ΑΠ 101/2018 - ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ΑΠΑΤΗ ΜΕ ΖΗΜΙΑ ΑΝΩ ΤΩΝ 120.000 ΕΥΡΩ. Αναιρείται για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς το δικαστήριο της ουσίας δεν απάντησε σε αρνητιικούς ισχυρισμούς αναφορικά με την δόλια προαίρεση του κατηγορουμένου

Αριθμός 101/2018
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Χυτήρογλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη-Εισηγητή, Ναυσικά Φράγκου, Βασιλική Ηλιοπούλου και Βασιλική Μπαζάκη - Δρακούλη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2017, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Κωνσταντίνου Παρασκευαΐδη, (κωλυομένης της Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων: 1. Π. Β. του Α., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, 2. Α. Τ. του Χ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Γκρόζο, 3. Μ. Α. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Χατζηπέμου, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 119/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης. Mε πολιτικώς ενάγουσα (μόνο κατά του κατηγορουμένου Α. Μ.): ..., η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Νικόλαο Βαλαβάνη.
Το Πενταμελές Εφετείο Θράκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται: 1) στην υπ’ αριθμ. .../19.7.2017 αίτηση αναιρέσεως του πρώτου αναιρεσείοντος, 2) στην από 24.7.2017 και με αριθμό πρωτ. .../26.7.2017 αίτηση αναίρεσης του δεύτερου αναιρεσείοντος, 3) στην από 24.7.2017 και με αριθμό πρωτ. .../26.7.2017 αίτηση αναίρεσης του τρίτου αναιρεσείοντος, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2017.
Αφού άκουσε
Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο ως προς τα κεφάλαιά της που αφορούν τον αναιρεσείοντα Α. Τ. για την πράξη της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και β) να απορριφθούν οι αιτήσεις αναίρεσης των αναιρεσειόντων Π. Β. και Α. Μ..

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 19-7-2017, 24-7-2017 και υπ’ αριθμ. ...-7-2017, .../26-7-2017 και .../26-7-2017 αιτήσεις των: 1) Π. Β. του Α. και της Α., κατοίκου ... (οδός ...), 2) Α. Τ. του Χ. και Μ., κατοίκου ... (οδός ...) και 3) Μ. Α. του Μ. και της Χ., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 119/2017 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, είναι παραδεκτές, πρέπει να συνεκδικασθούν ως συναφείς (Α.Π. 1815/2016, Α.Π. 144/2014) και εξετασθούν περαιτέρω κατ’ ουσία.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον (τρίτον) παράνομο περιουσιακό όφελος, αδιάφορο αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Η παράσταση ψευδών γεγονότων μπορεί να συνίσταται σε οποιαδήποτε ανακοίνωση, δήλωση ή ισχυρισμό στον οποίον υπάρχει ανακριβής απεικόνιση της πραγματικότητας, μπορεί δε να είναι ρητή ή να συνάγεται και συμπερασματικά από την συμπεριφορά του δράστη, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Ως βλάβη νοείται και η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση κατά του δράστη ή τρίτου προς αποκατάσταση της βλάβης. Το έγκλημα της απάτης συντελείται, εφόσον συντρέχουν και τα λοιπά στοιχεία αυτού, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με αθέμιτη πράξη ή παρασιώπηση αληθινών, εφόσον αυτή υπήρξε η παραγωγός αιτία της παραπλανήσεως αυτού που εξαπατήθηκε. Ενόψει δε του ότι απαιτείται η ταύτιση του απατώμενου προς το πρόσωπο του περιουσιακώς βλαπτομένου, υπάρχει απάτη και όταν ο απατώμενος είναι πρόσωπο διάφορο του βλαπτομένου, αρκεί ο παραπλανηθείς να μπορεί εκ των πραγμάτων ή κατά νόμο να προβεί σε επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη ή παράλειψη. Αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων, συνιστά η απατηλή συμπεριφορά που πραγματώνεται και με παράλειψη, την παράλειψη δηλαδή ανακοίνωσης στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ’ αυτόν, είτε από το νόμο, είτε από την σύμβαση, είτε από την προηγουμένη συμπεριφορά του. Εντεύθεν έπεται, ότι απάτη δύναται να διαπραχθεί και με αθέμιτη παρασιώπηση, όταν ο δράστης παραλείπει να ανακοινώσει σ’ αυτόν αληθινά γεγονότα, αν από το νόμο ή την σύμβαση τάσσεται αντίθετη υποχρέωση ανακοινώσεως αυτών. Τέτοια υποχρέωση ανακοινώσεως μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 του Α.Κ. επιβαλλόμενη συμπεριφορά στον συναλλασσόμενο κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη, η δε εξαπάτηση αυτή μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο, έγγραφο ή προφορικό, ρητά ή σιωπηρά. Ψευδές γεγονός συνιστούν και οι ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις του κατηγορουμένου. Το γεγονός πρέπει να υπήρξε στο παρελθόν ή να έχει διαμορφωθεί και υπάρχει στο παρόν όταν γίνεται η βεβαίωσή του και δεν μπορεί να ανάγεται στο μέλλον. Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 3 του ιδίου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Νόμου 2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών α)...... β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή των 73.000 ευρώ και ήδη 120.000 ευρώ. Το ποσό των 120.000 ευρώ ορίσθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 25 του Νόμου 4055/2012 (Α.Π. 1090/2017, Α.Π. 232/2017, Α.Π. 1935/2016). Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 98 του Π.Κ. προκύπτει ότι "κατ’ εξακολούθηση έγκλημα" είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους και προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της, προς εκτέλεσή τους, αποφάσεως (Α.Π. 429/2017, Α.