ΑΠ 893/2014 - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΣΕ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ - ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ - Απορρίπτει την αναίρεση

Αριθμός 893/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δήμητρα Παπαντωνοπούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βιολέττα Κυτέα, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου-Κατσαβριά, Δήμητρα Μπουρνάκα και Αγγελική Αλειφεροπούλου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Φεβρουαρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Ζ. του Δ., κατοίκου ..., που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του Αριάδνη Νούκα, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2461/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγοντα τον F. R. του T. (Φ. Π. του Θ.), κάτοικο ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιουλίου 2013 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 941/2013.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ.1 εδ. α' Π.Κ., όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών (3) ετών και κατά τη διάταξη του άρθρου 314 παρ.1 εδ. β' Π.Κ., δεν απαιτείται έγκληση, αν ο υπαίτιος της πράξης του άρθρου 314 ήταν υπόχρεος λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του να καταβάλει ιδιαίτερη επιμέλεια ή προσοχή, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 του ίδιου Κώδικα, από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το πρόβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι για τη θεμελίωση της αξιόποινης πράξεως της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται η διαπίστωση, αφ' ενός μεν ότι ο δράστης δεν κατέβαλε την επιβαλλόμενη κατ' αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος κάτω από τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, αφετέρου δε, ότι ο ίδιος, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματός του, είχε τη δυνατότητα να προβλέψει και αποφύγει το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα, που από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε (μη συνειδητή αμέλεια) είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (ενσυνείδητη αμέλεια) και το οποίο πρέπει να τελεί σε αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο με την πράξη ή την παράλειψή του. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμέλειας, αφού το ένα σκέλος της ευθύνης συνίσταται στη μη καταβολή της προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη παράλειψη αλλά σε σύνολο συμπεριφοράς, που προηγήθηκε του αποτελέσματος, τότε για τη θεμελίωση της σωματικής βλάβης από αμέλεια, ως εγκλήματος που τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή και των όρων του άρθρου 15 του Π.Κ., κατά το οποίο, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία αυτή διάταξη συνάγεται, ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης (δηλαδή ειδικής και όχι γενικής) υποχρεώσεως του υπαιτίου προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Η ιδιαίτερη αυτή υποχρέωση μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου ή από σύμβαση ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπαιτίου ή από ορισμένη προηγούμενη συμπεριφορά του, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος επελεύσεως του εγκληματικού αποτελέσματος. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει στην αιτιολογία να αναφέρεται και η συνδρομή αυτής της υποχρεώσεως, επιπροσθέτως δε, αν πηγάζει από επιτακτικό κανόνα δικαίου, να προσδιορίζεται και ο κανόνας αυτός, ήτοι η νομική διάταξη, στην οποία θεμελιώνεται η ιδιαίτερη υποχρέωση προς ενέργεια, που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 103 του Π.