ΑΠ 1185/2014 - ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΕΣΟΔΩΝ - Επιεικέστερος ο ν. 3691/2008, για τον συγγενή του δράστη του βασικού εγκλήματος, ο οποίος δεν είναι συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αναιρεί και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.

Αριθμός 1185/2014
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Ιωάννη Γιαννακόπουλο, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 5 Νοεμβρίου 2014, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Ο. Χ. του Κ., κατοίκου ... και 2) Γ. Σ. του Κ., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 2630, 2631/2013 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με πολιτικώς ενάγουσα την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" υπό ειδική εκκαθάριση, που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσουμάνη. Το Πενταμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 6 Μαρτίου 2014 δύο χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 322/2014.
Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνουν δεκτές οι προκείμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να παύσει οριστικά η κατά των αναιρεσειόντων ποινική δίωξη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το ά. 2 παρ. 1 του ν. 2331/1995 "Για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες", όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 3424/2005, "με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα έτη τιμωρείται όποιος, από κερδοσκοπία ή για να συγκαλύψει την αληθή προέλευση ή για να παράσχει συνδρομή σε πρόσωπο που ενέχεται σε εγκληματική δραστηριότητα, αγοράζει, αποκρύπτει, λαμβάνει ως εμπράγματη ασφάλεια, δέχεται στην κατοχή του, καθίσταται οπωσδήποτε δικαιούχος, μετατρέπει ή μεταβιβάζει οποιαδήποτε περιουσία που προέρχεται από την προαναφερόμενη δραστηριότητα. Αν ο δράστης ασκεί τέτοιου είδους δραστηριότητες κατ' επάγγελμα ή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος ή υπότροπος, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης ποινής". Νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, κατά το άρθρο 1 στοιχ. β, όπως τούτο αντικαταστ. με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν. 3424/2005,του ίδιου νόμου νοούνται α) η μετατροπή ή η μεταβίβαση περιουσίας εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, με σκοπό την απόκρυψη ή τη συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της ή την παροχή συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται στις δραστηριότητες αυτές, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του, β) η απόκρυψη ή η συγκάλυψη όσον αφορά τη φύση, προέλευση, διάθεση ή διακίνηση περιουσίας ή σχετικών με αυτή δικαιωμάτων, εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοια δραστηριότητα, γ) η απόκτηση, κατοχή ή χρήση περιουσίας εν γνώσει κατά το χρόνο της κτήσης, του γεγονότος ότι προέρχεται από δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες, και δ) η συμμετοχή σε μία από τις πράξεις που αναφέρουν οι προηγούμενες περιπτώσεις, η σύσταση οργάνωσης για τη διάπραξή της, η απόπειρα διάπραξής της ή η διευκόλυνση της τέλεσης της πράξης. Εγκληματικές δε δραστηριότητες, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του ίδιου νόμου νοούνται τα βασικά καλούμενα εγκλήματα, στα οποία περιλαμβάνονται αφενός μεν όσα απαριθμούνται στο στοιχ. α, όπως τούτο τροποπ. αρχικά με το 2 Ν.2479/97, έκτο Ν.2656, ένατο Ν.2803/00,1 Ν.2928/01,70 Ν.3028/02,και αντικατ. τελικά με το άρθρο 2 παρ.1 Ν.3424/2005, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το έγκλημα της υπεξαίρεσης αν το αντικείμενό της είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας(βλ. άρθρο 1 στοιχ. αζ του Ν. 2331/1995) και της απάτης , αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη(βλ. άρθρο 1 στοιχ. αη του Ν.2331/1995), αφετέρου δε, κατά το στοιχ.β, όπως τούτο αντικατ. με το άρθρο 2 παρ.5 Ν.3424/2005, κάθε πράξη που τιμωρείται με ποινή στερητικής της ελευθερίας, της οποίας το ελάχιστο όριο είναι άνω των έξι μηνών και από την τέλεσή της προέκυψε περιουσία τουλάχιστον 15.000 Ε.
