ΑΠ 1806/2016 (Ζ’ Ποινικό Τμήμα): “…Περαιτέρω, σε σχέση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως με τον οποίον προβάλλεται η αιτίαση της: “ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β και ε του Π.Κ.” πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Η επιβαλλομένη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή την μείωση του καταλογισμού ή την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή την μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως, που σε περίπτωση αναγνωρίσεώς της επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 του ιδίου Κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ιδρύεται ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ, η μη απάντηση στον ισχυρισμό αυτόν, συνιστά έλλειψη ακροάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π.Δ. και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ιδίου ως άνω Κώδικα (Α.Π. 976/2014, Α.Π. 175/2014, Α.Π. 1354/2013, Α.Π. 1068/2013)”. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα, δια του συνηγόρου υπερασπίσεώς της, παραδεκτώς και ορισμένως, πρόβαλε ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου τους στηριζόμενους στις διατάξεις των περ. β και ε της παρ. 2 του άρθρου 84 του Π.Κ., αυτοτελείς ισχυρισμούς της, ως εξής: “…Στην προκειμένη περίπτωση, μου αποδίδεται το αδίκημα της φοροδιαφυγής με την ιδιαίτερη μορφή της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως. Θεωρήθηκε δε ότι η υποβληθείσα δήλωση για την χρήση 01-01-2003 έως 31-12-2003 ήταν ανακριβής, διότι κατά τον διενεργηθέντα έλεγχο δεν προσκομίσθηκαν τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας για την χρήση του έτους 2003 να υπολογισθούν εξωλογιστικά. Πλην όμως δεν επέδειξα τα βιβλία και στοιχεία της εταιρείας ωθούμενη όχι από ταπεινά αίτια αλλά επειδή αφενός ουδέποτε έλαβα πραγματική γνώση του ότι διενεργείται έλεγχος, αφετέρου ακόμη και αν είχα λάβει γνώση ήταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να επιδείξω τα βιβλία και τα στοιχεία της εταιρείας, τα οποία όλα είχαν αναληφθεί, μαζί με τα οχήματα και μηχανήματα της εταιρείας, εν μια νυκτί και αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου μου, από κακοποιά στοιχεία τοκογλυφικών κυκλωμάτων, των οποίων θύμα είχε πέσει ο σύζυγός μου, όπως εκ των υστέρων πληροφορήθηκα…” και “…Τον Ιανουάριο του έτους 2006 έχασα αιφνιδίως και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες τον σύζυγό μου και έμεινα χήρα σε ηλικία μόλις 43 ετών, έχοντας μόνη την ευθύνη του ανηλίκου, μόλις δέκα ετών, υιού μου Γ. [ίδετε ληξιαρχική πράξη γέννησης-σχετ. Νο….]. Μέχρι τότε ήμουν οικοκυρά περιοριζόμενη στην φροντίδα του οίκου μου και της οικογένειάς μου. Προκειμένου να εξασφαλίσω τα απαραίτητα προς το ζην τόσο για το τέκνο μου, όσο και για εμένα, άρχισα να εργάζομαι σε ψησταριά και παρά τα προβλήματα υγείας που μου έχει προκαλέσει η κούραση και η ορθοστασία (θρόμβωση κνήμης) εξακολουθώ μέχρι σήμερα την ίδια εργασία. Εργαζόμενη σκληρά κατάφερα-καίτοι με στερήσεις-να αναθρέψω τον γιό μου, ο οποίος σήμερα είναι σπουδαστής του Τμήματος … στο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πάτρας, επιτυχία που εν πολλοίς οφείλεται και σ’ εμένα τη μητέρα του, η οποία κατάφερα να του εμφυσήσω την ανάγκη να μορφωθεί και να σπουδάσει, κάλυψα οικονομικά όλη την σχετική προετοιμασία του και κυρίως τον στήριξα προκειμένου να αντιμετωπίσει την απώλεια του πατέρα του. Παράλληλα έχοντας βιώσει προσωπικά την αιφνίδια απώλεια εισοδήματος και έχοντας έλθει-αμέσως μετά τον θάνατο του συζύγου μου-αντιμέτωπη με το φάσμα της φτώχειας, είμαι απολύτως ευαισθητοποιημένη απέναντι στο φαινόμενο της φτωχοποίησης που μαστίζει την ελληνική κοινωνία, μετέχω δε εθελοντικά σε δράσεις της εκκλησίας [παρασκευή και διανομή συσσιτίων, συγκέντρωση τροφίμων και ενδυμάτων], που στόχο έχουν την προσφορά στοιχειώδους βοήθειας σε άπορους συνανθρώπους μας. Συνεπώς για χρονικό διάστημα πλέον των επτά ετών είμαι σταθερά προσανατολισμένη σε μία υγιή και έντιμη ατομική, οικογενειακή και κοινωνική ζωή, πλέον δε τούτου είμαι ενεργό μέλος της κοινωνίας, από δε την ενεργή κοινωνική και φιλανθρωπική δράση μου αντλώ ειλικρινώς μεγάλη ικανοποίηση και πληρότητα. Για τους λόγους αυτούς πρέπει να μου αναγνωρισθεί η ελαφρυντική περίσταση της περ. ε της παρ. 2 του άρθρου 84 του Π.Κ. με αντίστοιχη ευνοϊκή ποινική μου μεταχείριση…”. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, απέρριψε αμφοτέρους τους ανωτέρω αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, με την φράση που διαλαμβάνεται στο διατακτικό της, κατά πιστή μεταφορά και που έχει ως ακολούθως: “Απορρίπτει τους αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης για αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. β και ε του Π.Κ.”. Το ίδιο δικαστήριο με την απόφασή του αυτή και αναφορικά με την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας, στην ουσία τους, διέλαβε στο σκεπτικό της τα εξής: “… Όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 του Π.Κ., που αιτείται να της αναγνωρισθούν, δεν αποδεικνύεται ότι συντρέχουν στο πρόσωπό της, αφού δεν αποδείχθηκε αφαίρεση των βιβλίων της εταιρείας από τρίτο πρόσωπο και, σε κάθε περίπτωση, η ίδια δεν προσήλθε στην φορολογική αρχή για να δηλώσει και αντ’ αυτού εξαφανίσθηκε και από δική της υπαιτιότητα δεν κατέστη δυνατός ο έλεγχος. Τέλος, δεν αποδείχθηκαν περιστατικά μετέπειτα και επί μακρόν καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη της, απορριπτομένου του αιτήματος της αναγνωρίσεως του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε του Π.Κ. στο πρόσωπό της”. Πλην όμως η ανωτέρω αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφορικά με την απόρριψη της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ ε του Π.Κ., δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, καθώς και από την επισκόπηση της ποινικής δικογραφίας, των μαρτυρικών καταθέσεων και των αναγνωσθέντων εγγράφων δεν προκύπτει αβιάστως ότι δεν προσκομίσθηκαν τα εταιρικά βιβλία εξ άλλης αιτίας, ώστε αναπότρεπτα με τρόπο ασφαλή να αποκλείεται η εξαφάνισή τους από τρίτο πρόσωπο, όπως ισχυρίσθηκε. Ούτε σε συνάφεια προς τα ανωτέρω ενδυναμώνεται η παραδοχή αυτή, ως προς τον ορθολογισμό της και την αποδειξιμότητά της με το εσφαλμένο επιχείρημα ότι “σε κάθε περίπτωση η ίδια δεν προσήλθε στην φορολογική αρχή για να το δηλώσει και αντ’ αυτού εξαφανίσθηκε”, διότι σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και τα γενικώς ισχύοντα κατ’ αντικειμενική κρίση, η εν λόγω δήλωση δεν γίνεται δεκτή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., παρά το μηχανογραφικό της σύστημα, δέχεται μόνον την παράδοση των εταιρικών βιβλίων και όχι τη δήλωση απώλειας αυτών. Ούτε η αλλαγή κατοικίας συνιστά σκοπό εξαφανίσεως και συμπερασματική υπαιτιότητα, ότι δήθεν εξ αυτού του λόγου δεν κατέστη δυνατός ο έλεγχος. Τα αυτά ισχύουν και ως προς την απόρριψη του ετέρου αυτοτελούς ισχυρισμού, περί απορρίψεως σ’ αυτήν της ελαφρυντικής περιστάσεως της περ. ε της παρ. 2 του άρθρου 84 του Π.Κ., καθόσον, δεν εξειδικεύεται στην προσβαλλομένη απόφαση, γιατί τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέσθηκε για την θεμελίωσή του, ήτοι το ότι πέτυχε, καίτοι έμεινε αιφνιδίως χήρα στη νεαρή ηλικία των 43 ετών, να μεγαλώσει μόνη τον ανήλικο το έτος 2006 γιό της, φοιτητή σήμερα στην Πάτρα και να σπουδάσει αυτόν, απασχολούμενη για τα προς το ζην στην ψησταριά του αδελφού της, επιδεικνύοντας παράλληλα εμπράκτως ευαισθησία απέναντι στο φαινόμενο της φτώχειας, συμμετέχοντας στα συσσίτια της Εκκλησίας, και επιβεβαιώθηκαν από την κατάθεση στο ακροατήριο του μάρτυρα υπερασπίσεως Κ. Κ., δεν δικαιολογούν την κατάφαση, στο πρόσωπό της, της σχετικής ελαφρυντικής περιστάσεως, δοθέντος ότι, η απαιτουμένη πέραν του συνήθους καλή συμπεριφορά, δεν ταυτίζεται με την απαίτηση για μία εξαιρετικά υπερδιακεκριμένη καλή συμπεριφορά. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να είναι σαφής και θετική σε σχέση με το τι ακριβώς και από πού αποδείχθηκε και όχι αρνητική τέτοια, δηλαδή τι “…δεν αποδείχθηκε…”, καθόσον, με τη χρησιμοποίηση από το δικαστήριο “αρνητικής” αιτιολογίας, με την φρασεολογία “…δεν αποδείχθηκε…”,-όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση- διαφαίνεται ανεπίτρεπτος επιλεκτική αξιολόγηση αποδεικτικών μέσων και δυσαρμονία της αξιολογήσεως αυτών προς το αποτέλεσμα. Έτσι, στην κρινομένη περίπτωση-από τον έλεγχο του σκεπτικού της αποφάσεως προκύπτει αναμφίβολα, ότι δεν συναξιολογήθηκε-έστω αρνητικά η κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως Κ. Κ., που από την επιτρεπτή επισκόπηση, τουλάχιστον, του περιεχομένου της, όπως σημειώνεται στα πρακτικά, σηματοδοτούνται, λογικά κενά, στην αιτιολογία απορρίψεως…”..