ΑΠ 1233/2017 - ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ. Αναιτιολόγητη απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών, για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων της έμπρακτης μετάνοιας και της καλής συμπεριφοράς του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. δ' και ε' ΠΚ

Αριθμός 1233/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (σύμφωνα με την υπ’ αριθμ.98/2017 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Αρτεμισία Παναγιώτου - Εισηγήτρια, Χρήστο Βρυνιώτη, Ιωάννη Μαγγίνα και Μαρία Παπασωτηρίου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 2 Μαΐου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικόλαου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Δ. Ν. του Χ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Αθανάσιο Ζαχαριάδη και Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 200/2015 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ’ αριθμ.πρωτ..../29-5-2015 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ...15.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους του αναιρεσείοντος, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
…………………………………………………Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωση τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψη τους.
Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπο του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 ΠΚ, αφού η παραδοχή της οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής, εφόσον, βεβαίως, αυτός προβλήθηκε κατά τον προεκτεθέντα σαφή και ορισμένο τρόπο. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρηση της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ.
Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχ. δ’ και ε/ ήτοι το ότι ο υπαίτιος έδειξε ειλικρινή μετάνοια και επεδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του καθώς και το ότι συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η πρώτη από τις ελαφρυντικές αυτές περιστάσεις (αρθρ. 84 παρ. 2 δ’ ΠΚ), πρέπει η μεταμέλεια του υπαιτίου όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλαδή να συνδυάζεται με συγκεκριμένα περιστατικά, τα οποία δείχνουν ότι αυτός μεταμελήθηκε και για το λόγο αυτό επιζήτησε ειλικρινά και όχι προσχηματικά, να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξεως του, χωρίς να αρκεί η απλή έκφραση συγγνώμης ή η ομολογία για την τέλεση της πράξεως. Εξάλλου, η αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 εδ. ε’ ΠΚ προϋποθέτει επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αξιόποινη πράξη, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης υπό καθεστώς ελεύθερης κοινωνικής διαβίωσης. Όμως, ενόψει του εγκληματοπροληπτικού και σωφρονιστικού σκοπού της θεσπίσεως της οικείας διατάξεως, που διατρέχει την όλη, και υπό καθεστώς ελευθερίας, διαβίωση του υπαιτίου μετά την τέλεση της πράξεως, δεν αρκεί για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω ελαφρυντικού, η καλή και συνήθης συμπεριφορά, αλλά απαιτούνται πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, ο αναιρεσείων ζήτησε, δια του συνηγόρου του, να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά της ειλικρινούς μετάνοιας και της επί σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του καλής συμπεριφοράς του (αρθρ. 84 παρ. 2 δ’ και ε’ ΠΚ). Για τη θεμελίωση τους επικαλέστηκε κατά πιστή μεταφορά ότι: ".....Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η εγκαλούσα εταιρία ΟΥΔΕΜΙΑ οικονομική ζημία υπέστη από τις ως άνω ενέργειές μου. Αντιθέτως, ο μόνος που υπέστην ζημία ήμουν εγώ ο ίδιος καθόσον ανέκτησα τις επιταγές που ο πατήρ ... μου είχε παραδώσει αντί χρημάτων, καταβάλλοντας συνολικά το ποσό των 106.560 ευρώ και ανέκτησα και το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών επιταγών που μέσω Α. είχα μεταβιβάσει σε τρίτους συνολικού ποσού 69.800 Ευρώ. Με την συμπεριφορά μου αυτή επέδειξα εμπράκτως ΕΙΛΙΚΡΙΝΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ (η οποία δεν περιορίζεται απλά σε φραστικές και μόνο δηλώσεις) και προσπάθησα να μειώσω τις συνέπειες της πράξεώς μου, από την οποία ειρήσθω εν παρόδω οικονομική ζημία δεν προκλήθηκε στην εγκαλούσα εταιρία ως ο ίδιος ο μάρτυρας κατηγορίας δηλώνει.
Συνεπώς, τυγχάνει νόμω και ουσία βάσιμος ο ισχυρισμός μου περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπό μου της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ.2δ’ ΠΚ.
Περαιτέρω, ως προκύπτει από την ακροαματική διαδικασία, από το έτος 2009 έχω διακόψει κάθε επιχειρηματική δραστηριότητα και ουδεμία εμπλοκή είχα σε καμία απολύτως παράνομη συμπεριφορά, ουδέποτε απασχόλησα τις διωκτικές και δικαστικές αρχές της πόλεως της Θεσσαλονίκης όπου κατοικώ αδιαλείπτως, ουδέποτε παραβίασα τους τεθέντες περιοριστικούς όρους. Αντιθέτως διαβιώ μαζί με την οικογένειά μου η οποία αποτελείται από την σύζυγό και τα δύο ενήλικα τέκνα μου εκ των οποίων το ένα αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα υγείας (νοητική υστέρηση) και έχει τεθεί σε καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης με την με αριθμό 39049/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Όλο μου το ενδιαφέρον έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά και μόνο στη φροντίδα του παιδιού μου από κοινού με τη σύζυγό μου.
