ΝΟΜΟΣ 4360/2016

NOMOΣ 4360/2016 «Ενσωμάτωση στην εθνική νομοθεσία: της Οδηγίας 2011/99/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, περί της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, της απόφασης – πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 26ης Φεβρουαρίου 2009 «Σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών−μελών» και της απόφασης 2009/316/ΔΕΥ του Συμβουλίου της 6ης Απριλίου 2009 «Σχετικά με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS) κατ’ εφαρμογή του άρθρου 11 της απόφασης – πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ» (ΦΕΚ Α' 9/29-1-2016)
ΜΕΡΟΣ Α'

 ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ 2011/99/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 13ης ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2011  ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ (L 338)

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

 ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

 Άρθρο 1

 Αντικείμενο της ρύθμισης

 (άρθρο 1 της Οδηγίας)

 Οι διατάξεις των άρθρων 1 έως 18 ρυθμίζουν: α) την αναγνώριση στην Ελλάδα ευρωπαϊκής εντολής προστασίας που εκδόθηκε σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διατάσσει μέτρο προστασίας ενός προσώπου από εγκληματική ενέργεια άλλου προσώπου, που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του ή τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα και αξιοπρέπεια αυτού ή την προσωπική ελευθερία του ή τη γενετήσια ακεραιότητά του, για τη συνέχιση της προστασίας του στην Ελλάδα και β) την αίτηση αναγνώρισης και εκτέλεσης αντίστοιχης εντολής που απευθύνει η Ελλάδα σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Άρθρο 2

 Ορισμοί

 (άρθρο 2 της Οδηγίας)

 Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 1 έως 18 ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

 α) «ευρωπαϊκή εντολή προστασίας»: απόφαση ή διάταξη δικαστικής ή άλλης ισοδύναμης αρχής κράτου-μέλους, σχετική με μέτρο προστασίας που έχει επιβληθεί σε ένα πρόσωπο προς όφελος άλλου προσώπου για τη διασφάλιση της συνέχισης της προστασίας του σε άλλο κράτος-μέλος,

 β) «μέτρο προστασίας»: μία ή περισσότερες από τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς του άρθρου 4, που επιβάλλονται σε ποινικές υποθέσεις σε φυσικό πρόσωπο για την προστασία άλλου προσώπου από τον κίνδυνο τέλεσης αξιόποινης πράξης σε βάρος του,

 γ) «προστατευόμενο πρόσωπο»: το φυσικό πρόσωπο το οποίο προστατεύεται με το μέτρο προστασίας που εκδόθηκε στο κράτος έκδοσης,

 δ) «πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο»: το φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχουν επιβληθεί μία ή περισσότερες από τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς του άρθρου 4,

 ε) «κράτος έκδοσης»: το κράτος, στο οποίο εκδόθηκε απόφαση ή διάταξη δικαστικής ή άλλης ισοδύναμης αρχής, με την οποία επιβάλλεται μέτρο προστασίας, το οποίο αποτελεί τη βάση για την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας,

 στ) «κράτος εκτέλεσης»: το κράτος στο οποίο έχει διαβιβαστεί προς αναγνώριση και παρακολούθηση μία ευρωπαϊκή εντολή προστασίας και

 ζ) «κράτος επιτήρησης»: το κράτος-μέλος στο οποίο έχει διαβιβαστεί δικαστική απόφαση ή διάταξη δικαστικής αρχής, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Ν. 4307/2014 (Α' 246) ή απόφαση περί μέτρων επιτήρησης κατά την έννοια του άρθρου 42 του Ν. 4307/2014.

 Άρθρο 3

 Αρμόδιες Αρχές

 (άρθρα 3, 4 και 16 της Οδηγίας)

 1. Αρμόδια αρχή για την αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, όταν η Ελλάδα είναι κράτος εκτέλεσης, είναι ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του προστατευόμενου προσώπου.

 2. Αρμόδια αρχή για τη διαβίβαση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, όταν η Ελλάδα είναι κράτος έκδοσης, είναι ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου που επέβαλε μέτρο προστασίας ή στο οποίο υπάγεται η ανακριτική αρχή που επέβαλε αυτό.

 3. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ορίζεται ως Κεντρική Αρχή, για να επικουρεί τις αρμόδιες δικαστικές αρχές για τη διοικητική διαβίβαση και παραλαβή των ευρωπαϊκών εντολών προστασίας και κάθε άλλης σχετικής επίσημης αλληλογραφίας, καθώς και για την τήρηση στατιστικών στοιχείων.

 4. Οι αρμόδιες αρχές διαβουλεύονται, αν κριθεί αναγκαίο, απευθείας με την αρμόδια αρχή άλλου κράτους για τη διευκόλυνση της ομαλής και αποτελεσματικής αναγνώρισης και εκτέλεσης της εντολής προστασίας.

