχωρηθείσας στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου (αριθμός πρωτ: 11420/30-10-2019), καθώς και την από 19-10-2019 ασκηθείσα, με την από 13-6-2019 εξουσιοδότηση προς την Δικηγόρο του Πρωτοδικείου Ροδόπης ………., με δήλωση στο Γραμματέα του Εφετείου Θράκης, Ι. Σ., συνταχθείσας της υπ’ αριθμό 45/19-6-2019 έκθεσης αναίρεσης, δεύτερη αίτηση του Π. Κ. του Γ. και της Μ., κατοίκου … (οδός …) και ήδη κρατουμένου στο Αγροτικό Κατάστημα Κράτησης Κασσάνδρας, για αναίρεση της ανωτέρω απόφασης.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Φεβρουαρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Φεβρουαρίου 2020.
O ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