ΑΠ 416/2012 - ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΑ ΒΛΑΒΗ - Αναστολή παραγραφής αρ. 432 ΚΠΔ, παραγραφή πολιτικής αγωγής. Παραπέμπει στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου

ΑΡΙΘΜΟΣ 416/2012

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χρυσικό, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Κωνσταντίνο Φράγκο-Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ειρήνη Κιουρκτσόγλου-Πετρουλάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 10 Ιανουαρίου 2012, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέα Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Δ. Κ. του Φ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 274-277/2010 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγουσα την Α. Κ. συζ. Β., κάτοικο ..., που δεν παρέστη.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Απριλίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 626/2011.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να γίνει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Α. 1. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 308 παρ. 1 εδ. α', 310 παρ.1, 2 και 311 εδ. β' του ΠΚ, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της θανατηφόρου σωματικής βλάβης, κατά την έννοια του εδ. β' του άρθρου 311 ΠΚ, το οποίο είναι έγκλημα εκ του αποτελέσματος, απαιτείται, εκτός από το δόλο του δράστη για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης του παθόντος, και αμέλεια ως προς το βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου, ο οποίος είχε ως αιτία την βαριά πάθηση του σώματος ή της διάνοιας του παθόντος. Κατά το άρθρο 28 ΠΚ, για τη θεμελίωση αμέλειας ως προς το τελευταίο αποτέλεσμα απαιτείται να διαπιστωθεί α) ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την απαιτούμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που βρίσκεται υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές, την κοινή πείρα, τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και τη λογική, β) ότι αυτός, με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες γνώσεις και ικανότητες, ως εκ της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, μπορούσε να προβλέψει και αποφύγει το αποτέλεσμα, το οποίο είτε δεν προείδε, είτε το προέβλεψε μεν, πίστευε όμως ότι θα απεφεύγετο και γ) ότι υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενεργείας ή παραλείψεως του δράστη και του επελθόντος αποτελέσματος του θανάτου του θύματος.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σε αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 274-277/2010 απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο θανατηφόρου βαριάς σωματικής βλάβης του εδ. β' του άρθρου 311 ΠΚ σε βάρος της Β. Μ., με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ.2 εδ. δ' ΠΚ και τον καταδίκασε σε ποινή καθείρξεως πέντε ετών. Στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, ότι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως, οι οποίοι εξετάσθηκαν ενόρκως στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, από την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας, από τα πρακτικά και την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, τις φωτογραφίες των οποίων δεν αμφισβητείται η γνησιότητα και την εν γένει αποδεικτική διαδικασία, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η Β., σύζυγος Α. Μ. (θύμα) ηλικίας 51 ετών, καθηγήτρια Γερμανικής Φιλολογίας, ήταν μητέρα της ανήλικης Ν. Μ., ηλικίας 16 ετών, με την οποία ο κατηγορούμενος Δ. Κ. του Φ. διατηρούσε ερωτικό δεσμό. Στην σχέση αυτή ήταν αντίθετη η μητέρα της αλλά και η υπόλοιπη οικογένειά της, διότι πίστευαν ότι η εν γένει συναναστροφή της εν λόγω ανήλικης με τον κατηγορούμενο θα ... δυσμενώς την διαμόρφωση της προσωπικότητάς της. Την αντίθεση αυτή γνώριζε ο κατηγορούμενος και για τον λόγο αυτό είχε εκδηλώσει βιαιότητα και επιθετικές τάσεις τόσο εναντίον του θύματος, όσο και της πολιτικώς ενάγουσας Α. Κ., το γένος Α. Μ., αδελφής της ανήλικης Ν. Μ., σε χρόνο προγενέστερο του ένδικου χρόνου και συγκεκριμένα το Πάσχα του ιδίου έτους (1988) το θύμα και τον Μάιο του ιδίου έτους (1988) την πολιτικώς ενάγουσα. Έτσι, διαπνεόμενος από εκδικητικές διαθέσεις στις 7.6.1988 το μεσημέρι περίπου 13.30 εισήλθε στο διαμέρισμα του θύματος, που βρίσκεται στην οδό - στην Θεσσαλονίκη, με σκοπό να της προκαλέσει βαρειά σωματική βλάβη και ειδικότερα βαρειά σωματική κάκωση του σώματός της και προς τούτο την χτύπησε με γροθιές και κλωτσιές, χρησιμοποιώντας και τις ειδικές γνώσεις της μεθόδου "Καράτε", της οποίας ήταν γνώστης, πλήττοντας, έτσι, με σφοδρότητα το κεφάλι και συγκεκριμένα το πρόσωπο αλλά και τα μάτια, τους γλουτούς και την αριστερή βουβωνική χώρα, με αποτέλεσμα το θύμα να απολέσει τις αισθήσεις και να πέσει αναίσθητη αιμόφυρτη στο δάπεδο του διαμερίσματος, πλησίον της πόρτας της εισόδου του διαμερίσματος, την οποία ο κατηγορούμενος φεύγοντας άφησε ανοικτή. Για την εν λόγω συμπεριφορά του κατηγορουμένου και συγκεκριμένα για την σφοδρότητα, για τον τρόπο και τα σημεία των αλλεπάλληλων χτυπημάτων κατέθεσε με τρόπο σαφή η πολιτικώς ενάγουσα Α. Κ., η οποία αντλεί την γνώση της και από όσα της είχε διηγηθεί το θύμα δηλαδή η μητέρα της, όταν την επισκέφθηκε στο Νοσοκομείο, αλλά και η ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου εξετασθείσα μάρτυρας Μ. Θ., φίλη της θανούσας, η οποία επισκέφθηκε το θύμα κατά την παραμονή του στο Νοσοκομείο, η ένορκη κατάθεση της οποίας περιέχεται στα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ ο ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εξετασθείς μάρτυρας Ν. Σ., ο οποίος έμενε στον ίδιο όροφο με την θανούσα, μεταξύ των άλλων κατέθεσε και τα ακόλουθα: "... Ακούσαμε φωνές και θορύβους. Η αδελφή μου, μου είπε ότι η Β. (θύμα) φωνάζει βοήθεια ... Ήταν ανοιχτή η πόρτα του διαμερίσματος του θύματος και είδα το θύμα να είναι στο έδαφος στο χώλ αιμόφυρτο. Της μίλησα αλλά δεν μου απάντησε ... βλέπω τον κατηγορούμενο να φεύγει τρέχοντας ... Όταν είδα την Β. μου έδωσε την εντύπωση ότι η κατάστασή της ήταν πολύ σοβαρή. Πρέπει να ήταν λιπόθυμη. Είχε χάσει τις αισθήσεις της. Έτσι όπως την είδα ήταν πλημμυρισμένη στα αίματα ...". Εξάλλου και ο κατηγορούμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά την απολογία του δεν αρνήθηκε ότι κτύπησε την θανούσα αλλά ισχυρίσθηκε ότι ενήργησε υπό συνθήκες έντονου εκνευρισμού και στρες. Συνεπεία των ανωτέρω πληγμάτων η Β. Μ. έφερε θλαστικά τραύματα κεφαλής και έξω γνάθου δεξιά, εκχυμώσεις οφθαλμικής χώρας δεξιά αμφοτέρων των γλουτών και αριστερής βουβωνικής χώρας και ελαφρά εγκεφαλική διάσειση (βλ. και για την αιτία αυτή νοσηλεύθηκε στο Β' Νοσοκομείο ΙΚΑ Θεσσαλονίκης από 7.6.1988 έως 10.6.1988, οπότε και εξήλθε μεν σε βελτίωση αλλά χωρίς την δυνατότητα να στέκεται όρθια και να εκτελεί ελεύθερα κινήσεις των κάτω άκρων λόγω των μυοσκελετικών θλάσεων (βλ.).
