Αριθμός 1945/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννη Μαγγίνα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη – Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Μιλτιάδη Χατζηγεωργίου και Βασιλική Ηλιοπούλου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 15 Νοεμβρίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Χαλντούπη, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας – κατηγορουμένης Π. Γ. του Δ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 254/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα – κατηγορουμένη, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17.7.2019 (αρ. πρωτ. 8027/19.7.2019) αίτησή της, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1124/2019.
Αφού άκουσε Τον Εισαγγελέα ο οποίος πρότεινε: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά η κατά της αναιρεσείουσας ασκηθείσα ποινική δίωξη για το αδίκημα της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση αναφορικά με τις επιμέρους πράξεις αυτής που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 11.3.2011, 23.3.2011 και 2.5.2011 και β) να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης αναφορικά με τις επιμέρους πράξεις αυτής που φέρονται ότι τελέστηκαν στις 8.2.2012, 28.2.2012 και 9.3.2012 και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 17-7-2019 (αρ. πρωτ: 8027/19-7-2019) αίτηση αναίρεσης της Π. Γ. του Δ. και της Χ., κατοίκου … (οδός …), που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κατ’ άρθρα 473 παρ. 2 του παλαιού Κ.Π.Δ. (άρθρο 589 παρ. 3 του νέου Κ.Π.Δ.), στις 19-7-2019, στρεφόμενη κατά της υπ’ αριθμό 254/2018 δευτεροβάθμιας απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και είναι παραδεκτή.
Κατά το άρθρο 155 παρ. 1 περ. β’, και 157 παρ. 1 περ. β’ του Νόμου 2960/2001 (Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας), που ισχύει από 1-1-2002, λαθρεμπορία είναι (εκτός των άλλων ειδικά προσδιοριζόμενων περιπτώσεων στην περίπτωση α’ της ίδιας παραγράφου 1 και στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου) και “οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση, των υπ’ αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμα αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τρόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος”. Επίσης, ως λαθρεμπορία, κατά την παρ. 2 περ. θ’ του ίδιου άρθρου του Νόμου 2960/2001 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 60 του Νόμου 3583/2007, Φ.Ε.Κ. Α’ 142/28-6-2007), θεωρείται, πλην άλλων, και η υποτιμολόγηση ή υπερτιμολόγηση εισαγόμενων ή εξαγόμενων εμπορευμάτων, εφόσον συνεπάγεται απώλεια δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η, κατά το άρθρο 155 του παρόντος Κώδικα, λαθρεμπορία τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους στις εξής περιπτώσεις: … εάν οι δασμοί, φόροι και λοιπές επιβαρύνσεις που στερήθηκε το Δημόσιο ή η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέρχονται τουλάχιστον στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ και άνω ή και αν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Ως ιδιαίτερο τέχνασμα νοείται κάθε ενέργεια που επινοεί η ανθρώπινη εφευρετικότητα, με σκοπό να στερηθεί το Ελληνικό Δημόσιο της δυνατότητας να εισπράξει τον ανάλογο κατά νόμο εισαγωγικό δασμό ή φόρο ή άλλο δικαίωμα για οποιοδήποτε εισαγόμενο από την αλλοδαπή ή εξαγόμενο εμπόρευμα. Με την ως άνω διάταξη, με την οποία αποδίδεται η έννοια της ποινικής υπόστασης της λαθρεμπορίας με τη μορφή της περίπτωσης β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 155 του ανωτέρω νόμου, διαπλάθεται ένα έγκλημα σκοπού, με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, η οποία περιγράφεται και προσδιορίζεται αναλυτικά, του οποίου όμως η αντικειμενική υπόσταση είναι “οποιαδήποτε ενέργεια”. Δηλαδή, ειδικά στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης που να περιγράφει ρητά ο νόμος δεν υπάρχουν και συνεπώς για την πλήρωσή της αρκεί η οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη, χωρίς κανένα άλλο προσδιορισμό από το νόμο, χωρίς εξ αυτού του λόγου η ποινική αυτή διάταξη να προσκρούει ευθέως στη συνταγματική επιταγή του άρθρου 7 παρ. 1 εδάφ. α’ του Συντάγματος. Η υποκειμενική υπόσταση δε του παραπάνω εγκλήματος συνίσταται στο σκοπό του δράστη “να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή Ένωση των υπ’ αυτών εισπρακτέων, δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα”. Ακόμη, κατά το άρθρο 98 παρ. 1 του νέου Π.