 Άρθρο 4

 Πεδίο εφαρμογής

 (άρθρο 5 της Οδηγίας)

 Ευρωπαϊκή εντολή προστασίας εκδίδεται μόνο αν έχει επιβληθεί σε πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο, ως μέτρο προστασίας άλλου προσώπου, μία από τις παρακάτω απαγορεύσεις ή περιορισμούς:

 α) απαγόρευση εισόδου σε ορισμένους χώρους, μέρη ή καθορισμένες περιοχές, στις οποίες διαμένει το προστατευόμενο πρόσωπο ή τις οποίες αυτό επισκέπτεται,

 β) απαγόρευση ή ρύθμιση οποιασδήποτε επαφής με το προστατευόμενο πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένης της επικοινωνίας μέσω τηλεφώνου, ηλεκτρονικού ή απλού ταχυδρομείου, τηλεομοιοτυπίας ή με άλλα μέσα,

 γ) απαγόρευση ή ρύθμιση του δικαιώματος προσέγγισης του προστατευόμενου προσώπου πέρα από ορισμένη απόσταση.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

 ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ

 ΕΝΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 Άρθρο 5

 Έκδοση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας

 (άρθρο 6 της Οδηγίας)

 1. Ο Εισαγγελέας της έδρας του Δικαστηρίου που επέβαλε μέτρο προστασίας ή στο οποίο υπάγεται η ανακριτική αρχή που το επέβαλε, εκδίδει ευρωπαϊκή εντολή προστασίας όταν: α) Το προστατευόμενο πρόσωπο αποφασίσει να εγκατασταθεί ή έχει ήδη την κατοικία του σε άλλο κράτος-μέλος ή β) το προστατευόμενο πρόσωπο αποφασίσει να διαμείνει ή διαμένει ήδη σε άλλο κράτος- μέλος. Ο Εισαγγελέας όταν αποφασίζει την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, λαμβάνει υπόψη του και τη διάρκεια της περιόδου ή των περιόδων που το προστατευόμενο πρόσωπο προτίθεται να παραμείνει στο κράτος εκτέλεσης, όπως και το βαθμό αναγκαιότητας της προστασίας.

 2. Ο Εισαγγελέας εκδίδει ευρωπαϊκή εντολή προστασίας, μόνον κατόπιν αιτήσεως του προστατευόμενου προσώπου, αφού εξακριβώσει ότι με το μέτρο προστασίας επιβάλλεται μία από τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς του άρθρου 4.

 3. Πριν από την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, το πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο έχει δικαίωμα ακρόασης και αμφισβήτησης του μέτρου προστασίας, αν δεν του είχε χορηγηθεί τέτοιο δικαίωμα κατά τη διαδικασία επιβολής του. Στην περίπτωση αυτή καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες να εμφανιστεί στον αρμόδιο Εισαγγελέα και δικαιούται να λάβει προθεσμία μέχρι σαράντα οκτώ ώρες για να καταθέσει έγγραφα τις απόψεις του.

 4. Το προστατευόμενο πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αίτηση έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, αυτοπροσώπως ή δι’ αντιπροσώπου είτε στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης είτε στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης. Αν η αίτηση υποβληθεί στο κράτος εκτέλεσης, η αρμόδια αρχή αυτού τη διαβιβάζει, το συντομότερο δυνατόν, στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης.

 5. Όταν το Δικαστήριο ή ο ανακριτής επιβάλλει μέτρο προστασίας, που αναφέρεται στο άρθρο 4, ενημερώνει το προστατευόμενο πρόσωπο για τη δυνατότητα που έχει αυτό, αν προτίθεται να μεταβεί σε άλλο κράτος- μέλος, να ζητήσει την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας πριν εξέλθει από την Ελλάδα.

 6. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, ο Εισαγγελέας απορρίπτει με διάταξή του την αίτηση του προστατευόμενου προσώπου και με την ίδια διάταξη το ενημερώνει για το δικαίωμα προσφυγής του κατ’ αυτής. Η προσφυγή ασκείται μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών από την επίδοσή της ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών αν η απορριπτική διάταξη έχει εκδοθεί από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών και ενώπιον του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αν η απορριπτική διάταξη έχει εκδοθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών.

