ΑΠ 1764/2016 (Ε΄’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ): “…..Κατά τις διατάξεις του άρθρου 474 του Κ.Ποιν.Δ., (όπως η παρ. 3 προσετέθη με την παρ. 8 του άρθρου 33 του ν.4055/2012, που ισχύει από 2 Απριλίου 2012): 1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ. 2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα του ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ εκείνον που τη διευθύνει. Για την δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του (άρθρο 465 παρ. 1) και από κείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει την άσκηση του ένδικου μέσου και τηλεγραφικά, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την κατάθεση του τηλεγραφήματος. Αν η έκθεση γίνει σε άλλο γραμματέα ή στο διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. 2. Στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. 3. Στην έκθεση αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) και η αρμόδια Δ.Ο.Υ. του προσώπου που ασκεί το ένδικο μέσο. Αν αυτός που ασκεί το ένδικο μέσο δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυμο και το όνομα του πατέρα του, το πατρικό επώνυμο και το όνομα της μητέρας του, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό. Τέλος, με την προαναφερόμενη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 474 Κ.Ποιν.Δ., ο νομοθέτης θέλησε να εξασφαλίσει την εκτέλεση των αποφάσεων κατά των οποίων ο δικαιούμενος του ενδίκου μέσου της εφέσεως ασκεί αυτήν. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης με αριθ. 238/29.9.2012 αποφάσεώς του, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Λαμίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, απέρριψε, παρόντων των κατηγορουμένων, ως απαράδεκτες τις υπ’ αριθμ. 60 και 61/3.7.2012 εφέσεις, αντιστοίχως, αυτών (αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων) κατά της υπ’ αριθμ. 1003/3.7.2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λαμίας, με την οποία είχαν καταδικασθεί για υπερημερία στην αγορά αγροτικών προϊόντων από κοινού, κατά συρροή, λόγω μη αναγραφής στις ως άνω εκθέσεις εφέσεώς των, των στοιχείων : 1) του αριθμού φορολογικού μητρώου (ΑΦΜ) τους και 2) της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. Ειδικότερα, η αιτιολογία του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής: “Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 474 του Κ.Ποιν.Δ. (όπως η παρ.3 προστέθηκε με την παρ.8 του άρθρου 33 του Ν. 4055/2012, που ισχύει από 2 Απριλίου 2012): 1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παρ.2 του άρθρου 473, το ένδικο μέσο ασκείται με δήλωση στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση (ή το βούλευμα) ή στο γραμματέα ειρηνοδικείου ή στον προϊστάμενο της προξενικής αρχής που βρίσκεται στο εξωτερικό και στην περιφέρεια των οποίων κατοικεί ή διαμένει προσωρινά ο δικαιούμενος. Αν αυτός κρατείται στη φυλακή, η δήλωση μπορεί να γίνει και σ’ εκείνον που τη διευθύνει. Για τη δήλωση συντάσσεται έκθεση που υπογράφεται από εκείνον που την υποβάλλει ή τον αντιπρόσωπο του (άρθρο 465 παρ.1) και από εκείνον που τη δέχεται. Ο εισαγγελέας μπορεί να δηλώσει άσκηση του ενδίκου μέσου και τηλεγραφικά, οπότε το ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκήθηκε με την κατάθεση του τηλεγραφήματος. Αν η έκθεση γίνει σε άλλο γραμματέα ή στο διευθυντή των φυλακών, αποστέλλεται αμέσως στο γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. 2. Στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο. 3. Στην έκθεση αναγράφεται υποχρεωτικά ο αριθμός φορολογικού μητρώου (Α.Φ.Μ.) και η αρμόδια Δ.Ο.Υ. του προσώπου που ασκεί το ένδικο μέσο. Αν αυτός που ασκεί το ένδικο μέσο δεν έχει ΑΦΜ, αναγράφονται υποχρεωτικά το επώνυμο και το όνομα του πατέρα του, το πατρικό επώνυμο και το όνομα της μητέρας του, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης στην Ελλάδα ή η χώρα γέννησης στο εξωτερικό. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που σκοπό έχει να καταστήσει αποτελεσματικότερη την εκτέλεση των ποινικών αποφάσεων, η μη αναγραφή στην αίτηση εφέσεως του Α.Φ.Μ. του εκκαλούντος και της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. αυτού επιφέρει την απόρριψή της ως απαράδεκτη (Α.Π. 213/2014, Α.Π. 566/2014). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. 60 και 61/3.7.2012 εκθέσεις εφέσεως των ανωτέρω κατηγορουμένων-εκκαλούντων, δεν περιέχονται σ’ αυτές τα υποχρεωτικά αναγραφόμενα επί πλέον στοιχεία, δηλαδή ο Α.Φ.Μ. και η αρμόδια Δ.Ο.Υ. αυτών ή – αν αυτοί δεν έχουν αριθμό φορολογικού μητρώου – τα αντ’ αυτών απαιτούμενα στοιχεία, ήτοι το επώνυμο του πατέρα τους, το πατρικό επώνυμο της μητέρας τους καθώς και η ημερομηνία γέννησής τους.