Κ. “Αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ. 1, 96 παρ. 1 και 96Α παρ. 1, να επιβάλει μία και μόνη ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων”. Από τη διάταξη αυτή, που θεσπίσθηκε με σκοπό την ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου, προκύπτει ότι προκειμένου περί εγκλήματος που τελέσθηκε κατ’ εξακολούθηση, το οποίο αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση ομοειδούς πραγματικής συρροής εγκλημάτων, το αρμόδιο δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια, αντί να καταγνώσει περισσότερες της μιας και αντίστοιχες των επιμέρους πράξεων ποινές, να επιβάλει μία και μόνη ποινή εντός του πλαισίου της οριζόμενης από την οικεία διάταξη ποινής σύμφωνα με το υιοθετούμενο από τον Ποινικό Κώδικα και δυνητικά εφαρμοζόμενο σύστημα της ενιαίας ποινής. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος και αναφέρονται οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με τα διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, όταν το σκεπτικό-αιτιολογικό της απόφασης εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, υπάρχει η ειδική αιτιολογία, εφόσον το διατακτικό της περιέχει συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά για την καταδικαστική κρίση, ώστε να είναι περιττή η διαφοροποίηση του σκεπτικού της και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία-και όχι μόνο μερικά απ’ αυτά κατ’ επιλογή-όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του Κ.Π.Δ. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης ή σκοπός επέλευσης ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος, όπως στην περίπτωση της λαθρεμπορίας. Δεν αποτελεί δε λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολόγησης και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επίσης, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ., και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή συντρέχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το αρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ, Ε’ του Κ.Π.Δ., συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. Α.Π. 1/2019, Α.Π. 650/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, υπ’ αριθμό 254/2018, απόφασής του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά πλειοψηφία, και κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, επί λέξει, πραγματικά περιστατικά: “Η εκκαλούσα-κατηγορουμένη, η οποία διατηρεί και εκμεταλλεύεται, τουλάχιστον από το έτος 2008, επιχείρηση πωλήσεως τουριστικών ειδών στο …, το μεγαλύτερο δε μέρος των εμπορευμάτων της ως άνω επιχειρήσεώς της εισάγει από χώρες του εξωτερικού, μεταξύ των οποίων η …. και η …., την 11-3-2011, την 23-3-2011, την 2-5-2011, την 8-2-2012, την 28-2-2012 και 9-3-2012 κατέθεσε διασαφήσεις εισαγωγής στο …. Τελωνείο …., για εμπορεύματα που εισήγαγε από τις παραπάνω χώρες του εξωτερικού. Περαιτέρω, κατά την κρίση της πλειοψηφίας, των μελών του Δικαστηρίου, συγκεκριμένα δε των Εφετών Α. Π. και Α. Σ., από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα, προέκυψαν τα ακολούθως περιγραφόμενα πραγματικά περιστατικά: Η εκκαλούσα-κατηγορουμένη στη …: α) την 11-3-2011, κατά την κατάθεση στο … Τελωνείο … της υπ’ αριθμό …58/11-3-2011 (14.083,68 ευρώ) διασάφησης εισαγωγής, προσκόμισε και επισύναψε ανακριβές, ως προς την αξία, τιμολόγιο εισαγωγής, υποτιμολογώντας τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων της εταιρείας “… LTD”, κατά