Η παραπάνω συμπεριφορά μου, μετά την τέλεση της πράξεως και μέχρι σήμερα, αποδεικνύει ότι μετανόησα ειλικρινά επιδιώκοντας εμπράκτως να άρω αλλιως να μειώσω ουσιωδώς τις συνέπειες των πράξεών μου. Εξάλλου, το χρονικό διάστημα που παρήλθε τουλάχιστον από το έτος 2009 μέχρι σήμερα μπορεί να χαρακτηριστεί "σχετικά μεγάλο" η δε συμπεριφορά μου στο ίδιο αυτό χρονικό διάστημα, μπορεί να χαρακτηριστεί "άριστη", των όρων "αρκετά μεγάλα" και "αρίστη" νοουμένων κατά την έννοια του άρθρου 84 παρ.2ε ΠΚ". Το Πενταμελές Εφετείο απέρριψε τους ως άνω αυτοτελείς ισχυρισμούς για την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων με την εξής, κατά λέξη, αιτιολογία: "Όπως προκύπτει από το άρθρο 84 παρ.2, περ.δ’ και ε’ του ΠΚ για να συντρέχουν οι προβλεπόμενες από αυτές ελαφρυντικές περιστάσεις, που επιφέρουν μείωση της ποινής, κατά τα οριζόμενα στο αρθρ. 83 του ίδιου κωδικός, πρέπει: α) ο υπαίτιος να έδειξε ειλικρινή μετάνοια και να επιδίωξε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του και β) η καλή συμπεριφορά του υπαιτίου μετά την πράξη να εκτείνεται σε σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα, να είναι προϊόν της ελευθέρας βουλήσεως του και να μην είναι αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού. Για την πρώτη από αυτές ελαφρυντικές περιστάσεις πρέπει η μετάνοια όχι μόνο να είναι ειλικρινής, αλλά και να εκδηλώνεται εμπράκτως, δηλ. να συνδυάζεται με πραγματικά περιστατικά, τα οποία μαρτυρούν ότι ο κατηγορούμενος επιζήτησε να άρει ή να μειώσει τις συνέπειες της πράξης του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος δια του συνηγόρου του, κατέθεσε εγγράφως και ανέπτυξε προφορικά το αίτημα του για τη χορήγηση τη χορήγηση του ως άνω ελαφρυντικού με το εξής περιεχόμενο: Ότι επιχείρησα να άρω ή έστω να μειώσω τις έννομες συνέπειες της πράξης μου (άρθρο 84 παρ. 2 στοιχ. β’ ΠΚ), αφού πραγματικά, από την ημέρα του χρόνου τελέσεως του αποδιδόμενου σε μένα εγκλήματος, μέχρι και σήμερα, επιχείρησα να εξοφλήσω το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών επιταγών που μέσω Α. είχα μεταβιβάσει σε τρίτους συνολικού ποσού 69800 ευρώ, καθώς επίσης ανέκτησα τις επιταγές που ο πατήρ ... μου είχε παραδώσει αντί χρημάτων καταβάλλοντος το ποσό των 106560 ευρώ και έτσι η εγκαλούσα εταιρία ουδεμία οικονομική ζημία υπέστη από τις εν λόγω ενέργειες μου. Ο εν λόγω αυτοτελής ισχυρισμός είναι αόριστος , διότι δεν προβλήθηκαν πραγματικά περιστατικά που να στοιχειοθετούν την νομική του υπόσταση καθόσον αναφέρονται αόριστα κάποιες καταβολές εκ μέρους του κατηγορουμένου που όμως δεν καλύπτουν το συνολικό ποσό των επιταγών των οποίων προέβη σε πλαστογράφηση και έκανε χρήση αυτών, όπως αυτές ειδικότερα αναλύονται στο διατακτικό της παρούσας και πέραν αυτού και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ως ορισμένος και πάλι κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσία καθόσον οι προαναφερόμενες καταβολές αφορούν πολύ μικρό ποσό από το ποσό των 368890 ευρώ που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του με τις προαναφερόμενες πράξεις του και δεν δικαιολογεί την αναγνώριση εν προκειμένω της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ 2δ ΠΚ. Περαιτέρω για να συντρέξει η ελαφρυντική περίσταση του εδ. ε’ , κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία, ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβίωσης του δράστη μετά την πράξη. Η καλή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή" ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του.