Δ. 1073/1981, που αφορά εργασίες αρμοδιότητας Πολ. Μηχανικού και μέτρα ασφαλείας, "Οι εργαζόμενοι εις Εργοτάξια, ασχέτως απασχολήσεως, πρέπει, να φέρουν κράνη προστασίας της κεφαλής, χορηγούμενα υπό του εκτελούντος το έργον. Η χρήσις κρανών είναι υποχρεωτική". Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά. Όμως, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως, γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Έτσι, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη, που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που αποτελεί λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' Κ.Ποιν.Δ., υπάρχει και όταν η παράβαση γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση.- Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης, 2461/2013 αποφάσεώς του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτήν, δέχτηκε ανελέγκτως, ότι: "ο πολιτικώς ενάγων P. F. του T., Αλβανός υπήκοος εργαζόταν ως εργάτης για την εκτέλεση μέρους του έργου "....................", που είχε αναλάβει να εκτελέσει ο κατηγορούμενος, ως υπεργολάβος, δυνάμει του από 16-10-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού σύμβασης υπεργολαβίας μεταξύ αυτού και της Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία Β. ΑΤΕ. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος την 27-4-2007 το πρωί, όταν ανέλαβε εργασία, του είχε ανατεθεί η εργασία μεταφοράς των αποξηλωθέντων ξυλοτύπων από το υπό κατασκευή κτίριο και η εναπόθεση τους σε στοίβες ευρισκόμενες σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων από αυτό. Περί ώρα 9.30 π.μ ο ανωτέρω πολιτικώς ενάγων, ο οποίος εκτελούσε την εργασία αυτή σε συνεργασία με ομοεθνή του ονόματι Αλέξη, αγνώστων λοιπών στοιχείων, τη στιγμή που βρισκόταν στην πρόσοψη του κτιρίου και επιχειρούσε να μεταφέρει ξυλεία, αισθάνθηκε ένα κτύπημα στο κεφάλι από ψηλά και έπεσε κάτω χάνοντας τις αισθήσεις του. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε αρχικά στο ΑΧΕΠΑ, όπου, μετά την διενέργεια αξονικής τομογραφίας εγκεφάλου διαπιστώθηκε μετατραυματική υπαραχνοειδής αιμορραγία, θλάσεις εγκεφάλου, κάταγμα ζυγωματικού τόξου αριστερά και εμπιεστικό κάταγμα κρανίου αριστερό βρεγματικά και μετά μεταφέρθηκε στο 424 στρατιωτικό νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε έκτακτη νευροχειρουργική επέμβαση με διάγνωση βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, εκτεταμένο κάταγμα, εμπίεσμα κρανίου. Την επομένη ημέρα μεταφέρθηκε και πάλι στο ΑΧΕΠΑ για νοσηλεία, όπου παρέμεινε μέχρι την 9-5-2007. Στη συνέχεια τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους εμφάνισε μετατραυματικές κρίσεις επιληψίας, ενώ από 16-10-2007 έως 22-10-2007 νοσηλεύθηκε και πάλι στην ίδια ως άνω νευροχειρουργική κλινική του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ, για αντιμετώπιση του χάσματος του κρανίου με κρανιοπλαστική. Από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι ο πολιτικώς ενάγων δέχθηκε πλήγμα στο κεφάλι από αντικείμενο, που δεν προσδιορίστηκε με ακρίβεια από το Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να ήταν τούβλο ή κεραμίδι ή ξύλο ή οποιοδήποτε άλλο οικοδομικό υλικό, το οποίο έπεσε από ψηλά και προέρχονταν από τις εργασίες κατασκευής της στέγης ή της τοιχοποιίας που βρίσκονταν σε εξέλιξη την ημέρα εκείνη και το οποίο πέφτοντας από ύψος τον κτύπησε στο κεφάλι, δημιουργώντας εμπίεσμα (βαθούλωμα) σ' αυτό. Ο κατηγορούμενος με την παραπάνω ιδιότητα του ευθύνεται για τον τραυματισμό αυτόν του πολιτικώς ενάγοντα, διότι αν και ήταν υπόχρεος από το νόμο να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, ενεργώντας από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, δεν μερίμνησε ώστε οι εργαζόμενοι εντός του εργοταξίου να έχουν εφοδιαστεί και να φέρουν προστατευτικά κράνη, προς αποτροπή τραυματισμού κάποιου εργαζόμενου από ενδεχόμενη πτώση οικοδομικών υλικών, αφού ούτε είχε δοθεί τέτοιο κράνος στον παθόντα, όπως ο ίδιος κατέθεσε, κατάθεση, που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, ούτε μερίμνησε αυτός, ώστε να το φορά καθ' όλη την διάρκεια της εργασίας του στο έργο, με αποτέλεσμα να προκληθούν οι προαναφερθείσες σωματικές βλάβες στον ως άνω εργαζόμενο παθόντα. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ο πολιτικώς ενάγων ζαλίστηκε από παθολογικά αίτια είτε λόγω υπέρτασης είτε λόγω εγκεφαλικού επεισοδίου, λιποθύμησε και πέφτοντας στο έδαφος από το ύψος του ιδίου, προσέκρουσε το κεφάλι του στο έδαφος και υπέστη τις παραπάνω κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου δεν αποδείχθηκε. Ειδικότερα, όπως σαφώς προκύπτει από την από 24-5-2011 ιατρική πραγματογνωμοσύνη του καθηγητή νευροχειρουργικής του ΑΠΘ Χ. Τ., που διατάχθηκε από το Δικαστήριο στα πλαίσια αγωγής, που άσκησε ο πολιτικώς ενάγων κατά του κατηγορουμένου, ζητώντας αποζημίωση για το ως άνω εργατικό ατύχημα και διενεργήθηκε ύστερα από εξέταση του πολιτικώς ενάγοντα, πράγματι έπασχε από υπέρταση για την οποίαν ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή, όμως στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε αιφνίδια πτώση αλλά θα υπήρχαν πρόδρομα συμπτώματα, όπως ζάλη, κεφαλαλγία με προοδευτική εγκατάσταση, ούτως ώστε ο παθών θα σταματούσε προσωρινά την εργασία του, που δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Όσον αφορά την πιθανότητα εγκεφαλικού επεισοδίου, αυτό πρέπει να αποκλειστεί, αφού ο νευροακτινολογικός έλεγχος που διενεργήθηκε πριν την χειρουργική επέμβαση δεν αποκάλυψε στοιχεία διαγνωστικά παρόμοιας εξέλιξης της υπερτασικής νόσου, καθώς ελάμβανε φαρμακευτική αγωγή, ενώ αποκλείστηκε και η πτώση στο έδαφος εξαιτίας φαρμακευτικής υπότασης. Αλλά και η περίπτωση να εμφάνισε αρρυθμία με επακόλουθο το λιποθυμικό επεισόδιο είναι ελάχιστη, αφού δεν υπήρχε ιστορικό του παθόντος με αρρυθμίες ούτε προγενέστερα αλλά ούτε εμφανίστηκε κατά την διάρκεια της επέμβασης και μετά από αυτήν και παρά την επιβάρυνση του οργανισμού από το τραύμα. Ούτε εξάλλου θα μπορούσαν να προκληθούν οι παραπάνω κακώσεις από την πρόσκρουση της κεφαλής του παθόντος στο έδαφος και κατά την πτώση του εξ ιδίου ύψους, διότι στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να συνυπάρχουν σύνοδες κακώσεις τουλάχιστον στον αριστερό ώμο, αφού οι κακώσεις του κρανίου εντοπίζονται στο αριστερό πλάγιο της κεφαλής ενώ δεν θα μπορούσαν να προκύψουν από πρόσκρουση σε πέτρα, αφού κάτι τέτοιο δεν προέκυψε από καμία μαρτυρική κατάθεση. Επομένως, σύμφωνα με το συμπέρασμα του παραπάνω πραγματογνώμονα, ο οποίος εκτίμησε και την προεγχειρητική αξονική τομογραφία, παρά τα περί του αντιθέτου αναφερόμενα στην έκθεση του διορισθέντος από τον κατηγορούμενο τεχνικού συμβούλου νευροχειρουργού και μάρτυρα υπεράσπισης Ι. Α., ο τραυματισμός του πολιτικώς ενάγοντα προήλθε από υψηλής ενέργειας πρόσκρουση επί της κεφαλής του αμβλέος αντικειμένου, ως επί ελεύθερης πτώσης εξ ύψους. Το συμπέρασμα της παραπάνω πραγματογνωμοσύνης δεν αναιρείται από αυτήν του τεχνικού συμβούλου Ι. Α. που δέχεται τα τραύματα προήλθαν από πτώση του ιδίου από το ύψος του επί του εδάφους (αγνώστου αιτιολογίας) και πρόσκρουσης της κεφαλής του στο έδαφος, αφού η πρώτη είναι πιο εμπεριστατωμένη σε σχέση με την δεύτερη, απαντά σε όλες τις πιθανές περιπτώσεις αποκλείοντας τες, ο Χ. Τ. εξέτασε τον παθόντα σε αντίθεση με τον Ι. Α., που δεν τον εξέτασε, επί πλέον δε η δεύτερη πραγματογνωμοσύνη σε συνδυασμό με την κατάθεση του βασίζεται σε υποθετικά περιστατικά, όπως λ.