ΑΠ 329/2011 - ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ - Επιεικέστερος ο ν. 3220/2004 όταν το χρέος καταβάλλεται εφ΄ άπαξ και όχι σε δόσεις. Αναιρεί για εσφαλμένη εφαρμογή του δυσμενέστερου νόμου και κηρύσσει αθώο για τη μη καταβολή των χρεών.

Αριθμός 329/2011
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες. Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 28 Ιανουαρίου 2011, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Φωτοπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Α. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 7687/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαρτίου 2010 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 467/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να αναιρεθεί κατά ένα μέρος της η προσβαλλομένη απόφαση με αριθμό 7687/2009 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, β) να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο σε σχέση με τις μερικότερες πράξεις με αριθμούς 1, 2, 5, 8, 9, 10, 11 και 12 του πίνακα χρεών που αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλομένης απόφασης και γ) να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με το άρθρο 25 παρ.1 του ν. 1882/1990 θεσπίζεται η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, αναλόγως του αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου αλλά και ως προς το ύψος του χρέους. Ειδικότερα προβλέπονται δύο χωριστές περιπτώσεις έναρξης της ποινικής ευθύνης, ήτοι εκείνη της μη καταβολής του χρέους που η εξόφληση του έχει ρυθμιστεί με δόσεις οπότε απαιτείται να παρέλθει η προθεσμία καταβολής της τρίτης δόσης και εκείνη της μη καταβολής του εφάπαξ καταβλητέου χρέους οπότε απαιτείται να παρέλθει δίμηνο από το τέλος της προθεσμίας κατά την οποία έπρεπε να καταβληθεί το χρέος. Ακολούθησε αντικατάσταση του άρθρου 25 του ν. 18827 1990 με το άρθρο 23 του ν.252371997. Με την αντικατάσταση αυτή, αφ' ενός ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία και αφ' ετέρου αυξήθηκε το ύψος του οφειλομένου ποσού που καθιστά αξιόποινη την καθυστέρηση της καταβολής. Ειδικότερα, μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του, το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α του Ν.1882/1990, όριζε ότι η παραβίαση της προθεσμίας καταβολής, κατά τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, των χρεών προς το Δημόσιο, που είναι βεβαιωμένα στις αρμόδιες υπηρεσίες, εφόσον αυτή αναφέρεται στην καταβολή τριών συνεχών δόσεων, ή προκειμένου για χρέη που καταβάλλονται εφάπαξ, σε καθυστέρηση καταβολής πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου των ανωτέρω υπηρεσιών προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας του και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για δάνεια με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, παρακρατούμενους ή επιρριπτόμενους φόρους και δύο τουλάχιστον μηνών, προκειμένου για λοιπούς φόρους και χρέη γενικά, εφόσον το ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής, μαζί με κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερέβαινε το ποσό του 1.000.000 δρχ, όταν επρόκειτο για δάνεια και παρακρατούμενους ή επιρριπτομένους φόρους και τα 2.000.000 δραχμές όταν επρόκειτο για τους λοιπούς φόρους και χρέη, γενικά, β) έξι και τεσσάρων τουλάχιστον μηνών αντίστοιχα, εφόσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερέβαιναν τα 2.000.000 και 3.000.000 δρχ., και γ) τουλάχιστον ενός έτους και έξι μηνών αντίστοιχα, εφόσον οι αντίστοιχες οφειλές υπερέβαιναν τα 3.000.000 και 4.500.000δρχ. Το άρθρο τούτο στη συνέχεια αντικαταστάθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, η ισχύς του οποίου άρχισε από 1-1-2004 και κατά το οποίο η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και τα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου κλπ., για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ κλπ προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών τις έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων, μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, και γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α, υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Με τη νέα αυτή αντικατάσταση 1) το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπροθέσμων εσόδων στις ΔΟΥ και τα τελωνεία αντιμετωπίζεται πλέον ενιαία ως προς το χρόνο διάπραξης του, ο οποίος είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών σε δόσεις ή εφάπαξ, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίζονται βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής ανεξάρτητα από το είδος του χρέους (παρακρατούμενοι, επιρριπτόμενοι φόροι, δάνεια με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου κλπ.) και 4) αυξάνονται τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή του οποίου ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη από 1.000.000 δρχ. στα 10.000 ευρώ. Κατά το μέρος που οι νέες αυτές διατάξεις δεν απαιτούν την καθυστέρηση ορισμένων δόσεων όταν το χρέος είναι καταβλητέο σε δόσεις, για δε τις καθυστερήσεις περισσοτέρων χρεών από οποιαδήποτε αιτία λαμβάνουν υπόψη ως όριο για τη θεμελίωση του αξιοποίνου το συνολικό ποσό του χρέους και όχι το ύψος κάθε επί μέρους χρέους, είναι δυσμενέστερες και συνεπώς για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από την έναρξη της εφαρμογής τους εφαρμόζονται, εφόσον είναι ευμενέστερες ως προς τις προϋποθέσεις έναρξης και θεμελίωσης της ποινικής ευθύνης, οι προγενέστερες διατάξεις που ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης τους. Επομένως, εάν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για πράξεις που είχαν τελεστεί υπό την ισχύ του ν. 2523/1997 και αφορούσαν καταβολή χρεών μικρότερων εκείνων που ορίζονται κατά περίπτωση με το νόμο αυτό, πρέπει να κηρύσσεται αθώος ο κατηγορούμενος (ΑΠ 468/2009). Έτσι σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές κρίσιμα στοιχεία για τη συγκρότηση του εγκλήματος της καθυστέρησης καταβολής χρεών προς το δημόσιο που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση για να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ είναι: 1) η αρχή που προέβη στη βεβαίωση του χρέους, 2) το ύψος αυτού, 3) ο τρόπος πληρωμής του (εφάπαξ ή σε δόσεις), 4) ο ακριβής χρόνος που έπρεπε να καταβληθεί όταν αυτό καταβάλλεται εφάπαξ ή της κάθε δόσης όταν καταβάλλεται σε δόσεις, ο οποίος χρόνος δε συμπίπτει κατ' ανάγκη με το χρόνο που βεβαιώθηκε το χρέος, διότι ως χρόνο βεβαίωσης των χρεών ο νόμος εννοεί αυτόν που γίνεται από την αρμόδια οικονομική αρχή και έχει ως περιεχόμενο τον προσδιορισμό του υπόχρεου προσώπου καθώς και του ποσού και του είδους της οφειλής, ενώ το ληξιπρόθεσμο του χρέους συνάπτεται με τη λεγόμενη ταμιακή βεβαίωση, οπότε και μπορεί το χρέος αυτό να εισπραχθεί και 5) η μη καταβολή τριών συνεχών δόσεων του χρέους ή ολόκληρου του ποσού του όταν αυτό είναι καταβλητέο εφάπαξ πέραν των δύο μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής του. Εξάλλου κατά το άρθρο 86 παρ. 1 και 2 του ν.2362/1995 "περί δημοσίου λογιστικού, ελέγχου δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις" που ισχύει από 1-1-1996, καμία χρηματική απαίτηση του δημοσίου δεν υπόκειται σε παραγραφή, πριν να βεβαιωθεί πράγματι προς είσπραξη ως δημόσιο έσοδο στην αρμόδια ΔΟΥ ή στο αρμόδιο τελωνείο (βεβαίωση εν στενή έννοια). Ο κανόνας αυτός δεν αλλοιώνεται από την τυχόν βραδεία τοιαύτη βεβαίωση. Η χρηματική απαίτηση του δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή έννοια και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη. Περαιτέρω, κατά το άνω άρθρο 25 παρ.7, όπως αντικαταστάθηκε από το ν.2523/1997, ο χρόνος παραγραφής του αδικήματος συμπληρώνεται μετά παρέλευση πενταετίας από την παραγραφή της οφειλής. Η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Τέλος δε, με το άρθρο 34 παρ.2 του άνω ν.3220/2004, η άνω παράγραφος 7 αντικαταστάθηκε και πλέον ορίζει ότι η υποβολή αίτησης ποινικής δίωξης αναστέλλει την παραγραφή του χρέους για το οποίο υποβλήθηκε μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ο χρόνος παραγραφής του χρέους δεν συμπληρώνεται πριν την πάροδο ενός έτους από τη λήξη της αναστολής. Εκ των ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι δια της νέας αυτής διατάξεως δεν υπάρχει πλέον ειδική ρύθμιση ως προς το θέμα της παραγραφής του εγκλήματος του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 . Η νέα αυτή ρύθμιση είναι ευμενέστερη ως προς το θέμα της παραγραφής, η δε διάταξη του άρθρου 25 παρ.7 του ν. 