 Άρθρο 6

 Τύπος και περιεχόμενο της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας

 (άρθρο 7 της Οδηγίας)

 Η ευρωπαϊκή εντολή προστασίας εκδίδεται σύμφωνα με τον τύπο που καθορίζεται στο Παράρτημα I του παρόντος και περιλαμβάνει:

 α) την ταυτότητα και την ιθαγένεια του προστατευόμενου προσώπου και, αν αυτό είναι ανήλικο ή ανίκανο προς δικαιοπραξία, την ταυτότητα και την ιθαγένεια του προσώπου που το εκπροσωπεί,

 β) την ημερομηνία κατά την οποία το προστατευόμενο πρόσωπο προτίθεται να εγκατασταθεί ή να διαμείνει στο κράτος εκτέλεσης, καθώς και την περίοδο ή τις περιόδους παραμονής του, αν είναι γνωστές,

 γ) το όνομα, τη διεύθυνση, τους αριθμούς τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, και, αν υπάρχει, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Εισαγγελέα του Δικαστηρίου που επέβαλε το μέτρο προστασίας ή στο οποίο υπάγεται η ανακριτική αρχή που το επέβαλε,

 δ) τον αριθμό και την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή της διάταξης που επιβάλλει το μέτρο προστασίας, με βάση την οποία εκδίδεται η ευρωπαϊκή εντολή προστασίας,

 ε) σύνοψη των γεγονότων και των συνθηκών που οδήγησαν στην έκδοση του μέτρου προστασίας στην Ελλάδα,

 στ) τις απαγορεύσεις ή τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί με το μέτρο προστασίας στο πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο, τη διάρκειά τους και την ποινή που επιβάλλεται σε περίπτωση παραβίασης της απαγόρευσης ή του περιορισμού,

 ζ) τη χρησιμοποίηση τεχνικού μηχανισμού, αν προβλέπεται, ο οποίος έχει παρασχεθεί στο προστατευόμενο πρόσωπο ή στο πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο ως μέσο ενίσχυσης του προστατευτικού μέτρου,

 η) την ταυτότητα και την ιθαγένεια του προσώπου που προκαλεί κίνδυνο, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας με αυτό,

 θ) την παροχή του ευεργετήματος πενίας στο προστατευόμενο πρόσωπο ή στο πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο στην Ελλάδα, αν ο Εισαγγελέας έχει σχετική πληροφόρηση,

 ι) άλλα στοιχεία που μπορούν να συνεισφέρουν στην εκτίμηση του κινδύνου που αντιμετωπίζει το προστατευόμενο πρόσωπο και

 ια) τη σαφή ένδειξη ότι η δικαστική απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Ν. 4307/2014 ή η απόφαση περί μέτρων επιτήρησης κατά την έννοια του άρθρου 42 του Ν. 4307/2014 έχει ήδη διαβιβαστεί στο κράτος επιτήρησης, όταν αυτό είναι διαφορετικό από το κράτος εκτέλεσης της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας και τον προσδιορισμό της αρμόδιας αρχής του εν λόγω κράτους για την επιβολή της εφαρμογής της δικαστικής ή άλλης απόφασης.

 Άρθρο 7

 Διαδικασία διαβίβασης

 (άρθρα 8 παράγραφος 1 και 2 και 17 της Οδηγίας)

 1. Ο Εισαγγελέας του Δικαστηρίου, που επέβαλε μέτρο προστασίας ή στο οποίο υπάγεται η ανακριτική αρχή που το επέβαλε, διαβιβάζει την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, με οποιοδήποτε μέσο μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως και κατά τρόπο που να επιτρέπει στο κράτος εκτέλεσης να διαπιστώνει τη γνησιότητά της. Όλες οι επίσημες επικοινωνίες διενεργούνται απευθείας μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

 2. Η ευρωπαϊκή εντολή προστασίας μεταφράζεται στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους εκτέλεσης.

 3. Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης δεν είναι γνωστή, ο Εισαγγελέας απευθύνεται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία λαμβάνει πληροφορίες από το κράτος εκτέλεσης, μεταξύ άλλων και μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου ή του εθνικού μέλους της Eurojust.

 Άρθρο 8

 Αρμοδιότητα για την παράταση, ανάκληση ή τροποποίηση του μέτρου προστασίας και εφαρμοστέο δίκαιο

 (άρθρο 13 παράγραφοι 1, 2 και 5 της Οδηγίας)

 1. Το Δικαστήριο ή η ανακριτική αρχή που επέβαλε μέτρο προστασίας έχει αποκλειστική αρμοδιότητα να λαμβάνει αποφάσεις: α) Για την ανανέωση, επανεξέταση, τροποποίηση και ανάκληση του μέτρου προστασίας και β) για την επιβολή μέτρου στερητικού της ελευθερίας, ως αποτέλεσμα της ανάκλησης του μέτρου προστασίας, εφόσον αυτό είχε επιβληθεί κατόπιν δικαστικής απόφασης κατά την έννοια του άρθρου 24 του Ν. 4307/2014 ή απόφαση περί μέτρων επιτήρησης κατά την έννοια του άρθρου 42 του Ν. 4307/2014. Στην περίπτωση αυτή ο αρμόδιος Εισαγγελέας προσαρμόζει ανάλογα την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας και ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης.

 2. Οι αποφάσεις της παραγράφου 1 λαμβάνονται σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο.