Π. 1315/2016). Επίσης, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1 εδ. β του Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται, όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στο δράστη κατά τη διάρκεια της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση της άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης απαιτείται: α) ο άμεσος συνεργός να έχει άμεσο δόλο, ήτοι να γνωρίζει το εγκληματικό σχέδιο του αυτουργού, β) να θέλει να βοηθήσει στην υλοποίησή του, γ) να βοηθά τον αυτουργό στην πραγμάτωση της απάτης κατά την εκτέλεση και διάρκεια αυτής και δ) χωρίς τη δική του συνδρομή η τέλεση της απάτης, κάτω από τις περιστάσεις που έχει διαπραχθεί να μην ήταν με βεβαιότητα δυνατή, δηλαδή η συμβολή του να ήταν αποφασιστική. Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 47 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στοιχ. β του προηγουμένου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83 του Π.Κ. Για την στοιχειοθέτηση επομένως απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή υλική ή ψυχική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεσή της, εφόσον εκείνος που την παρέχει με θετική ή αρνητική μορφή ενεργεί από πρόθεση και ειδικότερα με τον οικείο δόλο που απαιτείται για τον αυτουργό αυτής. Έτσι, για να υπάρχει απλή συνέργεια θα πρέπει ο αυτουργός να τέλεσε ή να αποπειράθηκε τουλάχιστον να τελέσει την ποινικά άδικη πράξη, για την εξ υποκειμένου δε στοιχειοθέτηση της απλής συνέργειας απαιτείται δόλος του συνεργού, συνιστάμενος στη γνώση της τελέσεως από τον αυτουργό ορισμένης αξιόποινης πράξεως και στη βούληση ή αποδοχή να συμβάλει με την συνδρομή του στην πραγμάτωση του εγκλήματος, χωρίς να είναι ανάγκη να γνωρίζει λεπτομέρειες της πράξεως και ιδίως πότε και υπό ποίες ειδικές συνθήκες θα τελεσθεί από τον αυτουργό της πράξεως (Α.Π. 57/2017, Α.Π. 52/2017, Α.Π. 249/2016). Ακόμη, κατά το άρθρο 390 του Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 15 του Νόμου 3242/2004 και ισχύει "όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη), τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Εάν η περιουσιακή ζημία υπερβαίνει το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, ο δράστης τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών". Από τη διάταξη αυτή που προβλέπει το έγκλημα της απιστίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος, απαιτείται αντικειμενικά μεν η επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου, της οποίας ο δράστης έχει τη διαχείριση ή επιμέλεια με βάση το νόμο ή τη δικαιοπραξία, υποκειμενικά δε δόλος και δη άμεσος, δηλαδή γνώση του δράστη ότι με την πράξη του επιφέρει ζημία στην περιουσία τρίτου προσώπου. Ως περιουσία νοείται το σύνολο των εχόντων χρηματική αξία οικονομικών αγαθών του προσώπου που μπορεί να διατίθενται νομίμως, δηλαδή αγαθών κάθε είδους, κινητών (μεταξύ των οποίων και το χρήμα), ακινήτων, απαιτήσεων, δικαιωμάτων, εμπραγμάτων ή ενοχικών, καθώς επίσης και η νομή. Βλάβη δε της περιουσίας είναι η μείωσή της που επέρχεται με τη μεταβίβαση πράγματος ή παροχής ή με την πληρωμή σε χρήμα, δηλαδή η επί έλαττον διαφορά μεταξύ της χρηματικής αξίας του συνόλου της περιουσίας προ της διαθέσεως αυτής και της αξίας της περιουσίας που απομένει μετά τη διάθεσή της από το δράστη. Σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 1 του Νόμου 3463/2006 "Κύρωση του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων" που ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο που φέρεται ότι τελέσθηκε από τον αναιρεσείοντα Μ. Α. η αξιόποινη πράξη της απιστίας, "το δημοτικό συμβούλιο αποφασίζει για όλα τα θέματα που αφορούν το Δήμο, εκτός από εκείνα που ανήκουν στην αρμοδιότητα του δημάρχου ή της δημαρχιακής επιτροπής". Με το άρθρο 103 παρ. 2 του ιδίου Νόμου "η δημαρχιακή επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες: στ) αποφασίζει για την άσκηση όλων των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων.... η) αποφασίζει για το δικαστικό συμβιβασμό και εισηγείται στο δημοτικό συμβούλιο για τον εξώδικο συμβιβασμό ή την κατάργηση δίκης που έχουν αντικείμενο μέχρι του ποσού των 30.000 ευρώ". Από τις πιο πάνω διατάξεις προκύπτει ότι αποκλειστικά αρμόδια ότι για την άσκηση των ενδίκων μέσων και βοηθημάτων είναι η δημαρχιακή επιτροπή και ότι η απόφαση περί ομολογίας για αντικείμενο δίκης που υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ ανήκει αποκλειστικά στο δημοτικό συμβούλιο (Α.Π. 43/2016). Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτουμένη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς, κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει χωριστά από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως δεν αφορά μόνον την κυρία απόφαση, δηλαδή την επί της ενοχής δικαιοδοτική κρίση του δικαστηρίου, αλλά εκτείνεται ανεξαιρέτως σε όλες τις αποφάσεις, ανεξάρτητα αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή η έκδοσή τους έχει αφεθεί στην διακριτική ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου. Εκ τούτου έπεται ότι και η παρεμπίπτουσα απόφαση του δικαστηρίου, με την οποίαν απορρίπτεται αίτημα του κατηγορουμένου, πρέπει να είναι αιτιολογημένη, η εν λόγω δε αιτιολογία συνίσταται στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελιώνουν, καθώς και των συλλογισμών, με τους οποίους κατέληξε το δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση (Ολ. Α.Π. 7/2005, Α.Π. 184/2014, Α.