Μετά από λίγες ημέρες και συγκεκριμένα στις 17.6.1988 επήλθε ο θάνατός της, ο οποίος οφειλόταν σε πνευμονική εμβολή, που αποτέλεσε την μόνη ενεργό αιτία θανάτου (βλ. την από 17.6.1988 Ιατροδικαστική έκθεση του Ιατροδικαστή Θεσσαλονίκης Μ. Τ.). Οι προπαρατεθείσες σωματικές κακώσεις δημιούργησαν τήγματα αίματος, τα οποία σε συνδυασμό με την υποχρεωτική κατάκλιση, λόγω της κατά τα ανωτέρω αδυναμίας της παθούσας να κινηθεί, συνεπεία των ένδικων μυοσκελετικών κακώσεων που προήλθαν από τα ανωτέρω κτυπήματα του κατηγορουμένου σε ευαίσθητα σημεία του σώματός της, προκάλεσαν την πνευμονική εμβολή. Κρίσιμη περί των ανωτέρω είναι η κατάθεση τόσο πρωτοδίκως όσο και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου του ανωτέρω Ιατροδικαστή Μ. Τ., ο οποίος έχοντας προσωπική αντίληψη ως διενεργήσας την νεκροψία της θανούσας Β. Μ. απέκλεισε την πιθανότητα επίδρασης άλλου παράγοντα, ως αιτία επέλευσης θανάτου. Αυτός κατέθεσε ότι η κατάκλιση της ασθενούς και οι κοιλιακές κακώσεις μπορούν να επιφέρουν θρόμβωση, συνδέονται δε αιτιωδώς, καθόσον αν δεν υπήρχαν τα κτυπήματα δεν θα υπήρχε η πνευμονική εμβολή, την οποία χαρακτήρισε ως "μαζική πνευμονική εμβολή", περίπτωση κατά την οποία η ασθενής δεν είχε δυνατότητα να σωθεί. Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση του προαναφερθέντος μάρτυρα στα ακόλουθα σημεία: "... τα χτυπήματα, που είχε το θύμα ήταν ικανά να δημιουργήσουν τον θρόμβο, εξαιτίας του οποίου επήλθε ο θάνατος. Τα χτυπήματα ήταν η γενεσιουργός αιτία της περαιτέρω εξέλιξης ... Αν ο θρόμβος, που δημιουργείται δεν διαλυθεί και αποκοληθεί ταξιδεύει με την κυκλοφορία του αίματος, πηγαίνει στην καρδιά με αποτέλεσμα τον θάνατο. Τα αγγεία της βουβωνικής χώρας συνδέονται άμεσα με την κυκλοφορία του αίματος και γι' αυτό θεωρώ ότι τα χτυπήματα στην περιοχή αυτή δημιούργησαν το πρόβλημα ... Η πνευμονική εμβολή συνδέεται αιτιωδώς με τα χτυπήματα ... Κατά την άποψή μου η πνευμονική εμβολή προήλθε από τα χτυπήματα και από την κατάκλιση ...". Τα ανωτέρω δεν ανατρέπονται από την κατάθεση του μάρτυρα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου Δ. Κ., ο οποίος περιορίστηκε κυρίως στον χαρακτήρα του κατηγορουμένου. Αποδεικνύεται συνεπώς άμεσα αιτιατή σύνδεση μεταξύ του θανατηφόρου αποτελέσματος και της βαριάς σωματικής κάκωσης της θανούσας, που της είχαν προκαλέσει τα χτυπήματα του κατηγορουμένου, διότι η πνευμονική εμβολή, η οποία προκάλεσε τον θάνατο, δεν θα είχε επέλθει αν η παθούσα δεν είχε τραυματισθεί βαρειά από τα ανωτέρω χτυπήματα. Επομένως πρέπει ν' απορριφθεί ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, περί μεταβολής της κατηγορίας από θανατηφόρα σωματική βλάβη του άρθρου 311 εδ.β ΠΚ σε απλή θανατηφόρα σωματική βλάβη του άρθρου 311 εδ.α ΠΚ, άλλως σε επικίνδυνη σωματική βλάβη του άρθρου 309 ΠΚ και διαφορετικά σε εκ προθέσεως σωματικής βλάβη του άρθρου 308 ΠΚ ως αβάσιμος κατ' ουσία και να καταδικασθεί για την πράξη της θανατηφόρας σωματικής βλάβης του άρθρου 311 εδ.β ΠΚ σε συνδ. με 308 παρ.1 ΠΚ, όπως και πρωτοδίκως. Αντίθετα, το γεγονός, ότι πριν την κρινόμενη πράξη, ο κατηγορούμενος, κατά την σαφή κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας είχε κτυπήσει τόσο την θανούσα όσο και την ίδια και επομένως δεν μπορεί να του αναγνωρισθεί το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου".