χ. ότι μπορεί να υποστεί τέτοιας έκτασης βλάβη εάν είχε πέσει σε σκληρό σημείο (πέτρες, χαλίκια), που όμως δεν προέκυψε ότι το έδαφος του εργοταξίου ήταν τέτοιο, αφού δεν ήταν καλυμμένο με τσιμέντο αλλά χωμάτινο. Εξάλλου το συμπέρασμα του ως άνω πραγματογνώμονα Τ. ενισχύεται και από την κατάθεση της μάρτυρος Μ. Λ., επιθεωρήτριας εργασίας, που μετέβη μαζί με τον συνάδελφο της Θ. Τ., μετά από είκοσι ημέρες περίπου, προκειμένου να συντάξουν την έκθεση αυτοψίας, η οποία κατέθεσε ότι η εκτίμηση της είναι ότι πτώση από το ύψος του ατόμου σε ομαλό επίπεδο με χώμα δεν συνάδει με πρόκληση κρανιοεγκεφαλικών κακώσεων. Άλλωστε και η με αριθμ 17243/23-5-2007 ιατρική γνωμάτευση του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ αναφέρει ότι ο ασθενής κατά την άφιξη του στο τμήμα επειγόντων περιστατικών υποβλήθηκε σε επείγουσα αξονική τομογραφία, στην οποίαν διαγνώσθηκαν μετατραυματική υπαραχνοειδής αιμορραγία, οπότε καταρρίπτεται και εξ αυτού του στοιχείου ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο εξαιτίας του οποίου έχασε τις αισθήσεις του και υπέστη από την πτώση στο έδαφος τις κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Όσον αφορά δε το ότι οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι την ημέρα εκείνη δεν γινόταν εργασίες στο μπροστινό μέρος του έργου, όπου συνέβη το ατύχημα, αλλά στο πίσω μέρος, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούσε να πέσει κάποιο οικοδομικό υλικό, που μετέφεραν οι εργάτες από το μπροστινό μέρος στο πίσω, όπου διενεργούνταν εργασίες, αφού τις προηγούμενες ημέρες είχαν τοποθετηθεί με ανυψωτικό μηχάνημα όλα τα υλικά στο μπροστινό μέρος του έργου. Επομένως ο τραυματισμός του πολιτικώς ενάγοντα συνδέεται αιτιακά με την παράλειψη του κατηγορουμένου να εφοδιάσει με κράνος και να μεριμνήσει να το φορά ο παθών κατά την διάρκεια της εργασίας του στο έργο, ώστε να αποτραπεί κάθε γεγονός από πτώση οικοδομικών υλικών, που θα μπορούσε να προκαλέσει τραυματισμό στους εργαζόμενους στο έργο και για τον λόγο αυτόν πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος της πράξης της σωματικής βλάβης από αμέλεια σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα. Πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν προσδιόρισε το συγκεκριμένο οικοδομικό υλικό, που έπεσε από ψηλά πάνω στο κεφάλι του πολιτικώς ενάγοντα, αναφέροντας ότι μπορεί να είναι τούβλο, κεραμίδι, ξύλο ή άλλο οικοδομικό υλικό, ενώ στο κατηγορητήριο αναφέρεται μόνο κεραμίδι ή τούβλο, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας αλλά επιτρεπτό ορθό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών αμέλειας, που καταλήγουν όμως στο ίδιο ιστορικό γεγονός, δηλαδή τον τραυματισμό του παθόντος". Ακολούθως, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, αφού έπαυσε οριστικά την κατά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ποινική δίωξη, λόγω παραγραφής, για την πταισματική παράβαση του άρθρου 103 Π.Δ. 1073/1981 (περί υποχρεωτικής χορηγήσεως στους εργαζομένους σε εργοτάξια και χρήσεως από αυτούς κράνους προστασίας της κεφαλής), εκτός της παραβάσεως του άρθρου 8 παρ.2α Π.Δ. 17/1996 (περί αναγγελίας εργατικού ατυχήματος στις αρμόδιες αρχές), που δεν ερευνάται, διότι, ως προς τη σχετική καταδικαστική διάταξη της προσβαλλόμενης αποφάσεως η υπόθεση τέθηκε στο αρχείο κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παρ.4 Ν. 4198/2013, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της αξιόποινης πράξεως της σωματικής βλάβης εξ αμελείας από υπόχρεο, για την οποία του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δέκα (10) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον κατηγορούμενο ΕΝΟΧΟ του ότι : Στη Θεσσαλονίκη, στις 