Π. 1014/2012). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαίτερα, αφού αυτή ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεώς του, διαλαμβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κυρία αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία, για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Άλλωστε, ο άμεσος δόλος πρέπει να προσδιορίζεται με παράθεση των περιστατικών που δικαιολογούν την ύπαρξη του στοιχείου της γνώσεως, διότι η γνώση, ως ενδιάθετη βούληση, επιβάλλεται να εξειδικεύεται και να συνοδεύεται από εκδηλώσεις του δράστη, κατά τρόπον ώστε να συνάγεται σαφώς ότι το αξιόποινο της πράξεώς του ήταν αποτέλεσμα της ενσυνείδητης ενέργειάς του. Υπάρχει όμως αιτιολογία του δόλου όταν, σύμφωνα με τις παραδοχές της αποφάσεως, ο σχετικός ισχυρισμός του δράστη θεμελιώνεται σε προσωπική πεποίθηση ή αντίληψη του ιδίου ή σε δική του πράξη ή παράλειψη, οπότε είναι αυτονόητη η σχετική γνώση, χωρίς να απαιτείται παράθεση άλλων, σχετικών, με την γνώση αυτή, περιστατικών (Α.Π. 53/2017, Α.Π. 241/2015, Α.Π. 278/2014). Η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όμως, από το δικαστήριο της ουσίας και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων, δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου, η οποία είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη (Ολ. Α.Π. 1/2005, Α.Π. 1315/2016, Α.Π. 972/2014). Επίσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνην που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως (Ολ. Α.Π. 3/2008, Α.Π. 53/2017, Α.Π. 1315/2016). Εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του ανθρώπου, που επικυρώθηκε με το Ν.Δ/μα 53/19/20-9-1974, κατά την οποία "παν πρόσωπο έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Κατ’ αυτό, η πολιτεία, μέσω των οργάνων της οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι. Παραβίαση της ως άνω αρχής πέραν της αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 εδ. δ του Κ.Π.Δ. λόγος αναιρέσεως (Α.Π. 1821/2016). Τέλος, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 του Π.Κ., όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 67 παρ. 3 του Νόμου 3994/2011, αν κάποιος καταδικασθεί σε ποινή φυλακίσεως μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπό του η προϋπόθεση του άρθρου 99 παρ. 1, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων (Α.Π. 1258/2016, Α.Π. 851/2013). Στην προκειμένη περίπτωση από το αιτιολογικό της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας μετά από την εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται, κατά το είδος τους, σ’ αυτήν και την παράθεση των νομικών σκέψεων, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη, ως προς τα πράγματα, κρίση του, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά και συγκεκριμένα δέχθηκε ότι: "Η ανώνυμη τεχνική εταιρεία "...", της οποίας ο πρώτος κατηγορούμενος Π. Β., πολιτικός μηχανικός, είναι πρόεδρος του Δ.Σ. και διευθύνων σύμβουλος, δραστηριοποιούνταν στην περιοχή της Θράκης τουλάχιστον πριν το έτος 2000 στην παραγωγή έτοιμου σκυροδέματος, ασφαλτομίγματος και την εκτέλεση τεχνικών έργων. Στο πλαίσιο αυτής της δραστηριότητάς της αναλάμβανε έργα και από τη Δημόσια Επιχείρηση ... (...). Η εξόφληση των λογαριασμών των έργων γινόταν τμηματικά, η διαδικασία δε καταλογισμού των καταβολών σε κάθε έργο και έκδοσης των αντίστοιχων παραστατικών τηρούνταν πλημμελώς. Ο πρώτος κατηγορούμενος, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της "...", δυνάμει της από 12-6-2001 σύμβασης παροχής ενεχύρου-εκχωρήσεως απαιτήσεως που συνήψε με την τράπεζα …, προς εξασφάλιση απαιτήσεων της τελευταίας έναντι της εταιρείας "..." από τη .../28-9-1998 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό για συνολικό ποσό 260.000.000 δραχμών, εκχώρησε στην παραπάνω τράπεζα κάθε απαίτηση της εταιρείας "..." κατά της ... που απέρρεε από την 3η εντολή πληρωμής του έργου "..." που της είχε ανατεθεί το έτος 1997. Το ποσό της εντολής αυτής, που δεν αναγραφόταν στη σύμβαση εκχώρησης, ανερχόταν σε 174.520,43 ευρώ. Με επιμέλεια της ... η πιο πάνω σύμβαση εκχώρησης επιδόθηκε στη ... στις 19-6-2001 (παρελήφθη από τον τρίτο κατηγορούμενο και αντιπρόεδρο αυτής Α. Μ.). Εξάλλου, με την από 21-1-2003 σύμβαση ενεχύρου-εκχώρησης απαιτήσεως μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου Π. Β. υπό την ιδιότητα που προαναφέρθηκε και της ίδιας τράπεζας ... ο πρώτος εκχώρησε στη δεύτερη λόγω ενεχύρου και προς εξασφάλιση απαίτησης αυτής από τον ίδιο αλληλόχρεο λογαριασμό ποσού τότε 790.000 ευρώ, την απαίτηση της "..." από τον πρώτο λογαριασμό πληρωμής του έργου "... (το έργο αυτό είχε ανατεθεί στην "..." δυνάμει του από 31-10-2002 συμφωνητικού μεταξύ του πρώτου κατηγορουμένου και του τρίτου, Α. Μ., ως αντιπροέδρου της ..., έχοντος εξουσία εκπροσώπησης και διαχείρισης οικονομικών θεμάτων), ποσού 128.728,98 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Η από 21-1-2003 σύμβαση εκχώρησης επιδόθηκε στη ... στις 22-1-2003 (παρελήφθη από τον υπάλληλο Ν. Φ.). Η εταιρεία "..." όμως είχε ήδη εισπράξει τμηματικά πριν την κατάρτιση των πιο πάνω συμβάσεων εκχώρησης με την τράπεζα ... τους πιο πάνω λογαριασμούς (βλ. και απολογία του πρώτου κατηγορουμένου Π. Β. στο παρόν Δικαστήριο σε συνδυασμό με τους κατατεθέντες εγγράφως αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του), γεγονός που γνώριζε ο νόμιμος εκπρόσωπός της πρώτος κατηγορούμενος Π. Β.). Προκειμένου