Κώστας Κοσμάτος, H αντιμετώπιση των γενετήσιων εγκλημάτων κατά των ανηλίκων, "Εγκληματολόγοι, τ. 10, 2023

H αντιμετώπιση των γενετήσιων εγκλημάτων κατά των ανηλίκων

Ι. Κάθε φορά που εμφανίζεται στην επικαιρότητα ένα έγκλημα που διεγείρει την κοινή γνώμη αρχίζει ένας ατέρμονος διάλογος στη δημόσια σφαίρα για τις αιτίες που το δημιούργησαν, με την αιχμή του δόρατος να συγκλίνει στην ανεπάρκεια της προβλεπόμενης ποινικής μεταχείρισης των δραστών που αδυνατεί να το αποτρέψει ή να αναχαιτίσει την συγκεκριμένη εγκληματική συμπεριφορά και την αντίστοιχη τάση για αυστηροποίηση του θεσμικού πλαισίου. Εξαγγελίες για νέα αυστηροποίηση των εγκλημάτων, κραυγές για μηδενική ανοχή σε τέτοια φαινόμενα αποτελούν καθημερινή επωδό, μέχρι το θέμα να αποσυρθεί από τη δημοσιότητα.

Σε σχέση με τη θέση που εκφράζεται για την αυστηροποίηση των προβλεπόμενων ποινών στα εγκλήματα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι ευκαιριακές νομοθετικές παρεμβάσεις με βάση την επικαιρότητα αποτελούν ένα διαχρονικό παράδειγμα κακής νομοθέτησης στη χώρα μας, στο οποίο προσφεύγουν οι αρμόδιοι υπουργοί για να δείξουν ότι «το Κράτος είναι παρόν», ώστε να ικανοποιηθεί πρόσκαιρα το λαϊκό αίσθημα. Κανείς, βέβαια, δεν αναφέρει ότι οι δράστες των συγκεκριμένων εγκλημάτων που βρίσκονται στο επίκεντρο των εξαγγελιών θα κριθούν με το ευνοϊκότερο νομοθετικό status, δυνάμει της αρχής της αναδρομικότητας του ευμενέστερου νόμου (άρθρο 2 ΠΚ).

Πρόκειται για μια ακραία έκφανση ποινικού λαϊκισμού, χωρίς ουσιαστική αποτελεσματικότητα, με βασικό ή και μοναδικό στόχο την επικοινωνιακή αντιμετώπιση και διαχείριση του φαινομένου. Άλλωστε, αν είχε τεκμηριωθεί ότι η αυστηροποίηση της νομοθεσίας λειτουργεί αποτρεπτικά, μάλλον θα είχε εκλείψει το έγκλημα ήδη από τον Κώδικα του Χαμουραμπί (αφήνοντας άνεργους εγκληματολόγους, ποινικολόγους κλπ). 

ΙΙ. Η εμμονή στο παραπάνω μοντέλο, ωστόσο, δεν φέρνει στη δημόσια σφαίρα τρία βασικά ζητήματα που σχετίζονται με την ουσιαστική αντιμετώπιση του φαινομένου που έχει ως άξονα την προστασία των ανήλικων θυμάτων, τα οποία έχουν σχέση με την πρόληψη του φαινομένου, την καταγγελία των εγκλημάτων αυτών από τους ανηλίκους και την δικαστική διαδικασία που ακολουθείται.

α) Με δεδομένο ότι συνεκτικός κρίκος όλων αυτών των κατηγοριών των ατόμων-υποψηφίων θυμάτων  εντάσσονται στις «ευπαθείς», «ευάλωτες» ή λεγόμενες ομάδες «κοινωνικού αποκλεισμού», η προσέγγιση του ζητήματος θα πρέπει να αναδεικνύει κυρίαρχα, τις προνοιακές πολιτικές που έχουν αναπτυχθεί για τις περιπτώσεις ατόμων, οικογενειών και ομάδων που βιώνουν συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, αλλά και την ύπαρξη ουσιαστικού κοινωνικού ελέγχου από μέρους της τοπικής κοινωνίας και των φορέων της. Έτσι, βλέπουμε να «πέφτουν από τα σύννεφα» οι γείτονες και ο άμεσος κοινωνικός περίγυρος οικογενειών με δομικά προβλήματα αποδιοργάνωσης, για τις οποίες καμία προνοιακή μέριμνα δεν υπήρξε.

