ΑΠ 645/2009 - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΣΕ ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΒΛΑΒΗ ΑΠΟ ΑΜΕΛΕΙΑ - ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ - Απορρίπτει την αναίρεση

Αριθμός 645/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Μιχαήλ Δέτση), ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως, Θεοδώρα Γκοΐνη-Εισηγήτρια, Νικόλαο Ζαΐρη (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 44/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου), Νικόλαο Λεοντή (ορισθέντα με την υπ' αριθμ. 30/2008 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου) και Ελευθέριο Μάλλιο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Μαρτίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ...... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Θεόδωρο Ζευκιλή, για αναίρεση της 599/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ1 που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο.
Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, ως και στο από 1 Φεβρουαρίου 2008 δικόγραφο των προσθέτων λόγων που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 775/2007.
Αφού άκουσε Τους πληρεξουσίους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα που πρότεινε να γίνει εν μέρει δεκτή η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 314 § 1 εδ. α' ΠΚ "όποιος από αμέλεια προκαλεί σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας άλλου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών" κατά δε τη διάταξη του άρθρου 28 ΠΚ "από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της σωματικής βλάβης από αμέλεια απαιτείται α) να μην καταβλήθηκε από το δράστη η επιβαλλόμενη, κατ' αντικειμενική κρίση, προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συνήθειες που επικρατούν στις συναλλαγές και την κοινή, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, πείρα και λογική, β) να μπορούσε ο δράστης, σύμφωνα με τις προσωπικές του περιστάσεις, ιδιότητες, γνώσεις και ικανότητες και ιδίως εξαιτίας της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, το οποίο από έλλειψη της προαναφερόμενης προσοχής είτε δεν προέβλεψε, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ενέργειας ή παραλείψεως του δράστη και του αποτελέσματος που επήλθε. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την πληρότητα, επομένως, της αιτιολογίας καταδικαστικής για σωματική βλάβη από αμέλεια αποφάσεως, δεν είναι αναγκαίο να αναφέρονται σ' αυτήν, εκτός από τα ανωτέρω, άλλα περαιτέρω στοιχεία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως με το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Τα αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα. Η κατά την ανωτέρω έννοια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία απαιτείται και για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του κατηγορουμένου εφόσον προτάθηκαν κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και είναι πράγματι αυτοτελείς και όχι αρνητικοί της κατηγορίας, στους οποίους το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να απαντά. Είναι δε αυτοτελείς εκείνοι οι ισχυρισμοί, οι οποίοι κατατείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη της αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 559/2007 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για σωματική βλάβη εξ αμελείας από υπόχρεο, παράβαση του ΠΔ 305/1996 και παράβαση του ΠΔ 17/1996, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως (για τον αναιρεσείοντα και την αθωωθείσα συγκατηγορουμένη του .....) ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων κατ' είδος αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: "Οι κατηγορούμενοι ήταν νόμιμοι εκπρόσωποι της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "..... ΟΕ" και το διακριτικό τίτλο ".....", με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την τοποθέτηση ικριωμάτων. Την ουσιαστική όμως διοίκηση της εταιρίας ασκούσε ο πρώτος κατηγορούμενος, ενώ η δεύτερη κατηγορουμένη συμμετείχε τυπικά σ' αυτήν. Βάσει προφορικής συμφωνίας που είχε συνάψει, ως νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω ομορρύθμου εταιρίας, με την επιχείρηση με την επωνυμία ......., ο κατηγορούμενος είχε αναλάβει τη συναρμολόγηση και τοποθέτηση σταθερών ικριωμάτων, εδραιωμένων στο έδαφος, περιμετρικά ενός φούρνου ξήρανσης ξυλοτεμαχιδίων και του μεταλλικού απαγωγού καυσαερίων αυτού, ύψους εννέα περίπου μέτρων και μήκους δεκαπέντε περίπου μέτρων. Ως εργοδότης και υπεύθυνος του έργου όφειλε και μπορούσε να μεριμνήσει έτσι ώστε τα υλικά, από τα οποία συνίσταντο τα ικριώματα, να είναι άριστης ποιότητας, ανθεκτικά, προερχόμενα από υγιές ξύλο μακρών ινών, απαλλαγμένο εντελώς του φλοιού και κατά το δυνατόν ρωγμών ή αρμών και να προβεί προ της συναρμολόγησης τους σε ποιοτική επιθεώρηση αυτών, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του ΠΔ 778/80 να αποκλείσει τη χρησιμοποίηση στοιχείων, τα οποία φέρουν οξειδώσεις, χτυπήματα στρεβλώσεις ή άλλες αλλοιώσεις σε βαθμό επικίνδυνο για την αντοχή της σκαλωσιάς, κατά το άρθρο 5 παρ.2 της ΚΥΑ 16440/Φ.10.4/445/1993, και τέλος να φροντίσει έτσι ώστε οι εργασίες σε ύψος να μπορούν να πραγματοποιούνται μόνο με τη βοήθεια μηχανισμών συλλογικής προστασίας, όπως κιγκλιδώματα, εξέδρες ή δίχτυα προστασίας, σε περίπτωση δε που η χρήση αυτών των μέσων δεν ήταν δυνατή λόγω της φύσης των εργασιών, να χρησιμοποιούνται ζώνες ασφάλειας η άλλες μέθοδοι ασφάλειας με αγκύρωση, με τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας κατά το άρθρο 5 εδ.5.2 Τμήμα II Μέρος Β Παράρτημα IV του ΠΔ 305/96. Παρά τις εν λόγω υποχρεώσεις ο κατηγορούμενος προέβη - δια των οικοδόμων εργαζομένων στην ομόρρυθμη εταιρία - στη συναρμολόγηση και τοποθέτηση ικριώματος, οι οποίοι στο πρώτο δάπεδο τοποθέτησαν δύο μεταλλικά μαδέρια, μήκους τριών περίπου μέτρων, συνολικού πλάτους περίπου πενήντα εκατοστών, και εν συνεχεία στην τοποθέτηση ξύλινων μαδεριών στο δεύτερο δάπεδο, εκ των οποίων το ένα [μαδέρι] είχε ρόζο που καταλάμβανε μεγάλο τμήμα της επιφάνειάς του, με επίπτωση την μείωση της αντοχής του. Επίσης, ενώ οι εργασίες σε ύψος πρέπει να πραγματοποιούνται μόνο με τη βοήθεια του κατάλληλου εξοπλισμού και με μηχανισμούς συλλογικής προστασίας, όπως κιγκλιδώματα, εξέδρες ή δίχτυα προστασίας, και σε περίπτωση που η χρήση αυτών των μέσων δεν είναι δυνατή λόγω της φύσης των εργασιών, πρέπει να προβλέπονται τα κατάλληλα μέσα πρόσβασης και να χρησιμοποιούνται ζώνες ασφαλείας ή άλλες μέθοδοι ασφαλείας με αγκύρωση, με τις προϋποθέσεις της κείμενης νομοθεσίας, ο κατηγορούμενος δεν έλαβε κανένα μέτρο ασφαλείας, έτσι ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος πτώσης εργαζομένου οικοδόμου από το ικρίωμα που βρίσκονταν περιμετρικά ενός φούρνου ξήρανσης ξυλοτεμαχιδίων και του μεταλλικού απαγωγού καυσαερίων αυτού, ύψους εννέα περίπου μέτρων και μήκους δεκαπέντε περίπου μέτρων. Αποτέλεσμα των πιο πάνω αμελειών ήταν, όταν ο οικοδόμος Ψ1 στις 3-5-2001 πάτησε σε ένα μαδέρι, κρατώντας ένα πλαίσιο [απαραίτητο στοιχείο για τη συναρμολόγηση του τρίτου επιπέδου], προκειμένου να το δώσει "χέρι με χέρι" στον ευρισκόμενο στο τρίτο επίπεδο συνάδελφο του Φ1 και το οποίο είχε πάρει από τον ευρισκόμενο στο έδαφος συνάδελφο του ...... , τούτο να σπάσει και αυτός [Ψ1], εξαιτίας της παντελούς έλλειψης οποιουδήποτε μέτρου ασφαλείας, να πέσει στο πρώτο επίπεδο του ικριώματος [με ύψος πτώσεως 2 περίπου μέτρα] και να τραυματισθεί σοβαρά, καθώς υπέστη συντριπτικό κάταγμα κνήμης - αστραγάλου στο αριστερό του πόδι. Περαιτέρω, ο κατηγορούμενος την 4.5.2001 δεν ανήγγειλε στην αρμόδια επιθεώρηση εργασίας, αλλά ούτε στην αρμόδια υπηρεσία του ασφαλιστικού οργανισμού [ΙΚΑ], στον οποίο υπαγόταν ο εργαζόμενος Ψ1 εντός 24 ωρών, το εργατικό ατύχημα αυτού που συνέβη στις 3.5.2001. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκαν από τις καταθέσεις του εγκαλούντος Ψ1 και των μαρτύρων κατηγορίας Φ2 και Φ1 οι οποίοι ήταν παρόντες, εργάζονταν ο πρώτος σε διπλανό κτίριο και ο δεύτερος μαζί με τον εγκαλούντα, έχουν ιδία αντίληψη και με επίγνωση κατέθεσαν ότι ο εγκαλών ήταν εργαζόμενος στην επιχείρηση του κατηγορουμένου και δεν είχε αναλάβει την εργασία υπεργολαβικά και ότι έπεσε από τον δεύτερο όροφο στην προσπάθειά του να δώσει ένα καδρόνι στον συνάδελφο του Φ1 στον τρίτο όροφο. Ότι η πτώση οφείλεται στο σπάσιμο του καδρονιού που πατούσε ο εγκαλών λόγω του υπάρχοντος ρόζου και στην έλλειψη μέτρων ασφαλείας [ζώνες, δίχτυ ασφαλείας, κράνη] εκ μέρους του κατηγορουμένου εργοδότη". Με τις παραδοχές αυτές το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που επιβάλλεται από το Σύνταγμα (άρθρο 93 παρ. 3) και τον ΚΠοινΔ (άρθρο 139), αφού εκθέτει σ' αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, σε συνδυασμό προς εκείνη του άρθρου 315 παρ. 1 ΠΚ, και σ' αυτές του ΠΔ 305/1996 που μνημονεύει ρητώς. Ειδικότερα, ως προς τη σωματική βλάβη, εκτίθενται σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αμελή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος και συνιστούν παραβίαση των κανόνων για τα μέτρα ασφαλείας κατά την εκτέλεση οικοδομικών εργασιών και επισημαίνεται η ιδιότητα του αναιρεσείοντος ως νομίμου εκπροσώπου της υπεύθυνης εργοδότιδος εταιρίας που εκτελούσε το έργο, από την οποία (ιδιότητα), με βάση τα μνημονευόμενα ΠΔ/τα 305/1996 και 778/1980, απέρρεε η υποχρέωσή του για τη χρησιμοποίηση στην κατασκευή ικριώματος ανθεκτικών υλικών και τη λήψη των προστατευτικών για τον απασχολούμενο στο έργο παθόντα μέτρων, που αναφέρονται στην ως άνω αιτιολογία της αποφάσεως. Επίσης, αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος του επελθόντος αξιοποίνου αποτελέσματος προς την αμελή αυτή συμπεριφορά, με την παραδοχή, ειδικότερα, ότι αν είχε προβεί ο κατηγορούμενος αναιρεσείων σε ποιοτική επιθεώρηση των χρησιμοποιηθέντων υλικών και αποκλείσει το αναφερόμενο ξύλινο μαδέρι με το ρόζο και αν είχαν ληφθεί τα ως άνω προστατευτικά μέτρα δεν θα είχε σπάσει το μαδέρι και δεν θα είχε επέλθει η πτώση του παθόντος στο