 Άρθρο 9

 Αρμοδιότητα για λήψη μεταγενεστέρων αποφάσεων

 (άρθρο 13 παράγραφοι 3, 4 και 5 της Οδηγίας)

 1. Εφόσον δικαστική απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 24 του Ν. 4307/2014 ή απόφαση περί μέτρων επιτήρησης κατά την έννοια του άρθρου 42 του Ν. 4307/2014, έχει ήδη διαβιβαστεί σε άλλο κράτος-μέλος ή διαβιβάστηκε σε αυτό μετά την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, οι μεταγενέστερες αποφάσεις λαμβάνονται, όπως προβλέπεται στις αντίστοιχες διατάξεις του ανωτέρω νόμου.

 2. Όταν το μέτρο προστασίας περιέχεται σε δικαστική απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 24 του Ν. 4307/2014, η οποία έχει ήδη διαβιβαστεί σε άλλο κράτος-μέλος ή διαβιβάστηκε σε αυτό μετά την έκδοση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας και η αρμόδια αρχή του κράτους επιτήρησης έχει λάβει μεταγενέστερες αποφάσεις, που επηρεάζουν τις υποχρεώσεις ή τις οδηγίες που περιέχονται στο μέτρο προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 34 του Ν. 4307/2014, ο Εισαγγελέας που εξέδωσε την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας ανανεώνει, επανεξετάζει, τροποποιεί, ανακαλεί ή αποσύρει αναλόγως χωρίς καθυστέρηση την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας.

 3. Ο Εισαγγελέας που εξέδωσε την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης για οποιαδήποτε απόφαση έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 2.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

 ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 Άρθρο 10

 Διαδικασία και προϋποθέσεις αναγνώρισης

 (άρθρα 8 παρ. 3 και 9 παρ. 1 και 4 της Οδηγίας)

 1. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του προστατευόμενου προσώπου αναγνωρίζει χωρίς καθυστέρηση με διάταξή του την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας που του διαβιβάσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 7, και με διάταξή του λαμβάνει όλα τα διαθέσιμα σε παρόμοια περίπτωση βάσει του εθνικού δικαίου μέτρα για την εκτέλεσή της, εκτός αν συντρέχει λόγος άρνησης της αναγνώρισης σύμφωνα με το άρθρο 12.

 2. Ο Εισαγγελέας μπορεί να αναβάλει την έκδοση της διάταξης για την αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, έως την παρέλευση εύλογης προθεσμίας, που θέτει για τη συμπλήρωση ή διόρθωση της εντολής, όταν αυτή είναι ελλιπής.

 3. Αν ο Εισαγγελέας δεν είναι αρμόδιος για την αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, τη διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως στον αρμόδιο Εισαγγελέα και ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιοδήποτε μέσο μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως.

 Άρθρο 11

 Προσαρμογή ευρωπαϊκής εντολής προστασίας

 (άρθρο 9 παράγραφοι 2 και 3 της Οδηγίας)

 1. Αν ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του προστατευόμενου προσώπου εκτιμά ότι τα μέτρα προστασίας που προβλέπει η ευρωπαϊκή εντολή δεν είναι επαρκή και κατάλληλα για τη συνεχή προστασία αυτού, εισάγει σχετική αίτηση ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, το οποίο προσαρμόζει ή επιβάλλει άλλα μέτρα προστασίας που προβλέπονται στο εθνικό δίκαιο για τις ίδιες πράξεις. Στην περίπτωση αυτή, τα νέα μέτρα πρέπει να αντιστοιχούν στο μέγιστο βαθμό στα μέτρα προστασίας που έχει λάβει το κράτος έκδοσης.

 2. Ο Εισαγγελέας κοινοποιεί την απόφαση της προηγούμενης παραγράφου για τα νέα μέτρα στο πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο, στην αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και στο προστατευόμενο πρόσωπο και τις έννομες συνέπειες της παραβίασής τους. Η διεύθυνση ή άλλα στοιχεία επικοινωνίας του προστατευόμενου προσώπου δεν γνωστοποιούνται στο πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο, εκτός αν είναι αναγκαίο για την εκτέλεση του μέτρου που έχει ληφθεί κατ’ εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου.