όμως να αποκομίσει η εταιρεία "..." παράνομο περιουσιακό όφελος, λαμβάνοντας πιστώσεις από την τράπεζα ... στο πλαίσιο της προαναφερόμενης σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού, ο πρώτος κατηγορούμενος, ως νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, εμφανίστηκε ενώπιον των αρμοδίων υπαλλήλων της ... στις 12-6-2001 και 21-1-2003 και τους παρέστησε ψευδώς ότι η "..." ήταν δικαιούχος των απαιτήσεων των παραπάνω λογαριασμών πληρωμής έργων της ... και έτσι παραπλανώντας αυτούς τους έπεισε και πέτυχε την κατάρτιση των ως άνω συμβάσεων εκχώρησης, γεγονός που δεν θα συνέβαινε εάν οι υπάλληλοι αυτοί γνώριζαν ότι οι λογαριασμοί είχαν εξοφληθεί. Από την ως άνω απατηλή συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου επήλθε ισόποση των εκχωρηθεισών απαιτήσεων ζημία της τράπεζας λόγω χρήσης αντίστοιχων πιστώσεων από μέρους της πιστούχου "...", οι οποίες, παρότι ο λογαριασμός έκλεισε με υψηλό κατάλοιπο, δεν έχουν καλυφθεί. Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η από 21-1-2003 σύμβαση εκχώρησης στην τράπεζα ... επιδόθηκε στη ... και περιήλθε σε γνώση των οργάνων αυτής και του Γενικού Γραμματέα της Α. Τ., ο τελευταίος, προκειμένου να συνδράμει τον πρώτο κατηγορούμενο, ως νόμιμο εκπρόσωπο της "...", να προβεί σε εκχώρηση του 1ου λογαριασμού του έργου "... και στη ..., ώστε να επιτύχει τη χορήγηση και νέων πιστώσεων στην "...", εξέδωσε και παρέδωσε στον πρώτο κατηγορούμενο τη ...-2-2003 βεβαίωση, στην οποία βεβαίωσε εν γνώσει του ψευδώς ότι η ανάδοχος του έργου "..." "..." έως 28-2-2003 δεν είχε εκχωρήσει τον πρώτο λογαριασμό του έργου αυτού, ποσού 128.750,98 ευρώ, σε άλλη τράπεζα. Τη βεβαίωση αυτή προσκόμισε ο πρώτος κατηγορούμενος στη ... και δηλώνοντας και ο ίδιος ότι δεν υπάρχει εκχώρηση ή μεταβίβαση σε άλλη τράπεζα, παραπλάνησε τους αρμόδιους υπαλλήλους της ... και επέτυχε την κατάρτιση της από 28-2-2003 σύμβασης ενεχυρίασης και εκχώρησης της ίδιας απαίτησης της "..." (ποσού 128.750,98 ευρώ) και στη ... προς εξασφάλιση απαίτησης της τελευταίας που απέρρεε από την ...-5-1998 σύμβαση πίστωσης ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού ποσού 1.467.531,43 ευρώ, ενώ εάν οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι γνώριζαν την αλήθεια, ότι δηλαδή είχε προηγηθεί σύμβαση εκχώρησης της απαίτησης από τον ίδιο λογαριασμό στην τράπεζα ..., δεν θα προέβαιναν στην κατάρτιση της από 28-2-2003 σύμβασης εκχώρησης. Η από 28-2-2003 σύμβαση εκχώρησης επιδόθηκε αυθημερόν στη ... και παρελήφθη από το χορηγήσαντα τη ...-2-2003 βεβαίωση δεύτερο κατηγορούμενο Α. Τ.. Με την ως άνω παράνομη συμπεριφορά του πρώτου κατηγορουμένου προκλήθηκε ζημία στη ... ισόποση της εκχωρηθείσης απαίτησης, αφού η "..." έκανε χρήση αντίστοιχων πιστώσεων του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι οποίες δεν καλύφθηκαν κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, ενώ κατά την εκτέλεση της πράξης της απάτης από μέρους του εις βάρος της ... τον συνέδραμε άμεσα ο δεύτερος κατηγορούμενος που του παραχώρησε την ...-2-2003 ψευδή βεβαίωση γνωρίζοντας ότι η βεβαίωση χρησιμοποιείται προς παραπλάνηση των υπαλλήλων της ... και προκειμένου να επιτύχει η "..." παράνομο περιουσιακό όφελος εις βάρος της περιουσίας της τράπεζας. Περαιτέρω, η τράπεζα ..., επικαλούμενη τις από 12-6-2001 και 21-1-2003 συμβάσεις εκχωρήσεως με την εταιρεία "...", με επιστολή της προς τη ..., ζήτησε να προσδιοριστεί ο χρόνος πληρωμής των σχετικών απαιτήσεών της ύψους 174.520,43 και 128.750,98 ευρώ αντίστοιχα. Ο δεύτερος κατηγορούμενος Α. Τ., υπό την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή της ..., με το ...-5-2003 έγγραφό του, αφού βεβαίωσε (ψευδώς) ότι τα έργα με ανάδοχο την "..." "...", ποσού 174.520,43 ευρώ και "...", ποσού 128.750,98 ευρώ δεν έχουν εξοφληθεί και ότι δεν είχε περιέλθει στην Υπηρεσία του σύμβαση εκχώρησης των απαιτήσεων σε άλλη τράπεζα, προσδιόρισε ως χρόνο πληρωμής την 31-7-2003 και 30-10-2003 αντίστοιχα. Επειδή όμως ουδεμία καταβολή ακολούθησε, η τράπεζα ... επανήλθε με εξώδικες οχλήσεις της προς τη ..., ζητώντας να οριστεί ο ακριβής χρόνος πληρωμής. Ο τρίτος κατηγορούμενος Α. Μ., που ήταν Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της ..., ασκούσε εκ του νόμου άρθρο 5 παρ. 4 του Νόμου 1069/1980 πράξεις διαχείρισης επί οικονομικών θεμάτων αναπληρώνοντας τον Πρόεδρο (βλ. και απόσπασμα του 4/2003 πρακτικού του Δ.Σ. της ...), ο οποίος (Πρόεδρος) λόγω και της ιδιότητάς του ως ... ελάχιστα ασχολείτο με τα θέματα της ... (βλ. και κατάθεση μάρτυρα υπεράσπισης Δ. Δ.) και είχε (ο τρίτος κατηγορούμενος) τη δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και δική του ευθύνη, με το ...-4-2006 έγγραφό του προς την τράπεζα ..., αναγνώρισε οφειλές της ... προς αυτή συνολικού ύψους 303.271,41 ευρώ, απορρέουσες από τον 3ο λογαριασμό του έργου "...", ποσού 174.520,43 ευρώ και τον 1ο λογαριασμό του έργου "...", ποσού 128.750,98 ευρώ της "..." και απάντησε ότι η εξόφληση θα γίνει τμηματικά ως εξής: α) στις 28-4-2006 30.000 ευρώ, β) στις 30-5-2006 70.000 ευρώ, γ) στις 29-9-2006 100.000 ευρώ και δ) στις 29-12-2006 103.271,41 ευρώ. Στο πλαίσιο αυτής της αναγνώρισης, αν και οι αντίστοιχοι λογαριασμοί είχαν πλήρως εξοφληθεί με καταβολές προς την ανάδοχο, γεγονός που γνώριζε ο κατηγορούμενος (βλ. και απολογία του στο παρόν Δικαστήριο), η ... κατέβαλε στην τράπεζα ... 