Αριθμός 1455/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή – Εισηγητή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου …, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 3906/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30.6.2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1372/2008.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 περ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση. Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή, να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας τού τι προέκυψε από καθένα. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά δεν προκύπτει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Η κατά το άρθρο 178 ΚΠΔ απαρίθμηση των αποδεικτικών μέσων κατά την ποινική διαδικασία, είναι ενδεικτική και αφορά τα κυριότερα από αυτά, χωρίς να αποκλείει άλλα. Ειδικά η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 ΚΠΔ, με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, από το Δικαστικό Συμβούλιο ή το Δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο μάλιστα μνημονεύεται και στην αναφερόμενη διάταξη του άρθρου 178 ΚΠΔ, πρέπει δε για την δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτή υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν αναφέρεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο αναφερόμενος ανωτέρω λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθ. 3906/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κηρύχθηκε, σε δεύτερο βαθμό, ένοχος ο κατηγορούμενος – αναιρεσείων, ως οδηγός ιδιωτικής χρήσης επιβατηγού αυτοκινήτου, ένοχος για τις πράξεις της ανθρωποκτονίας και των σωματικών βλαβών σε κατ’ ιδέα συρροή από αμέλεια και τον κατεδίκασε σε συνολική ποινή φυλάκισης 24 μηνών που μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης. Στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτουσα από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της, αναφέρεται σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα ότι το Δικαστήριο, προς σχηματισμό της καταδικαστικής δικανικής κρίσης του έλαβε υπόψη του “τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας και της υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο Δικαστήριο τούτο, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά της δίκης αυτής και την όλη αποδεικτική διαδικασία”. Από τα πρακτικά όμως της δευτεροβάθμιας δίκης, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει, ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με συνήγορο υπεράσπισής του τον δικηγόρο Θεσσαλονίκης Βασίλειο Καρπουζά, και, όταν κλήθηκε σε απολογία από τον διευθύνοντα στη συζήτηση, αρνήθηκε την αποδιδομένη σ’ αυτόν κατηγορία για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις. Περί της απολογίας αυτής, που αποτελεί ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, δεν γίνεται καμμία μνεία ούτε στην αρχή της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου προσδιορίζονται γενικά και κατ’ είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, ούτε στη συνέχεια, όπου παρατίθενται οι σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά, που οδήγησαν το Εφετείο στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση του, αλλά ούτε από το όλο περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε. Εξάλλου, δεν αναφέρεται καθόλου το ίδιο ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και στην από … έκθεση πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων … και … (αριθ. 10 των αναγνωσθέντων εγγράφων, σελ. 5 των πρακτικών), που διενεργήθηκε κατόπιν παραγγελίας από το Τμήμα Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων Θεσσαλονίκης στα πλαίσια της ενεργηθείσας σχετικής προανάκρισης (για την ανάλυση και τον προσδιορισμό των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε το αυτοκινητικό τροχαίο ατύχημα κατά την …, με αυτοκίνητα οδηγούμενα, το μεν ένα από τον παθόντα …, το δε έτερο από τον κατηγορούμενο – αναιρεσείοντα), η οποία, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Περί της ανωτέρω εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης, που αποτελεί κατά την προαναφερόμενη διάταξη του ΚΠΔ ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο στην ποινική διαδικασία, δεν γίνεται επίσης καμμία μνεία, ούτε στην αρχή της αιτιολογίας της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, όπου προσδιορίζονται, όπως προαναφέρθηκε, γενικά και κατ’ είδος τα ληφθέντα υπόψη αποδεικτικά μέσα, ούτε στη συνέχεια που παρατίθενται οι σκέψεις και τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το κατ’ έφεση δικάζον Τριμελές Εφετείο στην καταδικαστική για τον κατηγορούμενο οδηγό κρίση του αναφέρεται, ούτε αξιολογείται το πόρισμα αυτής, αλλ’ ούτε και από το όλο περιεχόμενο του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε και αυτή κατά τη διερεύνηση των αιτίων του θανάσιμου τραυματισμού του …και των σωματικών βλαβών που προκλήθηκαν στους … και …, ώστε να εξαχθεί με βεβαιότητα το συμπέρασμα ότι η καταδικαστική κρίση του Δικαστηρίου στηρίχθηκε και στην προαναφερθείσα έκθεση πραγματογνωμοσύνης που αφορά τα εν λόγω περιστατικά (θάνατο και δύο τραυματισμούς ανθρώπων) και τα αίτια πρόκλησης των εν λόγω αποτελεσμάτων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Ενόψει αυτών, η ανωτέρω απόφαση στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την έκθεση των αποδεικτικών μέσων από τα οποία το Δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στην ως άνω κρίση του και συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτός, ως βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθ. 3906/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Μαΐου 2009. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 12 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