Περιουσία δε, κατά το ίδιο άρθρο (στοιχ.γ) νοείται κάθε είδους ενσώματα ή ασώματα, κινητά ή ακίνητα, υλικά ή άϋλα, καθώς και τα νομικά έγγραφα ή στοιχεία που αποδεικνύουν τίτλο ιδιοκτησίας ή δικαιώματα προς απόκτηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ.1, που προστέθ. με το άρθρο 3 παρ. 1 Ν. 3424/05, στοιχ. δ, η ποινική ευθύνη για το βασικό έγκλημα δεν αποκλείει την τιμωρία του υπαιτίου και για τις πράξεις των ανωτέρω στοιχείων α,β και γ της παραγράφου αυτής. Όμως, στις περιπτώσεις αυτές, ο υπαίτιος τιμωρείται και ως αυτουργός ή ως ηθικός αυτουργός των πράξεων των ανωτέρω υπό τα στοιχεία α,β και γ, αν η τέλεσή τους από τον ίδιο ή από άλλον εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό δράσης. Εάν το βασικό έγκλημα τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, ο ανωτέρω υπαίτιος ή τρίτος τιμωρείται, για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών. α) Αν εχώρησε καταδίκη του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή κατ' αυτού ή τρίτου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα ποινή για τη διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Αν επιβάλλονται διαφορετικές ποινές σε δύο ή περισσότερους υπαιτίους για το ίδιο βασικό έγκλημα, η τυχόν ποινή εκάστου υπαιτίου για το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων που προέκυψαν από αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την επιβληθείσα κατ' αυτού ποινή για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Εάν, στην περίπτωση αυτή, τρίτος διέπραξε ή συμμετείχε στο αδίκημα της νομιμοποίησης από εγκληματικές δραστηριότητες, η ποινή κατ' αυτού για το αδίκημα αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει την υψηλότερη ποινή που επιβλήθηκε κατά του υπαιτίου για διάπραξη του βασικού εγκλήματος. Οι ανωτέρω διατάξεις του παρόντος στοιχείου δ' ισχύουν με την επιφύλαξη των διατάξεων του στοιχείου β). Σε περίπτωση εξάλειψης του αξιοποίνου ή απαλλαγής του υπαιτίου για το βασικό έγκλημα, αν αυτό τιμωρείται με φυλάκιση έως ένα (1) έτος, αίρεται το αξιόποινο ή απαλλάσσεται αντίστοιχα ο υπαίτιος και για τις πράξεις που προβλέπονται στο άρθρο 1 στοιχείο β.
Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται τα εξής:
α). Το έγκλημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα διαπλάσσεται από το νόμο ως υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα. Συνίσταται δε σε μια σύνθετη διαδικασία μέσω της οποίας αποκρύπτεται η ύπαρξη, η παράνομη πηγή ή η παράνομη χρήση εσόδων, τα οποία στη συνέχεια μετασχηματίζονται με τέτοιο τρόπο, ώστε η προέλευσή τους να εμφανίζεται νόμιμη. Για τη νομιμοποίηση δεν αρκούν απλές πράξεις αγοράς, κατοχής, αποθήκευσης κ.λπ. των προϊόντων του εγκλήματος, αλλά χρειάζονται τέτοιες πράξεις, μέσω των οποίων η περιουσία που αποκτήθηκε με εγκληματική δράση αποκτά νομότυπη κατάσταση, εξασφαλίζεται δηλαδή γι'αυτό κάποιος νόμιμος τίτλος.
β). Προσβαλλόμενο έννομο αγαθό από τη νομιμοποίηση είναι η εσωτερική ασφάλεια και η ίδια η κοινωνία, η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και η απονομή της δικαιοσύνης. Τούτο σημαίνει ότι η νομιμοποίηση τιμωρείται και όταν δεν γίνεται μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος. γ). Η τέλεση του αδικήματος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός χρονικά πρότερου εγκλήματος, κύριου ή βασικού, που ανήκει στην κατηγορία των εγκλημάτων που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 1 του νόμου και από το οποίο προέρχεται η περιουσία που νομιμοποιείται. Τα δυο αυτά εγκλήματα συρρέουν μεταξύ τους με αληθινή πραγματική συρροή.