30.000 ευρώ στις 5-5-2006 και 70.000 ευρώ στις 30-5-2006, ενώ για το υπόλοιπο της αναγνωρισθείσης οφειλής, επειδή δεν συνεχίστηκαν οι καταβολές, η τράπεζα ... άσκησε κατά της ... ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης την από 27-8-2012 αγωγή της, η οποία κατά τους μάρτυρες Α. Π. (Πρόεδρο της ...) και Α. Ζ. (Διευθυντή του καταστήματος ... ….) έχει γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Έτσι, ο τρίτος κατηγορούμενος, κατά κατάχρηση της διαχειριστικής του εξουσίας, προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την επιχείρηση "...", συμφερόντων του πρώτου κατηγορουμένου, αναγνώρισε οφειλές της ... προς την τράπεζα ... για λογαριασμούς που είχαν ήδη προ πολλού εξοφληθεί, επιφέροντας εν γνώσει και με τη θέλησή του ζημία στη ..., συνολικού ύψους 303.271,41 ευρώ. Και ναι μεν η εταιρεία "..." είχε συνεργασία με τη ... και για την εκτέλεση άλλων έργων, πλην όμως το καταβληθέν στην ... ποσό των 100.000 ευρώ δεν αποδεικνύεται ότι καταλογίστηκε σε κάποιον μη εξοφληθέντα λογαριασμό, ώστε να μην υπάρχει ζημία της ... κατά το ποσό των 100.000 ευρώ, όπως ο τρίτος κατηγορούμενος Α. Μ. ισχυρίζεται. Παράλληλα η ..., με την από 8-7-2004 επιστολή της προς τη ..., ζήτησε την πληρωμή του προϊόντος της ενεχυριασθείσης και εκχωρηθείσης σ’ αυτή δυνάμει της από 28-2-2003 σύμβασης εκχώρησης απαίτησης της εταιρείας "...", ποσού 128.750,98 ευρώ, ενώ απευθύνθηκε και προς το ..., παραπονούμενη για απώλεια κεφαλαίων. Στο πλαίσιο της 2/37669/0025/19-4-2006 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν σχετικών αιτήσεων, εγκρίθηκε η παροχή της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου σε ποσοστό 80% για υφιστάμενες οφειλές της "..." προς τράπεζες, χωρίς να περιληφθούν και οι οφειλές προς την τράπεζα ... από τις ένδικες συμβάσεις εκχώρησης (βλ. και κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας Α. Ζ., Διευθυντή του καταστήματος ... … και απολογία πρώτου κατηγορουμένου), ενώ η απαίτηση της ... από την 28-2-2003 σύμβαση εκχώρησης εξακολουθεί να υφίσταται. Τα επικαλούμενα από τον πρώτο κατηγορούμενο με την έφεσή του περί α) εξόφλησης των απαιτήσεων από τις ένδικες συμβάσεις εκχώρησης, β) εξόφλησης με τη σύναψη νέων δανείων και γ) αντικατάστασης των ένδικων συμβάσεων εκχώρησης και εξόφλησης ουδόλως αποδεικνύονται. Επομένως, οι κατηγορούμενοι πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι ως και πρωτοδίκως και ειδικότερα: α) ο πρώτος, Π. Β., απάτης κατ’ εξακολούθηση, με συνολικό όφελος της εταιρείας "..." και συνολική ζημία των τραπεζών ... και Γενική που υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ και ανέρχεται σε 432.022,39 ευρώ (174.520,43 ευρώ + 128.750,98 ευρώ + 128.750,98 ευρώ), β) ο δεύτερος Α. Τ. άμεσης συνέργειας στην πράξη της απάτης του πρώτου (Π. Β.) εις βάρος της ..., γιατί τον συνέδραμε ηθελημένα και εν γνώσει του κατά την εκτέλεση της πράξης, χωρίς δε τη βοήθειά του δεν ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη από μέρους του πρώτου της προαναφερομένης απάτης. Η ζημία της ... και το επιδιωκόμενο αντίστοιχα όφελος της " ..." υπερβαίνει τα 120.000 ευρώ και ανέρχεται σε 128.750,98 ευρώ, όση και η απαίτηση της τράπεζας από τον εκχωρηθέντα λογαριασμό χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός ότι στην εκχωρηθείσα απαίτηση των 128.750,98 ευρώ συμπεριλαμβάνεται και ΦΠΑ και ότι για οφειλές της "..." προς την ... παρασχέθηκε σε ποσοστό 80% η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου κατά τα προαναφερόμενα. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί του δεύτερου κατηγορουμένου Α. Τ. περί απλής συνέργειας και πλημμεληματικού χαρακτήρα της πράξης του (επιδιωκόμενο όφελος και επελθούσα ζημία κάτω των 120.000 ευρώ χωρίς το συνυπολογισμό του ΦΠΑ) και συνακόλουθα παραγραφής αυτής, κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι και γ) ο τρίτος κατηγορούμενος Α. Μ. απιστίας με περιουσιακή ζημία της ... 303.271,41 ευρώ, δηλαδή άνω των 30.000 ευρώ". Μετά ταύτα το Δικαστήριο και υπό τις παραδοχές αυτές, κήρυξε, κατά πιστή μεταφορά: "Α) τον πρώτο κατηγορούμενο Π. Β. ένοχο του ότι, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, το δε συνολικό του όφελος και η συνολική ζημία των παθόντων υπερβαίνει το ποσόν των 120.000 ευρώ και ειδικότερα ..., υπό την ιδιότητά του, ως προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου της ανώνυμης εταιρίας με το διακριτικό τίτλο "..." α) την 12.6.2001 εκχώρησε στην Τράπεζα ... την απαίτηση της ανωτέρω εταιρίας κατά της ... (...) ποσού 174.520,43 ευρώ που αντιστοιχεί στον 3ο λογαριασμό του έργου Ύδρευση-αποχέτευση Β’ φάση ακαθάρτων και όμβριων πόλης ..., β) την 21.1.2003 εκχώρησε στην ως άνω τράπεζα την απαίτηση της ανωτέρω εταιρίας κατά της ... ποσού 128.750,98 ευρώ που αντιστοιχεί στον 1ο λογαριασμό του έργου "..." και γ) την 28.2.2003 εκχώρησε στη ... την υπό στοιχείο β) προαναφερθείσα απαίτηση ποσού 128.750,98 ευρώ, παριστάνοντας ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της ... ότι δήθεν δεν είχε εισπράξει τα χρηματικά ποσά που αντιστοιχούν στις εκχωρούμενες απαιτήσεις ενώ στην πραγματικότητα τα είχε εισπράξει και επίσης παριστάνοντας ψευδώς στους αρμοδίους υπαλλήλους της ... ότι η εκχωρηθείσα σε αυτήν απαίτηση (ποσού 128.750,98 ευρώ που αντιστοιχεί στον 1ο λογαριασμό του έργου "...") δήθεν δεν είχε εκχωρηθεί σε άλλο πρόσωπο ενώ στην πραγματικότητα είχε εκχωρηθεί στην Τράπεζα ..., εάν δε οι αρμόδιοι υπάλληλοι των άνω τραπεζών γνώριζαν την αλήθεια δεν θα δέχονταν να αναδεχθούν