Με αυτά που δέχθηκε, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης αφενός παρέθεσε στην εν λόγω προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την έννοια που προεκτέθηκε, καθόσον εκτίθενται σ' αυτήν, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, τα οποία συγκροτούν πράγματι την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της θανατηφόρου βαριάς σωματικής βλάβης, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία το δικαστήριο της ουσίας συνήγαγε την εν λόγω κρίση του, και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που αναφέρονται στην αρχή της παρούσας αποφάσεως, αφετέρου ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις αυτές, τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Ειδικότερα, από τις παραδοχές της αποφάσεως προκύπτει και αιτιολογείται πλήρως τόσο η πρόθεση του αναιρεσείοντος και δη ο σκοπός για την πρόκληση στο θύμα βαριάς σωματικής βλάβης, όσο και η αμέλειά του ως προς το επελθόν βαρύτερο αποτέλεσμα του θανάτου, που δεν πρόβλεψε. Αιτιολογείται, επίσης, επαρκώς η ύπαρξη της αναγκαίας συνάφειας μεταξύ της βαριάς σωματικής βλάβης από πρόθεση και του βαρύτερου αποτελέσματος του θανάτου του θύματος, καθώς και το ότι το αποτέλεσμα αυτό, που επήλθε μετά εννέα ημέρες από τον τραυματισμό, λόγω μαζικής πνευμονικής εμβολής, οφειλόταν και ήταν απότοκο της βαριάς σωματικής βλάβης που σκόπευε ο κατηγορούμενος από εκδικητικότητα και που είχε επέλθει από τα τήγματα αίματος που επήλθαν από τα πολλαπλά κτυπήματα, με γροθιές και κλωτσιές που επέφερε ο κατηγορούμενος με σφοδρότητα στο κεφάλι και άλλα σημεία του σώματος του θύματος, με τη χρήση μάλιστα της μεθόδου καράτε, οφείλεται σαφώς στην αμέλεια του αναιρεσείοντος, η οποία, κατά τα πραγματικά περιστατικά που τη συγκροτούν, εξειδικεύεται και προσδιορίζεται πλήρως στο διατακτικό που παραδεκτά συμπληρώνει το αιτιολογικό. Αιτιολογείται περαιτέρω ειδικά, πράγμα το οποίο προκύπτει από το σύνολο των παραδοχών της αποφάσεως, στην οποία (στο σκεπτικό και στο διατακτικό) αναφέρεται ρητά ότι σκοπός του κατηγορουμένου ήταν να προξενήσει από εκδικητικότητα στο θύμα, που ήταν μητέρα της 16ετούς ανήλικης με την οποία είχε συνάψει ερωτικό δεσμό, στον οποίο δήλωνε αυτή και η οικογένειά της σαφή αντίθεση, την βαριά σωματική βλάβη, την οποία και προκάλεσε, με τον προαναφερθέντα σφοδρό τρόπο και μάλιστα με τη μέθοδο καράτε που ήταν γνώστης. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι απορριπτέες ως αβάσιμες, ενώ με τις παραπάνω παραδοχές του αιτιολογικού σαφώς και ρητά αιτιολογείται και η απόρριψη των προβληθέντων ισχυρισμών του κατηγορουμένου περί μεταβολής της κατηγορίας σε απλή θανατηφόρα σωματική βλάβη του άρθρου 311 εδ.α' του ΠΚ ή σε επικίνδυνη σωματική βλάβη του άρθρου 308 ΠΚ ή σε απλή σωματική βλάβη του άρθρου 308 ΠΚ. και περί διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ σωματικής βλάβης και του επελθόντος θανάτου. Επομένως, ο από το άρθρο 510παρ.1 στοιχ.Δ' του ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως του δικογράφου της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Α 2. Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 364, 365 και 369 του ΚΠΔ, σε συνδυασμό µε εκείνη του άρθρου 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηµατισµό της κρίσης του σε σχέση µε την ενοχή του κατηγορουµένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, γιατί αποστερείται έτσι ο κατηγορούµενος της δυνατότητας να εκθέσει τις απόψεις του και να κάνει παρατηρήσεις σχετικές µε το αποδεικτικό αυτό µέσο. Το περιεχόµενο του εγγράφου δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται στα πρακτικά της απόφασης, όµως, είναι αναγκαίο να εκτίθενται τα στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται µε επάρκεια η ταυτότητά του, έτσι ώστε να µην καταλείπεται αμφιβολία για την ταυτότητα του εγγράφου που φέρεται ότι αναγνώσθηκε. Από τη λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για το σχηµατισµό της κρίσης του σχετικά µε την ενοχή του κατηγορουµένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθησαν κατά την προφορική στο ακροατήριο συζήτηση της υπόθεσης, παραβιάζονται και οι αρχές της δηµοσιότητας και της προφορικότητας της διαδικασίας και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, η οποία θεµελιώνει τον προβλεπόµενο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, γιατί έτσι παραβιάζεται η άσκηση του από το άρθρο 358 του ΚΠΔ απορρέοντος δικαιώµατος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά µε το αποδεικτικό αυτό µέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει, ότι στην αρχή του αιτιολογικού αυτής σημειώνεται "από τις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης ... από τα πρακτικά και την εκκαλούμενη απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, από όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου... αποδείχθησαν τα ακόλουθα ...", ενώ στα ίδια πρακτικά αυτά στη σελίδα 19 σημειώνεται ότι μεταξύ άλλων 24 εγγράφων αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο και "η υπ'αριθ. 20-26/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σερρών", χωρίς να αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν και "τα πρακτικά" της πρωτόδικης αυτής αποφάσεως. Στο κύριο όμως αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικαστήριο, προς στήριξη της ενοχής επικαλείται μαρτυρικές καταθέσεις από τα πρακτικά της άνω πρωτόδικης αποφάσεως. Όμως, τα συντασσόμενα κατά τα άρθρα 140 επομ. ΚΠΔ πρακτικά της δίκης περιέχουν υποχρεωτικά και όλες τις κατ' άρθρο 370 ΚΠΔ δημοσιευόμενες αποφάσεις του δικαστηρίου και συνιστούν, απόφαση και πρακτικά, ένα ενιαίο σύνολο και όχι χωριστό έγγραφο. Όταν δε στα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως σημειώνεται ότι αναγνώσθηκε η υπ' αριθ. 20-26/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σερρών, σαφώς σημαίνει ότι αναγνώσθηκε η πρωτόδικη αυτή απόφαση μαζί με τα ενσωματωμένα στην απόφαση ενιαία πρακτικά αυτής, πράγμα που αναφέρεται στο άνω αιτιολογικό της προσβαλλόμενης και προφανώς από παραδρομή παραλείπεται η λέξη ".. και τα πρακτικά αυτής". Επομένως, δημόσια αναγνώσθηκαν η πρωτόδικη 20-26/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Σερρών και τα πρακτικά αυτής και ορθά συνεκτιμήθηκαν και οι μαρτυρικές καταθέσεις που περιλαμβάνονται στα πρακτικά αυτά και δεν παραβιάστηκαν οι διατάξεις για την προφορικότητα και τη δημοσιότητα της δίκης, ούτε επήλθεν ακυρότητα της διαδικασίας, αφού δεν παραβιάστηκαν έτσι τα υπερασπιστικά δικαιώματα του κατηγορουμένου, ούτε συντρέχει έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, αναφορικά με την λήψη εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε, όπως αβάσιμα υποστηρίζει ο αναιρεσείων κατηγορούμενος.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α', Γ' και Δ' του ΚΠΔ, προβαλλόμενος συναφής τέταρτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Β. Επί του πρώτου και δευτέρου λόγου αναιρέσεως της αιτήσεως:
Β1. Επειδή, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος, τούτο δε συντρέχει πέραν των περιπτώσεων που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, η απαρίθμηση των οποίων είναι ενδεικτική, και όταν το δικαστήριο, ενώ το αξιόποινο της πράξης εξαλείφθηκε µε παραγραφή, δεν παύει οριστικώς την ασκηθείσα ποινική δίωξη, αλλά κηρύσσει ένοχο τον κατηγορούμενο και του επιβάλλει ποινή για την παραγραφείσα πράξη (ΑΠ 81/2011, 2021/2009).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ.1, 2 και 3 και 112 του ΠΚ, το αξιόποινο εξαλείφεται με παραγραφή, η οποία για μεν τα κακουργήματα, που τιμωρούνται με ποινή ηπιότερη της ισόβιας κάθειρξης, όπως είναι εκείνο του άρθρου 311 περ.β του ΠΚ, περί θανατηφόρας βαριάς σωματικής βλάβης, είναι δεκαπέντε έτη, για δε τα πλημμελήματα πέντε έτη και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την ημέρα που τελέσθηκε η πράξη. Κατά το άρθρο 113 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όπως ίσχυε πριν από τις τροποποιήσεις του, με τα άρθρα 4 παρ.1 του ν. 1738/1987, 5 παρ.1 ν. 1941/1991, 19 παρ.1 ν. 1968/1991, και 33 παρ.4 ν. 2172/1993, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, εφόσον χρόνο, δυνάμει διατάξεως του νόμου, η ποινική δίωξη δεν μπορεί ν' αρχίσει ή να εξακολουθήσει και επίσης η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται, εφόσον χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι του αμετακλήτου της καταδικαστικής απόφασης, όχι, όμως, πέραν των τριών ετών για τα κακουργήματα, ενώ, μετά την αντικατάσταση της εν λόγω διάταξης με το άρθρο 1 παρ. 6 Ν. 2408/1996, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρόνο, σύμφωνα με διάταξη νόμου, δεν μπορεί ν' αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη και επίσης, η προθεσμία της παραγραφής αναστέλλεται για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η κύρια διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και η κατά τις προηγούμενες παραγράφους αναστολή δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από πέντε χρόνια για τα κακουργήματα. Κατά το άρθρο 432 παρ. 2 εδάφιο προτελευταίο του ΚΠΔ, όπως ίσχυε πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 21 του ν. 3904/2010 και 75 του ν. 3994/2011, "από την έκδοση της ερήμην του κατηγορουμένου για κακούργημα απόφασης αναστέλλεται αυτοδικαίως ο χρόνος της παραγραφής του αξιοποίνου της πράξεως και η αναστολή διαρκεί ωσότου εκδοθεί η νέα κατ' αντιμωλίαν απόφαση". Η έννοια της τελευταίας διάταξης ήταν, ότι ο από αυτήν προβλεπόμενος χρόνος αναστολής της παραγραφής δεν συνυπολογίζεται για την συμπλήρωση της υπό των άρθρων 111 και 113 παρ. 1 ΠΚ διαλαμβανομένης, κατά περίπτωση, δεκαοκταετούς ή εικοσαετούς συνολικής παραγραφής, αλλά συνιστά ειδική αναστολή αυτής, διότι, κατά τον χρόνο της διαρκείας της, δεν τρέχουν οι ανωτέρω, δεκαοκταετής ή εικοσαετής, παραγραφές, ενώ με βάση την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 113 παρ. 1 ΠΚ και ενόψει του άρθρου 2 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, ευμενέστερη είναι η ρύθμιση, κατά την οποία στην διάρκεια της κύριας διαδικασίας η παραγραφή για τα κακουργήματα, που τιμωρούνται με ποινή ηπιότερη της ισόβιας κάθειρξης, αναστέλλεται όχι περισσότερο από τρία χρόνια, ήτοι, συνολικώς η παραγραφή ανήρχετο σε δέκα οκτώ (18) έτη (15 έτη + 3 έτη αναστολής). Η διάταξη αυτή του άρθρου 113 ΠΚ, υπέστη και άλλες τροποποιήσεις με τα άρθρα 25 του ν. 3346/2005 και 2 του ν. 3625/2007, χωρίς όμως να θιγεί η άνω με το άρθρο 1 παρ. 6 ν. 2408/1996 καθιερωθείσα πενταετής αναστολή για τα κακουργήματα και δεν ισχύει ο άνω χρονικός περιορισμός της αναστολής, όπως ρητά ορίζεται στο εδαφ. β της παρ.3 του άνω άρθρου 113 ΠΚ, μετά την τροπ. με το άρθρο 25 του ν. 3346/2006, μόνον όταν η αναστολή της ποινικής δίωξης λάβει χώρα κατ' εφαρμογή των άρθρων 30 παρ.2 (αναστολή από τον Υπουργό της Δικαιοσύνης) και 59 του ΚΠΔ (αναστολή λόγω προδικαστικού ζητήματος). Εξάλλου, κατά το 435 ΚΠΔ, αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα απολυθεί από τις φυλακές προσωρινά και από απείθεια δεν εμφανιστεί στο αρμόδιο δικαστήριο για να δικαστεί την ορισμένη δικάσιμο, το δικαστήριο ανακαλεί την προσωρινή απόλυση και διατάσσει ταυτόχρονα και την αναστολή της διαδικασίας στο ακροατήριο σύμφωνα με το άρθρο 432 ΚΠΔ. Όμως, κατά το άρθρο 432 παρ.1 και 2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε με την αντικ. με το άρθρο 15 του ν.δ. 1160/1972 και το άρθρο 34 παρ. 9 του ν. 2172/1993, προβλεπόταν αφενός η δυνατότητα αναστολής της διαδικασίας με διάταξη του εισαγγελέα εφετών, αν ήταν άγνωστη η διαμονή του παραπεμπομένου για κακούργημα κατηγορουμένου και αφετέρου παρεχόταν η δυνατότητα ερήμην εκδίκασης ενός κακουργήματος, όταν ο κατηγορούμενος είχε απολυθεί από τις φυλακές, λόγω συμπλήρωσης του ανωτάτου ορίου προσωρινής κράτησης, εφόσον είχε κλητευθεί ως άγνωστης διαμονής, οριζόταν δε επί πλέον, ότι "η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του κατηγορουμένου ακυρώνεται αυτοδικαίως μόλις εκδοθεί η κατ'αντιμωλίαν απόφαση, από την έκδοση της ερήμην απόφασης αναστέλλεται αυτοδικαίως ο χρόνος παραγραφής του αξιοποίνου της πράξης και η αναστολή διαρκεί ωσότου εκδοθεί νέα κατ'αντιμωλίαν απόφαση, αν δε μετά την απόφαση αυτή απαγγελθεί καταδίκη σε ποινή στερητική της ελευθερίας αφαιρείται το μέρος που έχει εκτιθεί". Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 432 ΚΠΔ, με το άρθρο 21 του ν. 3904/23-12-2010 και 75 του ν. 3994/2011, που προβλέπει αναστολή της διαδικασίας με διάταξη του εισαγγελέα εφετών, επί παραπεμπομένου για κακούργημα, που είναι άγνωστης διαμονής και που δεν παρουσιάστηκε ή δεν συνελήφθη εντός μηνός (παρ.1 εδαφ. α'), στην παρ.1 εδαφ. γ', ορίζεται μόνον ότι "οι διατάξεις του άρθρου 113 ΠΚ για την αναστολή της παραγραφής του αξιοποίνου εφαρμόζονται και εδώ", και αφού απαλείφθηκαν τα παραπάνω οριζόμενα περί αναστολής της παραγραφής και διάρκειάς της ωσότου εκδοθεί κατ'αντιμωλίαν απόφαση, ορίζεται πλέον και μόνον στην παρ. 2 εδαφ. α' του ίδιου άρθρου 432, ότι "Αν εκείνος που παραπέμφθηκε για κακούργημα είναι ή θεωρείται γνωστής διαμονής, δικάζεται σαν να ήταν παρών, αν κλητεύθηκε νόμιμα".
