ΑΠ 814/2008 - ΕΚΔΟΣΗ ΕΙΚΟΝΙΚΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ - Αναιρεί λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών ως προς το αν έχει επέλθει ή όχι παραγραφή του αδικήματος.

Αριθμός 814/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη, Ελευθέριο Νικολόπουλο - Εισηγητή, Αναστάσιο Λιανό και Βιολέττα Κυτέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 9 Νοεμβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της με αριθμό 337/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Μαρτίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 568/2007. Α φ ο ύ ά κ ο υ σ ε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. 'Ελλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτήν πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τί προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του Κ.Π.Δ., συντρέχει όχι μόνον όταν το δικαστήριο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία έχει δεχθεί, στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

ΙΙ. Στις διατάξεις του άρθρου 19 παρ. 1 έως 4 του ν. 2523/1997 ''περί διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στη φορολογική νομοθεσία'', όπως ίσχυε πριν από την τροποποίηση αυτού με το άρθρο 40 παρ. 1 του ν. 3220/2004, ορίζονται τα επόμενα. "Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών". Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ίδιου νόμου, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου, αρχίζει από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή του άρθρου 21 παρ. 10 για το χρόνο έναρξης της παραγραφής, ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 του ν. 2523/1997, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν είχε προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18, την έκδοση τελεσίδικης απόφασης του διοικητικού δικαστηρίου επί της ασκηθείσης προσφυγής και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 εδαφ. α' ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσης προσφυγής κ.λ.π. και κατά τούτο εναρμονίζεται με τη τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ.2 εδαφ.α' δικονομική προϋπόθεση της άσκησης ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19 για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης, ο νόμος με ηθελημένο κενό αφήκε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επί αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τέλεσης, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ. Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 ''περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λ.π.'', στην παρ. 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο) κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπίστωσης του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της Αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία όμως αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν ήρθε να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της απόφασης επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και επομένως θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Π.Κ. και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της την 2α Νοεμβρίου 2001. Εξάλλου η παραγραφή της πράξεως, η οποία είναι όπως αναφέρθηκε θεσμός ουσιαστικού ποινικού δικαίου και η χρονική διάρκεια της οποίας ορίζεται για τα πλημμελήματα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 111 του Π.Κ., πενταετής, αρχίζει κατά τη διάταξη του άρθρου 112 του ίδιου Κώδικα, από την ημέρα που τελέσθηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν ορίζεται άλλως (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997) και αναστέλλεται κατά τη διάταξη του άρθρου 113 του Κώδικα, κατά τη διάρκεια της κύριας διαδικασίας, που αρχίζει με την επίδοση του κλητήριου θεσπίσματος, λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη 337/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, ο αναιρεσείων κρίθηκε ένοχος, σε δεύτερο βαθμό, για την πράξη της κατ' εξακολούθηση παράβασης του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 που φέρεται ότι τελέσθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 5-1-1999 έως 24-2-1999 και καταδικάσθηκε σε συνολική ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών. Από τα πρακτικά της απόφασης αυτής προκύπτει, ότι κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο κατηγορούμενος πρότεινε την ένσταση τις παραγραφής των αξιοποίνων πράξεων και ζήτησε να παύσει οριστικά η κατ' αυτού ποινική δίωξη δεδομένου ότι παρήλθε πενταετία από τον χρόνο τέλεσης κάθε μερικότερης πράξης και μέχρι την επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος. Επί του ζητήματος αυτού η προσβαλλόμενη, ενώ ορθώς δέχθηκε στην παρεμπίπτουσα για το ζήτημα της παραγραφής απόφασή της ότι χρονική αφετηρία της παραγραφής είναι η 27-6-2003 που θεωρήθηκαν τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου, στην συνέχεια, όμως, τόσο στο κύριο σκεπτικό αλλά και στο διατακτικό της αποφάσεως, ως χρόνο τελέσεως του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος για το οποίο δίκασε τελικώς τον κατηγορούμενο, αντιφατικώς δέχεται το χρονικό διάστημα από 5-1-1999 έως 24-1-1999. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, δεν διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι αντιφατική και καθιστά έτσι ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή του νόμου επί ζητήματος που σχετίζεται με την εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω παραγραφής. Τούτο δε διότι εάν, ως δέχεται στην παρεμπίπτουσα απόφασή του, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής είναι η 27-6-2003, κατά τον χρόνο κατά τον οποίο δίκασε (12-1-2007), δεν είχε παρέλθει πενταετία, πολύ περισσότερο δε οκταετία, εάν όμως ο χρόνος τέλεσης της πράξης αρχίζει από την 5-1-1999, ως δέχεται στο κύριο σκεπτικό και το διατακτικό, τότε κατά τον άνω χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεως (12-1-2007), συνυπολογιζομένου και του χρόνου της τριετούς αναστολής, είχαν υποπέσει σε παραγραφή οι μερικότερες πράξεις του εξακολουθούντος εγκλήματος από 5-1-1999 έως 12-1-1997 Μετά από αυτά, κατά παραδοχή ως βασίμου του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε'του Κ.Π.Δ λόγου αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας [παρέλκει μετά ταύτα η έρευνα των λοιπών λόγων] πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα έρευνα στο δικαστήριο που την εξέδωσε το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές (άρθρο 519 Κ.Π.Δ ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί την υπ' αριθμ.337/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Και. Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο το οποίο θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που δίκασαν.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                                       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