Είναι εμφανές ότι η ουσιαστική κατάργηση του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, με την οικονομικίστικη λογική που διέπει τις σχετικές παρεμβάσεις, μαθηματικά οδηγεί στην κατάρρευση μηχανισμών και δομών κοινωνικής προστασίας και στην απόλυτη δυσκολία διαχείρισης τέτοιων φαινομένων. Η ανυπαρξία προληπτικής παρέμβασης σε περιπτώσεις απολύτως προβλέψιμες, οδηγεί τους ανηλίκους είτε σε παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, είτε παρέχει αντίστοιχα τα περιθώρια ανάπτυξης εγκληματικών δράσεων σε βάρος τους.   

β) Η δυσχέρεια στην καταγγελία εγκλημάτων σε βάρος των ανηλίκων οφείλεται αρχικά στη σχέση εξάρτησης μεταξύ δράστη και θύματος και του φόβου που καλλιεργεί η σχέση αυτή στα ανήλικα θύματα. Πρόκειται για εγκλήματα που μολονότι τελούνται, σπάνια καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές, αποτελώντας μια από τις βασικές μορφές της αφανούς εγκληματικότητας. Σημαντικό ρόλο στην απροθυμία καταγγελίας των εγκλημάτων αυτών διαδραματίζει η μη ύπαρξη εμπιστοσύνης των ανηλίκων στο διωκτικό μηχανισμό, που αφήνει στο θύμα την αίσθηση ότι η καταγγελία του θα οδηγήσει σε δευτερογενή θυματοποίησή του με έντονα στιγματιστικά στοιχεία. Παράλληλα, η ανεπάρκεια των δομών απεύθυνσης των θυμάτων και εν γένει του κοινωνικού πλαισίου υποδοχής τους αλλά και η βραδύτητα και δυσκινησία των διωκτικών αρχών αποτελεί αποτρεπτικό παράγοντα. Μπορεί εύκολα κανείς να φέρει την εικόνα ενός ανήλικου θύματος να περνά το κατώφλι της ΓΑΔΑ για να καταγγείλει το σε βάρος του γενετήσιο έγκλημα; Και από την άλλη πλευρά, ποιο είναι το νόημα της θέσπισης μιας αυστηρής νομοθεσίας, όταν δεν μπορεί να εφαρμοστεί «ελλείψει δραστών», καθώς τα θύματα διστάζουν ή φοβούνται να καταγγείλουν τις σε βάρος τους πράξεις, στο μέτρο που δεν εμπιστεύονται το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και -κυρίως- γιατί έχουν να αντιμετωπίσουν μια δεύτερη θυματοποίηση από το σύνολο  της διαδικασίας (και όχι μόνο της δικαστικής).

Συνεπώς είναι αναγκαίες οι θεσμικές και πρακτικές παρεμβάσεις για την καταπολέμηση του φόβου των ευάλωτων θυμάτων να καταγγείλουν τις εγκληματικές σε βάρος τους πράξεις, δεδομένου ότι η τέλεση των εγκλημάτων αυτών συχνά λαμβάνει χώρα εντός του οικογενειακού ή του κοντινού κοινωνικού περιβάλλοντος του ανηλίκου, με την ουσιαστική λειτουργία εξειδικευμένων δομών και υπηρεσιών αρωγής.

