ΜονΕφΘεσ 1338/2016 - ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΣΕ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΓΙΑ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΟΦΕΙΛΕΤΗ ΣΕ ΕΙΣΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1338/2016

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Δήμητρα Σίσκου, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης και από τη Γραμματέα Ιωάννα Χατζοπούλου.Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 14η Νοεμβρίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου της Δικηγόρου, Αντωνίου Γυφτόπουλου (AM Δ.Σ. Θεσσαλονίκης 3757), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. ΤΗΣ εφεσίβλητης - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ε. Γ. του Δ., κατοίκου …………….., που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας Δικηγόρου της, Μαρίας Αρχοντή (AM ΔΣ. Θεσσαλονίκης 4974), η οποία κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. Η εφεσίβλητη άσκησε κατά της εκκαλούσας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………………..» και δ.τ. «………………», η οποία μετονομάστηκε σε «………………» με δ.τ.  «…………………….», που εδρεύει στην …………….. και εκπροσωπείται νόμιμα, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, την από 1-2-2014 και με α/α κατάθεσης 14986/4-7-2014 αγωγή και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το Δικαστήριο εκείνο εξέδωσε την υπ' αριθμ. 13141/2015 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχτηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, ως προς την πρώτη εναγόμενη (εκκαλούσα) και την απέρριψε ως προς την δεύτερη εναγόμενη. Ήδη, η εκκαλούσα - πρώτη εναγόμενη, προσβάλλει την απόφαση αυτή με την από 9-12-2015 και με αύξ. αριθ. έκθ. κατάθ. 4166/2015 έφεση της, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε και συζητήθηκε. Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, από τη σειρά του σχετικού πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας εναγομένης, κατά της υπ' αριθ. 13141/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 664 επ. Κ.Πολ.Δ, [άρθρο 23 παρ. 3 του Ν. 2472/1997] ασκήθηκε εμπρόθεσμα, με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΉολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία. Η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) με την αγωγή της, την οποία απηύθυνε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά της εκκαλούσας και της ανώνυμης εταιρίας, με την επωνυμία «…………..» και δ.τ. «……………….», η οποία μετονομάστηκε σε «………………….» με δ.τ. «……………..», που εδρεύει στην ………………. (μη διάδικος στο δεύτερο βαθμό), ισχυρίσθηκε, ότι η πρώτη εναγομένη τραπεζική εταιρία, προέβη σε παράνομη επεξεργασία των συλλεγέντων από αυτήν - κατά την κατάρτιση δανειακής συμβάσεως (έκδοσης πιστωτικής  κάρτας) - προσωπικών δεδομένων της, με τη διαβίβαση προς τη δεύτερη εναγομένη, εταιρία ενημέρωσης οφειλετών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, των προσωπικών της δεδομένων, όπως του ονόματος της, του επωνύμου της, του ονόματος πατρός της, της ημερομηνίας γεννήσεως της, του αριθμού τηλεφώνου της, της διευθύνσεως κατοικίας της, του επαγγέλματος της, καθώς και της πληροφορίας περί χρέους της, παραλείποντας να την ενημερώσει, όπως όφειλε, αφ' ενός, κατ' άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 2472/1997, με τρόπο σαφή, για τους σκοπούς της επεξεργασίας, κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών, κατά το χρόνο καταρτίσεως της επίδικης συμβάσεως δανείου, αφετέρου δε, κατ' άρθρο 11 παρ. 3 του ιδίου νόμου, κατά το χρόνο, πριν από τη διαβίβαση τους στην δεύτερη εναγομένη (αποδέκτρια), για τη μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών  της δεδομένων προς αυτήν. Ότι η δεύτερη εναγομένη παρανόμως επεξεργάσθηκε, ως αποδέκτρια, τα ως άνω προσωπικά της δεδομένα, τα οποία μη νομίμως συνέλεξε από την πρώτη και καταχώρησε αυτά στο αρχείο της (ηλεκτρονικό υπολογιστή), ακολούθως δε τα χρησιμοποίησε, διά της αναφερομένης στην αγωγή προστηθείσας υπαλλήλου της, η οποία την κάλεσε τηλεφωνικώς στις 26-11-2009 στο τηλέφωνο της εργασίας της και, αιφνιδιάζοντας την, αφού την ενημέρωσε, ότι καλούσε για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, της ζήτησε την επιβεβαίωση των γνωστών σε εκείνην προσωπικών της δεδομένων (στοιχεία ταυτότητας, ημερομηνία γέννησης κ.λ.