Αριθμός 181/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα, Ιωάννη Μαγγίνα και Γεώργιο Κόκκορη – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2018, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Προβατάρη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Αναγνωστοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Ε. Φ. του Χ., κατοίκου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ’αριθ.533/2018 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την νόμιμα λυθείσα εταιρεία με την επωνυμία “… ΕΠΕ”, όπως αυτή εκπροσωπείτο νόμιμα από τον μοναδικό εταίρο και διαχειριστή Η. Λ. του Λ. και της διάδοχης αυτής εταιρείας με την επωνυμία “…”, όπως αυτή εκπροσωπείται από τον ίδιο ως άνω διαχειριστή, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο Δικηγόρο του Δημήτριο Βαντσίδη. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Ιουνίου 2018 και με αριθμό 20/2018 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 863/2018.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, από 11-6-2018, αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, Ε. Φ. του Χ., κατά της υπ’ αρ.533/2018 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, για την πράξη της κλοπής, που εκδόθηκε σε δεύτερο βαθμό, ύστερα από έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κατά πρωτοβάθμιας αθωωτικής αποφάσεως, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα.
Συνεπώς, η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς τη βασιμότητα των προβαλλόμενων με αυτή αναιρετικών λόγων.
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 Κ.Ποιν.Δ. προκύπτει, ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η αιτίαση για κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά, προκειμένου για έφεση εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ., που προστέθηκε με το άρθρ. 2 παρ. 19 β του Ν. 2408/1996 και ισχύει από 4-6-1996, “η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού μέσου και απαιτείται ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των λόγων της εφέσεως, δηλαδή πρέπει να εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές ή νομικές πλημμέλειες, που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση. Μόνη δε η παράθεση στην έκθεση εφέσεως των αποδεικτικών στοιχείων, από τα οποία προκύπτει ενοχή του κατηγορουμένου και εντεύθεν εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν αρκεί κατά το νόμο για την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της εφέσεως του εισαγγελέα κατά της αθωωτικής αποφάσεως, εφόσον δεν αντικρούει με συλλογισμούς και σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα την κρίση του δικαστηρίου περί της αθωότητας του κατηγορουμένου (Ολ.Α.Π. 9/2005). Περαιτέρω, η έφεση του εισαγγελέα στερείται της επιβαλλόμενης από την άνω διάταξη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όταν, μεταξύ άλλων, δεν μνημονεύονται σ’ αυτήν τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη για το σχηματισμό της κρίσεώς του περί της ενοχής του κατηγορουμένου. Η επιλεκτική παράθεση ορισμένων, από την οποία δημιουργείται αμφιβολία για το αν συνεκτιμήθηκαν και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, συνιστά έλλειψη αιτιολογίας, εκτός εάν, από το όλο περιεχόμενο της αιτιολογίας της εφέσεως, προκύπτει κατά τρόπο αναμφισβήτητο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα. Όταν η εισαγγελική έφεση κατά αθωωτικής αποφάσεως δεν έχει την πιο πάνω απαιτούμενη αιτιολογία και παρά ταύτα το δευτεροβάθμιο δικαστήριο την κρίνει παραδεκτή και, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, ενώ έπρεπε, ως αναιτιολόγητη, να την απορρίψει ως απαράδεκτη, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ Κ.ΠοινΔ. λόγο αναιρέσεως.- Στην προκειμένη περίπτωση, από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την υπ’ αρ.18735/2016 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε σε πρώτο βαθμό, ο αναιρεσείων κηρύχθηκε αθώος για την αξιόποινη πράξη της κλοπής. Κατά της αποφάσεως αυτής η Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης άσκησε, ενώπιον του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης , την υπ’ αριθ. 1662/17.10.2016 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη, υπ’ αριθ.533/2018, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης , με την οποία, αφού έγινε τυπικά δεκτή η εν λόγω έφεση, στη συνέχεια εξετάσθηκε η ουσία της υποθέσεως και ο αναιρεσείων κηρύχθηκε ένοχος της ανωτέρω πράξεως, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως έξι (6) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία. Στην έφεση της άνω Εισαγγελέως αναφέρεται, ότι αυτή ασκεί έφεση κατά της προμνημονευόμενης πρωτόδικης αθωωτικής για τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα αποφάσεως, για το λόγο ότι, όπως κατά λέξη αναφέρεται στη σχετική έκθεση εφέσεως: “…..