1882/1990, ως αντικατεστάθη δι' άρθρου 23 ν.2523/1997 και ακολούθως δι' άρθρου 34 παρ.2 ν.3220/2004, κατά την οποία υποβολή αιτήσεως ποινικής διώξεως αναστέλλει την παραγραφή του χρέους, δεν δύναται να τύχει εφαρμογής επί των προ της ισχύος του ν.2523/1997 τελεσθεισών πράξεων του εγκλήματος αυτού διότι είναι δυσμενέστερη ως προς το θέμα της παραγραφής του προ αυτού ισχύοντος νομοθετικού καθεστώτος. Εξ αυτών παρέπεται ότι επί τελέσεως εγκλήματος προ της ισχύος του ν.2523/1997 (01-01-1998) ως προς την παραγραφή του εγκλήματος αυτού ισχύουν οι διατάξεις του ΠΚ, ενώ επί τελέσεως του εγκλήματος αυτού μετά την 01-01-1998 ή μετά την 01-01-2004 οι άνω νόμοι καθιερώνουν στην περίπτωση υποβολής αιτήσεως ποινικής διώξεως αναστολή της παραγραφής του χρέους μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Η επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ιδίου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, προκειμένου για καταδικαστική απόφαση, όταν περιέχονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου υπάρχει και όταν γίνεται παραβίαση αυτού εκ πλαγίου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης 7687/2009 απόφασης το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων δέχτηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του ότι Ο κατηγορούμενος, στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν επακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, καθυστέρησε ως υπόχρεος την καταβολή των βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ) χρεών προς το Δημόσιο, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε συνολικό χρέος από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους προσαυξήσεων μέχρι και την ημέρα σύνταξης του πίνακα χρεών υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ και συγκεκριμένα καθυστέρησε, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, την καταβολή των ακόλουθων βεβαιωμένων, χρεών στη Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, που καταβάλλονται εφάπαξ ή σε δόσεις, αφορούν φόρους και γενικά χρέη υπέρ του Δημοσίου, που συνολικά ανέρχονται στο ποσό των 1.003.547,50 Ευρώ, βεβαιωμένα από την Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του συνημμένου με αριθμό 14/2006 πίνακα χρεών, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους, τα ποσά δε αυτά, αναφέρονται αναλυτικά ως προς την αιτία για την οποία αυτά οφείλονται (κατά κεφάλαιο και προσαυξήσεις), αριθμό, και ημερομηνία έκδοσης της βεβαίωσης του προϊσταμένου της Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με βάση την οποία βεβαιώθηκε κάθε χρέος, τον τρόπο καταβολής και ημερομηνία έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας καταβολής του, στον παρακάτω, συνημμένο, με αριθμό 14/2006 πίνακα χρεών, και συγκεκριμένα με στοιχεία (Α/Α) αυτού: 1, 2, 3, 4, 6, 7, 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36 και 37 και επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχος, κατ' εξακολούθηση ως προς τα ποσά αυτά (σημειουμένου ότι ως προς τα ποσά με στοιχ. 5, 8, 9 και 12 ο κατηγορούμενος κηρύχθηκε αθώος με την εκκαλουμένη απόφαση). Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι τα παραπάνω χρέη έχουν υποπέσει στην παραγραφή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού τουλάχιστον από τη βεβαίωση τους, από την Α' Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, που έλαβε χώρα, κατά τα αναγραφόμενα στο συνημμένο με αρ. 14/2006 πίνακα χρεών, σε ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος 21-4-2003 μέχρι 2-8-2004 μέχρι και σήμερα δεν παρήλθε η προθεσμία παραγραφής των οκτώ (8) ετών, καθόσον η πενταετής προθεσμία παραγραφής, προκειμένου για πλημμελήματα (άρθρο 111 παρ. 3 Π.Κ.), όπως εν προκειμένω, έχει ανασταλεί (άρθρο 113 Π.Κ.) με την επίδοση στον κατηγορούμενο του κλητηρίου θεσπίσματος για να εμφανιστεί στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου για εκδίκαση των παραπάνω πράξεων, την 18-5-2007, όπως προκύπτει από το με ημερομηνία 18-5-2007 αποδεικτικό επιδόσεως κλητηρίου θεσπίσματος προς τον κατηγορούμενο του επιμελητή δικαστηρίων της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσ/νίκης ..., το οποίο αναγνώσθηκε δημόσια στο ακροατήριο από την Πρόεδρο (βλ. και ΑΠ 624/2009, σε ΤρΝομΠληρΝόμος).