τις εκχωρούμενες απαιτήσεις. Από αυτή την παράνομη πράξη του η "..." αποκόμισε συνολικό όφελος 432.022,39 ευρώ, στο ίδιο δε χρηματικό ποσό ανήλθε και η συνολική ζημία των παραπάνω τραπεζών. Β) Το δεύτερο κατηγορούμενο Α. Τ. ένοχο του ότι, με την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή της ..., με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον ανωτέρω συγκατηγορούμενό του Β. Π., πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ανώνυμης τεχνικής εταιρείας με το διακριτικό τίτλο "...", ο οποίος με σκοπό να αποκομίσει παράνομο περιουσιακό όφελος η τελευταία, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Ειδικότερα, παρέσχε άμεση συνδρομή κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση της απάτης εκ μέρους του άνω συγκατηγορουμένου του, ενώ η επιδιωκόμενη συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 120.000 ευρώ και συγκεκριμένα ... την 28.2.2003 υπό την ιδιότητά του ως γενικού διευθυντή της ... συνέταξε το υπ’ αριθμ. ....2.2003 έγγραφο, με το οποίο βεβαίωσε αναληθώς ότι η προαναφερθείσα τεχνική εταιρία δήθεν δεν είχε εκχωρήσει έως την 28.2.2003 την απαίτησή της από την 1η εντολή πληρωμής ποσού 128.750,98 ευρώ για την εκτέλεση του έργου "..." και παρέδωσε αυτό το έγγραφο στον Π. Β., πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ανωτέρω εταιρίας, για να το επιδείξει στους αρμόδιους υπαλλήλους της ... και να τους πείσει με την ψευδή αυτή παράσταση, να αναδεχθεί η ... την απαίτηση αυτή, διότι δήθεν δεν είχε εκχωρηθεί σε άλλη Τράπεζα ή Πιστωτικό Οργανισμό, ενώ στην πραγματικότητα η απαίτηση αυτή είχε εκχωρηθεί στην Τράπεζα ... την 21.1.2003 και το γνώριζε ούτος, ο δε Π. Β. πέτυχε την εκ νέου εκχώρηση της απαίτησης στη ..., οι νόμιμοι εκπρόσωποι της οποίας αν γνώριζαν την πραγματικότητα δεν θα αναδεχόταν την απαίτηση. Ο κατηγορούμενος αυτός τελούσε εν γνώσει του σκοπού του Π. Β. και τον συνέδραμε με πρόθεση κατά την εκτέλεση της απάτης, με την οποία ο Π. Β. προσπόρισε στην εταιρία με το διακριτικό τίτλο "..." παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού 128.750,98 ευρώ βλάπτοντας κατά το ποσό αυτό τη .... Γ) Τον τρίτο κατηγορούμενο Α. Μ. ένοχο του ότι με γνώση ζημίωσε την περιουσία άλλου, της οποίας δυνάμει νόμου είχε τη διαχείριση, η δε περιουσιακή ζημία υπερέβη το ποσό των 30.000 ευρώ και ειδικότερα υπό την ιδιότητά του ως Αντιπροέδρου του Δ.Σ. της ... (...) ... την 13.4.2006 με το υπ’ αριθμ. πρωτ. ....4.2006 έγγραφο που το απηύθυνε προς το κατάστημα της ... ..., αναγνώρισε αναληθώς ότι η ... δήθεν οφείλει στην Τράπεζα ... ποσόν 174.520,43 ευρώ που αντιστοιχεί στον 3ο λογαριασμό του έργου: "Ύδρευση- αποχέτευση Β’ φάση ακαθάρτων και όμβριων πόλης ..." και ποσόν 128.750,98 ευρώ που αντιστοιχεί στον 1ο λογαριασμό του έργου "...", που κατασκεύασε η ανώνυμη εταιρία με το διακριτικό τίτλο "..." και ότι η ... πρόκειται να εξοφλήσει την υποχρέωσή της ως εξής: ποσόν 30.000 ευρώ την 28.4.2006, ποσόν 70.000 ευρώ την 30.5.2006, ποσόν 100.000 ευρώ την 29.9.2006 και ποσόν 103.271,41 ευρώ την 29.12.2006 ενώ στην πραγματικότητα δεν οφείλοντο τα ανωτέρω ποσά, διότι είχαν ήδη καταβληθεί στην κατασκευάστρια εταιρία, ζημιώνοντας έτσι με γνώση την περιουσία της ... συνολικά κατά το ποσόν των 303.271,41 ευρώ". Α) Αναφορικά με την από 19-7-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ...-7-2017 αίτηση αναιρέσεως του Π. Β. του Α.: Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού δεν εκθέτει σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που αφορούν την συνδρομή του δόλου του αναιρεσείοντος αυτού στην τέλεση της αξιόποινης πράξεως της απάτης κατ’ εξακολούθηση για την οποία και καταδικάσθηκε. Τούτο δε διότι κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως που αναφέρονται στην 24η σελίδα αυτής γίνεται παραπομπή στην, ενώπιον του ακροατηρίου του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, απολογία του, σύμφωνα με την οποίαν ο ίδιος επικαλούμενος τη δυσλειτουργία της ..., την παράλληλη εξέλιξη πολλών έργων, τον φόρτο εργασίας του, την άποψή του ότι οι συνεργάτες του είχαν κάνει τον έλεγχο, καθώς και την πεποίθησή του ότι δεν υπήρχαν οικονομικές διαφορές του ιδίου με την ..., αρνήθηκε τη δόλια προαίρεσή του για τη διάπραξη της εν λόγω αξιόποινης εξακολουθητικής πράξεως. Επί των ισχυρισμών αυτών το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν απάντησε με την προσβαλλομένη απόφασή του.
Συνεπώς, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ. προσβαλλόμενος πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως και ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του Κ.Π.Δ. και 171 του Κ.Π.Δ. δεύτερος λόγος αναιρέσεως, διότι εκ της ως άνω μη απαντήσεως επί των ισχυρισμών του, στέρησε τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, που παρέχεται από το υπερνομοθετικής ισχύος άρθρο 28 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., είναι βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και αφού παρέλκει η έρευνα των υπολοίπων λόγων αναιρέσεως που αφορούν την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί της, κατά το άρθρο 100 του Π.Κ., αναστολής εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως των πέντε (5) ετών που του επιβλήθηκε, πρέπει, ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση στο σύνολό της και παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η σύνθεση είναι δυνατή από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.
