ΑΠ 418/2021: ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ - ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ Η ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ - ΑΠΑΛΕΙΦΕΙ ΤΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΣΤΕΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΧΩΡΑ

Αριθμός 418/2021
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αβροκόμη Θούα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ναυσικά Φράγκου, Γρηγόριο Κουτσοκώστα, Πηνελόπη Παρτσαλίδου - Κομνηνού και Σταματική Μιχαλέτου - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του στις 13 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αριστέας Θεοδόση, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Κ. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 470/2017 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αριθμ. πρωτ. 11996/15-11-2019 αίτησή του, καθώς και στους από 21 Φεβρουαρίου 2020 προσθέτους λόγους, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 1678/2019.
Αφού άκουσε Την Εισαγγελέα, η οποία πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την περί ποινής διάταξη της, λόγω δε επεκτακτικού αποτελέσματος και ως προς τους συγκατηγορούμενους του αναιρεσείοντος, Χ. Π. του Ν., Δ. Ν. του Γ. και J. Z. το J., να παραπεμφθεί η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση, να απαλειφθεί η διάταξη της προσβαλλόμενης περί επιβολής στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων του αναιρεσείοντος για πέντε (5) έτη και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αίτηση αναίρεσης και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ' αριθμ.11996/15-11-2019 και από 12-11-2019 αίτηση του Ν. Μ. του Γ., κατοίκου ... (οδός ..., αριθμ. ...), καθώς και οι από 21-2-2020, με ξεχωριστό δικόγραφο, κατατεθέντες πρόσθετοι λόγοι για αναίρεση της υπ' αριθμόν 470/2017 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η οποία καταχωρήθηκε στο κατά το άρθρο 473§3 του ΚΠΔ, βιβλίο, στις 30-10-2019, έχουν ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473§§1,3 εδ.α και 509§2 του ΚΠΔ), με δήλωση του αναιρεσείοντος, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, δηλαδή, από πρόσωπο, που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον και κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο, ενώ περιλαμβάνουν παραδεκτούς λόγους αναίρεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462§1,464, 466§1,473§§2 και 3,474§4, 476§1, 504§1, 505§1α, 509§2 και 510§1 στοιχ. Α', Δ'και Ε' του ΚΠΔ. Επομένως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση, συνεκδικαζόμενη με τους πρόσθετους λόγους αναίρεσης, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333§2, 358, 362 και 369 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας, για το σχηματισμό της κρίσης του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν κατά την προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και, προκειμένου περί φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων, σχεδίων και λοιπών απεικονιστικών εγγράφων, τα οποία "δεν αναγιγνώσκονται" κατά κυριολεξία, αλλά επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, ύστερα από επίδειξή τους για τον σκοπό αυτό, από τον διευθύνοντα την διαδικασία, η μη επίδειξη και επισκόπηση τούτων, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατά το άρθρο 171§1 εδ. δ' του ίδιου Κώδικα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α' ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, διότι αποστερείται έτσι ο κατηγορούμενος του δικαιώματος να εκθέσει τις παρατηρήσεις του για το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και παραβιάζονται οι αρχές της προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και της κατ' αντιμωλίαν διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, οπότε δημιουργείται και ο από το άρθρο 510§1 στοιχ. Γ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης. Η ως άνω όμως ακυρότητα, αποτρέπεται όταν πρόκειται για έγγραφο το περιεχόμενο του οποίου προκύπτει από άλλα στοιχεία που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του για να σχηματίσει την περί ενοχής κρίση του ή όταν πρόκειται για έγγραφα, τα οποία αποτελούν τη βάση ή το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος, για το οποίο καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος ή στοιχείο του εις βάρος του κατηγορητηρίου ή είναι έγγραφα διαδικαστικά ή όταν το περιεχόμενο τους προκύπτει από άλλα αποδεικτικά μέσα λ.