Συνεπώς, οι ένδικες εφέσεις ασκήθηκαν άνευ της τηρήσεως των διατυπώσεων που ορίζονται από το νόμο για την παραδεκτή άσκησή τους και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες, να διαταχθεί η εκτέλεση της υπ’ αριθμ. 1003/3.7.2012 πρωτόδικης απόφασης και να επιβληθούν εις έκαστο εκ των εκκαλούντων – κατηγορουμένων τα δικαστικά έξοδα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.” Από την επιτρεπτή επισκόπηση όμως των εγγράφων της δικογραφίας, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι, οι επίμαχες εκθέσεις εφέσεων συντάχθηκαν σε σχετικό έντυπο, που τους χορηγήθηκε από τη γραμματεία του Πρωτοδικείου Λαμίας, ενώπιον του αρμοδίου γραμματέα του Πλημ/κείου Λαμίας και περιείχαν όλα τα λοιπά στοιχεία εξατομίκευσης των αναιρεσειόντων, ήτοι, όνομα, επίθετο, πατρώνυμο, μητρώνυμο, διεύθυνση κατοικίας, επάγγελμα και στοιχεία δελτίου αστυνομικής ταυτότητας. Να σημειωθεί, δε, ότι επί του χορηγηθέντος σ’ αυτούς σχετικού εντύπου δεν υπήρχε αντίστοιχο χωρίο για την συμπλήρωση οποιουδήποτε άλλου στοιχείου, όπως του αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) και της αρμόδιας Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.), όπως αυτοί αιτιώνται για τη μη αναγραφή τους. Όμως προέκυψε ότι το στοιχείο αυτό (ΑΦΜ) υπήρχε καταχωρημένο σε άλλο έγγραφο της δικογραφίας επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, και συγκεκριμένα στα έντυπα της “ανωμοτί εξέτασης μηνυομένου ή εγκαλουμένου”, όταν αυτοί κατέθεσαν ενώπιον του Πταισματοδίκη Λαμίας, μετά την έγκληση εναντίον τους, για την αποδιδόμενη σ’ αυτούς αξιόποινη πράξη.
Συνεπώς, εφόσον και τα έγγραφα αυτά (προανακριτικές καταθέσεις) αποτελούν μέρος της δικογραφίας, καλύπτεται η έλλειψη αυτή, και επομένως πληρούται ο παραπάνω σκοπός του νόμου να καταστήσει αποτελεσματικότερη την εκτέλεση της αποφάσεως. Εξάλλου το στοιχείο (αρμόδια Δ.Ο.Υ.) προκύπτει ευθέως από την αναγραφείσα στις εκθέσεις εφέσεώς τους διεύθυνση κατοικίας τους.
Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, από τη μη αναγραφή και των στοιχείων αυτών στο κυρίως δικόγραφο των εφέσεων, δεν προκαλείται κανένα απαράδεκτο αυτών. Συνακόλουθα, το Εφετείο με το να θεωρήσει, ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικογράφου των εφέσεων την αναγραφή του Αριθμού Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ) των αναιρεσειόντων, το οποίο προέκυπτε από άλλο έγγραφο της δικογραφίας, καθώς και της αρμοδίας Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.), στοιχείο, το οποίο, επίσης, προέκυπτε σαφώς από τη δηλωθείσα διεύθυνση κατοικίας τους, με την οποία το τελευταίο πάντα συνυφαίνεται και από την έλλειψη αυτών να στερήσει από τους αναιρεσείοντες το εκ της εφέσεως δικαίωμά τους να δικασθούν από ανώτερο κατά βαθμό δικαστήριο και να προχωρήσει, μετά απ’ αυτά, στην απόρριψη των εφέσεων αυτών ως απαραδέκτων, αφενός υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και αφετέρου προκάλεσε απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο, συνιστάμενη στη στέρηση από τους αναιρεσείοντες-κατηγορουμένους του δικαιώματός τους επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης, με την οποία κηρύχθηκαν ένοχοι ή της απόφασης με την οποία τους επιβλήθηκαν ποινές.
Συνεπώς είναι βάσιμοι οι αναιρετικοί λόγοι με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, και αρνητική υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ , σε συνδυασμό 171 παρ.1 εδ’ δ’ και Η’ του Κ.Ποιν.Δ.), και πρέπει, κατά παραδοχή αυτών, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ), προκειμένου να κρίνει επί του παραδεκτού ή μη των εφέσεων κατά τα λοιπά των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων και αναλόγως προς τη σχετική κρίση του είτε να απορρίψει και πάλι τις εφέσεις, είτε να προχωρήσει σε περαιτέρω έρευνα της υπόθεσης…”