Β) Αναφορικά με την από 24-7-2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου .../26-7-2017 δήλωση-αίτηση αναιρέσεως του Α. Τ. του Χ.: Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσης αποφάσεως και πέραν αυτών, με το να δεχθεί ότι ο ανωτέρω αναιρεσείων τέλεσε την αξιόποινη πράξη της άμεσης συνέργειας σε απάτη κατ’ εξακολούθηση, εσφαλμένως ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 46 παρ. 1 εδ. β’ , 47 παρ. 1, 98 και 386 παρ. 1 και 3 του Π.Κ. Τούτο δε διότι από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως της άμεσης συνέργειας απαιτείται: α) η άμεση υλική συνδρομή να είναι μόνον κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της κυρίας άδικης πράξεως και όχι πριν ή μετά την τέλεση αυτής και β) να παρασχεθεί από τον συνεργό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς την βοήθειά του, να μην ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη του εγκλήματος κάτω από τις περιστάσεις που διαπράχθηκε (Α.Π. 1188/2014, Α.Π. 404/2014). Δίχως την συνδρομή και των δύο ως άνω προϋποθέσεων δεν στοιχειοθετείται άμεση συνέργεια. Για την στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως της απλής συνέργειας απαιτείται οποιαδήποτε συνδρομή ψυχική ή υλική, θετική ή αποθετική, που παρέχεται στον αυτουργό της κυρίας αξιόποινης πράξεως πριν από την τέλεση αυτής ή κατά την τέλεση αυτής, η οποία χωρίς να είναι άμεση συντελεί στην τέλεση της πράξεως του αυτουργού και πραγματώνεται με οποιαδήποτε βοηθητική της κυρίας πράξεως ενέργεια ή παράλειψη (Α.Π. 928/2015, Α.Π. 1009/2013). Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος Α. Τ., με την ιδιότητά του, ως Γενικού Διευθυντή της ... εξέδωσε και παρέδωσε στον συγκατηγορούμενό του αναιρεσείοντα Π. Β. στις 28-2-2003 την υπ’ αριθμ. ...-2-2003 βεβαίωση στην οποία βεβαίωσε, εν γνώσει του ψευδώς, ότι η ως άνω εταιρεία που ήταν ανάδοχος του έργου "...", έως τις 28-2-2003 δεν είχε εκχωρήσει τον πρώτο λογαριασμού του έργου αυτού, ποσού 128.750,98 ευρώ σε άλλη Τράπεζα, για να το επιδείξει αυτός στους αρμοδίους υπαλλήλους της ... και ότι τη βεβαίωση αυτή προσκόμισε ο κατηγορούμενος Π. Β. στην ..., δηλώνοντας και ο ίδιος ότι δεν υπάρχει εκχώρηση ή μεταβίβαση σε άλλη Τράπεζα και έτσι αυτός παραπλάνησε τους αρμοδίους ως άνω υπαλλήλους και πέτυχε αυτός την κατάρτιση της από 28-2-2003 συμβάσεως εκχωρήσεως και ενεχυριάσεως της ιδίας απαιτήσεως και ότι η πράξη αυτή συνιστά άμεση συνέργεια στην απάτη του κατηγορουμένου Π. Β. γιατί, χωρίς τη βοήθειά του, δεν ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη από μέρους του της αξιόποινης πράξεως της απάτης. Όμως, με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο δεν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της άμεσης συνέργειας στην απάτη του κατηγορουμένου Π. Β., αφού η πράξη του αναιρεσείοντος Α. Τ., προηγήθηκε χρονικά, έστω και την ίδια ημέρα, από την κυρία πράξη του κατηγορουμένου Π. Β., ο οποίος, εμφανίσθηκε, κατά τις παραδοχές, μόνος του στους αρμοδίους υπαλλήλους της ... και τους προσκόμισε μόνος του το ως άνω έγγραφο, ψευδώς παριστάνοντας εν γνώσει του μόνος του, ότι δεν υπάρχει εκχώρηση σε άλλη Τράπεζα. Δηλαδή η κυρία πράξη της απάτης τελέσθηκε δίχως την παρουσία του αναιρεσείοντος Α. Τ. και επομένως η συνέργειά του δεν τελέσθηκε κατά την εκτέλεση και κατά τη διάρκεια της απάτης, αλλά πριν από αυτήν και ανεξάρτητα από το ότι χωρίς το ως άνω έγγραφο δεν ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη της απάτης από τον κατηγορούμενο Π. Β.., δεν συντρέχει και η πρώτη ως άνω υπό στοιχείο α’ προϋπόθεση, ώστε η συνέργειά του να χαρακτηρισθεί ως άμεση.
Συνεπώς, το δικαστήριο απορρίπτοντας τον προβληθέντα από τον αναιρεσείοντα ισχυρισμό του περί του ότι η πράξη του έχει τον χαρακτήρα της απλής συνέργειας σε απάτη και όχι της άμεσης συνέργειας με μόνη την αιτιολογία ότι πρόκειται για άμεση συνέργεια σε απάτη γιατί "χωρίς τη βοήθειά του δεν ήταν δυνατή με βεβαιότητα η διάπραξη από μέρους του (Π. Β.) της προαναφερομένης απάτης, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Αντιθέτως, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο που με την προσβαλλομένη απόφασή του απορρίπτοντας τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος αυτού περί του ότι η πράξη του φέρει πλημμεληματικό χαρακτήρα, αφού στο ποσό που αναγράφεται στην πιο πάνω απόφαση συμπεριλαμβάνεται και ο Φ.Π.Α. και ότι χωρίς αυτόν το ποσό υπολείπεται των 120.000 ευρώ και δεν έπαυσε την εναντίον του ασκηθείσα ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των οικείων, περί εξαλείψεως του αξιοποίνου, λόγω παραγραφής, άρθρων του Π.Κ.".