χ. από κατάθεση μάρτυρα ή από άλλα αναγνωσθέντα έγγραφα, διότι, στην περίπτωση αυτή, γνωρίζει ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του την κατηγορία, προκειμένου να αντιτάξει την υπεράσπισή του κατ' αυτής και κατ' ακολουθία μέσω των αναγνωσθέντων εγγράφων γνωρίζει και το περιεχόμενο των μη αναγνωσθέντων ομοίων τους και θα μπορούσε, αν το ήθελε, να ασκήσει τα κατ' άρθρο 358 ΚΠΔ υπερασπιστικά δικαιώματά του ή όταν αναφέρονται απλώς διηγηματικά στο αιτιολογικό της απόφασης, χωρίς να έχουν ληφθεί αμέσως υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης σε σχέση με τη συνδρομή των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος. Άλλωστε, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι συνιστά απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρθρο 510 §1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης η μη αναφορά των στοιχείων εκείνων του εγγράφου που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις που είναι σχετικές με το περιεχόμενό του, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα. Εξάλλου δεν δημιουργείται καμία αμφιβολία, ως προς την ταυτότητα των εγγράφων, όταν από τα πρακτικά της δίκης δεν προκύπτει ότι αναγνώστηκαν άλλα έγγραφα με τον συγκεκριμένο προσδιορισμό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 502§1 εδ. γ` του ΚΠΔ, στην κατ' έφεση δίκη, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και τον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα, θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ` έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, ενώ η ανάγνωση εγγράφου δεν απαιτείται να προκύπτει από τη ρητή αναφορά του στα αναγνωσθέντα έγγραφα, αλλά αρκεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δίκης ή από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Στην προκειμένη περίπτωση, με την αναιρεσιβαλλόμενη υπ' αριθμόν 470/2017 απόφασή του, το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης, (με την ειδικότερη μορφή της απόπειρας, αποστολής, παράδοσης, αποθήκευσης, κατοχής και οργάνωσης μεταφοράς) ναρκωτικών ουσιών από κοινού με τους μη αναιρεσείοντες συγκατηγορουμένους του Χ. Π. του Ν., Δ. Ν. του Γ. και J. Z. του J. και επέβαλλε (στον αναιρεσείοντα) ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Όπως δε προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση των πρακτικών της ως άνω απόφασης, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς αρίθμησης στον σχετικό κατάλογο:'' 24) τριάντα επτά (37) φωτογραφίες ..., 27) επτά (7) φωτογραφίες ... 62) επισκοπήθηκαν φωτογραφίες ..., 73) επισκοπήθηκαν φωτογραφίες ..., 80) επισκοπήθηκε μία (1) φωτογραφία. Ενόψει δε του ότι, όπως στην προηγηθείσα νομική σκέψη αναγράφεται, με τον όρο ανάγνωση φωτογραφιών εννοείται η επίδειξη και η επισκόπησή τους από τους παράγοντες της δίκης και συνεπώς και από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, είναι κατάδηλο ότι και ο τελευταίος έλαβε γνώση των στις ως άνω επιδειχθείσες και επισκοπηθείσες φωτογραφίες απεικονίσεων και ως εκ τούτου, γνωρίζοντας πλήρως αυτές, είχε κάθε ευχέρεια να ασκήσει τα από τα άρθρο 358 ΚΠΔ, πιο πάνω δικαιώματά του. Άλλωστε, η επισκόπηση των φωτογραφιών αυτών ολοκληρώθηκε, χωρίς να προβληθεί οποιαδήποτε αντίρρηση από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ή από τον παριστάμενο συνήγορό του. Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προαναφερθείσες φωτογραφίες περιλαμβάνονται στα αναγνωστέα έγγραφα που είχαν προσκομισθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και είχαν συμπεριληφθεί στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων της εκκαλουμένης υπ' αριθμ.1365/2015 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (λαμβάνοντας μάλιστα ξεχωριστή αρίθμηση των προσκομισθέντων από κάθε κατηγορούμενο εγγράφων) με τους αύξοντες αριθμούς 29, 6 και 6, αντιστοίχως και συγκεκριμένα : α) οι με τον αύξοντα αριθμό 62) "επισκοπηθείσες φωτογραφίες", είχαν προσκομισθεί από τον συνήγορο υπεράσπισης του πρώτου κατηγορούμενου, Χ. Π., β) οι με τον αύξοντα αριθμό 73) "επισκοπηθείσες φωτογραφίες", είχαν προσκομισθεί από τον συνήγορο υπεράσπισης του δεύτερου κατηγορούμενου και ήδη αναιρεσείοντος και γ) η με τον αύξοντα αριθμό 80) μία (1) "επισκοπηθείσα φωτογραφία", είχε προσκομισθεί από το συνήγορο υπεράσπισης του τρίτου κατηγορούμενου, Δ. Ν.. Συνεπώς, οι απεικονίσεις των φωτογραφιών αυτών, ήταν γνωστές, κατά τις παραπάνω διακρίσεις, στους συνηγόρους υπεράσπισης των κατηγορουμένων και πιο συγκεκριμένα στον συνήγορο υπεράσπισης του αναιρεσείοντος, ήσαν γνωστές οι με αύξοντα αριθμό 73) "επισκοπησθείσες φωτογραφίες" και β) οι με αύξοντες αριθμούς 24)τριάντα (37) "επισκοπησθείσες φωτογραφίες" και 27) επτά (7) "επισκοπησθείσες φωτογραφίες", οι οποίες είχαν επισκοπηθεί και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τα προαναφερθέντα, που είχαν συμπεριληφθεί και στον κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων της εκκαλουμένης απόφασης, με τους αύξοντες αριθμούς 24 και 27, αντιστοίχως. Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης (σελ. 68 αυτής) προκύπτει, ότι στη δευτεροβάθμια δίκη αναγνώσθηκε και η ίδια η εκκαλούμενη απόφαση και τα αναφερόμενα στα πρακτικά αυτής ως αναγνωστέα έγγραφα και συνακόλουθα και τα αναγραφόμενα στα έγγραφα αυτά και οι απεικονίσεις στις φωτογραφίες ήσαν ήδη γνωστά στον αναιρεσείοντα. Τέλος, απορριπτέα ως αβάσιμη κρίνεται η αιτίαση του αναιρεσείοντος που προβάλλεται με τον πρώτο πρόσθετο λόγο αναίρεσης, ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο υπέπεσε στην πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας, επειδή για το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσης, ελήφθησαν υπόψη, καίτοι δεν αναγνώσθηκαν, τα πρακτικά της εκκαλουμένης ως σύνολο, αλλά μόνο τα έγγραφα που αναφέρονται σ' αυτά. Την αιτίαση αυτή επιχειρεί να θεμελιώσει ο αναιρεσείων στην αναγραφή στην προσβαλλόμενη απόφαση της φράσης: "αναγνώστηκε η εκκαλουμένη απόφαση...... καθώς και τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρακτικά αυτής. ".Πλην όμως, σύμφωνα και με τα αναγραφόμενα στην προηγηθείσα σχετική νομική σκέψη, από συγκεκριμένες περικοπές του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασης είναι κατάδηλο ότι αναγνώσθηκαν τα πρακτικά της εκκαλουμένης ως σύνολο και συγκεκριμένα γίνεται αναφορά και συνεκτίμηση με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και των περιεχόμενων αποκλειστικά στα πρακτικά αυτά τριών μαρτυρικών καταθέσεων και συνεπώς δεν ήταν αναγκαία η ρητή αναφορά των πρακτικών αυτών στα αναγνωσθέντα έγγραφα, αφού από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης και από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει η ανάγνωσή τους. Άλλωστε, η προσβαλλόμενη ρητώς εκθέτει ότι αναγνώσθηκαν και τα πρακτικά της εκκαλούμενης απόφασης (σελ. 74 αυτής). Επομένως, ουδεμία ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο επήλθε, ούτε παραβίαση της δημοσιότητας της δίκης και συνεπώς, ο από τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 171§1δ' του ίδιου Κώδικα πρώτος λόγος αναίρεσης και ο πρώτος πρόσθετος λόγος, με τους οποίους ο αναιρεσείων υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Από τη διάταξη του άρθρου 2§1 ΠΚ (Ν.4619/2019), με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού νόμου, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 511 και 514 εδ. δ' περ.β'του ισχύοντος από 1-7-2019 (Ν.4620/2019) ΚΠΔ, συνάγεται ότι στην περίπτωση που μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβλήθηκε το νομοθετικό καθεστώς, όσον φορά τα στοιχεία της αξιόποινης πράξης ή και την προβλεπόμενη ποινή, κύρια ή παρεπόμενη, ο Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τον νέο νόμο που ίσχυε από την τέλεση της πράξης έως την αμετάκλητη εκδίκασή της και περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Δηλαδή, εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από κάθε μια από αυτές και αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής, αν δε το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης ποινής φυλάκισης, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, επί ίσων δε ποινών φυλάκισης λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή [ΑΠ (ΑΠ 642/2020, ΑΠ 185/2020). Προσέτι, στη διάταξη του άρθρου 52§2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ ορίζεται ότι: "Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα δέκα πέντε [15] έτη ούτε είναι κατώτερη των πέντε ετών". Η διάταξη αυτή είναι ευμενέστερη της προϊσχύσασας της §3 του ταυτάριθμου άρθρου 52 του ΠΚ, σύμφωνα με την οποία: "Η διάρκεια της πρόσκαιρης κάθειρξης δεν υπερβαίνει τα είκοσι έτη, ούτε είναι μικρότερη από πέντε έτη "αφού προβλέπεται χαμηλότερο ανώτατο όριο ποινής κάθειρξης, ήτοι δεκαπέντε έτη, αντί της προγενέστερης που προβλεπόταν είκοσι έτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, ο αναιρεσείων, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκε ένοχος για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών και του επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης δώδεκα (12) ετών και χρηματική ποινή σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Για την πράξη αυτή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20§1 του Ν. 4139/2013, προβλεπόταν ποινή κάθειρξης, το πλαίσιο της οποίας, κατά το ισχύον κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (31-3-2017) νομικό καθεστώς, οριζόταν από οκτώ (8) έως είκοσι (20) έτη, ενώ με το άρθρο 52§2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, ορίζεται από οκτώ (8) έως δεκαπέντε (15) έτη. Από τη σύγκριση συνεπώς των ως άνω διατάξεων προκύπτει ότι η επιεικέστερη διάταξη στην περίπτωση του αναιρεσείοντος ως προς την προβλεπόμενη ποινή κάθειρξης, που οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείρισή του, είναι αυτή του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ, δηλαδή, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον με αυτήν προβλέπεται μικρότερο πλαίσιο ποινής. Κατόπιν τούτων συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, (αλλά και κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου αναίρεσης) της παραπάνω διάταξης κατ' άρθρο 2§1 του ΠΚ και 511 εδ.δ'του ΚΠΔ και πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή κάθειρξης των δώδεκα (12) ετών (και τούτο ανεξαρτήτως του ότι η ποινή αυτή είναι εντός του προβλεπόμενου από την ως άνω επιεικέστερη διάταξη, πλαισίου ποινής), για τυχόν νέα επιμέτρηση αυτής, στο πλαίσιο της επιεικέστερης διάταξης.