την εισαγωγή τους από την …, κατά το ποσό των 13.836,78 ευρώ, που κατέβαλε μέσω τραπέζης στη δηλωθείσα προμηθεύτρια εταιρεία, επιπλέον της δηλωθείσας αξίας, και δηλώνοντας ανακριβή αριθμό τεμαχίων, ήτοι 16057 τεμάχια, αντί του αριθμού των 34.315 τεμαχίων, που αναγραφόταν στο επισυναπτόμενο τιμολόγιο εισαγωγής, με σκοπό να αποστερήσει από το Δημόσιο δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις ύψους 6.247,57 ευρώ, β) την 23-3-2011 και την 2-5-2011 κατά την κατάθεση στο …Τελωνείο … των υπ’ αριθμούς …58/23-2-2011 (18.933,99 ευρώ), …59/23-2-2011 (18.510,27 ευρώ) και ….43/2-5-2011 (10.349,02 ευρώ) διασαφήσεων εισαγωγής, προσκόμισε και επισύναψε ανακριβή, ως προς την αξία, τιμολόγια εισαγωγής, υποτιμολογώντας τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων της εταιρείας “… LTD”, κατά την εισαγωγή τους από την …, κατά το ποσό των 34.891,92 ευρώ, που κατέβαλε μέσω τραπέζης στη δηλωθείσα προμηθεύτρια εταιρεία, επιπλέον της δηλωθείσας αξίας, με σκοπό να αποστερήσει από το Δημόσιο δασμολογικές επιβαρύνσεις, ύψους 14.909,95 ευρώ, δηλαδή 5.054,05 ευρώ, αναφορικά με την υπ’ αριθμό …58/23-2-2011 διασάφηση, 5.992,48 ευρώ, αναφορικά με την υπ’ αριθμό …59/23-2-2011 διασάφηση και 3.863,42 ευρώ, αναφορικά με την υπ’ αριθμό …54/3-5-2011 διασάφηση και γ) την 8-2-2012, 28-2-2012 και 9-3-2012, κατά την κατάθεση στο … Τελωνείο …. των υπ’ αριθμούς …90/8-2-2012 (19.342,14 ευρώ), …65/8-2-2012 (19.556,01 ευρώ), …03/28-2-2012 (34.262,81 ευρώ) και …02/9-3-2012 (12.134,44 ευρώ) διασαφήσεων εισαγωγής, προσκόμισε και επισύναψε ανακριβή, ως προς την αξία, τιμολόγια εισαγωγής, υποτιμολογώντας τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων της εταιρείας “… LTD”, κατά την εισαγωγή τους από την …, κατά το ποσό των 16.119,40 ευρώ, που κατέβαλε μέσω τραπέζης στη δηλωθείσα προμηθεύτρια εταιρεία, επιπλέον της δηλωθείσας αξίας, με σκοπό να αποστερήσει το Δημόσιο δασμολογικές επιβαρύνσεις ύψους 6.612,01 ευρώ, δηλαδή 1.621,06 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …90/8-2-2012 διασάφηση, 1.500,69 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …65/8-2-2012 διασάφηση, 2.683,90 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …03/28-2-2012 διασάφηση και 806,36 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …02/9-3-2012 διασάφηση. Τα παραπάνω αποδεικνύονται από το ότι η εκκαλούσα-κατηγορουμένη κατέθετε χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς των προμηθευτών της στην … και στην …, που υπερέβαιναν κατά πολύ τα εμφανιζόμενα ως τιμήματα των πωλήσεων που προμηθευόταν από τις παραπάνω χώρες, σύμφωνα με τα τιμολόγια που προαναφέρθηκαν. Στο παραπάνω συμπέρασμα κατέληξαν και οι τελωνειακοί υπάλληλοι, μάρτυρες κατηγορίας, που ήλεγξαν την προαναφερθείσα επιχείρηση της εκκαλούσας-κατηγορουμένης, συγκρίνοντας τα τιμολόγια αγοράς και τα άλλα παραστατικά έγγραφα για τα εμπορεύματα που εισήγαγε από τις παραπάνω χώρες και κατέθεσε τις προαναφερθείσες διασαφήσεις στο … Τελωνείο …, με τα εμβάσματα που απέστειλε στο εξωτερικό στους προμηθευτές της. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, κατά την κρίση της ως άνω πλειοψηφίας των μελών του Δικαστηρίου, στοιχειοθετείται στο πρόσωπο της εκκαλούσας-κατηγορουμένης τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση, η παράνομη και αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας, κατ’ εξακολούθηση, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, που αποδίδονται σ’ αυτήν, για την οποίαν πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, όπως και πρωτοδίκως”. Μετά ταύτα και υπό τις παραδοχές αυτές το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε την αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη, ένοχη, κατά πλειοψηφία, με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ του Π.