δ). Πρόκειται για έγκλημα σκοπού, με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση, που συνίσταται στην επιδίωξη κερδοσκοπίας ή συγκάλυψης της προέλευσης περιουσίας ή παροχής σε άλλον συνδρομής για κερδοσκοπία ή συγκάλυψη, ενώ η αιτιολογία πρέπει να επεκτείνεται και στο σκοπό αυτό , η δε τέλεση του βασικού εγκλήματος αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος νομιμοποιήσεως εσόδων (ΑΠ 1925/2010, 1432,1433/2008).
Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, στην περίπτωση δράστη, που είναι μεμονωμένο πρόσωπο, που καταθέτει τα χρήματα που έχει αποκτήσει από την εγκληματική του δράση σε δικό του προσωπικό τραπεζικό λογαριασμό ή ακόμη και σε λογαριασμό που διατηρεί από κοινού με άλλον, ναι μεν η πράξη του συνιστά μία πράξη απόκρυψης, πλην όμως μόνη αυτή δεν του προσδίδει κανένα νόμιμο τίτλο για τα παράνομα έσοδά του.
Περαιτέρω, κατ'άρθρο 45 παρ. 1 στ και η του Ν. 3691/2008, που αντικατέστησε το Ν. 2331/1995, και ισχύει, κατ'άρθρο 2 του ΠΚ, ως επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο νόμος, και για τα εγκλήματα που τελέστηκαν προ της ισχύος του (2008), " με την ίδια ποινή(φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και με χρηματική ποινή) τιμωρείται ο υπαίτιος του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων, που δεν είναι συμμέτοχος στη διάπραξη του βασικού αδικήματος, εφόσον είναι συγγενής εξ αίματος ή εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, ή εκ πλαγίου μέχρι και του δευτέρου βαθμού ή σύζυγος, θετός γονέας ή θετό τέκνο του υπαιτίου του βασικού αδικήματος (περ.στ). Οι διατάξεις των στοιχείων στ' και ζ' δεν ισχύουν στις περιπτώσεις του στοιχείου γ' και στα βασικά αδικήματα που αναφέρονται στην περ. β' του παρόντος άρθρου (περ.η). Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το εν λόγω αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, τιμωρείται ελαφρύτερα, σε βαθμό πλημμελήματος, όταν ο δράστης του βασικού αδικήματος και αυτός της νομιμοποίησης εσόδων συνδέονται με τον παραπάνω συγγενικό δεσμό και ο τελευταίος δεν είναι συμμέτοχος στο βασικό έγκλημα και εφόσον δεν έχει τελέσει το αδίκημα με τις επιβαρυντικές μορφές του αδικήματος του στοιχ. γ'και β', για τις οποίες εισάγεται από το νόμο εξαίρεση.
Στην προκειμένη περίπτωση οι δύο αναιρεσείοντες με την προσβαλλόμενη με αρ. 2630,2631/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, όπως από αυτήν προκύπτει, Α) Αθωώθηκαν της αξιόποινης κακουργηματικής πράξης της άμεσης συνέργειας σε κακουργηματική απάτη κατ' εξακολούθηση, με επιδιωκόμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία της τράπεζας ποσού άνω των 150.000 ευρώ, από υπάλληλο κατά την έννοια του άρ. 13 και 263 Α του ΠΚ, που διέπραξε ο ήδη αποβιώσας Ν. Χ., αδελφός της πρώτης και κουνιάδος του δεύτερου τούτων, (δευτέρου βαθμού συγγενής τους κατ' άρθρο 1462 και 1463 ΑΚ) Διευθυντής του υποκαταστήματος της ΑΤΕ, σε βάρος της ΑΤΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 1995 μέχρι 25-2-2005, με παράνομες αναλήψεις χρημάτων από 23 λογαριασμούς πελατών της τράπεζας.