Περαιτέρω, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93§3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, η οποία πρέπει να υπάρχει ως προς την κατηγορία, επιβάλλεται να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή από τον συνήγορό του. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο Δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 171§2 και 333§2 του ΚΠΔ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή την άρση ή τη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή την εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή τη μείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου αυτοτελούς ισχυρισμού, όπως είναι και ο ισχυρισμός περί συνδρομής στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περίστασης από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84§2 του ΠΚ, αφού σε περίπτωση αναγνώρισής της επιβάλλεται ποινή μειωμένη κατά το μέτρο του άρθρου 83 του αυτού Κώδικα, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση ιδρύεται ο από το άρθρο 510§1 στοιχ.Δ` του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η μη απάντηση (σιγή απόρριψη), συνιστά έλλειψη ακροάσεως, κατά το άρθρο 171§2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΚΠΔ) και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510§1 στοιχ. Β' του ίδιου ως άνω Κώδικα. Ως ελαφρυντικές δε περιστάσεις θεωρούνται, κατά τη διάταξη του άρθρου 84§2 του κυρωθέντος με το Ν.4619 /2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου) ΠΚ, μεταξύ άλλων και η υπό στοιχείο α' του ως άνω άρθρου, που συνίσταται στο "ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα". Υπό την ισχύ λοιπόν, από 1-7-2019, της νέας αυτής ρύθμισης του ΠΚ, που είναι προφανώς επιεικέστερη της προϊσχύσασας, αφού πλέον κριτήριο για τη συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου, το λευκό δε ποινικό μητρώο δεν είναι το μόνο αποδεικτικό στοιχείο για την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθώς ο δικαστής μπορεί να συναξιολογήσει και άλλα περιστατικά που συνθέτουν τη σύννομη ζωή, κρίνοντας μέσα στα πλαίσια των διατάξεων των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ, με τις οποίες διασαφηνίζεται η υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξετάζει και μάλιστα αυτεπαγγέλτως, χωρίς δέσμευση από νομικούς κανόνες κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητα του κατηγορούμενου και επηρεάζει την επιμέτρηση της ποινής (ΑΠ 32/2021, ΑΠ 20/2020, ΑΠ 1466/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης του Δικαστηρίου, ζήτησε και έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου και ανέπτυξε προφορικά αυτοτελείς ισχυρισμούς περί αναγνώρισης στο πρόσωπό του των ελαφρυντικών περιστάσεων της διάταξης του άρθρου 84§2α' ΠΚ, που ζήτησε να καταχωρηθούν στα πρακτικά, κατ' άρθρο 141§2 ΚΠΔ, οι οποίοι έχουν ως ακολούθως: "ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΣ (για τα πρακτικά, κατ' αρθ. 141 παρ. 2) Του Μ. Ν. του Γ., κατηγορουμένου Ο συνήγορος του κατηγορουμένου Γ. Λ., έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, ανέπτυξε και προέβαλε τον εξής αυτοτελή ισχυρισμό που ζήτησε να γραφεί στα πρακτικά (άρθρο 141 παρ. 2 Κ.ΠΔ.).
ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ άρθρο. 84 παρ. 2 α' ΠΚ 'Αρθρο 84 παρ. 2 α'. Μέχρι το χρόνο του συμβάντος είχα ζήσει έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνικά ζωή.
Δεν υπάρχουν αρνητικά περιστατικά που να δικαιολογούν την μη συνδρομή στο πρόσωπο μου του εν λόγω ελαφρυντικού, όπως απαιτεί η νομολογία (ΑΠ 1411/2003 ΠΧρΝΑ σελ.352,Πεντ.Εφ.Ιωαν. 116/ 2000 ΠοινΔικ. 5/01 σελ.535). Έχω συγκροτημένη καθημερινή ζωή, γεννήθηκα το έτος ... στη ... και ζω στη ... με την οικογένειά μου καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής μου μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα, ζούμε στο Δήμο ..., επί της οδού ... αρ. ..., εγώ μαζί με την πατέρα μου Μ. Γ., τη μητέρα μου Ρ. Ό. και τον αδελφό μου Μ. Π.. Αποφοίτησα από το σχολείο στη ... και το έτος ... αποφοίτησα από το ... ως μηχανικός αυτοκινήτων (από 26/02/2013 Πτυχίο του 1ου ΤΕΕ Νεάπολης). Ο πατέρας μου μαζί με τον θείο μου Μ. Β. διατηρούν συνεργείο και μάντρα αυτοκινήτων από το έτος 1980. Εργαζόμουν περιστασιακά στην οικογενειακή επιχείρηση από την ηλικία των 14 ετών, ενώ εργάζομαι συνεχώς εκεί από όταν αποφοίτησα από τη σχολή το έτος 2003. Στην οικογενειακή επιχείρηση απασχολούμαι τόσο εγώ όσο και ο αδελφός μου, ενώ η μητέρα μου ασχολείται με οικιακά. Επιπλέον, για τις ανάγκες της επιχείρησης και της εμπορίας αυτοκινήτων ταξιδεύω αρκετά συχνά στη Γερμανία από ηλικία 20 ετών προκειμένου να φέρνω αυτοκίνητα προς πώληση από τη Γερμανία. Επιπλέον από το έτος 2005 οι γονείς μου εκμίσθωσαν δυνάμει του από 1/02/2005 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως ένα ακίνητο ιδιοκτησίας τους επί του Δήμου ... στην εταιρεία με την επωνυμία "SΗΕLL ΗΕLLAS Α.Ε. Πετρελαιοειδών και Χημικών Προϊόντων" το οποίο εκμισθώνεται στην εν λόγω εταιρεία και λαμβάνουμε το συμφωνηθέν μίσθωμα. Το έτος 2006 παρουσιάσθηκα προκειμένου να εκπληρώσω τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις και μου χορηγήθηκε απαλλαγή από τη στράτευση επειδή κρίθηκα ακατάλληλος γι' αυτή για λόγους υγείας (από 22/03/2006 πιστοποιητικό του Α' Στρατολογικού γραφείου Θεσσαλονίκης). Από το έτος 2005 μέχρι σήμερα ανελλιπώς κάθε έτος υποβάλω τη φορολογική μου δήλωση, στην οποία το συνολικό δηλωθέν εισόδημά μου ανέρχεται ανά έτος περίπου στο ποσό των 26.000 - 27.000 Ευρώ. Δεν έχω κατηγορηθεί ποτέ στο παρελθόν για πράξη σχετική με την παράβαση του Νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών. Θεσσαλονίκη 24/01/2017,Ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος".
