ΑΠ 76/2010 -ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ - Αναιρείται για εσφαλμένη εφαρμογή & ερμηνεία του άρθρου 386 ΠΚ, καθώς υπάρχουν αντιφάσεις αν η ζημία του πολιτικώς ενάγοντος ήταν αποτέλεσμα παραπλανητικών παραστάσεων ή αν συναρτάται με την αθέτηση ενοχικής υποχρέωσης

ΑΡΙΘΜΟΣ 76/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη - Εισηγητή, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου κανελλόπουλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 730/2009 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Μαρτίου 2009 και 28 Μαΐου 2009 αιτήσεις του αναιρέσεως, καθώς και στο από 28 Αυγούστου 2009 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 757/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθούν οι προκείμενες αιτήσεις αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτών.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή, όπως αποδεικνύεται από το υπό χρονολογία ... αποδεικτικό επιδόσεως του Επιμελητού Δικαστηρίων ..., ο πολιτικώς ενάγων Ψ1 εκλητεύθη νομίμως και εμπροθέσμως, για να παραστεί κατά την αναφερομένη ανωτέρω συνεδρίαση του δικαστηρίου τούτου, νόμιμη δικάσιμο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως και των προσθέτων αυτών λόγων, που ασκήθηκαν από τον κατηγορούμενο Χ1. Αυτός, όμως, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε δεν εμφανίσθηκε καθόλου. Επομένως και εφόσον ο αναιρεσείων εμφανίσθηκε και παραστάθηκε νόμιμα διά του συνηγόρου του η συζήτηση επί των αιτήσεων αυτών πρέπει, κατά το άρθρο 515 παρ. 2 του ΚΠΔ να προχωρήσει ως εάν να ήσαν παρόντες όλοι οι διάδικοι.
ΙΙ. Επειδή, εισάγονται ενώπιον του Αρείου Πάγου οι από 10-3-2009 και 28-5-2009 αιτήσεις αναιρέσεως που ασκήθηκαν από τον κατηγορούμενο Χ1 και οι επ' αυτών με χρονολογία 28 - 8 - 2009, πρόσθετοι λόγοι, στρεφόμενες κατά της υπ' αριθμ. 730/2009 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, οι οποίες, λόγω της προδήλου συναφείας των, πρέπει να συνεκδικασθούν.
ΙΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημιά που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστου να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η επίτευξη του περιουσιακού οφέλους, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παρεπλανήθη κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή τρίτο συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, τελούσα σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου, υφισταμένη και στην περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός διατηρεί ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, αναγόμενα στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνδέονται ταυτοχρόνως και με ψευδείς παραστάσεις και διαβεβαιώσεις άλλων ψευδών γεγονότων, αναγομένων στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τοιούτο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως συμβατικής υποχρεώσεως με βάση την εμφανιζομένη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση της μη εκπληρώσεως της υποχρεώσεώς του αυτής, τότε θεμελιούται το έγκλημα της απάτης. Εξ' άλλου, για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, επί πλέον, κατά την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/1996, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια. Μετά όμως την αντικατάσταση της παραγράφου 3 του άρθρου 386 του Π.