πρώτο επίπεδο του ικριώματος, θα είχε δε αυτός συγκρατηθεί από τα εν λόγω προστατευτικά μέτρα, όταν έσπασε το μαδέρι. Περαιτέρω, το δικάσαν Εφετείο, δια του συνόλου των παραδοχών της προσβαλλόμενης αποφάσεως του και της παραδεκτής συμπληρώσεως του σκεπτικού της από το διατακτικό, όπου ρητώς αναφέρεται ότι το επελθόν αξιόποινο αποτέλεσμα "ο κατηγορούμενος δεν το προέβλεψε" προσδιορίζει σαφώς τη μορφή της αμέλειας του αναιρεσείοντος ως μη συνειδητής, ενώ τα ΠΔ 305/1996 και 778/1980, που περιέχουν τους κανόνες, από τους οποίους πηγάζουν οι αντίστοιχες υποχρεώσεις του αναιρεσείοντος, αναφέρονται στο σκεπτικό της αποφάσεως, όπου και προσδιορίζονται οι συγκεκριμένες κρίσιμες διατάξεις τους, με την παράθεση του περιεχομένου τους. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες καθόσον α)το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν αποτελεί απλή επανάληψη του διατακτικού της, η οποία, άλλωστε, αρκεί όταν με το περιεχόμενο του διατακτικού πληρούται η απαίτηση αιτιολογήσεως της αποφάσεως, όπως συμβαίνει και εν προκειμένω, αντιθέτως προς τα υπό του αναιρεσείοντος προβαλλόμενα, ο οποίος, πάντως, δεν εκθέτει ποιές είναι, σε σχέση με τις παραδοχές της αποφάσεως, έστω και με την αντιγραφή του σκεπτικού της από το διατακτικό της, οι ελλείψεις της αιτιολογίας και σε τι συνίστανται, β)από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν προκύπτει ότι υποβλήθηκε από τον κατηγορούμενο - αναιρεσείοντα ή το συνήγορό του αυτοτελής ισχυρισμός, με την έννοια που προαναφέρθηκε, δεν αποτελούν δε τέτοιο ισχυρισμό αυτά που με την απολογία του προέβαλε ο αναιρεσείων, ότι δηλαδή τις εργασίες, κατά την εκτέλεση των οποίων συνέβη το ατύχημα, τις είχε αναλάβει και τις εκτελούσε υπεργολαβικά ο ίδιος ο παθών, τα οποία συνιστούν αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό, στον οποίο, εντούτοις, απάντησε το Εφετείο αιτιολογημένα, και γ)ως προς τις παραβάσεις των ΠΔ/των 305/1996 και 17/1996, δεν υπάρχει ασάφεια και εντεύθεν έλλειψη αιτιολογίας από το ότι δεν αναφέρεται ρητώς στην απόφαση αν οι παραβάσεις αυτές, (τιμωρούμενες είτε εκ δόλου είτε εξ αμελείας τελούμενες), τελέσθηκαν στη συγκεκριμένη περίπτωση από δόλο ή από αμέλεια, διότι, από το σύνολο των λοιπών παραδοχών της αποφάσεως, σε συνδυασμό προς το ότι, μεταξύ των διατάξεων που προβλέπουν τις πράξεις του αναιρεσείοντος, παρατίθεται μόνον το άρθρο 27 ΠΚ που δίνει τον ορισμό του δόλου και όχι το άρθρο 28 ΠΚ για την αμέλεια, καθώς και τα άρθρα 14 § 2 του ΠΔ 305/1996 και 16 § 2 του ΠΔ 17/1996, ρητώς συνδυαζόμενα με το άρθρο 25 § 1α του Ν. 2224/1994 που προβλέπει τις ποινικές κυρώσεις της εκ προθέσεως παραβάσεως της νομοθεσίας για την υγιεινή και την ασφάλεια της εργασίας (τις οποίες ορίζει σε φυλάκιση ή χρηματική ποινή ή και τα δύο), προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε σαφώς την εκ προθέσεως τέλεση των παραβάσεως αυτών από τον αναιρεσείοντα. Κατ' ακολουθίαν οι εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ λόγοι αναιρέσεως, μοναδικός της αιτήσεως και δεύτερος και τρίτος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, που κατατέθηκε εμπρόθεσμα (την 1-2-2008) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 § 2 Κ.Ποιν.Δ), με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα προς τα ανωτέρω, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν.
Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ. 2 και 498 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως πρέπει να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως είναι και η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προκειμένου, ειδικότερα, για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως, η διάταξη του άρθρου 486 παρ. 3 ΚΠοινΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παρ. 19 του Ν. 2408/1996, ορίζει ότι "η άσκηση εφέσεως από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση, άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι η αιτιολόγηση της ασκούμενης από τον Εισαγγελέα εφέσεως κατά αθωωτικής αποφάσεως αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ενδίκου αυτού μέσου και πρέπει να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη των λόγων της, δηλαδή, πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα οι συγκεκριμένες πραγματικές και νομικές πλημμέλειες που αποδίδονται στην προσβαλλόμενη αθωωτική απόφαση (Ολ. ΑΠ 9/2005). Αν η έφεση του Εισαγγελέα δεν έχει τέτοια αιτιολογία και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να την απορρίψει ως απαράδεκτη, την κρίνει παραδεκτή και, ακολούθως, εξετάζοντας την ουσία της υποθέσεως, καταλήγει στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υποπίπτει σε θετική υπέρβαση της εξουσίας του, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, όπως απ' αυτή και τα πρακτικά της προκύπτει, το δικάσαν Τριμελές Εφετείο δέχθηκε τυπικώς την έφεση που άσκησε ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης κατά της 2428/2006 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια, αφού εξήτασε την ουσία της υποθέσεως, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως δέκα μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στην έκθεση που συντάχθηκε για την ανωτέρω έφεση από τον αρμόδιο γραμματέα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με αριθμό 491/24-2-2006, η οποία παραδεκτώς επισκοπείται για την έρευνα του κατωτέρω λόγου αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ, αναφέρεται ότι ο εν λόγω Εισαγγελέας ασκεί έφεση κατά της πρωτόδικης απαλλακτικής αποφάσεως διότι οι κατηγορούμενοι έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι γιατί από την αποδεικτική διαδικασία και τα έγγραφα προέκυψε η ενοχή τους. Ειδικότερα από τις καταθέσεις του μάρτυρος Φ1 και του Φ2 αλλά και την αναγγελία τους προς το ΙΚΑ, προέκυψε ότι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν τις πράξεις που τους αποδίδονται και συνεπώς έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι. Πιο συγκεκριμένα ο αυτόπτης μάρτυς Φ1 κατέθεσε ότι την ημέρα του ατυχήματος δούλευε με τον Ψ1 που ήταν σε μαδέρι με "ρόζους" και ως εκ τούτου ακατάλληλο που έσπασε, ότι οι κατηγορούμενοι δεν τους έδιναν ζώνες ασφαλείας ούτε κράνος και ότι πληρώνονταν από την επιχείρηση των κατηγορουμένων.
Συνεπώς έπρεπε να κηρυχθούν ένοχοι". Έτσι όπως διατυπώθηκε η έφεση αυτή, περιέχει την απαιτούμενη για το παραδεκτό της, κατά τη διάταξη του άρθρου 486 § 3 Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του προβαλλομένου λόγου της, αφού εκτίθεται σ' αυτήν η συγκεκριμένη περί την εκτίμηση των αποδείξεων πλημμέλεια της εκκαλουμένης αθωωτικής αποφάσεως τόσον ως προς την πράξη της σωματικής βλάβης εξ αμελείας όσον και ως προς τις παραβάσεις των Π.Δ/των 305/1996 και 17/1996 και προσδιορίζονται οι λόγοι για τους οποίους το πρωτοβάθμιο δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο, κατά τον εκκαλούντα Εισαγγελέα, αποδεικτικό πόρισμα. Άλλη, επιπλέον, αιτιολογία δεν ήταν αναγκαία, ούτε ήταν απαραίτητο, ειδικότερα, να παρατίθεται στην έκθεση αυτή εφέσεως αν οι παραβάσεις των Π.Δ/των 305/1996 και 17/1996 έγιναν εκ δόλου ή εξ αμελείας, όπως αντιθέτως, υποστηρίζει ο αναιρεσείων. Επομένως, το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με το να κρίνει τυπικά δεκτή την ανωτέρω έφεση και να επιληφθεί, στη συνέχεια, της κατ' ουσίαν έρευνάς της, δεν υπερέβη την εξουσία του, ο δε περί του αντιθέτου πρώτος πρόσθετος λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Η' Κ.Ποιν.Δ, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.
Μετά ταύτα πρέπει η ένδικη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Ποιν.Δ) και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος (άρθρα 176 και 183 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28-3-2007 αίτηση του ...., όπως διαμορφώθηκε με τους από 1 Φεβρουαρίου 2008 πρόσθετους λόγους, περί αναιρέσεως της 599/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ και στη δικαστική δαπάνη του παραστάντος πολιτικώς ενάγοντος εκ πεντακοσίων (500) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Φεβρουαρίου 2009. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