 Άρθρο 12

 Λόγοι άρνησης αναγνώρισης ευρωπαϊκής εντολής προστασίας και υποχρέωση ενημέρωσης

 (άρθρο 10 της Οδηγίας)

 1. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του προστατευόμενου προσώπου μπορεί να αρνηθεί με αιτιολογημένη διάταξή του την αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, αν:

 α) η εντολή δεν είναι πλήρης ή δεν συμπληρώθηκε εντός της προθεσμίας που αυτός όρισε σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 2,

 β) δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4,

 γ) το μέτρο προστασίας επιβλήθηκε για πράξη, η οποία δεν είναι αξιόποινη κατά το ελληνικό δίκαιο,

 δ) έχει χορηγηθεί αμνηστία στο πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο και το μέτρο επιβλήθηκε για πράξη ή συμπεριφορά, η οποία εμπίπτει στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων,

 ε) προβλέπεται, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ασυλία για το πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο,

 στ) το αξιόποινο της πράξης, για την οποία έχει εκδοθεί το μέτρο προστασίας, έχει παραγραφεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όταν η πράξη αυτή εμπίπτει στη δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων,

 ζ) η αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας παραβιάζει την αρχή ne bis in idem,

 η) το πρόσωπο που προκαλεί κίνδυνο είναι ανεύθυνο ποινικά λόγω της ηλικίας του για την πράξη για την οποία έχει εκδοθεί το μέτρο προστασίας, σύμφωνα με τους ελληνικούς ποινικούς νόμους, και

 θ) το μέτρο προστασίας σχετίζεται με ποινικό αδίκημα, το οποίο έχει διαπραχθεί εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα και τιμωρείται κατά το ελληνικό δίκαιο.

 2. Η διάταξη με την οποία ο Εισαγγελέας αρνείται την αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας επιδίδεται στο προστατευόμενο πρόσωπο, το οποίο δικαιούται να προσφύγει ενώπιον του Εισαγγελέα Εφετών μέσα σε προθεσμία δέκα (10) ημερών από την επίδοσή της. Για το δικαίωμα προσφυγής το προστατευόμενο πρόσωπο ενημερώνεται γραπτώς ταυτόχρονα με την επίδοση της απορριπτικής διάταξης.

 3. Όταν ο Εισαγγελέας αρνείται την αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, ενημερώνει σχετικά, χωρίς καθυστέρηση, την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και, αν το κρίνει αναγκαίο, το προστατευόμενο πρόσωπο, γνωρίζοντάς του ότι μπορεί να ζητήσει την έκδοση μέτρου προστασίας δυνάμει της εθνικής του νομοθεσίας.

 Άρθρο 13

 Παραβίαση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας και ενημέρωση της αρμόδιας αρχής του κράτους έκδοσης

 (άρθρα 11, 12 και 17 της Οδηγίας)

 1. Όποιος παραβιάζει την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας τιμωρείται, με φυλάκιση μέχρι δύο ετών.

 2. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του προστατευόμενου προσώπου, όταν διαπιστώνει παραβίαση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, είναι αρμόδιος: α) να ενεργεί κατά άρθρο 43 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και β) να λαμβάνει κάθε επείγον μέτρο ώστε να αρθεί η παραβίαση, μέχρι την έκδοση μεταγενέστερης απόφασης του κράτους έκδοσης.

 3. Ο Εισαγγελέας ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης για κάθε παραβίαση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας με το τυποποιημένο έντυπο του Παραρτήματος II, το οποίο μεταφράζεται στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους έκδοσης.

 Άρθρο 14

 Συνέπειες ανάκλησης και τροποποίησης από το κράτος έκδοσης της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας

 (άρθρο 13 παραράγραφοι 6 και 7 της Οδηγίας)

 1. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του προστατευόμενου προσώπου, μόλις λάβει επίσημη κοινοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης για ανάκληση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, ανακαλεί τα μέτρα που έχουν ληφθεί κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παράγραφος 1 ή εισάγει σχετική αίτηση στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο για ανάκληση των μέτρων που έχουν ληφθεί κατά τη διάταξη του άρθρου 11 παράγραφος 1.

 2. Ο Εισαγγελέας, μόλις λάβει επίσημη κοινοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης για τροποποίηση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας:

 α) τροποποιεί τα μέτρα που έχουν ληφθεί με βάση την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας ή β) αρνείται να εκτελέσει το τροποποιημένο μέτρο, αν αυτό δεν εμπίπτει στις αναφερόμενες στο άρθρο 4 απαγορεύσεις ή περιορισμούς ή αν οι πληροφορίες που διαβιβάζονται με την ευρωπαϊκή εντολή προστασίας είναι ελλιπείς και δεν έχουν συμπληρωθεί μέσα στην προθεσμία που έθεσε, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παράγραφος 2.

