Αριθμός 1122/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αγγελική Αλειφεροπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Δημήτριο Γεώργα, Ιωάννη Μαγγίνα, Ερωτόκριτο Ερωτοκρίτου και Χρυσούλα Φλώρου – Κοντοδήμου Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαρτίου 2019, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων – κατηγορουμένων: 1. U. T. του M., ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σπυρίδωνα Παπαχρήστου, ο οποίος διορίστηκε με την υπ’αριθμ. 36/19 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου. 2. E. F. του T., ήδη κρατούμενου στο Κ.Κ. …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Χρήστο Λαμπάκη, για αναίρεση της υπ’αριθ.317-318/2017 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και oι αναιρεσείοντες – κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται: α)στην από 21 Δεκεμβρίου 2018 αίτηση αναίρεσης του U. T. του M., που ασκήθηκε ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Θεσσαλονίκης και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 11/2018 και β)στις από 20 Σεπτεμβρίου 2018 και 20 Δεκεμβρίου 2018 αιτήσεις αναίρεσης του U. T. του M. που ασκήθηκαν η μεν πρώτη ενώπιον του Προϊσταμένου Δ/νσης του Κ.Κ.Τ…. και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 137/2018, η δε δεύτερη ενώπιον του Διευθυντή του ίδιου Καταστήματος Κράτησης και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 196/2018, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 54/19.
Αφού άκουσε Τον ορισθέντα με πράξη πληρεξούσιο δικηγόρο του 1ου αναιρεσείοντος και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του 2ου, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: 1) να απορριφθεί η από 21 Δεκεμβρίου 2018 κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, U. T. του M. και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα και 2) να γίνει δεκτή η από 20 Δεκεμβρίου 2018 κρινόμενη αίτηση αναίρεσης του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, E. F., και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι υπό κρίση α) υπ’αριθ.11/21-12-2018 αίτηση του T. U. του Μ., η οποία ασκήθηκε με δήλωση στον αρμόδιο Γραμματέα του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου και β) οι υπ’ αριθ. 137/ 20-9-2018 και 196/20-12-2018 δύο αιτήσεις του F.K. E. του T., που υποβλήθηκαν η πρώτη με δήλωση ενώπιον της Προϊσταμένης Διεύθυνσης του Καταστήματος Κράτησης ….ν και η δεύτερη ενώπιον του Διευθυντή του ίδιου Καταστήματος Κράτησης, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 317-318/2017 καταδικαστικής απόφασης του δευτεροβάθμιου Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και παραδεκτά, ενόψει και του ότι δεν έχει προηγηθεί κρίση για την πρώτη των αιτήσεων του δεύτερου αναιρεσείοντος (η δεύτερη από αυτές θεωρείται συμπληρωματική της πρώτης) και πρέπει, ως συναφείς, να συνεκδικασθούν.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 148 έως 153, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 476 παρ. 1, 509 παρ. 1 εδ. α’ και 510 ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι για το κύρος και, συνακόλουθα, το παραδεκτό της αίτησης αναίρεσης κατ’ απόφασης πρέπει στη δήλωση άσκησής της να περιέχονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, οι λόγοι, για τους οποίους ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ’ αυτήν ένας, τουλάχιστον, ορισμένος λόγος αναίρεσης, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ, η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (άρθρο 513 παρ. 1 εδ. α’ ΚΠοινΔ). Εξάλλου, δεν αποτελεί λόγο αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, διότι στην περίπτωση αυτή πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων F.K. E., με την πρώτη από τις άνω αιτήσεις του (υπ’ αριθ. 137/ 20-9-2018), ζητεί την αναίρεση της προαναφερθείσας απόφασης, με την οποία καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία με πρόθεση κατά συναυτουργία, συμπλοκή, από την οποία επήλθε θάνατος και επικίνδυνη σωματική βλάβη, κατά συρροή, σε ποινή ισόβιας κάθειρξης και συνολική ποινή φυλάκισης είκοσι τεσσάρων μηνών, διότι, όπως αναφέρει, επί λέξει, “άδικα καταδικάστηκε, γιατί α) η πράξη του χαρακτηρίστηκε εκ προθέσεως ενώ συνέβη σε συνθήκες τυχαίες β) δεν χρησιμοποιήθηκαν κατάλληλα αποδεικτικά μέσα για την απόδειξη του χαρακτηρισμού του αδικήματος εκ προθέσεως”. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό η εν λόγω αίτηση δεν περιέχει κανένα σαφή και ορισμένο λόγο αναίρεσης, από τους αναφερόμενους περιοριστικά στο άρθρο 510 ΚΠοινΔ, οι δε αιτιάσεις του, ότι άδικα καταδικάστηκε και ότι η πράξη του δεν οφείλεται σε πρόθεση αλλά συνέβη σε τυχαίες συνθήκες, πλήττουν απαράδεκτα την αναιρετικά ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, είναι απαράδεκτη και πρέπει, ως τέτοια, να απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠοινΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ.1 εδ. α’ και 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, προκαλείται, αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του οργανισμού των δικαστηρίων και του νόμου περί μικτών ορκωτών δικαστηρίων, εξαιτίας κακής σύνθεσης αυτού. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 394 του ίδιου Κώδικα “Πριν αρχίσει να συζητείται κάθε υπόθεση, διαβάζεται σε δηµόσια συνεδρίαση µε την παρουσία του εισαγγελέα και του κατηγορουµένου ο κατάλογος των ενόρκων της δωδεκαήµερης περιόδου, για την οποία προσδιορίστηκε η υπόθεση. Τα ονόµατα που υπάρχουν στον κατάλογο διαβάζονται δυνατά µε τη σειρά που είναι γραμμένα, ωσότου συμπληρωθεί από τους παρόντες ενόρκους ο αριθµός δέκα (10). Τα ονόματα αυτών των δέκα (10) ενόρκων µπαίνουν στην κληρωτίδα για να κληρωθούν οι τέσσερις (4) που µετέχουν µε τους τακτικούς δικαστές στη σύνθεση του µικτού ορκωτού δικαστηρίου που θα δικάσει την υπόθεση”. Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 396 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, αφού τεθούν στην κληρωτίδα σύμφωνα με τα άρθρα 394 και 395 τα ονόματα των δέκα (10) ενόρκων, ο πρόεδρος του μικτού ορκωτού δικαστηρίου εξάγει κάθε φορά ένα όνομα. Το όνομα αυτό διαβάζει δυνατά ο πρόεδρος και το γνωστοποιεί ιδιαίτερα στον εισαγγελέα και τον κατηγορούμενο, για να ασκήσουν το δικαίωμα εξαίρεσης, κατά την επόμενη παράγραφο, ωσότου, και αφού εξαντληθεί το δικαίωμα αυτό, συμπληρωθεί ο αριθμός των τεσσάρων (4) ενόρκων που απαιτούνται για τη σύνθεση του δικαστηρίου (παρ.1). Ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος έχουν το δικαίωμα να εξαιρέσουν ο καθένας δύο (2) ενόρκους (παρ.2). Με τις διατάξεις αυτές η συγκρότηση του δικαστηρίου των ενόρκων θεμελιώνεται επί της τύχης, η δε παραβίασή τους και ειδικότερα εκείνης για τη θέση στην κληρωτίδα του πιο πάνω νόμιμου αριθμού ονομάτων ενόρκων, που βρέθηκαν παρόντες κατά την εκφώνησή τους με τη σειρά του καταλόγου και μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των δέκα, επιφέρει, σύμφωνα με το άνω άρθρο 171 παρ. 1 εδ α’ ΚΠοινΔ, απόλυτη ακυρότητα για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση του δικαστηρίου, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ Α’ ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης. Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, επισκόπηση των πρακτικών της προμνημονευόμενης προσβαλλόμενης απόφασης του ως άνω Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά την κρίση από τους τακτικούς δικαστές, ότι οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατηγορουμένων ήταν τυπικά δεκτές, η Πρόεδρος παράγγειλε τη Γραμματέα να διαβάσει τον οικείο κατάλογο των ενόρκων, που είχαν κληρωθεί για το δωδεκαήμερο εκείνης της συνόδου μέχρι να συμπληρωθεί ο αριθμός των δέκα (10) ενόρκων και ταυτόχρονα παράγγειλε στους παρευρισκόμενους στην αίθουσα ενόρκους να ανακοινώσουν την παρουσία τους, κατά την εκφώνηση του ονόματός τους. Στη συνέχεια, όπως αναγράφεται στη σελίδα 5 των πρακτικών, “η Γραμματέας του Δικαστηρίου με δυνατή φωνή διάβασε τον κατάλογο των ενόρκων