27-4-2007, τέλεσε τις παρακάτω αξιόποινες πράξεις: Α. Αν και ήταν υπόχρεος από το νόμο να επιδείξει ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή, ενεργώντας από αμέλεια, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει προξένησε στον P. F. του T. σωματική κάκωση και βλάβη της υγείας του, χωρίς να προβλέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα, που προκάλεσε η πράξη του. Συγκεκριμένα, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο, με την ιδιότητα του ως υπεργολάβος, ο οποίος είχε αναλάβει, δυνάμει του από 16-10-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού σύμβασης υπεργολαβίας μεταξύ αυτού και της Ανώνυμης Τεχνικής Εταιρείας με την επωνυμία Β. ΑΤΕ, την εκτέλεση μέρους του έργου "..........................", δεν μερίμνησε για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων. Ειδικότερα, ενώ είχε αναλάβει ως υπεργολάβος την κατασκευή οικοδομικών εργασιών (χωματουργικά - σκυροδέματα -πλινθοδομές - επιστρώσεις - σιδηρουργικά - επιστεγάσεις επιχρίσματα -μονώσεις) και ηλεκτρομηχανολογικές εργασίες (ύδρευση - αποχέτευση -ηλεκτρικά - αντικεραυνικά) και σύμφωνα με το άρθρο 8 της προαναφερόμενης συμβάσεως υπεργολαβίας, αλλά και εκ του νόμου, υποχρεούτο στη λήψη και τήρηση μέτρων ασφαλείας των εργαζομένων, ενεργώντας από αμέλεια δεν μερίμνησε ώστε οι εργαζόμενοι εντός του εργοταξίου να έχουν εφοδιαστεί και να φέρουν προστατευτικά κράνη, προς αποτροπή τραυματισμού κάποιου εργαζόμενου από ενδεχόμενη πτώση οικοδομικών υλικών. Αποτέλεσμα της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς του ήταν η πρόκληση σωματικών βλαβών στον άνω εργαζόμενο παθόντα, που του είχε ανατεθεί η εργασία μεταφοράς των αποξηλωθέντων ξυλοτύπων από το υπό κατασκευή κτίριο σε στοίβες ευρισκόμενες σε απόσταση περίπου δέκα μέτρων από αυτό, ο οποίος τη στιγμή που βρισκόταν στην πρόσοψη του κτιρίου και επιχειρούσε να μεταφέρει ξυλεία, δέχθηκε επί της κεφαλής του βαρύ αντικείμενο (ενδεχομένως κάποιο κεραμίδι ή τούβλο ή άλλο οικοδομικό υλικό προερχόμενο από τις εργασίες κατασκευής της στέγης ή της τοιχοποιίας που βρίσκονταν σε εξέλιξη την ημέρα εκείνη). Συγκεκριμένα ο παθών εκτελούσε την εργασία που του είχε ανατεθεί χωρίς να φορά προστατευτικό κράνος το οποίο δεν του είχε δοθεί, με συνέπεια από τη πτώση του αντικειμένου στο κεφάλι του από μεγάλο ύψος, να υποστεί βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, μετατραυματική υπαραχνοειδή αιμορραγία, θλάσεις εγκεφάλου, κάταγμα ζυγωματικού τόξου αριστερά και εμπιεστικό κάταγμα κρανίου αριστερό βρεγματικά". Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την, απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος της σωματικής βλάβης εξ αμελείας από υπόχρεο, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων και στο οποίο περιορίζεται, κατά τα άνω, ο αναιρετικός έλεγχος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 15, 28, 314 παρ.1 εδ. α' και 315 παρ.1 εδ. β' του Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε, μη παραβιάζοντας αυτές ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε νόμιμης βάσεως την εν λόγω απόφαση. Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνεται από τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που προκύπτουν από την αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, διαλαμβάνονται ο τρόπος και οι συνθήκες τελέσεως του ανωτέρω αδικήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια, συνισταμένης στο ότι ο αναιρεσείων, ως υπεργολάβος του αναφερόμενου οικοδομικού έργου, την εκτέλεση του οποίου είχε αναλάβει και στο οποίο απασχολείτο ως εργάτης ο παθών (πολιτικώς ενάγων), δεν τον είχε εφοδιάσει με προστατευτικό κράνος ούτε μερίμνησε να το φορά ο τελευταίος κατά