Β) Κηρύχθηκαν όμως ένοχοι με ελαφρυντική περίσταση και καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών ο καθένας, για τέλεση κατ' εξακολούθηση εγκλήματος νομιμοποίησης εσόδων από το 1995 μέχρι 25-2-2005, με αποδοχή κατάθεσης από τον ήδη αποβιώσαντα Ν. Χ., Διευθυντή του υποκαταστήματος της τράπεζας αυτής, σε τραπεζικό λογαριασμό τους στην ΑΤΕ, η Ο. Χ. ποσό 342,512,75 ευρώ και ο Γ. Σ. 322.505,51 ευρώ, γενόμενοι αντίστοιχα δικαιούχοι των παραπάνω ποσών, που προήλθαν εν γνώσει τους από εγκληματική δραστηριότητα αδικημάτων απάτης, υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας από τον σύζυγο της πρώτης και κουνιάδο του δεύτερου, Ν. Χ., Διευθυντή του υποκαταστήματος της τράπεζας αυτής, που ως υπάλληλος της ΑΤΕ έκανε παράνομες αναλήψεις χρημάτων από τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών του ίδιου υποκαταστήματος ΑΤΕ και με διάφορες μεθοδεύσεις και πλαστογραφίες και απάτη, εν αγνοία των δικαιούχων πελατών, τα κατέθετε στους εν λόγω κοινούς λογαριασμούς τους Σύμφωνα όμως με τα προαναφερθέντα, οι δύο αναιρεσείοντες, εφόσον αθωώθηκαν για την άμεση συνέργεια στο βασικό αδίκημα της κακουργηματικής απάτης και κατ' άρθρο 45 παρ. 1 στ και η του Ν. 3691/2008, που αντικατέστησε το Ν. 2331/1995, και ισχύει, κατ' άρθρο 2 του ΠΚ, ως επιεικέστερος και για αυτούς νόμος, και για τα εγκλήματα που τελέστηκαν προ της ισχύος του (2008), αφού το δικαστήριο δέχθηκε, ότι δεν είναι συμμέτοχοι στη διάπραξη του βασικού αδικήματος της απάτης, εφόσον είναι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας αντίστοιχα κατά τις παραδοχές σε ευθεία γραμμή, ή εκ πλαγίου μέχρι και του δευτέρου βαθμού του υπαιτίου του βασικού αδικήματος της κακουργηματικής απάτης Ν. Χ., διέπραξαν αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων σε βαθμό πλημμελήματος και όχι κακουργήματος, που με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαπαρετεθεισών διατάξεων κρίθηκε και καταδικάστηκαν οι κατηγορούμενοι και το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, έπρεπε, στη συνέχεια, αποδεχόμενο τον παραπάνω προβληθέντα αυτοτελή ισχυρισμό των κατηγορουμένων και κατ' αυτεπάγγελτο ενέργεια, κατ' άρθρο 2 του ΠΚ, να εφαρμόσει τον ευμενέστερο για τους αναιρεσείοντες - κατηγορουμένους ως άνω νεότερο Ν. 3691/2008, (άρθρο 45 παρ. 1 στ και η), που αντικατέστησε το Ν. 2331/1995, και ήδη ισχύει, και λόγω παρόδου οκταετίας από την τέλεση όλων των εξακολουθητικών πράξεων, έπρεπε να παύσει περαιτέρω οριστικά την ασκηθείσα κατ' αυτών ποινική δίωξη, λόγω εξάλειψης του αξιοποίνου της πλημμεληματικής πλέον μορφής νομιμοποίησης εσόδων, συνεπεία παραγραφής, όπως είχαν νόμιμα προβάλει στο ακροατήριο του Εφετείου με αυτοτελή ισχυρισμό τους οι συνήγοροι των κατηγορουμένων και όπως ορθά είχε προτείνει και η εισαγγελέας Εφετών της έδρας.