Κ., κατά πιστή μεταφορά, του ότι: “Στη …, τις παρακάτω ημεροχρονολογίες, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, προέβη σε πράξη που αποσκοπούσε να αποστερήσει το Δημόσιο από τους εισπρακτέους δασμούς, φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία, κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας, δηλαδή σε υποτιμολόγηση, με ιδιαίτερα τεχνάσματα της αξίας των εισαγομένων από αυτήν εμπορευμάτων (ενδυμάτων, υποδημάτων, τσαντών), δηλώνοντας μικρότερη δασμολογητέα αξία από την πράγματι πληρωθείσα κατά την εισαγωγή των εμπορευμάτων στη χώρα, ειδικότερα δε στον ως άνω τόπο: α) την 11-3-2011 κατά την κατάθεση στο … Τελωνείο …. της υπ’ αριθμό …58/11-3-2011 (14.083,68 ευρώ) διασάφησης εισαγωγής, προσκόμισε και επισύναψε ανακριβές, ως προς την αξία, τιμολόγιο εισαγωγής, υποτιμολογώντας τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων της εταιρείας “… LTD”, κατά την εισαγωγή τους από την …, κατά το ποσό των 13.836,78 ευρώ, που κατέβαλε μέσω τραπέζης στη δηλωθείσα προμηθεύτρια εταιρεία, επιπλέον της δηλωθείσας αξίας, και δηλώνοντας ανακριβή αριθμό τεμαχίων, ήτοι 16.057 τεμάχια, αντί του αριθμού των 34.315 τεμαχίων, που αναγραφόταν στο επισυναπτόμενο τιμολόγιο εισαγωγής, με σκοπό να αποστερήσει από το Δημόσιο δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις ύψους 6.247,57 ευρώ, β) την 23-3-2011 και την 2-5-2011 κατά την κατάθεση στο Β’ Τελωνείο Θεσσαλονίκης των υπ’ αριθμούς …58/23-2-2011 (18.933,99 ευρώ), …59/23-2-2011 (18.510,27 ευρώ) και …43/2-5-2011 (10.349,02 ευρώ) διασαφήσεων εισαγωγής, προσκόμισε και επισύναψε ανακριβή, ως προς την αξία, τιμολόγια εισαγωγής, υποτιμολογώντας τη δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων της εταιρείας “… LTD”, κατά την εισαγωγή τους από την …, κατά το ποσό των 34.891,92 ευρώ, που κατέβαλε μέσω τραπέζης στη δηλωθείσα προμηθεύτρια εταιρεία, επιπλέον της δηλωθείσας αξίας, με σκοπό να αποστερήσει από το Δημόσιο δασμολογικές επιβαρύνσεις, ύψους 14.909,95 ευρώ, δηλαδή 5.054,05 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …58/23-2-2011 διασάφηση, 5.992,48 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …59/23-2-2011 διασάφηση και 3.863,42 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …43/3-5-2011 διασάφηση και γ) την 8-2-2012, την 28-2-2012 και 9-3-2012 κατά την κατάθεση στο … Τελωνείο … των υπ’ αριθμούς …90/8-2-2012 (19.342,14 ευρώ), …65/8-2-2012 (19.556,01 ευρώ), …03/28-2-2012 (34.262,81 ευρώ) και …02/9-3-2012 (12.134,44 ευρώ) διασαφήσεων εισαγωγής, προσκόμισε και επισύναψε ανακριβή, ως προς την αξία, τιμολόγια εισαγωγής, υποτιμολογώντας τη δασμολογική αξία των εμπορευμάτων της εταιρείας “… LTD”, κατά την εισαγωγή τους από την …, κατά το ποσό των 16.119,40 ευρώ, που κατέβαλε μέσω τραπέζης στη δηλωθείσα προμηθεύτρια εταιρεία, επιπλέον της δηλωθείσας αξίας, με σκοπό να αποστερήσει από το Δημόσιο δασμολογικές επιβαρύνσεις ύψους 6.612,01 ευρώ, δηλαδή 1.621, 08 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …90/8-2-2012 διασάφηση, 1.500,69 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …65/8-2-2012 διασάφηση, 2.683,90 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …03/28-2-2012 διασάφηση και 806,36 ευρώ αναφορικά με την υπ’ αριθμό …02/9-3-2012 διασάφηση”.
Από τα άρθρα 111, 112 και 113 του Π.Κ., προκύπτει, ότι το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμέλημα, είναι πενταετής και αρχίζει από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη. Η παραγραφή αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου καταστεί αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέραν των τριών ετών. Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ. 1 εδάφ. β’, 370 εδάφ. β’ και 511 του Κ.Π.Δ., προκύπτει, ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης,, που εξαλείφει την ποινική αξίωση της πολιτείας, εξετάζεται αυτεπάγγελτα σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και κατ’ αναίρεση. Αν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει τη συμπλήρωσή της, και μετά την άσκηση της αίτησης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδάφ. β’ του Κ.Π.