Κ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, για την κακουργηματική μορφή της απάτης δεν αρκεί πλέον ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, αλλ' απαιτείται και το πρόσθετο στοιχείο ότι το παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε αυτός, ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίσθηκε με το άρθρο 5 του ν. 2943/2001). Σύμφωνα δε με την διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' του Π.Κ. κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστου για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητος του δράστου. Κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως μπορεί να υπάρχει και όταν αυτή τελείται μεν το πρώτον, δεν έχει όμως ευκαιριακό χαρακτήρα, εντασσομένη σε ένα γενικότερο εγκληματικό σχέδιο του δράστου προς πορισμό εισοδήματος, που συμβαίνει όταν από την όλη υποδομή που αυτός έχει διαμορφώσει και τη οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του προς πορισμό εισοδήματος. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε'του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως της δικαστικής αποφάσεως συνιστά και η έλλειψη της υπό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 και 139 του Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Τοιαύτη δε έλλειψη, προκειμένου περί καταδικαστικής αποφάσεως, υπάρχει όταν δεν περιέχονται σ' αυτή με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν, οι σκέψεις και οι νομικοί συλλογισμοί, διά των οποίων έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που απεδείχθησαν στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος, χωρίς να είναι αναγκαίο να εκτίθενται τι προέκυψε κεχωρισμένως από το καθένα από αυτά, ούτε να απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των, αρκεί να προκύπτει ανενδοιάστως ότι για τον σχηματικό του αποδεικτικού πορίσματος περί της ενοχής του κατηγορουμένου το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη και εξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνον, επιλεκτικώς, μερικά από αυτά. Η του άνω δε περιεχομένου αιτιολογία απαιτείται και για όλες εκείνες τις επιβαρυντικές περιστάσεις που δέχεται το δικαστήριο, η συνδρομή των οποίων επιβαρύνει την πράξη και ασκεί επίδραση στην επιμέτρηση της ποινής. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου από την επ' ακροατηρίου διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υφίσταται αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας, που τα περιέχει, και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για τη ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλομένη υπ' αριθμ. 730/2009 απόφαση το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που εδίκασε κατ' έφεση εδέχθη, ανελέγητως, μετ' εκτίμηση των κατ' είδος μνημονευομένων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος είχε ιδρύσει την εδρεύουσα στην Γλυφάδα ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "Π..........Α.Ε.", της οποίας ήτο διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος και η οποία εξεμεταλλεύετο πολυτελή εστιατόρια. Από του έτους 1996 επρομηθεύετο τα απαραίτητα για τα εστιατόρια οπωρολαχανικά από την εταιρίαν με την επωνυμίαν "... Ο.Ε.", της οποίας ομόρρυθμον μέλος ήτο ο πολιτικώς ενάγων. Για τις αγορές αυτές ο κατηγορούμενος επλήρωνε κάθε φορά μέρος του τιμήματος με επιταγές ή μετρητά και άφηνε το υπόλοιπον ανεξόφλητο, με συνέπειαν το οφειλόμενον υπόλοιπον να ανέρχεται συνολικώς, κατά τις αρχές του μηνός Απριλίου 1998, στο ποσόν των 22.000.000 δρχ. Τότε ο συνέταιρος του πολιτικώς ενάγοντος αντέδρασε και εζήτησε από τον τελευταίον να παύσουν την πίστωση προς την εταιρία "Π.........