Το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε τον ως άνω αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορούμενου ως προς την συνδρομή της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2α'ΠΚ, κρίνοντας κατά λέξη και κατά τα αναγραφόμενα στο σχετικό σκεπτικό του, μετά την παράθεση αντίστοιχης νομικής σκέψης, τα ακόλουθα: " Όσον αφορά τον αυτοτελή ισχυρισμό του 2ου κατηγορούμενου περί αναγνωρίσεως συνδρομής στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ.2α' του Π.Κ., που υποβλήθηκε δια του συνηγόρου του εγγράφως και προφορικώς, αυτός πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι από την ανάγνωση του ποινικού μητρώου του δεν αποδείχθηκε ότι αυτός έχει λευκό ποινικό μητρώο, αλλά αντίθετα προέκυψε ότι έχει τιμωρηθεί μέχρι την τέλεση των πράξεων για τις οποίες κρίθηκε ένοχος με στερητικές της ελευθερίας ποινές, ούτε αποδείχθηκε ότι έζησε μέχρι τη διάπραξη των άνω πράξεων έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, αφού δεν αρκεί γι' αυτό η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας ή η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας, αλλά απαιτείται όχι μόνον παθητική, αλλά και θετική ενεργητική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά σε όλους τους τομείς (ΑΠ 7/2011, ΑΠ 309/2011, ΑΠ 1016/ 2011), που δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω.". Η ως άνω αιτιολογία, με την οποία το Δικαστήριο της ουσίας, απέρριψε τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, για αναγνώριση στο πρόσωπό του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2α ΠΚ, είναι η απαιτούμενη από τις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ενόψει της παραδοχής ότι ο κατηγορούμενος πριν από την τέλεση της προαναφερόμενης πράξης για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, είχε τιμωρηθεί με στερητικές της ελευθερίας ποινές, όπως αυτές προέκυψαν από την ανάγνωση του ποινικού του μητρώου και συνεπώς δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του η συνδρομή της απαιτούμενης προϋπόθεσης του λευκού ποινικού μητρώου, η οποία, σύμφωνα με τα αναγραφόμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη και υπό την ισχύ της διάταξης του άρθρου 84§2 α' του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ, αποτελεί κριτήριο αν και όχι το μοναδικό, όπως προαναφέρθηκε, για την ουσιαστική αξιολόγηση του κατηγορούμενου, αλλά πάντως ικανό, δεδομένου ότι στην προκειμένη περίπτωση, όπως από την παραδεκτή επισκόπηση των στοιχείων της δικογραφίας και ειδικότερα από το αναγνωσθέν δελτίο ποινικού μητρώου του αναιρεσείοντος, προκύπτει ότι ο τελευταίος πριν από το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης για την οποία καταδικάστηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή, πριν από την 28-4-2014 είχε καταδικαστεί αμετάκλητα για τέσσερα (4) πλημμελήματα, σε στερητικές της ελευθερίας ποινές, με ισάριθμες δικαστικές αποφάσεις και συγκεκριμένα, με τις τρεις από αυτές για το αδίκημα της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας και με την τέταρτη τούτων για την πράξη της διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών, κατ' εξακολούθηση, δηλαδή, δεν συνέτρεχε στο πρόσωπό του ούτε η προβλεπόμενη από το τελευταίο εδάφιο της διάταξης του άρθρου 84§2α' του νέου ΠΚ περίπτωση, κατά την οποία δεν αποκλείεται η αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, εφόσον υπάρχει προηγούμενη καταδίκη για ελαφρό πλημμέλημα. Στην παραβατική δε αυτή συμπεριφορά του αναιρεσείοντος, αναγόμενη σε χρόνο πριν από την τέλεση της αξιόποινης πράξης για την οποία αυτός καταδικάστηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο θεμελίωσε κυρίως την απορριπτική του συγκεκριμένου ισχυρισμού κρίση του, ενώ η παραδοχή ότι δεν αποδείχτηκε θετική ενεργητική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά του κατηγορούμενου σε όλους τους τομείς, η οποία περιέχεται στην ως άνω αιτιολογία, ως στοιχείο απαιτούμενο υπό την έννοια της προϊσχύσασας διάταξης του άρθρου 84§2α' ΠΚ, ενόψει της μη ύπαρξης λευκού ποινικού μητρώου, αλλά τεσσάρων καταδικαστικών αποφάσεων, για τέσσερα πλημμελήματα τα οποία δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ''ελαφρά'', έχει επικουρικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι κύρια αιτιολογία του ως άνω ισχυρισμού, στην οποία στηρίζεται αυτοτελώς η απορριπτική κρίση του Δικαστηρίου είναι η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη. Κατ' ακολουθίαν τούτων, ο από τη διάταξη του άρθρου 510§1 στοιχ. Δ' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για αναιτιολόγητη απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί αναγνώρισης στο πρόσωπο του της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84§2α' του ΠΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 79 του ισχύοντος από 1-7-2019 νέου ΠΚ (Ν. 4619/2019), προκύπτει ότι με αυτή ορίζονται γενικοί κανόνες για τον τρόπο επιμέτρησης της ποινής, συνιστάμενοι στον καθορισμό κατ' αρχάς από το Δικαστήριο της ανάλογης και δίκαιης τιμωρίας του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και στη συνέχεια στη στάθμιση των στοιχείων του εγκλήματος, που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου, κατά