Δ., υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αναίρεσης περιέχει ένα τουλάχιστον παραδεκτό λόγο από τους περιλαμβανόμενους στο άρθρο 510, χωρίς να απαιτείται να είναι αυτός και βάσιμος (Ολ. Α.Π. 1284/1992, Ολ. Α.Π. 585/1991, Ολ. Α.Π. 583/1991). Η ερμηνεία αυτή των παραπάνω διατάξεων προϋποθέτει ότι η προσβαλλόμενη με την αναίρεση απόφαση, δεν έχει καταστεί ακόμη αμετάκλητη, όπως συμβαίνει όταν το Εφετείο, δικάζοντας κατ’ ουσία την υπόθεση, καταδίκασε τον κατηγορούμενο και κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε νόμιμη και παραδεκτή αναίρεση, οπότε ο Άρειος Πάγος, προκειμένου να προχωρήσει στην κατ’ ουσία εξέταση των λόγων της, οφείλει προηγουμένως, αν η αξιόποινη πράξη έχει παραγραφεί, να παύσει απευθείας οριστικά την ποινική δίωξη. Στην προκείμενη περίπτωση η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη Γ. Π. του Δ. και της Χ., καταδικάσθηκε με την υπ’ αριθμό 472/20-1-2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, σε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών με τριετή αναστολή, για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση με ιδιαίτερα τεχνάσματα με χρόνους τέλεσης των μερικότερων πράξεων τις 11-3-2011, 23-3-2011, 2-5-2011, 8-2-2012, 28-2-2012 και 9-3-2012. Κατά της ως άνω απόφασης η κατηγορουμένη άσκησε την υπ’ αριθμό 52/20-1-2017 έκθεση έφεσης, η οποία εκδικάσθηκε την 23-1-2018 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, το οποίο με την υπ’ αριθμό 254/2018 προσβαλλόμενη καταδικαστική του απόφαση, κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη, για την προαναφερόμενη αξιόποινη εξακολουθητική πράξη και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης δώδεκα (12) μηνών με τριετή αναστολή. Στη συνέχεια, κατά της απόφασης αυτής η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη άσκησε νομοτύπως και εμπροθέσμως την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Όπως προαναφέρθηκε, η εν λόγω αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, διότι ασκήθηκε από δικαιούμενο και έχον προς τούτο συμφέρον πρόσωπο, στρέφεται κατά υποκείμενης στο ένδικο αυτό μέσο απόφασης και περιέχει ως λόγους αναίρεσης 1) την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και 2) την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρα 464, 474 παρ. 4, 476 παρ. 1, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1 εδάφ. α’ και 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ.). Οι προβαλλόμενοι αναιρετικοί λόγοι είναι σαφείς και ορισμένοι και ως εκ τούτου παραδεκτοί, διότι με τον πρώτο λόγο αναίρεσης η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη καταδικαστική του απόφαση υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης παραπονείται ότι το δικαστήριο αυτό υπέπεσε στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών και της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, προκύπτει ότι, η κατηγορουμένη-αναιρεσείουσα τέλεσε τις τρεις μερικότερες πράξεις της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση, στη …, στις 11-3-2011, στις 23-3-2011 και στις 2-5-2011. Όμως, από τις προαναφερθείσες ημερομηνίες, μέχρι την ημερομηνία που συζητήθηκε η εν λόγω υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (15-11-2019), παρήλθε χρονικό διάστημα μείζον της οκταετίας (συμπληρωθέν μετά τη δημοσίευση της υπ’ αριθμό 254/2018 προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης) και συνεπώς εξαλείφθηκε το αξιόποινο των εν λόγω μερικότερων πράξεων λόγω παραγραφής. Αναφορικά δε με τις μερικότερες εξακολουθητικές αξιόποινες πράξεις της 8-2-2012, της 28-2-2012 και της 9-3-2012, με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, κατά την παραδεκτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις (άρθρα 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδάφ. α’, 27, 51, 53, 79, 80, 83, 84 παρ. 2 περ. β’, 98 του Π.