Α.Ε." και προς τον κατηγορούμενον και να ζητήσουν την εξόφληση του χρέους. Εν όψει της καταστάσεως αυτής ο κατηγορούμενος, ο οποίος, κατά τον πολιτικώς ενάγοντα "είχε τρομερή πειθώ", παρέστησε στον πολιτικώς ενάγοντα ψευδώς, ότι τόσον η εταιρία του όσον και ο ίδιος ήσαν οικονομικώς εύρωστοι και φερέγγυοι, με μεγάλην οικονομικήν διαφάνειαν και ότι το ανωτέρω χρέος οφείλετο σε προσωρινήν οικονομικήν αδυναμίαν, η οποία προήλθε από το γεγονός ότι η εταιρία του είχε δημιουργήσει στο πρόσφατο παρελθόν ένα ακόμη πολυτελές εστιατόριο με δαπάνη μεγάλου χρηματικού ποσού. Ετσι, έπεισε τον πολιτικώς ενάγοντα να εξοφλήσει το χρέος της εταιρίας "Π...... Α.Ε." στην εταιρία "... Ο.Ε." δια καταβολής του ποσού των 22.000.000 δρχ. εξ ιδίων του χρημάτων, πράγμα το οποίον και έπραξε ο πολιτικώς ενάγων, αυτός δε, δηλαδή ο κατηγορούμενος, υπό την ως άνω ιδιότητά του, απεδέχθη, χάριν καταβολής, για την εταιρία του "ΠΕΤΡΙΝΟ Α.Ε." 88 συναλλαγματικής εκθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος με ημερομηνίαν 3-4-1998 και για ποσόν εκάστην 250.000 δρχ. Οι ανωτέρω όμως παραστάσεις στον πολιτικώς ενάγοντα εκ μέρους του κατηγορουμένου, περί της οικονομικής ευρωστίας και φερεγγυότητας του ιδίου και της εταιρίας του, ήσαν ψευδές και εγένοντο εν γνώσει του κατηγορουμένου και με σκοπόν να ωφελήσει τον εαυτόν του και την εταιρίαν του προς βλάβην του πολιτικώς ενάγοντος, αφού εγνώριζε, ότι οι συναλλαγματικές δεν επρόκειτο να πληρωθούν, καθόσον η εταιρία του κατηγορουμένου στην πραγματικότητα ήτο κατάχρεη, ώφειλε μεγάλα ποσά σε πολλούς δανειστές, δεν είχε καμμίαν οικονομικήν δυνατότητα και είχε περιέλθει προ πολλού σε κατάσταση παύσεως των πληρωμών, για τον λόγον δε αυτόν, κατόπιν αιτήσεως της εταιρίας με την επωνυμίαν "... Ο.Ε." εξεδόθη, μετά από προηγηθείσαν αναβολήν, η υπ' αριθ. 2460/2-12-1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτ/κείου Αθηνών, με την οποίαν η εταιρία του κατηγορουμένου, "ΠΕΤΡΙΝΟ Α.Ε." εκηρύχθη σε κατάσταση πτωχεύσεως με χρόνον παύσεως των πληρωμών την 27-6-1997, ήτοι 9 μήνες προ της αποδοχής των ως άνω 88 συναλλαγματικών. Από την ως άνω απατηλή συμπεριφοράν του κατηγορουμένου, ο πολιτικώς ενάγων υπέστη συνολικήν ζημίαν 21.750.000 δρχ. ή 63.829,78 ευρώ, καθόσον εν τέλει επληρώθη μία μόνον συναλλαγματική των 250.000 δρχ., απέμειναν δε ανεξόφλητες οι λοιπές 87 συναλλαγματικές. Σημειωτέον, ότι ο κατηγορούμενος ήτο συγχρόνως και μέλος, διαχειριστής και νόμιμος εκπρόσωπος και άλλης εταιρίας, η οποία ασκούσε ομοίαν επιχείρηση με την προηγουμένην και είχε την επωνυμίαν "ΚΑΜΠΡΙΟ Ε.Π.Ε.". Και αυτή όμως η εταιρία, την οποίαν ο κατηγορούμενος ενεφάνιζε εν γνώσει του ψευδώς ως οικονομικώς εύρωστη στον πολιτικώς ενάγοντα, είχε περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης παύσεως των πληρωμών και κατόπιν αιτήσεως του δανειστού ... εκηρύχθη σε κατάσταση πτωχεύσεως με την υπ' αριθ. 2677/30-12-1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτ/κείου Αθηνών και με ημέρα παύσεως των πληρωμών την 30-7-1977, ήτοι 8 μήνες προ της αποδοχής των ως άνω 88 συναλλαγματικών. Από την υποδομή την οποίαν είχε διαμορφώσει ο κατηγορούμενος με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως της απάτης, ήτοι την εμφάνιση στον πολιτικώς ενάγοντα ως εχόντων μεγάλην οικονομικήν επιφάνειαν του ιδίου του κατηγορουμένου και των επιχειρήσεών του, την μεγάλη πειθώ την οποίαν μετήρχετο, την απόκρυψη από τον πολιτικώς ενάγοντα του γεγονότος ότι τόσον ο ίδιος ο κατηγορούμενος όσον και οι επιχειρήσεις του είχαν καταρρεύσει οικονομικώς, ώφειλαν πολλά χρήματα σε διαφόρους δανειστές (Δημόσιο, Ι.