 Άρθρο 15

 Λόγοι ανάκλησης των μέτρων που έχουν ληφθεί βάσει ευρωπαϊκής εντολής προστασίας

 (άρθρο 14 της Οδηγίας)

 1. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών του τόπου της κατοικίας ή της προσωρινής διαμονής του προστατευόμενου προσώπου μπορεί να ανακαλέσει τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την εκτέλεση ευρωπαϊκής εντολής προστασίας, αν:

 α) Υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι το προστατευόμενο πρόσωπο δεν κατοικεί ούτε διαμένει στο ελληνικό έδαφος ή το έχει εγκαταλείψει οριστικά,

 β) έχει παρέλθει, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η μέγιστη διάρκεια ισχύος των μέτρων που έχουν ληφθεί κατ’ εφαρμογή της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας,

 γ) συντρέχει η περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 14,

 δ) διαβιβάζεται στην Ελλάδα δικαστική απόφαση ή απόφαση περί μέτρων επιτήρησης, κατά την έννοια των άρθρων 24 και 42 του Ν. 4307/2014 αντίστοιχα, μετά την αναγνώριση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας.

 2. Ο Εισαγγελέας ενημερώνει για την ανάκληση αμέσως την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης και, αν είναι δυνατόν, το προστατευόμενο πρόσωπο.

 3. Στην περίπτωση β' της παραγράφου 1, ο Εισαγγελέας, πριν αποφασίσει την ανάκληση των μέτρων, μπορεί να καλέσει με κάθε πρόσφορο μέσο την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης, να παράσχει πληροφορίες, ώστε να κρίνει αν επιβάλλεται η συνέχιση εφαρμογής του μέτρου λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης.

 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

 ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 Άρθρο 16

 Σχέση με άλλες διεθνείς συμφωνίες και διακανονισμούς

 (άρθρο 19 της Οδηγίας)

 1. Διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμοί που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου εξακολουθούν να εφαρμόζονται, αν οι συμφωνίες ή οι διακανονισμοί επιτρέπουν την επέκταση ή τη διεύρυνση των στόχων του και συμβάλλουν στην απλούστευση ή την περαιτέρω διευκόλυνση των διαδικασιών για τη λήψη μέτρων προστασίας.

 2. Μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, επιτρέπεται να συνάπτονται διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες ή διακανονισμοί με τρίτα κράτη, εφόσον επιτρέπουν την επέκταση ή τη διεύρυνση των διατάξεων του παρόντος και συμβάλλουν στην απλούστευση ή στη διευκόλυνση των διαδικασιών για τη λήψη μέτρων προστασίας.

 Άρθρο 17

 Σχέση με άλλες νομικές πράξεις

 (άρθρο 20 της Οδηγίας)

 1. Ο παρών νόμος δεν επηρεάζει την εφαρμογή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2012 «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 2201/2003 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2003 «για τη διεθνή δικαιοδοσία και την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε γαμικές διαφορές και διαφορές γονικής μέριμνας ο οποίος καταργεί τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθμ. 1347/2000», της σύμβασης της Χάγης του 1996 σχετικά με τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση, την

εκτέλεση και τη συνεργασία σε θέματα γονικής μέριμνας και μέτρων προστασίας των παιδιών ή της σύμβασης της Χάγης του 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών.

 2. Ο παρών νόμος δεν επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4307/2014.

 Άρθρο 18

 Έξοδα

 (άρθρο 18 της Οδηγίας)

 Αν από την εκτέλεση της ευρωπαϊκής εντολής προστασίας προκαλούνται δαπάνες επί του ελληνικού εδάφους αυτές βαρύνουν το Ελληνικό Δημόσιο.

 ΜΕΡΟΣ Β'

 ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΠΛΑΙΣΙΟ 2009/315/ΔΕΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 26ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2009 «ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΜΗΤΡΩΩΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ - ΜΕΛΩΝ» (L 93) ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 2009/316/ΔΕ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ 6ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2009 «ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΜΗΤΡΩΟΥ (ECRIS) ΚΑΤ’ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11 ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ - ΠΛΑΙΣΙΟΥ 2009/315/ΔΕΥ (L 93)

 Άρθρο 19

 Αντικείμενο της ρύθμισης

 (άρθρο 1 της απόφασης - πλαίσιο)

 Οι διατάξεις των άρθρων 19 έως 32 ρυθμίζουν: α) Τους κανόνες βάσει των οποίων διαβιβάζονται τα στοιχεία της καταδίκης ενός υπηκόου άλλου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κράτος-μέλος της ιθαγένειάς του, β) τις υποχρεώσεις διατήρησης των πληροφοριών αυτών και τη διευκρίνιση των μεθόδων που πρέπει να ακολουθούνται όταν υποβάλλονται αιτήσεις για πληροφορίες ποινικού μητρώου και γ) την εφαρμογή του «Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου» (ECRIS) για την ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών ποινικού μητρώου με άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 Άρθρο 20

 Ορισμοί

 (άρθρο 2 της απόφασης - πλαίσιο)

 Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19 έως 32 ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

 α) «καταδίκη»: κάθε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου κατά φυσικού προσώπου, η οποία αφορά αξιόποινη πράξη που καταχωρίζεται στο ποινικό μητρώο του κράτους-μέλους καταδίκης,