Β 2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 171 παρ. 2 ΚΠΔ, αν ο πολιτικώς ενάγων παρέστη παράνομα στη διαδικασία του ακροατηρίου, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάση της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο ακόμη. Η ακυρότητα, όμως αυτή, που δημιουργεί τον από το άρθρο 510 παράγραφος 1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, επέρχεται μόνον όταν υπάρχει έλλειψη ενεργητικής ή παθητικής νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος, ή όταν δεν τηρήθηκε η επιβαλλόμενη από το άρθρο 68 του ίδιου κώδικα διαδικασία ως προς τον τρόπο και τον χρόνο ασκήσεως και υποβολής της πολιτικής αγωγής και όχι για άλλες πλημμέλειες (Ολ.ΑΠ 762/1992, ΑΠ 118/2011), μεταξύ των οποίων και εκείνη που δημιουργείται στην περίπτωση, κατά την οποία η ασκούμενη αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από αδίκημα έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ, όταν ο κατηγορούμενος δεν πρότεινε ένσταση παραγραφής, αφού η εκ του λόγου αυτού απόσβεση της σχετικής αξίωσης λαμβάνεται υπόψη και από το ποινικό δικαστήριο, κατόπιν προβολής ενστάσεως παραγραφής και όχι αυτεπαγγέλτως, έστω και αν προκύπτει από το αποδεικτικό υλικό (ΑΠ 753/2010).
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 63 και 68 παράγραφος 2 ΚΠΔ, η πολιτική αγωγή για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης μπορεί να ασκηθεί και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου από τον δικαιούμενο κατά τις διατάξεις του ΑΚ (άρθρο 932 ΑΚ), μέχρι να αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Περαιτέρω, στο άρθρο 937 του ΑΚ ορίζεται ότι "η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε την ζημία και τον υπαίτιο σε αποζημίωση. Σε κάθε όμως περίπτωση, η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν δε η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης". Για την διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξης είναι μακρότερη ή όχι της αστικής παραγραφής, θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξης ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη από τον ποινικό κώδικα ή σε άλλους ποινικούς νόμους παραγραφή, όπως αυτή ως προς την διάρκειά της καθορίζεται στο άρθρο 111 του ΠΚ ή άλλου ειδικού ποινικού νόμου και η οποία, προκειμένου για τα κακουργήματα (παρ.2 άρ.111), για τα οποία ο νόμος προβλέπει ποινή ισόβιας κάθειρξης είναι 20 έτη, σε κάθε δε άλλη περίπτωση, που προβλέπεται ποινή κάθειρξης, όπως στο άρθρο 311 παρ.2 ΠΚ, επί θανατηφόρας βαριάς σωματικής βλάβης, είναι 15 έτη και κατά τη διάταξη του άρθρου 17 του Π Κ, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από εκείνη της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως κατά το άρθρο 937 παράγραφος 1 ΑΚ. Για τη διακρίβωση εάν, προκειμένου περί κακουργημάτων, η ποινική παραγραφή είναι μακρότερη ή όχι σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν υπολογίζεται το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της πενταετούς αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, διότι η αναστολή της ποινικής παραγραφής προϋποθέτει έναρξη της κύριας διαδικασίας, η οποία εκ των προτέρων δεν είναι γνωστό πότε θα επέλθει και δεν χωρεί αυτοδικαίως εκ του νόμου. (βλ. Πολ. Ολ.ΑΠ 21/2003). Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 261 ΑΚ, την παραγραφή διακόπτει η έγερση αγωγής, η δε με τον τρόπον αυτόν διακοπείσα παραγραφή αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου και κατά τo άρθρο 270 ΑΚ, αν η παραγραφή διακόπηκε, ο χρόνος που πέρασε έως τότε δεν υπολογίζεται και, αφότου περατώθηκε η διακοπή, αρχίζει νέα παραγραφή. Τέτοια άσκηση αγωγής, που διακόπτει την παραγραφή, συνιστά και η κατά την ποινική διαδικασία με τη δήλωση παραστάσεως πολιτικής αγωγής εισαγωγή προς δικαστική κρίση της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΑΠ 617/2010).