συνεκτίμηση και των συνεπειών της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του και προσδιορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη το Δικαστήριο για να εκτιμήσει τη βαρύτητα του εγκλήματος, καθώς και τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για την ενοχή του δράστη, ενώ ακόμη καθορίζονται οι όροι που λειτουργούν υπέρ αυτού, η απαρίθμηση των οποίων, όπως προκύπτει από τη χρήση της λέξης "ιδίως", είναι ενδεικτική. Στη συνέχεια, στην ίδια ως άνω διάταξη μνημονεύονται και πάλι ενδεικτικά, τα στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου, αλλά διευκρινίζεται ότι στοιχεία, που έχουν αξιολογηθεί από το νόμο για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής, δεν λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο για την επιμέτρησή της. Τέλος, στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 79 ΠΚ ορίζεται ρητά ότι η απόφαση για την επιμέτρηση της ποινής πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. Έτσι, θεωρείται ότι η απόφαση έχει την απαιτούμενη αιτιολογία, αν από το σύνολο των σχετικών παραδοχών της προκύπτει ότι λήφθηκαν υπόψη όλοι οι κανόνες που ορίζει η ως άνω διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ, περί επιμέτρησης της ποινής (ΑΠ 1949/2019).
Στη προκειμένη περίπτωση, το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όσον αφορά την επιμέτρηση της ποινής έχει ως εξής: "Το Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 79 Π.Κ., λαμβάνοντας υπόψη, τόσο τη βαρύτητα των εγκλημάτων που τέλεσαν οι κατηγορούμενοι, όσο και την προσωπικότητα αυτών κρίνει κατά τη γνώμη που επικράτησε, ότι πρέπει να τους επιβληθεί η ποινή, που αναφέρεται στο διατακτικό. Στη κρίση του αυτή, οδηγήθηκε το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη του, όσον αφορά τη βαρύτητα του εγκλήματος, τα ακόλουθα στοιχεία: Τη βλάβη, που προξένησε το έγκλημα, καθώς και τον κίνδυνο που προκλήθηκε εξαιτίας αυτού, τη φύση, το είδος και το αντικείμενο του εγκλήματος καθώς επίσης και όλες τις περιστάσεις (χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου), που συνόδευσαν την προπαρασκευή και την εκτέλεση του και στην ένταση του δόλου των κατηγορουμένων, όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και εκτίθενται ειδικότερα στην προηγούμενη περί ενοχής απόφαση. Το Δικαστήριο έλαβε ακόμη υπόψη του, για την εκτίμηση της προσωπικότητας των κατηγορουμένων τα αίτια που τους ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που τους δόθηκε και το σκοπό, που επεδίωξαν, τον χαρακτήρα τους και το βαθμό της αναπτύξεως τους, τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή τους, καθώς και την διαγωγή τους κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως την μετάνοια, που επέδειξε η δεύτερη κατηγορουμένη και την προθυμία της να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξεώς της, όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και εκτίθενται ειδικότερα στην προηγούμενη περί ενοχής απόφαση. Τέλος το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τους οικονομικούς όρους τόσο του πρώτου κατηγορουμένου, όσο και των μελών της οικογενείας του, τα οποία συντηρεί. Σημειώνεται δε ότι κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη συνολική διάρκεια της ποινικής δίωξης, όπως ρητά προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 7 παρ 3 του Ν 4239/2014." Με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στο περί ενοχής σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας για την επιμέτρηση της ποινής, που επέβαλε στον αναιρεσείοντα για τις προαναφεθείσες αξιόποινες πράξεις, έλαβε υπόψη του τη βαρύτητα των εγκλημάτων, που αυτός διέπραξε και την προσωπικότητά του, για την εκτίμηση δε των στοιχείων τούτων αξιολόγησε και τα κριτήρια διάταξης του άρθρου 79 Π.Κ., τα οποία ειδικά και εμπεριστατωμένα μνημονεύει στην απόφασή του, χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών ενόψει και της περαιτέρω αναφοράς "όπως όλα αυτά προκύπτουν από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά, στοιχεία και εκτίθενται ειδικότερα στην προηγούμενη, περί ενοχής' απόφαση". Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές, προκύπτει ότι το Δικαστήριο, καθόρισε την ποινή που επέβαλε σ'αυτόν με βάση τη βαρύτητα της πράξεως του και το βαθμό της ενοχής του γι'αυτές, έλαβε δε υπόψη και εκτίμησε όλους τους προαναφερόμενους κανόνες, που ορίζονται και από το άρθρο 79 ΠΚ, όπως τούτο προκύπτει από το σύνολο των ανωτέρω αιτιολογιών της απόφασης σε συνδυασμό με το διατακτικό της, χωρίς να απαιτείται επιπρόσθετη αιτιολογία και αναφορά άλλων περιστατικών, ούτε με βάση την προαναφερθείσα, εφαρμοστέα στη προκειμένη περίπτωση, ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο, ως άνω διάταξη του άρθρου 79 του νέου ΠΚ, ως ίσχυσε από 1-7-2019 έως 17-11-2019, οπότε η 7η παράγραφος αυτής αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 περ. 1 του ν. 4637/2019, σύμφωνα με την οποία πλέον "Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε". Επομένως, όσα αντίθετα με τα παραπάνω υποστηρίζονται από τον αναιρεσείοντα με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης αίτησης του είναι αβάσιμα και απορριπτέα.