Συνεπώς, για το ορισμένο του άνω ισχυρισμού του δράστη διαβιούντος υπό καθεστώς ελευθερίας, μη κρατούμενου σε φυλακή, δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς, και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά, θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη περίπτωση ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εν λόγω κατηγορουμένου ισχυρίσθηκε σχετικά με την αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού στον κατηγορούμενο ότι αυτός από το έτος 2009 και ως σήμερα δεν έχει απασχολήσει τις αρχές, επιδεικνύοντας υποδειγματική συμπεριφορά και διαγωγή, τα τελευταία έτη, διάστημα ικανό να στοιχειοθετήσει την ελαφρυντική περίσταση της καλής διαγωγής. Έχει διακόψει κάθε επιχειρηματική διαδικασία ουδέποτε απασχόλησε τις διωκτικές και δικαστικές αρχές και δεν παραβίασε τους περιοριστικούς όρους. Αντίθετα διαβιεί με την οικογένεια του και όλο το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε αποκλειστικά και μόνο στη φροντίδα του ενός εκ των δύο τέκνων του που αντιμετωπίζει νοητική υστέρηση . Με αυτό το περιεχόμενο ο εν λόγο; ισχυρισμός αορίστως προβάλλεται και σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθόσον δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεως του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξης και μάλιστα για μεγάλο χρονικό διάστημα και εκτός αυτού και εάν ακόμη αυτός συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση της πράξης τούτο δεν είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του. αλλά της αναμενόμενης δικαστικής κρίσεως σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, ώστε να μπορεί ευπροσώπως να υποστηρίξει αίτημα περί αναγνωρίσεως στο πρόσωπο του αυτής της ελαφρυντικής περιστάσεως".
Η αιτιολογία όμως αυτή για την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών, οι οποίοι ήσαν σαφείς και ορισμένοι, δεν είναι η απαιτούμενη, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού: α) αναφορικά με το ελαφρυντικό της ειλικρινούς μετάνοιας, δεν αιτιολογείται γιατί η εκ μέρους του κατηγορουμένου καταβολή του μισού σχεδόν από το ποσό των 368.890 ευρώ των ένδικων επιταγών, δεν συνιστά έμπρακτη επιδίωξη μειώσεως των συνεπειών της πράξεως του απαιτώντας έτσι για τη χορήγηση του εν λόγω ελαφρυντικού την καταβολή-επιστροφή του συνολικού παραπάνω ποσού και β) αναφορικά με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε’ ΠΚ, καίτοι εμμέσως δέχεται ότι ο κατηγορούμενος συμπεριφέρθηκε καλά μετά την τέλεση της πράξης του για χρονικό διάστημα περίπου έξι (6) ετών, δεν αιτιολογεί με βάση ποια πραγματικά περιστατικά κατέληξε στην κρίση ότι η καλή συμπεριφορά αυτού δεν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης αλλά της αναμενόμενης δικαστικής κρίσης σε πρώτο και δεύτερο βαθμό ενώ, περαιτέρω, δεν γίνεται επίκληση στην απόφαση συγκεκριμένων αρνητικών περιστατικών που να αποκλείουν την αναγνώριση του συγκεκριμένου ελαφρυντικού, δοθέντος ότι η απαιτούμενη πέραν της συνήθους καλή συμπεριφορά δεν ταυτίζεται με την απαίτηση για μια εξαιρετικά υπερδιακεκριμένη καλή συμπεριφορά ( ΑΠ 1806/16, ΑΠ 910/2015). Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλομένη απόφαση και δη μόνο ως προς την απορριπτική των εν λόγω αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος διάταξη της, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη της για την επιβολή ποινής και να παραπεμφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 519 του ΚΠΔ, η υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από Δικαστές άλλους, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για τη συνδρομή ή όχι στο πρόσωπο του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντα των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§2 εδ. δ’ και ε’ του ΠΚ και, αναλόγως προς την επ’ αυτής παραδοχή του, να επιμετρήσει την αρμόζουσα ποινή, να απορριφθεί δε η ένδικη αίτηση αναίρεσης κατά τα λοιπά.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ’ αριθμ. 200/2015 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και συγκεκριμένα ως προς την απορριπτική των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου Δ. Ν. του Χ. για την αναγνώριση των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84§ 2 εδ. δ’ και ε’ του ΠΚ διάταξη της και ως προς τη διάταξη της περί επιβολής ποινής σ’ αυτόν.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της, για νέα, κατά το μέρος αυτό, συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, συντιθέμενο από δικαστές άλλους, από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Απορρίπτει, κατά τα λοιπά, την από 27-5-2015 με αριθμό γενικού πρωτ. .../29-5-2015 αίτηση του παραπάνω Δ. Ν. του Χ., κατοίκου ..., οδός ..., για αναίρεση της ως άνω αποφάσεως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιουνίου 2017. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 27 Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                                                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