 β) «ποινική διαδικασία»: η προδικασία, η διαδικασία στο ακροατήριο, η διαδικασία των ενδίκων μέσων και η εκτέλεση,

 γ) «ποινικό μητρώο»: το εθνικό μητρώο ή τα εθνικά μητρώα στα οποία καταχωρίζονται οι καταδίκες σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

 Άρθρο 21

 Κεντρική αρχή

 (άρθρο 3 παράγραφος 1 της απόφασης - πλαίσιο)

 Για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19 έως 32 του παρόντος, ως κεντρική αρχή ορίζεται το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 Άρθρο 22

 Διαβίβαση πληροφοριών

 (άρθρα 4 παράγραφοι 2, 3 και 4 και 7 παράγραφος 2 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Η ημεδαπή κεντρική αρχή ενημερώνει το ταχύτερο δυνατόν τις κεντρικές αρχές των άλλων κρατών-μελών για τις καταδίκες των πολιτών τους στην Ελλάδα, όπως αυτές καταχωρίζονται στο ποινικό μητρώο. Αν είναι γνωστό ότι ο καταδικασθείς είναι πολίτης περισσοτέρων κρατών-μελών, οι σχετικές πληροφορίες διαβιβάζονται σε καθένα από αυτά τα κράτη-μέλη, ακόμα και όταν ο

καταδικασθείς είναι και Έλληνας πολίτης. Κατά τη διαβίβαση των πληροφοριών, η ημεδαπή κεντρική αρχή μπορεί να πληροφορεί την κεντρική αρχή του κράτους-μέλους ιθαγένειας του προσώπου ότι οι πληροφορίες δεν μπορούν να διαβιβασθούν περαιτέρω για σκοπούς εκτός των ποινικών διαδικασιών.

 2. Πληροφορίες σχετικές με μεταγενέστερη τροποποίηση ή διαγραφή των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο ποινικό μητρώο διαβιβάζονται αμέσως από την ημεδαπή κεντρική αρχή στην κεντρική αρχή του κράτους-μέλους της ιθαγένειας του καταδικασθέντος.

 3. Επιτρέπεται η διαβίβαση αντιγράφου της καταδικαστικής απόφασης, καθώς και κάθε άλλης σχετικής πληροφορίας στην κεντρική αρχή του κράτους-μέλους της ιθαγένειας του καταδικασθέντος, εφόσον αυτή το ζητήσει, προκειμένου να εξετάσει αν απαιτείται η λήψη μέτρου σε εθνικό επίπεδο. Η ημεδαπή κεντρική αρχή αναζητά από το αρμόδιο δικαστήριο τη δικαστική απόφαση και τη διαβιβάζει στην αιτούσα κεντρική αρχή του κράτους-μέλους.

 Άρθρο 23

 Περιεχόμενο της διαβίβασης

 (άρθρο 11 παράγραφος 1 της απόφασης - πλαίσιο)

 Η διαβίβαση πληροφοριών κατά το προηγούμενο άρθρο περιλαμβάνει υποχρεωτικά τις ακόλουθες πληροφορίες, εκτός αν αυτές δεν είναι γνωστές στην κεντρική αρχή, σχετικά:

 α) με τον καταδικασθέντα και ειδικότερα με το πλήρες ονοματεπώνυμο, το τυχόν ψευδώνυμο, το όνομα γονέων, την ημερομηνία γέννησης, την πόλη και το κράτος γέννησης, το φύλο, την ιθαγένεια, το τυχόν προηγούμενο όνομα ή ονόματα, και τον αριθμό και το είδος των εγγράφων ταυτοποίησης,

 β) με τα στοιχεία της καταδίκης και ειδικότερα με τον αριθμό και την ημερομηνία έκδοσης της καταδικαστικής απόφασης, το δικαστήριο που την εξέδωσε και την ημερομηνία κατά την οποία αυτή κατέστη αμετάκλητη,

 γ) με το αδίκημα που οδήγησε στην καταδίκη, τον ειδικό νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης, τον τόπο και το χρόνο τέλεσής της και τη μνεία των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και

 δ) με την καταδίκη και ιδίως το ύψος της ποινής, την τυχόν συμμετοχική δράση του καταδικασθέντος, την περίπτωση υποτροπής αυτού, τις παρεπόμενες ποινές και τα μέτρα ασφαλείας που έχουν επιβληθεί, καθώς και τις επακόλουθες αποφάσεις που τροποποιούν την εκτέλεση της ποινής.

 Άρθρο 24

 Λήψη και διαχείριση πληροφοριών

 (άρθρο 5 παράγραφοι 1, 2 και 3 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Η ημεδαπή κεντρική αρχή καταχωρίζει όλες τις πληροφορίες ποινικού μητρώου Ελλήνων πολιτών που της διαβιβάζονται από άλλα κράτη-μέλη σύμφωνα με τον παρόντα νόμο.