Στην προκειμένη περίπτωση από τα έγγραφα του φακέλου της δικογραφίας, τα οποία επιτρεπτώς επισκοπούνται προκειμένου να ελεγχθεί ο προβαλλόμενος με την κρινόμενη αναίρεση πρώτος αναιρετικός λόγος της υπέρβασης εξουσίας του δικαστηρίου, γιατί απέρριψε τον προβληθέντα από τον αναιρεσείοντα, καταδικασθέντα σε δεύτερο βαθμό για κακούργημα κατηγορούμενο, αυτοτελή ισχυρισμό α) παραγραφής της πράξης, λόγω παρόδου εικοσαετίας και β) παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, λόγω παραγραφής της αστικής αξίωσης, συνεπεία παραγραφής και αυτής, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος παραπέμφθηκε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης για να δικασθεί για το πλημμέλημα της επικίνδυνης σωματικής βλάβης, με φερόμενο χρόνο τελέσεως την 7-6-1988. Με την με αρ. 2700/1-9-1988 απόφαση του άνω δικαστηρίου αναβλήθηκε η υπόθεση και με την μεταγενέστερη 5717/15-5-1989 απόφαση το άνω ίδιο δικαστήριο, κηρύχθηκε αναρμόδιο και παραπέμφθηκε στο ΜΟΔ Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία ότι η παθούσα, ήδη στις 17-6-1998 απεβίωσε συνεπεία της ανωτέρω σωματικής της βλάβης και η πράξη έφερε χαρακτήρα κακουργήματος της θανατηφόρας σωματικής βλάβης. Με το με αρ. 24/1990 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, συμπληρώθηκε η παραπάνω απόφαση, ενώ απορρίφθηκε σχετική αναίρεση και παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος για το άνω κακούργημα στο ΜΟΔ Σερρών. Με την με αρ. 17,18/1991 απόφαση του ΜΟΔ Σερρών, καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος ερήμην σε κάθειρξη οκτώ ετών, κλητευθείς ως γνωστής διαμονής, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 432 παρ.2 α' του ΚΠΔ, όπως τότε ίσχυε, με την τροποποίηση του άρθρου 12 παρ.4 του ν. 1941/1991. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος συνελήφθη το έτος 2005 και η υπόθεσή του εκδικάστηκε εκ νέου στο ΜΟΔ Σερρών και με την με αρ. 26, 27/2006 απόφαση καταδικάστηκε σε κάθειρξη επτά ετών και, μετά από έφεση του κατηγορουμένου, εκδόθηκε η 72-79/2009 απόφαση του ΜΟΕ Θεσσαλονίκης και καταδικάστηκε σε κάθειρξη πέντε ετών, πλην η απόφαση αυτή αναιρέθηκε με την 377/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, για έλλειψη αιτιολογίας, λόγω μη αναφοράς των αποδεικτικών μέσων και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο άνω ΜΟΕ, για επανασυζήτηση της εφέσεως του κατηγορουμένου. Κατά την νέα συζήτηση στο ΜΟΕ Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος πρόβαλε αυτοτελή ισχυρισμό παραγραφής της πράξης λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου με την παρέλευση 20ετίας από του χρόνου τέλεσης της εναντίον του εκδικαζόμενης κακουργηματικής πράξης της θανατηφόρας βαριάς σωματικής βλάβης και ισχυρισμό αποβολής της πολιτικής αγωγής, λόγω παραγραφής της ασκούμενης αστικής αξίωσης, με την πάροδο εικοσαετίας, ενώ η πολιτικώς ενάγουσα (σελ.9) πρόβαλε μη παραγραφή της κακουργηματικής αυτής πράξης, λόγω αναστολής της παραγραφής και διακοπή της παραγραφής της αστικής της αξίωσης, που άσκησε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Το εκ τακτικών δικαστών δικαστήριο του ανωτέρω ΜΟΕ Θεσσαλονίκης, απέρριψε τους ανωτέρω δύο αυτοτελείς ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, προχώρησε στην εκδίκαση της υποθέσεως και στη συνέχεια με την προσβαλλόμενη 274-277/3-12-2010 απόφασή του, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο με ελαφρυντική περίσταση, για το κακούργημα της θανατηφόρας βαριάς σωματικής βλάβης, με χρόνο τελέσεως την 7-6-1988 και του επέβαλε ποινή κάθειρξης πέντε ετών, για την πράξη αυτή, που προβλέπεται στο άρθρο 311 εδ. β 'του ΠΚ, και για την οποία απειλείται ποινή κάθειρξης, ήτοι πρόσκαιρης κάθειρξης, με πλαίσιο από 5 έως 20 έτη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 52 παρ.2,3 του ΠΚ, με το αιτιολογικό ότι με την έκδοση στις 24-4-1991 της ερήμην καταδικαστικής απόφασης του ΜΟΔ Σερρών, ανεστάλη αυτοδικαίως η παραγραφή της κακουργηματικής αυτής πράξης και από της εκδόσεως κατ' αντιμωλίαν, την 1-3-2006, νέας 20-26/1-3-2006 καταδικαστικής-εκκαλουμένης αποφάσεως του ΜΟΔ Σερρών, άρχισε να προσμετράται εκ νέου ο χρόνος παραγραφής και έκτοτε και μέχρι 3-12-2010 δεν είχεν συμπληρωθεί η παραγραφή, ενόψει της ειδικότερης ρύθμισης του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, η οποία υπερισχύει της γενικής διάταξης του άρθρου 111 και 113 του ΠΚ. Από τις προεκτεθείσες στη μείζονα σκέψη ανωτέρω (Β1 και Β2) διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 1 εδ. β, 370 εδ. β και 511 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη και εξετάζεται από το δικαστήριο όταν προβάλλεται με αυτοτελή ισχυρισμό από τον κατηγορούμενο σε κάθε στάση της δίκης, αλλά και αυτεπαγγέλτως, ως θεσμός δημοσίας τάξεως, σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας και από τον Άρειο Πάγο, ο οποίος, εφόσον διαπιστώσει την παραγραφή, υποχρεούται να αναιρέσει την προσβαλλόμενη απόφαση και να παύσει οριστικώς την ποινική δίωξη κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 370 εδ. β' του ΚΠΔ. Σε περίπτωση δε μεταβολής της νομοθεσίας ως προς το χρόνο της παραγραφής, όσον και ως προς το χρόνο αναστολής της παραγραφής της αξιόποινης πράξης, θα εφαρμοσθεί ο επιεικέστερος νόμος που ίσχυε από της τέλεσης της πράξης μέχρι της έκδοσης αμετάκλητης απόφασης, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ, αφού η παραγραφή είναι θεσμός του ουσιαστικού δικαίου και εφαρμόζεται επ' αυτών η αρχή της αναδρομικής ισχύος του ηπιότερου νόμου, που καθιερώνεται με το παραπάνω άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ (ΑΠ 2249/2002). Άρα η παραπάνω διάταξη του άρθρου 113 ΠΚ, όπως τροπ. με το άρθρο 1 παρ.6 του ν. 2408/1996, είναι ηπιότερη από κάθε άλλη προγενέστερη διάταξη, αφού τίθενται χρονικά όρια αναστολής της παραγραφής και επομένως εφαρμοστέα και για τον κατηγορούμενο.