Κ., 94, 95, 106, 155 παρ. 1 στοιχ.. β’, 2 στοιχ. θ’, 157 παρ. 1 στοιχ. β’ και 160 του Νόμου 2960/2001), τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει τις εξής κρίσιμες ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές: α) την ιδιότητα, με την οποία έδρασε η αναιρεσείουσα, β) τον τρόπο δράσης της (προσκόμιση ανακριβών τιμολογίων εισαγωγής των εισαγόμενων από αυτήν εμπορευμάτων δηλώνοντας μικρότερη δασμολογική αξία από την πράγματι πληρωθείσα κατά την εισαγωγή αυτών στην χώρα με συνέπεια την υποτιμολόγηση), γ) το ποσό της υποτιμολόγησης και δ) το ποσό των φόρων και δασμών που αποστερήθηκε το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω, αιτιολογείται ο υπερχειλής δόλος της αναιρεσείουσας, ότι δηλαδή οι ως άνω ενέργειες αυτής αποσκοπούσαν στην αποστέρηση του Δημοσίου από τους εισπρακτέους φόρους, δασμούς κ.λ.π. Τέλος, η αιτιολογία ολοκληρώνεται με την αναφορά στο διατακτικό που παραδεκτά συμπληρώνει το σκεπτικό, ότι οι ως άνω ενέργειες της αναιρεσείουσας, δηλαδή αφενός μεν υποτιμολογώντας τα εισαγόμενα προϊόντα, αφετέρου δε αποφεύγοντας την καταβολή των αναλογούντων δασμών, φόρων κ.λ.π., συνιστούν ιδιαίτερα τεχνάσματα. Επομένως οι, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ., λόγοι αναίρεσης, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι λοιπές αιτιάσεις με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση υπό την επίφαση της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου, είναι απαράδεκτες, ως αναγόμενες στην αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα. Με βάση τα προεκτεθέντα, ενόψει του ότι η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή και η αναιρεσείουσα εμφανίσθηκε στην παρούσα δίκη, η εν λόγω εξακολουθητική αξιόποινη πράξη υπέπεσε σε μερική παραγραφή μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω παρέλευσης οκταετίας από της έναρξης του χρόνου τέλεσής της (11-3-2011, 23-3-2011 και 2-5-2011) μέχρι τον χρόνο συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (15-11-2019), οπότε πρέπει να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τη διάταξή της περί της ενοχής της αναιρεσείουσας για τις μερικότερες πράξεις που τελέσθηκαν κατά τις προαναφερόμενες ημερομηνίες και να παύσει οριστικά η εναντίον της ποινική δίωξη, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Η υπόθεση, όμως, κατά το μέρος που δεν έχει παραγραφεί, πρέπει να παραπεμφθεί για νέα, κατά τούτο, συζήτηση της υπόθεσης στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, αν είναι δυνατό, από τους ίδιους Δικαστές, εφόσον πρόκειται να κριθεί μόνο το σκέλος της ποινής (άρθρο 522 του Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμό 254/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης ως προς τις διατάξεις της: α) περί της ενοχής της αναιρεσείουσας, Π. Γ. του Δ. και της Χ., κατοίκου … (οδός …) για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτή, στη …, στις 11-3-2011, στις 23-3-2011 και στις 2-5-2011 και β) περί καθορισμού της επιβλητέας, για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα, ποινής.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη κατά της αναιρεσείουσας για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας κατ’ εξακολούθηση, με ιδιαίτερα τεχνάσματα, που φέρεται ότι τελέσθηκε από την ίδια, στη ….., στις 11-3-2011, στις 23-3-2011 και στις 2-5-2011.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά τούτο, συζήτηση της υπόθεσης στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτούμενο, εφόσον είναι δυνατό, από τους ίδιους Δικαστές, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως. Και
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 17-7-2019 (αρ. πρωτ: 8027/19-7-2019) αίτηση της Π. Γ. του Δ. και της Χ., κατοίκου … (οδός …) [ασκηθείσα με δήλωση επιδοθείσα στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 19-7-2019], για αναίρεση της ανωτέρω απόφασης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 29 Νοεμβρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου 2019.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