γ) Η ενδυνάμωση της εμπιστοσύνης των ανηλίκων στο δικαστικό μας σύστημα αποτελεί ένα βασικό πυλώνα άσκησης μιας αντεγκληματικής πολιτικής με μια φιλική δικαιοσύνη για τα παιδιά, που δεν θα δημιουργεί πρόσθετα τραύματα και εκ νέου αποκλεισμό. Λείπει, όμως, ένα τέτοιο πλαίσιο στη χώρα μας; Ήδη με το Ν 4478/2017 (ενσωμάτωση Οδηγίας 2012/29/ΕΕ για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της Απόφασης - Πλαίσιο 2001/220/ΔΕΥ), θεσμοθετήθηκαν (άρθρο 74) τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων - «Σπίτι του Παιδιού» (σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά, Πάτρα και Ηράκλειο), ενώ συντάχθηκε για πρώτη φορά πρωτόκολλο δικανικής συνέντευξης ανήλικων θυμάτων σύμφωνα τις διεθνείς πρακτικές (7320/2019 Απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων). Σε συνέχεια των παραπάνω πρωτοβουλιών, ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Ν 4620/2019) προβλέπει ότι η εξέταση των ανηλίκων θυμάτων διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων. Σημειώνεται ότι οι παραπάνω προβλέψεις απηχούν τις βασικές αρχές της φιλικής δικαιοσύνης για τα παιδιά[1], καθώς προβλέπουν εξειδικευμένες δομές και πρωτόκολλα για την εξέταση των ανήλικων θυμάτων κακοποίησης, με υποστηρικτικό πλαίσιο, με στόχο την διασφάλιση της αξιοπιστίας της δικανικής εξέτασης των ανηλίκων με την ελάχιστη δυνατή ψυχολογική τους επιβάρυνση.

Παρά ταύτα, μέχρι σήμερα, το παραπάνω θεσμικό πλαίσιο ελάχιστα έχει ενεργοποιηθεί, όπως σημειώνεται εκτενώς στο πόρισμα του Συνηγόρου του Πολίτη τον Σεπτέμβριο του 2020 (:«παρά την αναγκαιότητα και την αδιαμφισβήτητη σημασία του εγχειρήματος, 3 χρόνια μετά την θέσπιση τους, ούτε ένα από τα 5 προβλεπόμενα από το νόμο Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων «Σπίτι του Παιδιού» δεν λειτουργεί, ούτε έχει προσδιοριστεί το χρονοδιάγραμμα ολοκλήρωσης των προβλεπόμενων διαδικασιών για την έναρξη της λειτουργίας τους»[2].

Στην θέση αυτή συνηγορεί ότι, μετά την ολοκλήρωση της «ευρωπαϊκής υποχρέωσης», οι επόμενες νομοθετικές πρωτοβουλίες για τα ανήλικα θύματα όχι μόνο δεν κινήθηκαν σε ανάλογη κατεύθυνση, αλλά η πολιτική αντιμετώπισης της θυματοποίησης έκτοτε αγνοείται, αφού έπαψε να αποτελεί αυτοτελές αντικείμενο των υπηρεσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Έτσι, μετά την μεταφορά των αρμοδιοτήτων της αντεγκληματικής πολιτικής από το Υπουργείο Δικαιοσύνης στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη (με το ΠΔ 81/2019), μέχρι σήμερα δεν έχει προβλεφθεί το όργανο που ασκεί την αρμοδιότητα για τα ζητήματα που άπτονται της αντιμετώπισης της θυματοποίησης των ανηλίκων, ενώ το «Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο για την Πρόληψη και την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης και της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων» -ΚΕΣΑΘΕΑ δεν έχει συγκροτηθεί από τον Ιούλιο του 2019 (όταν και έληξε η θητεία των μελών του). Ουσιαστικά, εκτός από τα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων - «Σπίτι του Παιδιού» (αρ. 27 ΠΔ 6/2021), το αντικείμενο της μελέτης κα αντιμετώπισης της θυματοποίησης των ανηλίκων παρέμεινε «ορφανό», καθώς η σχετική αρμοδιότητα δεν ασκείται ούτε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ούτε από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη.