ο κατηγορούμενος κατηγορούνταν ότι κατά το χρονικό διάστημα από 24 έως 27 Νοεμβρίου 2011 ενώ συμμετείχε σε σχολή εκπαιδευτών του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων στο …. αφαίρεσε έναν φορητό υπολογιστή με στοιχεία NB Acer Aspire ΑSS750G-2314G32Μnkk, από την κατοχή του ιδιοκτήτη του Η. Λ. του Λ. , με σκοπό να τον ιδιοποιηθεί παράνομα. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, αθωώνοντας τον κατηγορούμενο λόγω αμφιβολιών, έσφαλε στην εκτίμηση του νόμου και των αποδεικτικών μέσων. Συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε στην κατοχή του τον ανωτέρω ηλεκτρονικό υπολογιστή, αφού αυτός ήταν ο κάτοχος των ΙΡ ΑDDΡΕSS, που χρησιμοποιήθηκαν σε χρονικό διάστημα μετά την κλοπή του, όπως προέκυψε από την άρση απορρήτου που ζητήθηκε κατά την προδικασία. Επιπλέον από τα στοιχεία που προσκόμισε ο πολιτικός ενάγων, ιδιοκτήτης του υπολογιστή, ήτοι φωτογραφίες και DVD, αλλά και από την κατάθεση του μάρτυρα Π. Μ., προέκυψε η επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή που περιείχε τα αρχεία του πολιτικώς ενάγοντα, αλλά και φαινόταν ο κατηγορούμενος να ανοίγει μία σελίδα και να κατασκευάζει μία χριστουγεννιάτικη κάρτα για την κόρη του Ζ. Φ., όπως επίσης να ανοίγει τα email που ανήκουν στο όνομα της συζύγου Ε. Κ.. Εκτός τούτων ο υπολογιστής ήταν συνδεδεμένος με καλώδιο σε ένα router, ήτοι ενσύρματα και όχι ασύρματα. Επομένως προέκυπτε ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την πράξη της κλοπής για την οποία κατηγορούνταν και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, έσφαλε κατά το μέρος αυτό στην κρίση του δεχόμενο, ότι υφίστανται αμφιβολίες για την ενοχή του κηρύσσοντας αθώο τον κατηγορούμενο..”. Υπό το άνω, όμως, περιεχόμενο, η εισαγγελική έφεση δεν περιέχει την απαιτούμενη κατά την έννοια του άρθρου 486 παρ. 3 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, διότι δεν εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια και πληρότητα συγκεκριμένες πλημμέλειες της εκκαλούμενης αποφάσεως ούτε εκτιμάται το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, αλλά προβάλλεται στην έκθεση εφέσεως, επιλεκτικά, από τα αποδεικτικά μέσα μόνον η κατάθεση του μάρτυρα Π. Μ. και γίνεται αναφορά σε προσκομισθείσες από την πλευρά της πολιτικής αγωγής φωτογραφίες και DVD, χωρίς να αντικρούεται σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις τριών ακόμη μαρτύρων, σημαντικό αριθμό αναγνωσθέντων εγγράφων και απολογία κατηγορουμένου) που εισφέρθηκαν κατά την πρωτοβάθμια ακροαματική διαδικασία, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της εκκληθείσας αποφάσεως, τα οποία ούτε κατά κατηγορία μνημονεύονται, η αθωωτική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Έτσι, με το να δεχθεί τυπικά την έφεση αυτή το Δικαστήριο της ουσίας και να προχωρήσει στην ουσιαστική εκδίκαση της υποθέσεως, καταδικάζοντας τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την προαναφερόμενη αξιόποινη πράξη, αντί, λόγω του αναιτιολογήτου της εφέσεως, να την απορρίψει, ως απαράδεκτη, υπερέβη τη δικαιοδοσία του, την οποία δεν είχε στη συγκεκριμένη περίπτωση και, συνεπώς, υπέπεσε στην πλημμέλεια της θετικής υπερβάσεως εξουσίας του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Η’ Κ.Ποιν.Δ. Επομένως, ο υποστηρίζων τα ανωτέρω πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή αυτού, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ παρέλκει πλέον η έρευνα του δεύτερου και τελευταίου αναιρετικού λόγου (από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α’ ΚΠΔ), ως αλυσιτελής. Αφού δε η απόφαση αυτή αναιρείται λόγω του απαραδέκτου της εισαγγελικής εφέσεως, δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατ’ άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ., για νέα συζήτηση στο Δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ενόψει του ότι, ελλείψει εγκύρου εφέσεως, δεν υφίσταται στάδιο ουσιαστικής έρευνας της υποθέσεως και παραμένει πλέον σε ισχύ η πρωτόδικη αθωωτική απόφαση, οπότε πρέπει ο Άρειος Πάγος να απορρίψει την εισαγγελική έφεση κατ’ εκείνης, ως απαράδεκτη.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμό 533/2018 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Απορρίπτει την υπ’ αριθμό 1662/17-10-2016 έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κατά της υπ’ αριθμό 18735/2016 αθωωτικής απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Δεκεμβρίου 2018.Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 30 Ιανουαρίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