Κ.Α., "ΑΦΟΙ ...", ....) και ότι είχαν περιέλθει σε μόνιμη και γενικήν αδυναμίαν να αντιμετωπίσουν τα ληξιπρόθεσμα και απαιτητά εμπορικά χρέη έχοντες περιέλθει σε μόνιμη κατάσταση παύσεως των πληρωμών, προκύπτει σκοπός του κατηγορουμένου προς πορισμόν εισοδήματος, εάν δε ο πολιτικώς ενάγων εγνώριζε την πραγματική κατάσταση, δεν θα επλήρωνε στην εταιρία του το χρέος της εταιρίας του κατηγορουμένου και δεν θα εδέχετο τις συναλλαγματικές του τελευταίου". Στη συνέχεια το Πενταμελές Εφετείο, δια της προσβαλλομένης αποφάσεώς του εκήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιοποίνου πράξεως της απάτης σε βαθμό κακουργήματος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2ε' Π.Κ. και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δύο(2) ετών ανασταλείσα επί τριετία. Κατά τα διαλαμβανόμενα δε στο διατακτικό της ο αναιρεσείων εκηρύχθη ένοχος, διότι: "Στην Αθήνα τον Απρίλιο 1998 με σκοπό να αποκομίσει παράνομα περιουσιακό όφελος η πιο κάτω εταιρεία έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, με την εν γνώση του παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών, καθώς και με την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών,διαπράττει δε απάτες κατ' επάγγελμα με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία (του εκκαλούντος Ψ1) ανώτερης του ποσού των 14.500.000 ευρώ. Ειδικότερα στον πιο πάνω τόπο και χρόνο εκ της ως άνω δολίας προαιρέσεως κινούμενος και υπό την ιδιότητά του του διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της υπό την επωνυμία "Π.... ΑΕ" ανωνύμου εταιρείας (εκμεταλλεύσεως εστιατορίων και κέντρων διασκεδάσεως σε διάφορα σημεία τωνΑθηνών και Πειραίως ) δρων, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στον Ψ1, στον οποίο η εν λόγω εταιρεία όφειλε 22.000.000 δρχ μετά από εκχώρηση της απαίτησης αυτής από την ....ΟΕ που ήταν το τίμημα πώλησης από την τελευταία στην πρώτη οπωροκηπευτικών το έτος 1997, είχε δυνατότητα να πληρώσει το τίμημα, δεδομένου ότι η ως άνω εταιρεία του ήταν φερέγγυα αποκρύπτοντάς του αθέμιτα ότι η εν λόγω εταιρέια ήταν οικονομικά ανύπαρκτη και ότι είχε παύσει τις πληρωμές της και όφειλε πολλά εκατομμύρια δραχμές και επιπλέον ότι εκκρεμούσε ήδη σε βάρος της αίτηση πτωχεύσεως και έτσι με την εν γνώσει του παράσταση του παραπάνω ψευδούς γεγονότος σαν αληθινού καθώς και την αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών παρεπλάνησε τον πολιτικώς ενάγοντα και τον έπεισε να δεχθεί να εκδόσει στις 3.04.1998 στη ... για την πληρωμή του τμήματος 80 συναλλαγματικές του ποσού των 250.000 δρχ η καθεμία, της οποίας απεδέχθη υπό την εταιρική επωνυμία της Π...........ΑΕ εν γνώση ότι δεν πρόκειται να πληρωθούν με αντίστοιχη βλάβη του πολιτικώς ενάγοντος ύψους 21.000.000 δρχ. που υπερβαίνει εκείνο των 14.500 ευρώ". Με αυτά όμως που εδέχθη το Εφετείο δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, κατά την ανωτέρω έννοια, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενώ και εκ πλαγίου παρεβίασε την εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινή διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του Π.