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2§1 και 461 του νέου ΠΚ και ενόψει του ότι στη διάταξη του άρθρου 60 του νέου ΠΚ, δεν περιλαμβάνεται ως παρεπόμενη ποινή η αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, όπως προβλεπόταν στον καταργηθέντα ΠΚ, πρέπει κατά την επιβεβλημένη και αυτεπάγγελτη εφαρμογή των επιεικέστερων νεώτερων διατάξεων, που ίσχυσαν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, να αναιρεθεί αυτή και ως προς την περί ποινής διάταξή της και ως προς τη διάταξή της με την οποία επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα ως παρεπόμενη ποινή η αποστέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για πέντε (5) έτη (άρθρα 60 και 463§5 ΠΚ). Σημειώνεται ότι ως προς το συγκεκριμένο κεφάλαιο, δεν συντρέχει ανάγκη παραπομπής της υπόθεσης στο Δικαστήριο της ουσίας, ελλείψει αντίστοιχου αντικειμένου έρευνας και γι' αυτό πρέπει να απαλειφθεί η ως άνω διάταξη από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης, όπως άλλωστε βασίμως ισχυρίζεται και ο αναιρεσείων με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης αίτησής του.
Επισημαίνεται, ότι η επικουρική αιτίαση για "έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας" είναι απαράδεκτη λόγω αοριστίας, συνεπεία μη έκθεσης περιστατικών που να τη στοιχειοθετεί. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 469 εδ.α του ΚΠΔ, "Αν στο έγκλημα συμμετείχαν περισσότεροι ή αν η ποινική ευθύνη ενός κατηγορουμένου εξαρτάται σύμφωνα με το νόμο από την ευθύνη του άλλου, το ένδικο μέσο που ασκεί κάποιος από τους κατηγορούμενους, ακόμη και όταν χορηγείται μόνο σ' αυτόν από το νόμο, καθώς και οι λόγοι τους οποίους προτείνει, αν δεν αναφέρονται αποκλειστικά στο πρόσωπο του, ωφελούν και τους υπόλοιπους κατηγορουμένους". Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης δικαιολογητικός λόγος της οποίας είναι η αρχή της ισότητας και η εναρμόνιση των ευνοϊκών αποτελεσμάτων για όλους τους συμμέτοχους, γενικές δε προϋποθέσεις για όλες τις άνω προβλεπόμενες περιπτώσεις εφαρμογής της ως άνω διάταξης του άρθρου αυτού είναι: α) να ασκήθηκε το ένδικο μέσο από συγκατηγορούμενο που δικαιούνταν να ασκήσει αυτό και δεν κρίθηκε για οποιονδήποτε λόγο απαράδεκτο, β) οι προταθέντες από αυτόν λόγοι να μην άρμοζαν αποκλειστικά στο πρόσωπο του και γ) οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, είτε δεν δικαιούνται να ασκήσουν το ένδικο μέσο, είτε δικαιούνται μεν, αλλά δεν το άσκησαν εντός της νομίμου προθεσμίας ή το άσκησαν και τούτο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ανυποστήρικτο. Δηλαδή, καθιερώνεται υπέρ του συγκατηγορουμένου του ασκήσαντος το ένδικο μέσο της αναίρεσης επέκταση της ευνοϊκής κρίσης του Αρείου Πάγου, αν οι λόγοι που έγιναν δεκτοί δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο αυτού, που άσκησε παραδεκτά το ένδικο μέσο, το οποίο τελικά έγινε δεκτό και ως βάσιμο. Εάν συντρέχουν οι όροι αυτοί, εφόσον με το ασκηθέν ένδικο μέσο βελτιώθηκε η θέση αυτού που το άσκησε, ωφελούνται και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, αλλά μόνον για αντικειμενικούς λόγους, που δεν αρμόζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του ασκήσαντος το ένδικο μέσο και όχι για λόγους προσωπικούς. Οι ωφελούμενοι κατά τα παραπάνω από το επεκτατικό αποτέλεσμα, δικαιούνται και δεν υποχρεούνται να συμμετάσχουν στη δίκη ως διάδικοι, κατά τη συζήτηση του ενδίκου μέσου του άλλου και να ζητήσουν εφαρμογή του επεκτατικού αποτελέσματος και σε αυτούς, χωρίς να δικαιούνται να προβάλουν άλλους ιδίους λόγους, κυρίους ή προσθέτους, το δε Δικαστήριο επεκτείνει και σε αυτούς αυτεπαγγέλτως το ευεργετικό αποτέλεσμα που προέκυψε από το ένδικο μέσο του αναιρεσείοντος. Στην προκειμένη περίπτωση και σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν στην αμέσως παραπάνω μείζονα σκέψη, δεδομένου ότι με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κηρύχθηκαν ένοχοι για