τον προεκτεθέντα κρίσιμο χρόνο, καίτοι κατά το νόμο είχε τέτοια υποχρέωση, με αποτέλεσμα κατά το χρόνο αυτό να τραυματιστεί ο παθών από πτώση αντικειμένου από την κατασκευαζόμενη στέγη ή τοιχοποιία του έργου, ήτοι προσδιορίζονται, τόσο η παράλειψη του αναιρεσείοντος (μη χορήγηση προστατευτικού κράνους και έλλειψη μέριμνας να το φορά ο παθών), όσο και η μορφή της υπαιτιότητάς του, που χαρακτηρίζεται ως μη συνειδητή αμέλεια (μη πρόβλεψη του αξιόποινου αποτελέσματος), καθώς και η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του ιδίου (αναιρεσείοντος) προς αποτροπή του αποτελέσματος τούτου και ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, από τον οποίο απέρρεε αυτή, ως και η παραβίαση αυτών. Περαιτέρω, διαλαμβάνεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της άνω παραλείψεως του αναιρεσείοντος και του επελθόντος αποτελέσματος, αφού σαφώς δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ότι ο τραυματισμός του παθόντος οφείλεται στην έλλειψη προστατευτικού κράνους. Ειδικότερα, όσον αφορά την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος προς αποτροπή του επελθόντος αποτελέσματος (σωματικής βλάβης του παθόντος), αναφέρεται με σαφήνεια στο αιτιολογικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το περιεχόμενο του σχετικού επιτακτικού κανόνα δικαίου (υποχρέωση χορηγήσεως προστατευτικού κράνους από τον εκτελούντα έργο στους εργαζομένους σε εργοτάξια και χρήσεως τούτου από τους τελευταίους), που ευθέως παραπέμπει στο οικείο άρθρο 103 του Π.Δ. 1073/1981, το οποίο κρίθηκε ότι παραβιάστηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση και ρητά μνημονεύεται (και αριθμητικά), τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό της εν λόγω αποφάσεως και δη στα κεφάλαια αυτής περί οριστικής παύσεως της ποινικής διώξεως, λόγω παραγραφής, σε σχέση με την αποδοθείσα στον αναιρεσείοντα πταισματική παράβαση του άρθρου τούτου. Η κρίση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η κατά τα άνω διαλαμβανόμενη, τόσο στο σκεπτικό, όσο και στο διατακτικό αυτής, ιδιαίτερη νομική υποχρέωση του αναιρεσείοντος πηγάζει από το νόμο (δηλαδή από την ανωτέρω διάταξη) στηρίζει επαρκώς και αυτοτελώς το καταδικαστικό διατακτικό αυτής και, ως εκ τούτου, η πρόσθετη αναφορά μόνο στο διατακτικό της περί του ότι η ιδιαίτερη υποχρέωσή του απορρέει και από τη σύμβαση υπεργολαβίας, με βάση την οποία είχε αναλάβει ο ίδιος την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών (κατά τη διάρκεια των οποίων συνέβη το επίδικο ατύχημα), έχει τεθεί εκ περισσού και, ως συνιστώσα πλεοναστική αιτιολογία, ουδεμία ασάφεια δημιουργεί σε σχέση με το ζήτημα της συνδρομής, κατά τα ανωτέρω, ιδιαίτερης νομικής υποχρεώσεως του αναιρεσείοντος προς αποτροπή του επελθόντος αποτελέσματος. Οι περαιτέρω προβαλλόμενες με το αναιρετήριο αιτιάσεις περί ανεπαρκούς αιτιολογίας είναι αβάσιμες, διότι, 1) ο μη ακριβής προσδιορισμός του αντικειμένου, το οποίο κατέπεσε από την οικοδομή και κτύπησε τον παθόντα στο κεφάλι, που έγινε δεκτό, ότι ήταν τούβλο ή κεραμίδι ή ξύλο ή οποιοδήποτε άλλο οικοδομικό υλικό, δεν συνιστά ενδοιαστική αιτιολογία ούτε δημιουργεί λογικό κενό, διότι σημασία έχει το πλήγμα, που δέχθηκε ο παθών από αντικείμενο, το οποίο προήλθε από το χώρο της εργασίας του και όχι το είδος αυτού, 2) σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το ατύχημα συνέβη στην πρόσοψη του κτιρίου, όπου εργαζόταν ο παθών μεταφέροντας ξυλεία και δεν ήταν αναγκαίος ο ακριβής προσδιορισμός του σημείου, όπου έλαβε χώρα αυτό, αρκούντος, για την πληρότητα της αιτιολογίας, του γενόμενου δεκτού γεγονότος, ότι τούτο συνέβη στο χώρο του εργοταξίου και 3) δεν υφίσταται ασάφεια, ως προς την ευθύνη του αναιρεσείοντος για