Σύμφωνα όμως με τις προπαρατεθείσες διατάξεις και τα προαναφερθέντα, μεταξύ των δύο νόμων που ίσχυσαν επί άρθρου 113 ΠΚ, από της τελέσεως του εγκλήματος (1988), για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, μέχρι της εκδικάσεως αυτού, ήτοι του ΠΚ προ της εφαρμογής του ν. 2408/1996 και του ν.2408/1996, επιεικέστερος στη συγκεκριμένη περίπτωση για τον αναιρεσείοντα- κατηγορούμενο είναι ο ν. 2408/1996, αφού βάσει του νόμου αυτού, που ίσχυε κατά την 3-12-2010 που εκδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό η κατηγορία, ο χρόνος αναστολής της παραγραφής στην περίπτωση που ο χρόνος της παραγραφής αναστέλλεται συνεπεία νόμου που εμποδίζει να αρχίσει ή να εξακολουθήσει η ποινική δίωξη, όπως η των άρθρων 435 και 432 παρ. 2 ΚΠΔ είναι πέντε έτη, ενώ βάσει του ΠΚ ( άρθρο 113 παρ. 1), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως του εγκλήματος από τον αναιρεσείοντα, ήταν απεριόριστος. Μετά δε την αντικατάσταση του άρθρου 113 ΠΚ, με το ν. 2408/1996, δεν μπορεί πλέον να γίνει προσμέτρηση, δύο ή και περισσότερες φορές, του χρόνου αναστολής της παραγραφής, αυτός δε σε κάθε περίπτωση, επί κακουργημάτων, δεν μπορεί να υπερβεί τα 5 έτη και ανεξάρτητα πότε τελέστηκε η πράξη, δεν μπορεί η παραγραφή να υπερβεί τα 20 έτη (15 συν 5 έτη), ασχέτως εκδίκασης ή αναβολής της δίκης ή ακύρωσης της αποφάσεως. Εξάλλου, όπου ο νομοθέτης θέλησε με το ν 3346/2005 να εξαιρέσει περιπτώσεις από την εφαρμογή του άρθρου 113 ΠΚ, το έπραξε, εξαιρώντας ρητά τα άρθρα 30 και 59 του ΚΠΔ, ενώ δεν αναφέρθηκε και στο παραπάνω άρθρο 432 ΚΠΔ. Όμως, κατά τη διάταξη του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε την 3-12-2010, που εκδικάστηκε η υπόθεση στο άνω ΜΟΕ, πριν την τροποποίησή του δια του ν. 3904/23-12-2010, οριζόταν ότι η απόφαση που εκδόθηκε ερήμην του καταδικασθέντος για κακούργημα κατηγορουμένου ακυρώνεται αυτοδικαίως μόλις εκδοθεί η κατ' αντιμωλίαν απόφαση και από την έκδοση της ερήμην απόφασης αναστέλλεται αυτοδικαίως ο χρόνος της παραγραφής του αξιοποίνου της πράξης και η αναστολή διαρκεί ωσότου εκδοθεί η νέα κατ' αντιμωλίαν απόφαση, χωρίς χρονικό περιορισμό. Η έννοια δε της προηγούμενης διάταξης ήταν ότι ο από αυτήν προβλεπόμενος χρόνος αναστολής της παραγραφής, δεν συνυπολογίζεται για την συμπλήρωση της υπό των άρθρων 111 και 113 παρ.1 ΠΚ διαλαμβανόμενης, κατά περίπτωση, 18ετούς ή 20ετούς συνολικής παραγραφής, αλλά ότι συνιστά ειδική αναστολή αυτής, διότι, κατά το χρόνο της διαρκείας της, δεν τρέχουν οι ανωτέρω παραγραφές, ενώ με βάση την προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 113 παρ.1 ΠΚ, και ενόψει του άρθρου 2 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, ευμενέστερη είναι η ρύθμιση, κατά την οποία στην διάρκεια της κύριας διαδικασίας η παραγραφή για τα κακουργήματα, που τιμωρούνται με ποινή ηπιότερη της ισόβιας κάθειρξης, αναστέλλεται όχι περισσότερο από τρία έτη, ήτοι συνολικά η παραγραφή ανερχόταν σε 18 έτη (15 συν 3 της αναστολής) (ΑΠ 1434/2003). Ήδη δε, με το άρθρο 21 του ν. 3904/23-10-2010, μετά την άνω δευτεροβάθμια δίκη, τροποποιήθηκε το άνω άρθρο 432 ΚΠΔ, απαλείφθηκαν τα παραπάνω περί αναστολής της παραγραφής και ορίστηκε απλώς ότι " οι διατάξεις του άρθρου 113 ΠΚ για την αναστολή της παραγραφής του αξιοποίνου εφαρμόζονται και εδώ". Από τα παραπάνω όμως προεκτεθέντα, δημιουργούνται ερμηνευτικά ζητήματα εφαρμογής νόμου και αναδρομικής εφαρμογής πολλών και ποίων μεταξύ πολλών ισχυσάντων κατά την άνω χρονική διαδρομή νόμων και δη: Α) : α) Αν η χωρήσασα στην προκειμένη περίπτωση αναστολή της διαδικασίας μετά την με αρ. 17,18/24-4-1991 απόφαση του ΜΟΔ Σερρών, που καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος ερήμην, κλητευθείς ως γνωστής διαμονής, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 432 παρ. 2 α' του ΚΠΔ, όπως τότε ίσχυε, με την τροποποίηση του άρθρου 12 παρ.4 του ν. 1941/1991 και μέχρι στη συνέχεια, μετά 14ετία, έκδοσης, κατ'αντιμωλίαν του κατηγορουμένου, της με αρ. 26,27/1-3-2006 καταδικαστικής απόφασης του ΜΟΔ Σερρών, συνιστά ειδική μορφή ... παραγραφής στην οποία δεν ισχύει το άνω ανώτατο όριο διάρκειας της αναστολής των τριών ή πέντε ετών για τα κακουργήματα ώστε η παραγραφή του αξιοποίνου της κακουργηματικής πράξης που αρχίζει να τρέχει από το χρόνο της τελέσεως της πράξης, διακόπτεται κατά το διάστημα της ειδικής αυτής αναστολής επιδικίας, χωρίς χρονικό περιορισμό (από έκδοσης της ερήμην καταδικαστικής απόφασης μέχρι την έκδοση της νέας κατ' αντιμωλίαν καταδικαστικής για την ίδια πράξη απόφασης του ίδιου πρωτοβαθμίου ΜΟΔ Σερρών), οπότε αρχίζει να τρέχει και πάλιν η παραπάνω εικοσαετής (15+5) παραγραφή (βλ. ΑΠ 1434/2003, Μαργαρίτη- Παρασκευόπουλου Ποινολογία σελ. 202 επόμ., Μαργαρίτη Λ. ΠοινΔνη 2007, 67 επόμ., Κονταξή Α. Ερμ.ΚΠΔ, αρ.432 σελ. 2457-2458, Μπουρόπουλο, Ερμ.ΠΚ, Τ.Α' Γεν.