την αξιόποινη πράξη της διακίνησης, (με την ειδικότερη μορφή της απόπειρας, αποστολής, παράδοσης, αποθήκευσης, κατοχής και οργάνωσης μεταφοράς) ναρκωτικών ουσιών από κοινού, εκτός από τον αναιρεσείοντα και οι συγκατηγορούμενοί του και μη ασκήσαντες αίτηση αναίρεσης, Χ. Π. του Ν., Δ. Ν. του Γ. και J. Z. του J., συντρέχει περίπτωση να επεκταθεί κατ' άρθρο 469 ΚΠΔ το ως άνω προκύψαν για τον αναιρεσείοντα αναιρετικό αποτέλεσμα, το οποίο δεν αφορά αποκλειστικά το πρόσωπό του και στους ως άνω συγκαταδικασθέντες με την προσβαλλόμενη απόφαση συγκατηγορουμένους του για την ίδια παραπάνω πράξη.
Κατ' ακολουθίαν όλων των προαναφερομένων, στην κρινόμενη υπόθεση συντρέχει περίπτωση εφαρμογής αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 2§1 του ΠΚ και 511 εδ.δ' και 514 του ΚΠΔ της επιεικέστερης διάταξης του άρθρου 52§2 του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ και πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς την επιβληθείσα στον αναιρεσείοντα ποινή για την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού και λόγω του επεκτατικού αποτελέσματος και ως προς τις επιβληθείσες στους συγκατηγορουμένους του Χ. Π. του Ν., Δ. Ν. του Γ. και J. Z. του J., συναυτουργών στην παραπάνω αξιόποινη πράξη και συγκαταδικασθέντων με αυτόν με την ίδια απόφαση και ως προς τις διατάξεις της, με τις οποίες καταγνώσθηκε στον αναιρεσείοντα και στους ίδιους ως άνω συγκατηγορουμένους του η αποστέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, καθώς και κείνη με την οποία διατάχθηκε η απέλαση του J. Z. του J. από την χώρα μετά την έκτιση της ποινής του, (δεδομένου ότι με τον νέο ΠΚ καταργήθηκε η διάταξη του άρθρου 74 του προϊσχύσαντος ΠΚ που προέβλεπε την απέλαση αλλοδαπού), οι οποίες πρέπει να απαλειφθούν από το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολούθως πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο ως άνω μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, εφόσον είναι δυνατή η σύνθεσή του από τους ίδιους Δικαστές, που είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ), απορριπτομένης κατά τα λοιπά της υπό κρίση αίτησης και των προσθέτων λόγων αναίρεσης , κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ' αριθμ. 470/2017 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης: α) ως προς τις διατάξεις της περί επιβολής ποινών στον αναιρεσείοντα Ν. Μ. του Γ. και στους συγκατηγορουμένους του Χ. Π. του Ν., Δ. Ν. του Γ. και J. Z. του J., για την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού και β) ως προς τις διατάξεις της με τις οποίες καταγνώσθηκε στον αναιρεσείοντα και στους ίδιους ως άνω συγκατηγορουμένους του η αποστέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων για χρονικό διάστημα πέντε (5) ετών, καθώς και κείνη με την οποία διατάχθηκε η απέλαση του J. Z. του J. από την Χώρα μετά την έκτιση της ποινής του.
ΑΠΑΛΕΙΦΕΙ από την προσβαλλόμενη απόφαση τις διατάξεις περί αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων και απέλασης από την Χώρα.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση ως προς το αναιρούμενο ως άνω μέρος της (με το στοιχείο α) για νέα κατά τούτο συζήτηση της υπόθεσης μόνο για τυχόν νέα επιμέτρηση της ποινής για την πράξη της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών από κοινού, στο ίδιο Δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, που θα συγκροτηθεί, εφόσον είναι δυνατόν από τους ίδιους Δικαστές που δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την υπ' αριθμ. πρωτ.11996/15-11-2019 αίτηση και τους από 21-2-2020 πρόσθετους λόγους του Ν. Μ. του Γ., κατοίκου ... (οδός ..., αριθμ. ...), για αναίρεση της παραπάνω απόφασης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Μαρτίου 2021.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Μαΐου 2021.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                      Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