π.), δηλώνοντας της, ότι τα είχε έμπροσθεν της στην οθόνη της, μαζί με μία ανείσπρακτη οφειλή από πιστωτική κάρτα και της ζήτησε στη συνέχεια να προσδιορίσει άμεσα το χρόνο καταβολής και εξόφλησης του υπολοίπου της πιστωτικής της κάρτας. Ότι, επειδή η ίδια δεν μπορούσε να προσδιορίσει συγκεκριμένο χρόνο καταβολής, η υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης ξανακάλεσε στην εργασία της (ΚΕΠ), τούτη δε τη φορά απάντησε στην κλήση, ο αναφερόμενος στην αγωγή υφιστάμενος της υπάλληλος, στον οποίο η προστηθείσα της δεύτερης εναγομένης, αφού προηγουμένως ζήτησε να μάθει τη σχέση   του   με  την  ενάγουσα,   ανακοίνωσε  στοιχεία  των  τραπεζικών  της λογαριασμών της τελευταίας, καθώς και τη μη αποπληρωμή της πιστωτικής  της κάρτας. Ότι με τις παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις τους και το γεγονός, ότι τα προσωπικά της δεδομένα είχαν διαρρεύσει, χωρίς προηγούμενη δική της ενημέρωση σε τρίτους, οι εναγόμενες εταιρίες της προκάλεσαν μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή. Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστη, το ποσό των 20.100 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση, προς αποκατάσταση της προκληθείσης σ' αυτήν εκ της άνω αιτίας, ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 13141/2015 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, αλλά μόνο, ως προς την πρώτη εναγόμενη τραπεζική εταιρία, την οποία υποχρέωσε να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Ως προς την δεύτερη εναγόμενη η αγωγή απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η εκκαλούσα (τραπεζική εταιρία), με την έφεση της, προσβάλλει την απόφαση αυτή και παραπονείται, για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί, ώστε να απορριφθεί η αγωγή. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.

Με τον Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος εκδόθηκε, για την προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24-10-1995 «Για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού  χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 1 ότι: «Αντικείμενο του παρόντος νόμου είναι η θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού  χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής», στο άρθρο 2, ότι: «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως α) «δεδομένα προσωπικού  χαρακτήρα» κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων... β)... γ) «υποκείμενο των δεδομένων» το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί... δ) «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία») κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώρηση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση..., ζ) «υπεύθυνος επεξεργασίας» οποιοσδήποτε καθορίζει το σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού  χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός... η) «Εκτελών την επεξεργασία» οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού  χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) «τρίτος» κάθε (φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας, ι) «Αποδέκτης», το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες των δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του         ». Στο άρθρο 4 παρ. 1 ορίζεται, ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο, για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία, εν όψει των σκοπών αυτών, β)..., γ) Στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται, ότι επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται  μόνον, όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του.... Με το άρθρο 11 παρ. 1 ορίζεται ότι «ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο, για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α).... β) το σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων» και με την παρ. 2 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι «εάν κατά τη συλλογή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώνει ειδικώς και εγγράφως, για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματα του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως 13 του παρόντος νόμου....», ενώ με την παρ. 3 του άρθρου αυτού ορίζεται ότι «εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς». Με το άρθρο 23 παρ. 1 ορίζεται ότι «φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον». Από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν προκύπτει, ότι η ρύθμιση του Ν. 2472/1997 συμπληρώνει το προΐ3πάρχον αυτού νομικό πλαίσιο (άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 εδ. 2 και 19 του Συντάγματος, άρθρο 57 του ΑΚ κλπ.), συγκεκριμενοποιεί τον ευρύτερο κανόνα προστασίας της προσωπικότητας  του άρθρου 57 του ΑΚ και διευρύνει την έννοια των παράνομων προσβολών της προσωπικότητας σε σχέση με το άρθρο 57 ΑΚ, ώστε να θεωρείται - κατ' αρχήν - απαγορευμένη, κάθε επέμβαση στα προσωπικά δεδομένα άλλου (ευμενή ή δυσμενή), χωρίς την τήρηση ορισμένων διατυπώσεων, που τάσσονται από τις διατάξεις του νόμου (βλ. μελέτη Μιχ. Σταθόπουλου σε ΝοΒ 48, σελ. 1-19). Έτσι, ο Ν. 2472/1997 απαγορεύει την επεξεργασία των προσωπικών  δεδομένων φυσικού προσώπου, όταν γίνεται, πλην άλλων περιπτώσεων και χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, δικαίωμα, που προστατεύεται αυτοτελώς, αλλά αποτελεί και την προϋπόθεση, για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης του υποκειμένου των δεδομένων (βλ. εισηγ. έκθεση ν.,2472/1997 στο ΝοΒ 1997.505). Σύμφωνα δε με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν, ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, μετά τη συλλογή των σχετικών δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους σε τρίτους, να ενημερώνει για τη συλλογή και διαβίβαση τα υποκείμενα των δεδομένων, μεταξύ άλλων και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων του (είτε πρόκειται για αποδέκτες, στους οποίους προβλέπεται η μεταβίβαση των δεδομένων ήδη από το στάδιο της συλλογής, είτε πρόκειται για αποδέκτες, που προστέθηκαν αργότερα). Η σχετική ενημέρωση πρέπει να γίνεται το αργότερο, πριν από τη μετάδοση των προσωπικών  δεδομένων στους αποδέκτες - τρίτους. Εξάλλου, ο τρίτος - αποδέκτης, ο οποίος κατά το ν. 2472/1997 (άρθρο 2 παρ. δ) ασκεί και αυτός επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, οφείλει μόλις έλθει σε πρώτη επαφή με το υποκείμενο των δεδομένων να το ενημερώσει εγγράφως, για την πρόθεση του να κάνει χρήση των δεδομένων του, για το σκοπό της χρήσης και για τον υπεύθυνο επεξεργασίας αυτών, από το αρχείο του οποίου θα γίνει η άντληση των δεδομένων (σύμφωνα με τις με αρ. 050/20-1-2000 και 109/31-3-1999 Αποφάσεις της Αρχής). Τέλος, εάν στο υποκείμενο των δεδομένων έχει προκληθεί ηθική βλάβη από πράξεις του υπευθύνου επεξεργασίας και του αποδέκτη αυτών (ή των οργάνων τους), κατά παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997 (παράνομα) και όταν αυτοί όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της βλάβης, τότε παρέχεται στον πρώτο, η, κατά το άρθρο 932 ΑΚ, αξίωση χρηματικής ικανοποίησης, για την ηθική του βλάβη, η οποία ορίζεται κατ' ελάχιστο όριο στο ποσό των 2.000.000 δρχ. (ή 5.869,61 ευρώ), εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση, που προκάλεσε την ηθική βλάβη οφείλεται σε αμέλεια (Εφ.ΑΘ. 3833/2003,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η ευθύνη εξάλλου, του προκαλούντος ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), που παραβιάζει τις διατάξεις του ν. 2472/1997 ή (και) των κατ' εξουσιοδότηση αυτού κανονιστικών πράξεων της Αρχής, β) ηθική βλάβη, γ) αιτιώδη συνάφεια, μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης, και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών, που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει η ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου, ο προκαλών την ηθική βλάβη, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει, ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός του πραγματικά γεγονότα (ΑΠ 1923/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 1437/2014 ΝοΒ 2014/849, Αρμ 2014/1868, ΕφΑΘ 2887/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως) και τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα είχε καταρτίσει με την εναγομένη τραπεζική εταιρία, στις 23-2-2005 σύμβαση δανείου (για έκδοση πιστωτικής κάρτας VISA). Κατά την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως η εναγόμενη τράπεζα συνέλεξε από την ίδια την ενάγουσα, η οποία εν τω μεταξύ εκτελούσε καθήκοντα προϊσταμένης στο ΚΕΠ ……………., τα αναγκαία προς τούτο απλά προσωπικά δεδομένα αυτής, όπως επώνυμο, όνομα, όνομα πατρός, όνομα συζύγου, ημερομηνία γέννησης, αριθμό ταυτότητας, ΑΦΜ, διεύθυνση κατοικίας, αριθμό τηλεφώνου (οικίας και κινητού), επάγγελμα, καθώς και την διεύθυνση και το τηλέφωνο εργασίας της. Η αποπληρωμή της πιστωτικής κάρτας της ενάγουσας δεν εξελίχθηκε ομαλά και η εναγόμενη τράπεζα, έχοντας αξίωση από τις καθυστερούμενες δόσεις, ανέθεσε στις 19-11-2009 την ειδοποίηση, για την είσπραξη της οφειλής αυτής και την λήψη «υπόσχεσης πληρωμής της» στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «……………..», η οποία μετονομάστηκε σε «…………………..» με δ.τ. «……………., που εδρεύει στην ………………. (μη διάδικο στο δεύτερο βαθμό), διαβιβάζοντας σ' αυτήν τα παραπάνω προσωπικά δεδομένα της ενάγουσας, μεταξύ των οποίων το, κατά το χρόνο εκείνο, τηλέφωνο της εργασίας της, καθώς επίσης και το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής της, χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει την ενάγουσα για τη διαβίβαση αυτή. Η εναγομένη τραπεζική εταιρία, με τις πρωτόδικες προτάσεις της ισχυρίσθηκε ότι, κατά τη συλλογή των ως άνω προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, για τη σύμβαση της πιστωτικής κάρτας είχε προβεί σε σχετική ενημέρωση με την προαναφερθείσα από 23-2-2005 σύμβαση, με όρο της οποίας, τεθέντα στην αρχή του εντύπου, την ενημέρωνε, ότι «η τράπεζα ενημερώνει τα φυσικά πρόσωπα που υπογράφουν το παρόν έντυπο (προσωπικά τους δεδομένα που περιλαμβάνονται στο έντυπο αυτό, καθώς και άλλα, που θα συλλέξει... θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας από την τράπεζα ή και τρίτους που εκτελούν κατ' εντολή και για λογαριασμό της την επεξεργασία, ως εξής α)... β)... γ) προάσπιση των συμφερόντων της τράπεζας και εκπλήρωση των σχετικών υποχρεώσεων της, μετά από συγκατάθεση του Υποκειμένου, που δίδεται στο τέλος του εντύπου αυτού... Αποδέκτες των δεδομένων: 1)... 