Κ., καθ' όσον μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού ενεφιλοχώρησαν ασάφειες και ατιφάσεις, που καθιστούν ανέφικτο τον υπό του Αρείου Πάγου αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής και ερμηνείας των εφαρμοσθεισών άνω διατάξεων. Ειδικότερα, ενώ στο σκεπτικό της αναφέρεται ως γενεσιουργός αιτία της προκληθείσης στον πολιτικώς ενάγοντα θετικής ζημίας εξ 21.750.000 δραχμών η υπ' αυτού καταβολή του ποσού αυτού στην ομόρρυθμη εταιρεία υπό την επωνυμία "... Ο.Ε.",σε εκπλήρωση συμβατικής υποχρεώσεως, αναληφθείσης υπ' αυτού κατόπιν συναφθείσης με τον αναιρεσείοντα σχετικής συμβάσεως περί καταβολής του προς τον σκοπό αποσβέσεως ισοπόσου οφειλής της εταιρείας "Π........ Α.Ε." προς την άνω εταιρεία εκ της πωλήσεως οπωροκηπευτικών προϊόντων , η οποία (σύμβαση) και η επακολουθήσασα αυτής προς εκτέλεσή της άνω καταβολή, υπήρξαν, κατά τις παραδοχές της αποφάσεως, απότοκοι των ψευδών διαβεβαιώσεων του αναιρεσείοντος προς τον καταβαλόντα πολιτικώς ενάγοντα, στο διατακτικό της (στο οποίο δεν γίνεται καμία μνεία περί της άνω συμφωνίας και της καταβολης του άνω χρηματικού ποσού), διαλαμβάνεται ως παραγωγός αιτία της προκληθείσης στον πολιτικώς ενάγοντα ζημίας βιοτικό συμβάν ουσιωδώς διαφορετικό από το στις αιτιολογίες αναφερόμενο και συγκεκριμένα η αθέτηση της εξοφλήσεως χρηματικής απαιτήσεως της εταιρείας "Π..........Α.Ε." προς τον πολιτικώς ενάγοντα εξ' 21.750.000 δραχμών, απορρεούσης από εκχώρηση ισοπόσου απαιτήσεως της εταιρείας "... Ο.Ε." προς αυτόν, χάριν καταβολής της οποίας ο πολιτικώς ενάγων έλαβε υπό την κατοχή του ογδόντα οκτώ (88) εν συνόλω συναλλαγματικές των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δραχμών η καθεμία, εκ των οποίων μόνο η μία εξοφλήθηκε. Έτσι μεταξύ του αιτιολογικού και του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως υφίσταται αντίφαση ως προς το ουσιώδες, δια την θεμελίωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της απάτης, για το οποίο κατεδικάσθη ο αναιρεσείων, πραγματικό ζήτημα του γενεσιουργού αιτίου της προκληθείσης στον πολιτικώς ενάγοντα ζημίας, με αποτέλεσμα να μην πορκύπτει με σαφήνεια εάν τελικώς η επελθούσα ζημία ήταν αποτέλεσμα της καταβολής από τον πολιτκώς ενάγοντα του ανωτέρω ποσού σε εκπλήρωση υποχρεώσεώς του που ανέλαβε κατόπιν παραπλανητικών παραστάσεων από τον κατηγορούμενο, ή εάν συναρτάται προς την αθέτηση ενοχικής υποχρεώσεως (μη εξόφληση συναλλαγματικών), οι οποίες εξεδόθησαν και παρεδόθησαν στον πολιτικώς ενάγοντα χάριν καταβολής της προς αυτόν εκχωρηθείσης άνω απαιτήσεως. Η του ανωτέρω δε περιεχομένου ασάφεια και αντίφαση, άπτεται και του ουσιώδους ζητήματος της υπάρξεως αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των ψευδών παραστάσεων και της προσγενομένης ζημίας. Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, οι λόγοι αναιρέσεως υπό στοιχ. Α' (κατά ένα μέρος), Β' (κατά ένα μέρος) του από 10/3/2009 κυρίου δικογράφου αναιρέσεως, υπό στοιχ. ΙΙ α, β, γ και ΙΙΙ α του από 28/5/2009 κυρίου δικογράφου και ο δεύτερος λόγος του δικογράφου των προσθέτων λόγων, δια των οποίων πλήσσεται η προσβαλλομένη απόφαση, για πλημμέλειες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του Κ.Π.Δ., πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι δυνατή (άρθρ. 519 Κ.Π.Δ.), παρελκούσης της ερεύνης της βασιμότητος των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΝΩΤΕΡΩ ΛΟΓΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 730/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Νοεμβρίου 2009. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 15 Ιανουαρίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