Ως εκ τούτου, η εφαρμογή  των νομοθετικών προβλέψεων για τα ανήλικα θύματα γενετήσιων εγκλημάτων μπορεί να αποτελέσει ένα ουσιαστικό βήμα για την ουσιαστική προστασία των θυμάτων. Παράλληλα, η ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας σε σύντομο χρόνο μπορεί να συντελέσει και να αποτελέσει ουσιαστικό κίνητρο που θα οδηγήσει τα ανήλικα θύματα των γενετήσιων εγκλημάτων σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

ΙΙΙ. Για μια ακόμα φορά φαίνεται ότι η  προσέγγιση και επίλυση των ζητημάτων της εγκληματικότητας ακολουθεί ένα sui generis ελληνικό μοντέλο που περιλαμβάνει και εξαντλείται αφενός στις λαϊκίστικες κορώνες αναφορικά με την αυστηροποίηση της των ποινών των εγκλημάτων που έχουν ιδιαίτερη θεατότητα και αφετέρου στη θέσπιση κανόνων συμβατών προς το διεθνές δίκαιο, οι οποίοι δεν εφαρμόζονται στην πράξη. Πρόκειται για μια ανέξοδη αντεγκληματική πολιτική, η οποία στοχεύει αποκλειστικά να δείχνει στο ευρύ κοινό την «αυστηρή απάντηση» της συντεταγμένης πολιτείας, που εμφανίζεται «παρούσα» μέσω αντίστοιχης νομοθετικής πρωτοβουλίας, μέσω των κοινότυπων εξαγγελιών του τύπου «θα είμαστε αμείλικτοι με τέτοια φαινόμενα» ή «θα φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο»…..

Ωστόσο, είναι προφανές ότι μια συντεταγμένη πολιτεία δεν πρέπει να «δείχνει» παρούσα, ούτε άγεται και φέρεται από τα ζητήματα που ανακινούνται στην επικαιρότητα, καθώς με τον τρόπο αυτό το μόνο που μπορεί να συμβεί είναι μόνο η επικοινωνιακή αντιμετώπιση και όχι η ουσιαστική προσέγγιση των ζητημάτων.

Είναι γνωστό ότι οι προνοιακοί θεσμοί του κοινωνικού κράτους, οι οποίοι είχαν ως σημείο αναφοράς την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στη βάση ενός δικαιότερου καταμερισμού του πλούτου, αντιμετωπίζονται με όρους ελεύθερης αγοράς: τα δημοσιονομικά των κρατών «δεν αντέχουν» στις  κοινωνικές παροχές και τις εν γένει δαπάνες των υπηρεσιών του Κράτους Προνοίας. Ωστόσο, η επένδυση στο κοινωνικό προνοιακό μοντέλο δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως «οικονομική σπατάλη», αλλά αντίθετα θα έπρεπε να αποτελεί τον βασικό άξονα πρόληψης των φαινομένων αυτών.

Αν, λοιπόν, θέλουμε να δημιουργήσουμε πραγματικά (και όχι μόνο ως νομοθετική πρόβλεψη) μια σύγχρονη αποτελεσματική δικαιοσύνη, φιλική στα θύματα εγκλημάτων κατά της γενετήσιας ελευθερίας, θα πρέπει να υπάρξει πραγματική, ουσιαστική και διαρκής βούληση της Πολιτείας, όχι μόνο να προβλέψει το προστατευτικό θεσμικό πλαίσιο για τα θύματα, αλλά κυρίως να το οργανώσει και να το λειτουργήσει ουσιαστικά και με πληρότητα στην πράξη.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί ότι ο ρόλος των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των δικτύων κοινωνικής δικτύωσης στο πεδίο αυτό είναι καθοριστικός. Η άκριτη δημοσιότητα που λαμβάνουν τέτοια εγκλήματα, με τη γνωστοποίηση στο πανελλήνιο κάθε λεπτομέρειας της δικογραφίας, είναι δυνατόν να ματαιώνει κάθε προσπάθεια για ασφαλή καταγγελία και δίκαιη δίκη, υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.  Η παρέμβαση, λοιπόν, του νομοθέτη, αλλά και της Δικαιοσύνης στο πεδίο αυτό θα πρέπει να είναι εκ προοιμίου αυτονόητη.

Τα υπόλοιπα είναι μεγάλα λόγια που θα εκστομίζονται κάθε φορά και για όσο χρόνο η επικαιρότητα το επιβάλλει….

 

[1] https://rm.coe.int/CoERMPublicCommonSearchServices/DisplayDCTMContent?do...

[2] https://www.synigoros.gr/resources/011020-porisma-spiti-toy-paidioy.pdf