Μερ. σελ. 301), ή ο χρόνος της παραπάνω αναστολής της ειδικής διάταξης του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, την 3-12-2010, προ της τροποποιήσεώς του, δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010, έχει χρονικό περιορισμό και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να υπερβεί τα πέντε έτη για τα κακουργήματα (βλ. ΑΠ 2249/2002, Μανωλεδάκη ΠοινΔνη 2003.14 επόμ, Ζύγουρα Α. ΠοινΔνη 2004.210, Σιδέρη ΠοινΔνη 2004.81), β) σε περίπτωση δε καταφατικής απάντησης επί του πρώτου σκέλους του πρώτου ερωτήματος για στοιχ. Αα δηλαδή ότι η ανωτέρω ειδική αναστολή δεν προσμετράται στην προαναφερθείσα πενταετή αναστολή της παραγραφής, 1) αν, με την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 432 παρ.1, με το νεότερο ν. 3904/23-12-2010, που δημοσιεύθηκε μετά την εκδίκαση της προκειμένης υποθέσεως την 3-12-2010 σε δεύτερο βαθμό και που παραπέμπει ευθέως και αποκλειστικά στο άρθρο 113 ΠΚ, που ορίζει και το παραπάνω όριο πενταετούς αναστολής παραγραφής του αξιοποίνου για τα κακουργήματα, ως απώτατο όριο σε κάθε περίπτωση, πλην μόνον εκείνης που έλαβε χώρα αναστολή της ποινικής δίωξης, κατ' εφαρμογή των άρθρων 30 παρ.2 και 59 ΚΠΔ, η ανωτέρω ειδική αναστολή του άρθρου 432 ΚΠΔ περί ερήμην καταδίκης του είχε ήδη τρέξει για 14 και πλέον χρόνια (24.4.1991 έως 1.3.2006), (από έκδοσης της ερήμην καταδικαστικής απόφασης μέχρι την έκδοση της νέας κατ' αντιμωλίαν καταδικαστικής για την ίδια πράξη απόφασης ΜΟΔ Σερρών), ανατρέπεται αυτοδικαίως αναδρομικά και δεν μπορεί να ξεπεράσει τα πέντε έτη επί κακουργημάτων, λόγω αναδρομικής εφαρμογής, κατ' άρθρο 2 παρ.1 του ΠΚ, ως επιεικέστερης, της διάταξης αυτής, ως διφυούς χαρακτήρα, δικονομικού, αλλά και ουσιαστικού ποινικού δικαίου, (Ζύγουρα Α. ΠοινΔνη 2004.210), μη προσμετρούμενης οιασδήποτε άλλης αναστολής (βλ. ΑΠ 1434/2003, 463/1994, 1239/1992 και αντίθετα Εισαγγελέα Εφετών Π. Μπρακουμάτσο σε ΠοινΔνη 2011.347), ή εάν η διάταξη του άρθρου 432 του Κ.Π.Δ. είναι δικονομικού δικαίου αποκλειστικά, 2) εάν η τροποποίηση του άρθρ. 432 του Κ.Π.Δ. ... αριθ. 21 του Ν. 3904/2010 αφορά μόνο την περίπτωση αναστολής της παραγραφής με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών για τον αγνώστου διαμονής κατηγορούμενο και όχι τον ερήμην ήδη καταδικασθέντα κατηγορούμενο ως γνωστής διαμονής.
Και Β) : Αν περαιτέρω η αναφερόμενη στο άρθρο 937 εδ, γ του ΑΚ παραγραφή ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο απαίτησης αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας, που συνάμα αποτελεί κολάσιμο πράξη, υπόκειται στο αναφερόμενο στο εδάφιο β του ιδίου άρθρου 937 όριο εικοσαετούς παραγραφής, σε κάθε περίπτωση ή ισχύει και εδώ και προσμετράται και η τυχόν μεγαλύτερη, κατά τα παραπάνω παραγραφή, λόγω αναστολής της παραγραφής, ζήτημα που επηρεάζει το νόμιμο της γενόμενης παράστασης της πολιτικής αγωγής στο ΜΟΕ Θεσσαλονίκης και ειδικότερα:
α) αν στην παραγραφή της πολιτικής αγωγής ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου ισχύει σε κάθε περίπτωση το οριζόμενο από την παράγραφο 3 του άρθρου 113 του ΠΚ μέγιστο διάστημα της πενταετούς αναστολής για κακουργήματα, κατά το οποίο διαρκεί η κυρία διαδικασία και έως ότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, ή δεν υπολογίζεται στην άνω παραγραφή και πενταετή αναστολή η ειδική αναστολή του άρθρου 432 παρ.2 ΚΠΔ, όπως ίσχυε, κατά την εκδίκαση της κακουργηματικής υποθέσεως σε δεύτερο βαθμό, την 3-12-2010, προ της τροποποιήσεώς του, δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 ή θα εφαρμοσθεί και επ' αυτής ομοίως ως παραπάνω η νέα δια του άρθρου 21 του ν. 3904/23-12-2010 τροποποίηση, ως ευμενέστερη για τον εναγόμενο κατηγορούμενο και επομένως ισχύει στην προκειμένη υπόθεση σε κάθε περίπτωση ο περιορισμός της πενταετούς αναστολής και β) αν επί παραγραφής της ασκηθείσας στο ποινικό δικαστήριο πολιτικής αγωγής ισχύουν οι διατάξεις του ΑΚ περί διακοπής και αναστολής της παραγραφής.
Επειδή όμως τα ζητήματα αυτά, κατά την ομόφωνη γνώμη των μελών του δικαστηρίου τούτου, κρίνονται ως γενικότερου νομικού ενδιαφέροντος, ενόψει της προαναφερθείσας διάστασης απόψεων σε νομολογία και θεωρία, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, να παραπεμφθεί στην ποινική τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τα άρθρα 23 παρ.1 του ν. 1756/88 και 3 παρ.2 του ν. 3810/57, το οποίο έχει διατηρηθεί σε ισχύ ως προς τις ποινικές υποθέσεις με το άρθρο 64 παρ.5 του Εις. Ν ΚΠολΔ, προκειμένου η τελευταία, να λάβει θέση επί των ζητημάτων αυτών που ανεφύησαν στο ποινικό αυτό τμήμα του Αρείου Πάγου, για να αποφανθεί για το βάσιμο ή μη των προβληθέντων με την από 29-4-2011 αίτηση αναιρέσεως, πρώτου και δευτέρου, αντίστοιχων σχετικών λόγων αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, πρώτου λόγου, της υπέρβασης εξουσίας, λόγω παραγραφής της αξιόποινης πράξης (άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' ΚΠΔ) και δεύτερου λόγου, της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας, λόγω παράνομης παράστασης της πολιτικής αγωγής, συνεπεία παραγραφής, μη διακοπείσας δια ασκήσεώς της στον πρώτο βαθμό, της αστικής αξίωσης της πολιτικώς ενάγουσας(άρθρο 171 παρ.2, 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 129-4-2011 αίτηση του Δ. Κ. του Φ., για αναίρεση της με αρ. 274-277/3-12-2010 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως προς τους τρίτο και τέταρτο λόγους αναιρέσεως αυτής. Παραπέμπει στην τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου την από 129-4-2011 αίτηση του Δ. Κ. του Φ., για αναίρεση της με αρ. 274-277/3-12-2010 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, ως προς τους λοιπούς πρώτο και δεύτερο λόγους αναιρέσεως αυτής, για να αποφανθεί για τα εκτιθέμενα στο σκεπτικό.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιανουαρίου 2012. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2012.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