2)... 3)... 4) Για τα δεδομένα που αφορούν στην είσπραξη των απαιτήσεων της τράπεζας σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τις συμβάσεις χορήγησης πιστωτικής κάρτας και εγγυήσεως: οι εταιρίες είσπραξης απαιτήσεων... Τα υποκείμενα των δεδομένων έχουν δικαίωμα να γνωρίζουν εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τα αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας καθώς και να προβάλλουν οποιεσδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία ...», ενώ στη συνέχεια αναφέρονται τα στοιχεία επικοινωνίας για την άσκηση των δικαιωμάτων πρόσβασης και αντίρρησης. Ισχυρίσθηκε επιπλέον, ότι η ενάγουσα με το άρθρο 24 «επεξεργασία προσωπικών  δεδομένων» της ως άνω σύμβασης, της παρείχε την «ρητή και ανεπιφύλακτη συγκατάθεση της και εξουσιοδότηση να επεξεργάζεται κατά την έννοια του Ν. 2472/1997 τα προσωπικά δεδομένα της, που αναφέρονται στην παρούσα, όπως αυτά προκύπτουν από την έκδοση και χρήση της κάρτας». Το κείμενο όμως αυτό της προσκομιζόμενης ως άνω σύμβασης, της οποίας το περιεχόμενο είναι σαφές και αναμφίβολο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγομένη, που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής των δεδομένων είχε πράγματι ενημερώσει την ενάγουσα, κατά τρόπο σαφή και ειδικό, για το σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες των αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρο 11 παρ. 1 εδαφ. β, γ. Η εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε, ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά τη συλλογή των δεδομένων και πριν από την διαβίβαση τους, στην ως άνω εταιρία ενημέρωσης οφειλετών. Η τελευταία προέβη σε περαιτέρω επεξεργασία (χρήση) των ως άνω παρανόμως διαβιβασθέντων σ' αυτήν, από την εναγομένη, προσωπικών δεδομένων της ενάγουσας, καλώντας αυτήν τηλεφωνικώς στον χώρο της εργασίας της στο ΚΕΐΙ Πανοράματος, στον αριθμό 2313306800 στις 26-11-2009 και περί ώρα 13.45', αιφνιδιάζοντας την και, στην άρνηση της τελευταίας να υποσχεθεί συγκεκριμένο χρονικό σημείο άμεσης εξόφλησης της οφειλής της, ξανακάλεσε στον ίδιο αριθμό. Στην δεύτερη κλήση απάντησε ο υφιστάμενος της ενάγουσας, ………., ο οποίος ήταν υπεύθυνος, για τη λήψη όλων των τηλεφωνικών κλήσεων (τηλεφωνικό κέντρο) και την περαιτέρω διαβίβαση τους στον εκάστοτε αρμόδιο υπάλληλο, στον οποίο, η υπάλληλος της εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών, αφού του ζήτησε να την ενημερώσει, για τη σχέση του με την ενάγουσα, στη συνέχεια ανέφερε την ύπαρξη του χρέους της ενάγουσας, καθώς και το γεγονός της μη εξόφλησης του, προκαλώντας στην ενάγουσα μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή από το γεγονός, ότι τα απόρρητα, κατά τον ως άνω νόμο, προσωπικά της δεδομένα είχαν ανακοινωθεί και διαρρεύσει, χωρίς καμιά δική της ενημέρωση, σε τρίτους. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (διά των προστιθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα της ενάγουσας και προκάλεσαν σ' αυτήν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγομένης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση) των προσωπικών δεδομένων αυτής, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση της, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης τραπεζικής εταιρείας και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 6.000 ευρώ. Η εκκαλουμένη, η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και καλώς τις αποδείξεις εκτίμησε, τα δε αντιθέτως υποστηριζόμενα, με τους λόγους της έφεσης της εναγομένης τράπεζας είναι αβάσιμα και απορριπτέα, καθώς και η υπό κρίση έφεση στο σύνολο της. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνουν την εναγομένη, επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ)

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση  και την ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ’  ουσίαν. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη τραπεζική εταιρία στα δικαστικά έξοδα, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, στη Θεσσαλονίκη, στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στις 2016, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                                                                                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