Ακολούθως το Δικαστήριο αυτό κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το δημόσιο κατ" εξακολούθηση και του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο ετών την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή. Με τις παραδοχές αυτές η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του ν. 1882/ 1990 για τα υπό στοιχ. 1, 2, 5, 8, 9, 10, 11 και 12 του πίνακα χρέη, εκ των οποίων: α) το πρώτο ποσού 9.602, 65 ευρώ ήταν καταβλητέο εφάπαξ με ημερομηνία καταβολής την 30-5-2003, β) το δεύτερο ποσού 6.018,41 ευρώ ήταν καταβλητέο εφάπαξ, με ημερομηνία καταβολής την 30-5-2003, γ) το τρίτο ποσού 1172 ευρώ ήταν καταβλητέο σε 4 μηνιαίες δόσεις, με ημερομηνία λήξης της τελευταίας δόσης την 30-9-2003, δ) το τέταρτο ποσού 1467 ευρώ, ήταν καταβλητέο σε 5 μηνιαίες δόσεις, με ημερομηνία λήξης της τελευταίας δόσης την 28-11-2003, ε) το πέμπτο ποσού 1056,96 ευρώ ήταν καταβλητέο σε 4 μηνιαίες δόσεις, με ημερομηνία καταβολής της τελευταίας δόσης την 31-10-2003, στ) το έκτο ποσού 3.032,13 ευρώ ήταν καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις με ημερομηνία καταβολής της τελευταίας δόσης την 31-12-2003, ζ) το έβδομο ποσού 3.655,47 ευρώ ήταν καταβλητέο σε 6 μηνιαίες δόσεις, με ημερομηνία καταβολής της τελευταίας δόσης την 31-12-2003 και η) το όγδοο, ποσού 1467,74 ευρώ, ήταν καταβλητέο σε 5 μηνιαίες δόσεις, με ημερομηνία καταβολής της τελευταίας δόσης την 28-11-2003, καθόσον η σχέση με τα υπό ανωτέρω στοιχεία γ, δ, ε και η χρέη, εφαρμοστέα ήταν η διάταξη αυτή (του άρθρου 25 του ν. 1882/1990), όπως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 2523/1997, υπό την ισχύ της οποίας τα χρέη αυτά δεν συνιστούσαν αξιόποινη πράξη ως μη υπερβαίνοντα το ποσό του 1.000.000 δρχ., ενώ ως προς τα υπόλοιπα υπό τα στοιχεία α, β, στ και ζ χρέη των 9.602,26, 6.018,41, 3.032,13 και 3.655,47 ευρώ, αντιστοίχως, εφαρμοστέα ήταν η ίδια διάταξη, όπως αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 34 παρ. 1 του ν. 3220/2004, σύμφωνα με την οποία οι πράξεις αυτές δεν είναι αξιόποινες λόγω του ύψους των ποσών, τα οποία δεν υπερβαίνουν τα 10.000 ευρώ, η οποία ήταν εφαρμοστέα στην προκειμένη περίπτωση, ως περιέχουσα ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση (ΑΠ 176/2009). Πρέπει συνεπώς, κατά μερική παραδοχή του από το άρθρο 510 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγου αναιρέσεως, να αναιρεθεί η πιο πάνω απόφαση ως προς τις καταδικαστικές της διατάξεις για τα επιμέρους αυτά χρέη, περαιτέρω δε, κατ' εφαρμογή του άρθρο 518 ΚΠΔ, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος για τις εν λόγω πράξεις. Για τα υπόλοιπα χρέη του πίνακα, ορισμένα εκ των οποίων ήταν καταβλητέα υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως αυτή είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 23 παρ. 1 του ν. 25237 1997, ορισμένα δε υπό την ισχύ της ίδιας διάταξης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ. 1 του με το ν. 3220/2004, υπό την ισχύ δηλαδή του αθροιστικού συστήματος υπολογισμού των επιμέρους χρεών, η προσβαλλόμενη απόφαση έχει την υπό Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού ειδικότερα, παρατίθενται σ' αυτήν όλα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα κατά το νόμο για τη θεμελίωση του εγκλήματος τούτου ήτοι: α) το ποσό κάθε επιμέρους καθυστερουμένου χρέους β) η αρχή που το βεβαίωσε γ) ο τρόπος καταβολής του δ) το ληξιπρόθεσμο αυτών και ε) ο χρόνος της μη καταβολής των τριών συνεχών δόσεων για τα χρέη που ήταν καταβλητέα σε δόσεις, πέραν των δύο μηνών για τα χρέη που ήταν καταβλητέα εφάπαξ και πέραν των τεσσάρων μηνών από τη λήξη του χρόνου καταβολής τους κατά τα ειδικότερων στον πίνακα χρεών διαλαμβανόμενα. Περαιτέρω, καθόσον αφορά τον ισχυρισμό περί παραγραφής, η προσβαλλόμενη απόφαση με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά ερμηνεύοντας τις σχετικές διατάξεις απέρριψε αυτόν, αφού δέχτηκε ότι. αφετηρία του χρόνου παραγραφής της αξιόποινης αυτής πράξεως είναι ο χρόνος βεβαίωσης των χρεών αυτών και όχι ο απώτερος χρόνος που δημιουργήθηκαν. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη διέλαβε στο σκεπτικό της ότι ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος τούτου για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων είναι το χρονικό διάστημα από 21-04-2003 έως 2-08-2004. Πριν όμως συμπληρωθεί η παραγραφή των χρεών τούτων, ο αρμόδιος οικονομικός έφορος της Α' ΔΟΥ Θεσσαλονίκης υπέβαλε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης την 28-9-2006 αίτηση ασκήσεως ποινικής δίωξης κατά του αναιρεσείοντος.
Συνεπώς, η παραγραφή των χρεών αυτών από την ημερομηνία υποβολής της άνω αιτήσεως προς άσκηση ποινικής δίωξης κατά του αναιρεσείοντος ανεστάλη μέχρι το χρόνο που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση, ήτοι μέχρι τις 28-04-2009. Τούτο διότι κατά τον άνω χρόνο τελέσεως του εγκλήματος αυτού ίσχυαν διαδοχικώς οι άνω διατάξεις της παραγράφου 7 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990, όπως είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 23 του ν.2523/1997 και ακολούθως με το άρθρο 34 παρ. 2 του ν.3220/2004. Όθεν, μέχρι και της παρούσης συζητήσεως της ένδικης υπόθεσης, τα οφειλόμενα χρέη και παρεπομένως το υπό κρίση ποινικό αδίκημα σε κάθε περίπτωση δεν έχει υποπέσει στην οκταετή παραγραφή του ποινικού κώδικα και ανεξαρτήτως της αναστολής της παραγραφής αυτής. Η προβαλλόμενη αιτίαση ότι ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος τούτου ανάγεται στο χρονικό διάστημα των ετών 1990 έως 1999 και ότι ως εκ τούτου έχει υποπέσει αυτό στην παραγραφή του ΠΚ είναι αβάσιμη, αφού ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος ανάγεται και προϋποθέτει την βεβαίωση του χρέους, ανεξαρτήτως του πότε έλαβε αυτή χώρα κατά την άνω διάταξη, τον Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού και εκείνη του άρθρου 25 του ν. 1882/1990. Υπό τις άνω παραδοχές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και ορθώς απέρριψε τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί παραγραφής των χρεών, ορθώς δε ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ.1 του ν. 1882/1990 ως αντικ. με το άρθρο 23 του ν.2523/1997 και το άρθρο 34 του ν.3220/2004, τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Επομένως, οι εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι της αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου κατά τα λοιπά είναι αβάσιμοι. Πρέπει όμως κατά μερική παραδοχή του πρώτου των λόγων αναιρέσεως να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την περί ποινής διάταξη της και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο ίδιο δικαστήριο για νέα επιμέτρηση της ποινής, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, (άρθρο 519 ΚΠΔ).                                                        

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί κατά ένα μέρος την 7687/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Κηρύσσει αθώο τον αναιρεσείοντα Α. Α. για μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, σε σχέση με τις μερικότερες πράξεις με αριθμούς 1, 2, 5, 8, 9, 10, 11 και 12 του πίνακα χρεών που αναφέρονται στο διατακτικό της προβαλλόμενη απόφασης. Και Παραπέμπει την υπόθεση για νέα επιμέτρηση της ποινής, στο ίδιο δικαστήριο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Φεβρουαρίου 2011. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2011.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