σύμφωνα με τη σειρά των ονομάτων που είναι γραμμένα σ’ αυτόν. Έτσι εμφανίστηκαν παρόντες οι παρακάτω αναφερόμενοι ένορκοι: 1) Κ. Κ., Παρων, 2) Β. Π., Παρων, 2) Τ. Γ., Παρων, 4) Α. Σ., Παρων, 5) Κ. Ι., Παρων, 6) Λ. Β., Παρων, 7) Π. Ε., Παρων, 8) Ζ. Κ., Παρουσα, 9) Β. Π., Παρουσα, 10) Β. Γ., Παρων,11) Χ. Ε., Παρουσα, 12) Κ. Η., Παρων, 13) Α. Ι., Παρουσα, 14) Ζ. Α., Παρουσα, 15) Γ. Μ., Παρουσα, 16) Α. Α., Απουσα, 17) Γ. Ι., Απων”. Κατόπιν τούτου, η Πρόεδρος έβαλε τα καρτελάκια με τα ονόματα των δέκα (10) πρώτων παρόντων ενόρκων στην κληρωτίδα, χωρίς από κανένα να προβληθεί αντίρρηση ή ένσταση, ανακοινώνοντας, μάλιστα, ότι είναι αναγκαίοι για τη συγκρότηση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης μόνο τέσσερις (4) ένορκοι, που θα κληρωθούν για να πάρουν μέρος στη συνεδρίαση του Δικαστηρίου. Απ’ αυτήν κληρώθηκαν οι αναφερόμενοι στα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης τέσσερις ένορκοι, οι οποίοι δεν εξαιρέθηκαν από τους ερωτηθέντες Εισαγγελέα της έδρας και κατηγορουμένους, δηλαδή οι 1) Λ. Β., 2) Α. Ι., 3) Π. Ε. και 4) Κ. Η. (σελ. 7 των πρακτικών). Μεταξύ των τεσσάρων αυτών ενόρκων, οι οποίοι αποτέλεσαν μέλη του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε την υπόθεση των κατηγορουμένων και ήδη αναιρεσειόντων και εξέδωσε την προσβαλλόμενη καταδικαστική σε βάρος τους απόφαση, ήταν και οι Α. Ι. και Κ. Η., τα ονόματα των οποίων, αναγνώσθηκαν, κατά τα ανωτέρω, με σειρά “12” και “13”, επί συνόλου δεκαπέντε παρόντων ενόρκων, δηλαδή εκτός των δέκα (10) πρώτων παρόντων ενόρκων, που έπρεπε να τεθούν κατά τη σειρά τους στην κληρωτίδα, για να κληρωθούν στη συνέχεια οι τέσσερις ένορκοι, που θα συμμετείχαν στην επταμελή σύνθεση του άνω Δικαστηρίου. Έτσι, όμως, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτήθηκε ακύρως και δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, αφού στην κληρωτίδα, από την οποία κληρώθηκαν οι τέσσερις ένορκοι που αποτέλεσαν μέλη της επταμελούς σύνθεσής του, τέθηκαν ονόματα εκτός του νομίμου αριθμού των δέκα ονομάτων ενόρκων, που βρέθηκαν παρόντες κατά την εκφώνησή τους στο ακροατήριο με τη σειρά του οικείου καταλόγου, κατά παράβαση των προαναφερθεισών διατάξεων, που ρυθμίζουν τη συγκρότηση του εν λόγω Δικαστηρίου.
Συνεπώς, είναι βάσιμος ο σχετικός, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με άρθρο 171 παρ. 1 εδ. α’ του ίδιου κώδικα, πρώτος λόγος της υπ’ αριθ. 196/20-12-2018 αίτησης αναίρεσης του F.K. E., για απόλυτη ακυρότητα, λόγω κακής σύνθεσης του εκδώσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση Δικαστηρίου, εξεταζόμενος αυτεπάγγελτα (άρθρο 511 ΚΠοινΔ) και όσον αφορά τον παρασταθέντα πρώτο αναιρεσείοντα T. U. του Μ., αφού η υπ’αριθ.11/21-12-2018 συνεκδικαζόμενη αίτησή του, όπως αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας απόφασης, ασκήθηκε νομότυτα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε παραδεκτούς λόγους αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠοινΔ (για διαφορετικές της ανωτέρω πλημμέλειες). Μετά από αυτά, αφού παρέλκει πλέον, ως αλυσιτελής, η έρευνα των υπόλοιπων αναιρετικών λόγων των παραπάνω δύο αναιρετηρίων, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί στο σύνολό της και ως προς τους δύο αναιρεσείοντες. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111, 112 και 113 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με την παραγραφή, η οποία, προκειμένου για πλημμελήματα, είναι πέντε έτη και αρχίζει από τότε που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, η δε προθεσμία αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, πάντως, όμως, όχι πέραν των τριών ετών για τα πλημμελήματα. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 310 παρ.1 εδ. β’, 370 στοιχ. β’ και 511 εδ. γ’ του ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή, ως θεσμός δημόσιας τάξης, εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σε κάθε στάση της ποινικής διαδικασίας, ακόμη και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, διαπιστώνοντας τη συμπλήρωση αυτής και μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης ή την άσκηση της αίτησης αναίρεσης, οφείλει να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικά την ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, εφόσον η αίτηση αναίρεσης είναι τυπικά παραδεκτή, εμφανιστεί εκείνος που την άσκησε και κριθεί και ένας βάσιμος λόγος αναίρεσης, από αυτούς που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, 317-318/2017 του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία δημοσιεύθηκε στις 21-11-2017, η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα T. U. αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα) της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή κατ’ εξακολούθηση, που προβλέπεται από το άρθρ.225 παρ.2 σε συνδ. με άρθρ.98 Π.Κ., φέρεται ότι τελέστηκε στις 12-7-2010, 25-7-2010 και 27-7-2010, έκτοτε δε και μέχρι τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης (13-3-2019) παρήλθε χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την οκταετία και, συνεπώς, το αξιόποινο της πράξης αυτής έχει εξαλειφθεί λόγω παραγραφής, η οποία επήλθε μετά τη δημοσίευση της άνω απόφασης. Επομένως, με βάση τα προεκτεθέντα, ενόψει του ότι η υπό κρίση υπ’αριθ.11/21-12-2018 αίτηση αναίρεσης του T. U. είναι παραδεκτή, ο αναιρεσείων αυτός εμφανίστηκε στην παρούσα δίκη και κρίνεται βάσιμος ο αναφερόμενος στην προηγούμενη παράγραφο, αυτεπάγγελτα εξεταζόμενος, αναιρετικός λόγος, πρέπει να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατά του εν λόγω αναιρεσείοντος για την ανωτέρω πράξη της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή κατ’ εξακολούθηση, αφού έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο αυτής, λόγω παραγραφής, κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στο διατακτικό. Κατά τα λοιπά, δηλαδή για τις πράξεις α) της ανθρωποκτονίας με πρόθεση κατά συναυτουργία β) της συμπλοκής από την οποία επήλθε θάνατος και γ) της επικίνδυνης σωματικής βλάβης κατά συρροή, από τις οποίες οι δύο πρώτες αποδίδονται και στους δύο αναιρεσείοντες η δε τρίτη στον εξ αυτών F.K. E., πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ’ αριθ. 137/ 20-9-2018 αίτηση του F.K. E. του T., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, για αναίρεση της 317-318/2017 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα αυτόν τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Αναιρεί την ως άνω, 317-318/2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο σύνολό της.
Παύει οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του αναιρεσείοντος T. U. του Μ., κατοίκου … και ήδη κρατούμενου στο Κατάστημα Κράτησης …, για την πράξη της ψευδούς αναφοράς στην Αρχή κατ’ εξακολούθηση και ειδικότερα για το ότι: “Στους παρακάτω τόπους και χρόνους εξεταζόμενος από κάποια αρχή, εξέθεσε εν γνώσει του ψέματα και ειδικότερα: α) στην … στις 12-07-2010 ενώπιον του Τ.Σ.Φ. …, ως διωκόμενος κατ’ άρθρο 83 παρ. 1 του ν. 3386/2005, β) στη …. στις 25-07-2010 ενώπιον του Τ.Α. …, ως διωκόμενος κατ’ άρθρα 83 παρ. 1 και 87 παρ. 7 του ν. 3386/2005 και ως διοικητικά απελαυνόμενος κατ’ άρθρο 27 παρ. 1 εδ. δ’του Π.Δ. 342/77, γ) στη …. στις 27-07-2010 ενώπιον του Τμήματος Αλλοδαπών Δυτικής Θεσσαλονίκης, ως διοικητικά απελαυνόμενος κατά τις διατάξεις των άρθρων 76 ν. 3386/2005 και 27 παρ. 1 εδ. β’του Π.Δ. 342/77, δήλωσε ενώπιον όλων των προαναφερόμενων αρχών ότι ονομαζόταν I. M. του A. και B. και ότι γεννήθηκε στη …. την 01-01-1985 και με τα ανωτέρω στοιχεία δακτυλοσκοπήθηκε, ενώ γνώριζε ότι τα πραγματικά του στοιχεία είναι T. U. του Μ. και J. και ότι γεννήθηκε στη …. την 01-01-1989”.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά τα λοιπά, για νέα συζήτηση στο ίδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές και ενόρκους, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Απριλίου 2019
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 10 Ιουνίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