Συνεπώς ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του Κ.Π.Δ. δεύτερος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Τ. του Χ., περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να γίνει δεκτός. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και αφού παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως καθώς και του ιδίου λόγου που αφορά την απόρριψη του προαναφερομένου ισχυρισμού του και αυτού περί της κατά το άρθρο 100 του Π.Κ. αναστολής της ποινής εκτελέσεως των τεσσάρων (4) ετών που του επιβλήθηκε πρέπει, ως προς τον αναιρεσείοντα αυτόν, να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφαση στο σύνολό της, παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση είναι δυνατή από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως. Γ) Αναφορικά με την από 24-7-2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου .../26-7-2017 δήλωση αναιρέσεως του Μ. Α. του Μ.: Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, ως προς την αξιόποινη πράξης της απιστίας, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την απαιτουμένη, από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ’ αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απιστίας, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος-αναιρεσείων Α. Μ., τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε το Δικαστήριο τα περιστατικά αυτά (μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, ανάγνωση ανακριτικής καταθέσεως μάρτυρα, λόγω του ανέφικτου της εμφανίσεώς του, έγγραφα που αναγνώσθηκαν, απολογίες των κατηγορουμένων και εν γένει αποδεικτική διαδικασία), καθώς και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήχθησαν τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 26 παρ. 1 εδ. α’ , 27 παρ. 1 εδ. α’ , 51, 53, 79, 83, 84 παρ. 2 περ. ε’ και 390 του Π.Κ., οι οποίες ορθά ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν και δεν παραβιάσθηκαν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Αναφέρεται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος Α. Μ. ως Αντιπροέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της ... και η άσκηση από αυτόν εκ του νόμου (άρθρο 5 παρ. 4 του Νόμου 1069/1980) πράξεων διαχειρίσεως επί οικονομικών θεμάτων, η αναπλήρωση από αυτόν του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, η δυνατότητα αναπτύξεως από αυτόν πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και με δική του ευθύνη. Αιτιολογείται ο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος αυτού με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν "την γνώση του" και η οποία στηρίζεται στην ως άνω ιδιότητά του, δηλαδή την ενασχόλησή του με πράξεις διαχειρίσεως επί οικονομικών θεμάτων της ..., με την αναπλήρωση του Προέδρου της ... ο οποίος, ως ..., ελάχιστα ασχολείται με τα θέματα της ..., λόγω της οποίας, επομένως, γνώριζε την πλήρη εξόφληση από την ... των ως άνω δύο λογαριασμών προς την ανωτέρω εταιρεία συνολικού ύψους 303.271,41 ευρώ, η αναγνώριση από αυτόν με το υπ’ αριθμ. ...-4-2006 έγγραφό του των ως άνω συνολικών οφειλών της ... προς την ... που προέρχονταν από την ανωτέρω εκχώρηση των απαιτήσεων από τον συγκατηγορούμενό του Π. Β., ο καθορισμός από αυτόν της εξοφλήσεως με δόσεις στην Τράπεζα και προσδιορίζεται η ζημία που επήλθε στη .... Οι ειδικότερες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί του ότι με το ως άνω έγγραφό του δεν έχει συντελεσθεί αναγνώριση οφειλής, γιατί φέρει μόνο τη δική του υπογραφή και όχι δύο υπογραφές, σύμφωνα με την υπ’ .../2003 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ... και ότι δεν επήλθε εξ αυτού βλάβη στη ..., αιτιολογημένα απορρίπτονται, με τις παραδοχές της προσβαλλομένης, ότι η ... κατέβαλλε, βάσει του ως άνω εγγράφου του τις δύο πρώτες δόσεις των 30.000 ευρώ και 70.000 ευρώ στην ..., ότι για το υπόλοιπο της οφειλής η ως άνω Τράπεζα άσκησε αγωγή κατά της ..., που έγινε δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και επομένως επήλθε ζημία στην περιουσία της ..., αφενός με την καταβολή των δύο δόσεων και αφετέρου με τη δικαστική απόφαση, δυνάμει της οποίας υποχρεούται η ... να καταβάλει στην Τράπεζα το υπόλοιπο ποσό των 203.271,41 ευρώ. Μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσεώς του περιλαμβάνονται οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως στις οποίες διαλαμβάνονται και οι καταθέσεις των μαρτύρων Α. Π. και Α. Ζ. ως και τα αναγνωσθέντα με αύξοντα αριθμούς 1, 2, 3, 4, 5, 18, 71, 78, 79, 80, 81, 82 και 83 έγγραφα και η πρωτοβάθμια απόφαση και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω το δικαστήριο διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος της, κατ’ άρθρο 100 του Π.Κ., αναστολής εκτελέσεως της ποινής της φυλακίσεως των πέντε (5) ετών που του επιβλήθηκε και η οποία έχει ως εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η ως άνω πράξη της απιστίας του κατηγορουμένου αναιρεσείοντος Α. Μ. του Μ., σε συνδυασμό με την απαξία αυτής, καθόσον στρέφεται κατά δημοτικής επιχειρήσεως και εμμέσως εις βάρος του κοινωνικού συνόλου, το ύψος της ζημίας που επήλθε στο ως άνω νομικό πρόσωπο και σε συνδυασμό περαιτέρω με τα οριζόμενα στην παρ. 3 εδ. α’ του άρθρου 100 του Π.Κ., το Δικαστήριο κρίνει ότι η εκτέλεση της επιβληθείσας ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον καταδικασθέντα Α. Μ. από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων.
Συνεπώς, πρέπει να μην διαταχθεί η αναστολή εκτελέσεως της ποινής υπό επιτήρηση και όρους, απορριπτομένου και του σχετικού αιτήματος του κατηγορουμένου. Περαιτέρω, συντρέχει περίπτωση μετατροπής της ποινής φυλακίσεως των πέντε (5) ετών, κατά το άρθρο 82 παρ. 1 του Π.Κ., όπως ισχύει μετά το Νόμο 4093/2012, αφού δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη. Κάθε ημέρα φυλακίσεως πρέπει να μετατραπεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 3 του Π.Κ., όπως ίσχυε μετά το Νόμο 3904/2010 και πριν το Νόμο 4093/2012 (πλαίσιο 3-100 ευρώ ημερησίως), αφού ληφθούν υπόψη η προσωπική και οικονομική κατάσταση του καταδικασθέντος-αναιρεσείοντος Α. Μ. του Μ., η περιουσιακή του κατάσταση, προς δέκα (10) ευρώ ημερησίως, δεδομένου ότι η χρηματική ποινή μπορεί να τον αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιοποίνων πράξεων".
Συνεπώς οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ του Κ.Π.Δ. σχετικοί λόγοι αναιρέσεως του αμέσως ανωτέρω κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος, τόσον ως προς την επί της ενοχής κρίση, όσο και ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού, περί ελλείψεως της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι δε λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος αυτού με τις οποίες πλήττεται η προσβαλλομένη απόφαση υπό την επίφαση της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου και ελλείψεως αιτιολογίας είναι απαράδεκτες ως αναγόμενες στην αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου περί τα πράγματα. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως του Α. Μ. του Μ. στην ουσία της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ.) καθώς και στα δικαστικά έξοδα του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και 22 του Νόμου 3693/1957) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24-7-2017 και με αριθμό πρωτοκόλλου .../26-7-2017 δήλωση του Α. Μ. του Μ. και της Χ., κατοίκου ... (οδός ...), για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 119/2017 καταδικαστικής αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα Α. Μ. του Μ. στα δικαστικά έξοδα το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του πολιτικώς ενάγοντος νομικού προσώπου, το ύψος των οποίων καθορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Αναιρεί ως προς τους αναιρεσείοντες: 1) Π. Β. του Α. και της Α., κατοίκου ... (οδός ...) και 2) Α. Τ. του Χ. και Μ., κατοίκου ... (οδός ...) την υπ’ αριθμ. 119/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θράκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το άνω αναιρούμενο μέρος της στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που τη δίκασαν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 1 Δεκεμβρίου 2017.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2018.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