Άρα πρέπει, να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ συναφής λόγος αναιρέσεως για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, κατά τα παραπάνω, και των δύο αναιρεσειόντων και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, πρέπει να γίνουν δεκτές οι κρινόμενες αιτήσεις και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη με αρ. 2630,2631/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά τις καταδικαστικές αυτής διατάξεις.
Περαιτέρω, ενόψει του ότι, η σε βαθμό πλημμελήματος πλέον πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες για την οποία καταδικάστηκαν οι αναιρεσείοντες μη συμμέτοχοι στο βασικό έγκλημα, φέρεται τελεσθείσα από 1995 μέχρι 25-2-2005 και έκτοτε μέχρι και τη γενόμενη διάσκεψη και δημοσίευση της παρούσας υποθέσεως, παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της οκταετίας (5 + 3) και το αξιόποινο της ανωτέρω πράξεως εξαλείφθηκε δια παραγραφής, η υπόθεση δεν θα παραπεμφθεί για νέα συζήτηση, αλλά πρέπει να παύσει οριστικά η σε βάρος των αναιρεσειόντων ασκηθείσα ποινική δίωξη από το παρόν δικαστήριο του Αρείου Πάγου, όπως στο διατακτικό (άρθρα 111, 112, 113, ΠΚ, 370 εδ. β' και 511 γ' ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει τη με αριθ. 2630,2631/2013 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά τις καταδικαστικές αυτής διατάξεις που αφορούν τους δύο αναιρεσείοντες.
Παύει οριστικά τη σε βάρος των αναιρεσειόντων Γ. Σ. του Κ. και Ο. Σ. του Κ., χήρας Ν. Χ. ποινική δίωξη του ότι:
Α) ο πρώτος Γ. Σ. στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κοινού με άλλον ή κατά μόνας, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση, δέχθηκε στην κατοχή του και κατέστη οπωσδήποτε δικαιούχος περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα άλλου προσώπου, την οποία γνώριζε. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, δέχθηκε στην κατοχή του και έγινε δικαιούχος χρηματικού ποσού 322.505,51 ευρώ συνολικά, το οποίο κατατέθηκε σε κοινούς (με την αδελφή του Ο. Χ. και με άλλα πρόσωπα) τραπεζικούς λογαριασμούς (είτε ταμιευτηρίου είτε τρεχούμενους, όψεως) στην εγκαλούσα τραπεζική εταιρία με επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" και το οποίο προήλθε από την εγκληματική δραστηριότητα του συζύγου της παραπάνω αναφερόμενης αδελφής του, Ν. Χ., ο οποίος, ως διευθυντής του υποκαταστήματος Αγίας Τριάδος Θεσσαλονίκης της Αγροτικής Τράπεζας, έλαβε το προμνημονευόμενο συνολικό ποσό των 322.505,51 ευρώ, διαπράττοντας τα αδικήματα της υπεξαίρεσης, και πλαστογραφίας, σε βάρος της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα ο ήδη αποβιώσας Ν. Χ., στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1995 και μέχρι το θάνατο του στις 25-2-2005, εκμεταλλευόμενος την υπεύθυνη θέση του στο παραπάνω τραπεζικό υποκατάστημα, καθώς και την εμπιστοσύνη της εργοδότριας τράπεζας και των πελατών της, προς αυτόν, με τις παρακάτω αναφερόμενες παράνομες μεθόδους έλαβε στην κατοχή του παρανόμως το συνολικό ποσό των 1.022.136,89 ευρώ. Συγκεκριμένα ο Ν. Χ. μετερχόταν, προς επίτευξη του εγκληματικού του σχεδίου, τις εξής μεθόδους: 1) Έκανε παράνομες αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών του άνω υποκαταστήματος, είτε ο ίδιος είτε πείθοντας τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος να προβούν στην ανάληψη των χρημάτων, παριστώντας σ' αυτούς ότι ο πελάτης ζήτησε να γίνει ανάληψη από το λογαριασμό του, εν συνεχεία λάμβανε ο ίδιος το ποσό της ανάληψης με τη δικαιολογία ότι ο συγκεκριμένος πελάτης τον παρακάλεσε να τον εξυπηρετήσει ο ίδιος παραδίδοντας του τα χρήματα μετά το πέρας του ωραρίου λειτουργίας του υποκαταστήματος. Εν συνεχεία πλαστογραφούσε στο σχετικό έντυπο της τράπεζας την υπογραφή του πελάτη και παρακρατούσε ο ίδιος παράνομα το ποσό της ανάληψης. 2) Παριστούσε ψευδώς οε κάποιους πελάτες ότι θα μετέτρεπε τις καταθέσεις τους σε προθεσμιακές καταθέσεις ή αμοιβαία κεφάλαια, κατόπιν δε αναλάμβανε τα σχετικά χρηματικά ποσά από τους λογαριασμούς των πελατών και τα παρακρατούσε ο ίδιος χωρίς βέβαια να τα μετατρέψει σε προθεσμιακές καταθέσεις ή αμοιβαία κεφάλαια. Αυτός δε από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση, είτε από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με τη συγκατηγορούμενη αδελφή του Ο. Χ. είτε κατά μόνας, όπως ειδικότερα εκτίθεται παρακάτω κατά περίπτωση, δέχθηκε στην κατοχή του και κατέστη οπωσδήποτε δικαιούχος ποσών που προέρχονταν από την εγκληματική δραστηριότητα που περιγράφηκε, την οποία γνώριζε. Ειδικότερα στον προαναφερόμενο τόπο και στους παρακάτω χρόνους έλαβε στην κατοχή του τα ποσά που αναφέρονται παραπάνω στην υπο στοιχείο Α κατηγορία και συνολικά ανέρχονται στο ποσό των 322.505,51 ευρώ. Προέβη δε στις ανωτέρω ενέργειες του εν γνώσει του και από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του ως άνω χρηματικού ποσού και να παράσχει συνδρομή στον αυτουργό της εγκληματικής δραστηριότητας Ν. Χ., προκειμένου να αποφύγει ας συνέπειες των πράξεων του, παράλληλα δε να αξιοποιήσει τα χρήματα για τέλεση νέων εγκληματικών πράξεων αποβλέποντας με την επανάληψη των πράξεων του (για μία συνεχή δεκαετία, ήτοι από το έτος 1995 έως και το 2005) στην διευκόλυνση της εγκληματικής δραστηριότητας του Ν. Χ. και στον δικό του πορισμό εισοδήματος.
Β). Η δεύτερη Ο. Σ. στη Θεσσαλονίκη, στους παρακάτω τόπους και χρόνους, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, από κοινού με άλλον ή κατά μόνας, από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση, δέχθηκε στην κατοχή της και κατέστη οπωσδήποτε δικαιούχος περιουσιακών στοιχείων που προέρχονται από εγκληματική δραστηριότητα άλλου προσώπου, την οποία γνώριζε. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, δέχθηκε στην κατοχή της και έγινε δικαιούχος χρηματικού ποσού 342.512,75 ευρώ συνολικά, το οποίο κατατέθηκε σε κοινούς (με τον σύζυγό της και με άλλα πρόσωπα) τραπεζικούς λογαριασμούς (είτε ταμιευτηρίου είτε τρεχούμενους, όψεως) στην εγκαλούσα τραπεζική εταιρία με επωνυμία "ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ" και το οποίο προήλθε από την εγκληματική δραστηριότητα του συζύγου σου, Ν. Χ., ο οποίος, ως διευθυντής του υποκαταστήματος Αγίας Τριάδος Θεσσαλονίκης της Αγροτικής Τράπεζας, έλαβε το προμνημονευόμενο συνολικό ποσό των 342.512,75 ευρώ, διαπράττοντας