το αξιόποινο αποτέλεσμα, αφού, ως αιτία τούτου κρίθηκε η μη παροχή στον παθόντα προστατευτικού κράνους και η έλλειψη μέριμνας να το φορά, παραδοχές, οι οποίες μεταξύ τους δεν είναι αντιφατικές αλλά αλληλοσυμπληρώνονται. Περαιτέρω, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει, ότι αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία, παρά τα αντίθετα αβασίμως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα, λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, αφού στο προοίμιο του σκεπτικού αυτής (προσβαλλόμενης αποφάσεως), μεταξύ των λοιπών αποδεικτικών μέσων που συνεκτιμήθηκαν, γίνεται αναφορά και των εγγράφων που διαβάστηκαν στο ακροατήριο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και τα πρακτικά αυτά, τα οποία δεν αποτελούν ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου (από εκείνα που μνημονεύονται στη διάταξη του άρθρου 178 Κ.Ποιν.Δ.), διακρινόμενο των εγγράφων, το δε γεγονός, ότι τα εν λόγω πρακτικά (της πρωτοβάθμιας δίκης) δεν μνημονεύονται ειδικά δεν σημαίνει, ότι το Δικαστήριο δεν τα συνεκτίμησε με τα λοιπά αναγνωσθέντα έγγραφα, μεταξύ των οποίων σαφώς συνάγεται ότι τα έλαβε υπόψη του, αφού δεν τα εξαιρεί από εκείνα. Κατ' ακολουθία τούτων, οι προβαλλόμενοι σχετικά με την αξιόποινη πράξη της σωματικής βλάβης από αμέλεια λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, που υποστηρίζουν τα αντίθετα, με τους οποίους προβάλλονται οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, καθώς και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' και Ε' Κ.Ποιν.Δ., είναι αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, το Δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο, για την πληρότητα της αιτιολογίας, να αναφέρει λεπτομερώς τα αποδεικτικά στοιχεία, που έλαβε υπόψη και αξιολόγησε σχετικά με κάθε παραδοχή του και να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους ούτε εκ του ότι εξαίρονται ορισμένα συνάγεται ότι αποκλείστηκαν και δεν λήφθηκαν υπόψη τα λοιπά, αφού, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, καθίσταται βέβαιο, ότι λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, όπως αναφέρονται κατ' είδος στην αρχή του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, από το οποίο προκύπτει, ότι το Δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσεώς του, έλαβε υπόψη όλα τα αναγνωσθέντα έγγραφα και τις μαρτυρικές καταθέσεις, οι αιτιάσεις δε, ότι αγνόησε ή εσφαλμένα αξιολόγησε ορισμένα από αυτά είναι απαράδεκτες, καθόσον, με την κατ' επίφαση επίκληση, ως αναιρετικών λόγων, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πλήττεται η ανέλεγκτη περί τα πράγματα ουσιαστική κρίση του Δικαστηρίου. Τέλος, οι λοιποί λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, που συνάπτονται με την αξιόποινη πράξη της παραβάσεως του άρθρου 8 παρ. 2α Π.Δ. 17/1996 (περί αναγγελίας εργατικού ατυχήματος στις αρμόδιες αρχές), ως προς την οποία, όπως προαναφέρθηκε, η δικογραφία τέθηκε στο αρχείο (κατ' εφαρμογή του άρθρου 8 παρ. 4 Ν. 4198/2013), δεν ερευνώνται, διότι δεν έχουν πλέον αντικείμενο.
Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του παραστάντος στο ακροατήριο πολιτικώς ενάγοντος, F. P. (άρθρ. 176 και 183 Κ.Πολ.Δ.) και να επιβληθούν στον ίδιο (αναιρεσείοντα) τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-7-2013 αίτηση του Ι. Ζ. του Δ., κατοίκου ..., για αναίρεση της 2461/2013 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ και καταδικάζει αυτόν στη δικαστική δαπάνη του πολιτικώς ενάγοντος, οριζόμενη στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιουλίου 2014. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Ιουλίου 2014.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