τα αδικήματα της υπεξαίρεσης, απάτης και πλαστογραφίας σε βάρος της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος. Ειδικότερα ο ήδη αποβιώσας σύζυγος της, στη Θεσσαλονίκη κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1995 και μέχρι το θάνατο του στις 25-2-2005, εκμεταλλευόμενος την υπεύθυνη θέση του στο παραπάνω τραπεζικό υποκατάστημα, καθώς και την εμπιστοσύνη της εργοδότριας τράπεζας και των πελατών της, προς αυτόν, με τις παρακάτω αναφερόμενες παράνομες μεθόδους έλαβε στην κατοχή του παρανόμως το συνολικό ποσό των 1.022.136,89 ευρώ. Συγκεκριμένα, ο Ν. Χ. μετερχόταν, προς επίτευξη του εγκληματικού του σχεδίου, τις εξής μεθόδους : 1) Έκανε παράνομες αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών του άνω υποκαταστήματος, είτε ο ίδιος είτε πείθοντας τους υπαλλήλους του υποκαταστήματος να προβούν στην ανάληψη των χρημάτων, παριστώντας σ' αυτούς ότι ο πελάτης ζήτησε να γίνει ανάληψη από το λογαριασμό του, εν συνεχεία λάμβανε ο ίδιος το ποσό της ανάληψης με τη δικαιολογία ότι ο συγκεκριμένος πελάτης τον παρακάλεσε να τον εξυπηρετήσει ο ίδιος παραδίδοντας του τα χρήματα μετά το πέρας του ωραρίου λειτουργίας του υποκαταστήματος. Εν συνεχεία πλαστογραφούσε στο σχετικό έντυπο της τράπεζας την υπογραφή του πελάτη και παρακρατούσε ο ίδιος παράνομα το ποσό της ανάληψης. 2) Παριστούσε ψευδώς σε κάποιους πελάτες ότι θα μετέτρεπε τις καταθέσεις τους σε προθεσμιακές καταθέσεις ή αμοιβαία κεφάλαια, κατόπιν δε αναλάμβανε τα σχετικά χρηματικά ποσά από τους λογαριασμούς των πελατών και τα παρακρατούσε ο ίδιος χωρίς βέβαια να τα μετατρέψει σε προθεσμιακές καταθέσεις ή αμοιβαία κεφάλαια. Αυτή δε από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθή προέλευση, είτε από κοινού και κατόπιν συναπόφασης με το συγκατηγορούμενο αδελφό της Γ. Σ. είτε κατά μόνας, όπως ειδικότερα εκτίθεται παρακάτω κατά περίπτωση, δέχθηκε στην κατοχή της και κατέστη οπωσδήποτε δικαιούχος ποσών που προέρχονταν από την εγκληματική δραστηριότητα που περιγράφηκε, την οποία γνώριζε. Ειδικότερα στον προαναφερόμενο τόπο και στους παρακάτω χρόνους έλαβε στην κατοχή της τα ποσά που αναφέρονται στην υπό στοιχείο Α κατηγορία και ανέρχονται συνολικά στο χρηματικό ποσό τω 342.512,75 ευρώ. Προέβη δε στις ανωτέρω ενέργειες της εν γνώσει της και από κερδοσκοπία και με σκοπό να συγκαλύψει την αληθινή προέλευση του ως άνω χρηματικού ποσού και να παράσχει συνδρομή στον αυτουργό της εγκληματικής δραστηριότητας Ν. Χ., προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες των πράξεων του, παράλληλα δε να αξιοποιήσει τα χρήματα για τέλεση νέων εγκληματικών πράξεων αποβλέποντας με την επανάληψη των πράξεων της (για μία συνεχή δεκαετία, ήτοι από το έτος 1995 έως και το 2005) στην διευκόλυνση της εγκληματικής δραστηριότητας του Ν. Χ. και στον δικό της πορισμό εισοδήματος.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Νοεμβρίου 2014.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 20 Νοεμβρίου 2014 .
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                                                                              Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