 2. Κάθε τροποποίηση ή κατάργηση πληροφοριών που διαβιβάζονται από άλλα κράτη-μέλη, συνεπάγεται αντίστοιχη τροποποίηση ή διαγραφή των πληροφοριών που καταχωρίστηκαν, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο.

 3. Για το σκοπό της εκ νέου διαβίβασης σύμφωνα με το άρθρο 26, η ημεδαπή κεντρική αρχή μπορεί να χρησιμοποιήσει μόνο τις ενημερωμένες, σύμφωνα με την παράγραφο 2, καταχωρίσεις.

 Άρθρο 25

 Αιτήσεις παροχής πληροφοριών

 (άρθρο 6 παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Όταν ζητούνται πληροφορίες από το ποινικό μητρώο για τους σκοπούς ποινικής διαδικασίας στην Ελλάδα ή για κάθε άλλο σκοπό που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, η ημεδαπή κεντρική αρχή απευθύνει στην κεντρική αρχή του κράτους-μέλους ιθαγένειας ή καταδίκης αίτηση για πληροφορίες και συναφή στοιχεία ποινικού μητρώου.

 2. Όταν ένα πρόσωπο ζητεί πληροφορίες σχετικά με το ποινικό του μητρώο, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η ημεδαπή κεντρική αρχή:

 α) αν ο αιτών είναι ή ήταν έλληνας πολίτης και κατοικεί ή κατοικούσε σε άλλο κράτος-μέλος, μπορεί να απευθύνει στην κεντρική αρχή του άλλου κράτους- μέλους αίτηση για πληροφορίες και συναφή στοιχεία ποινικού μητρώου,

 β) αν ο αιτών είναι πολίτης άλλου κράτους-μέλους και κατοικεί στην Ελλάδα, απευθύνει πάντοτε αίτηση στην κεντρική αρχή του κράτους εκείνου, προκειμένου να συμπεριλάβει τις σχετικές πληροφορίες στο απόσπασμα που θα του δοθεί.

 3. Κάθε αίτηση για παροχή πληροφοριών υποβάλλεται μέσω του εγγράφου που παρατίθεται στο Παράρτημα Α'.

 Άρθρο 26

 Απάντηση σε αιτήσεις πληροφοριών

 (άρθρο 7 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Όταν ζητούνται από την ημεδαπή κεντρική αρχή πληροφορίες ποινικού μητρώου για πρόσωπα με ελληνική ιθαγένεια, για τους σκοπούς ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος-μέλος, η ημεδαπή κεντρική αρχή διαβιβάζει στην κεντρική αρχή του αιτούντος κράτους-μέλους πληροφορίες που αφορούν:

 α) καταδίκες στην Ελλάδα που είναι καταχωρισμένες στο ποινικό μητρώο,

 β) καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλα κράτη-μέλη, οι οποίες διαβιβάσθηκαν στην ημεδαπή κεντρική αρχή και καταχωρίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 24,

 γ) καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε τρίτες χώρες, οι οποίες διαβιβάσθηκαν στην ημεδαπή κεντρική αρχή και είναι καταχωρισμένες στο ποινικό μητρώο.

 2. Όταν ζητούνται από την ημεδαπή κεντρική αρχή πληροφορίες ποινικού μητρώου για πρόσωπα με ελληνική ιθαγένεια, εκτός του πλαισίου της ποινικής διαδικασίας σε άλλο κράτος-μέλος, για να χρησιμοποιηθούν για ρητά αναφερόμενο σκοπό από δικαστική ή διοικητική αρχή ή από το πρόσωπο που ζητά πληροφορίες για το δικό του ποινικό μητρώο, η ημεδαπή κεντρική αρχή τις διαβιβάζει σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Αν, όμως, πρόκειται για πληροφορίες για καταδικαστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί σε άλλο κράτος-μέλος, και το τελευταίο είχε πληροφορήσει την ημεδαπή κεντρική αρχή, κατά τη διαβίβαση των πληροφοριών, ότι αυτές δεν μπορούν να διαβιβασθούν περαιτέρω για σκοπούς εκτός των ποινικών διαδικασιών, τότε η ημεδαπή κεντρική αρχή ενημερώνει το αιτούν κράτος-μέλος σχετικά με την ταυτότητα του κράτους-μέλους το οποίο είχε διαβιβάσει τις πληροφορίες, προκειμένου το αιτούν κράτος να υποβάλει αίτηση απευθείας στο κράτος-μέλος που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση.

 3. Ο περιορισμός που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο ισχύει και στην περίπτωση που τρίτη χώρα ζητεί από την κεντρική αρχή πληροφορίες ποινικού μητρώου για πρόσωπα με ελληνική ιθαγένεια.

 4. Για την απάντηση χρησιμοποιείται το έγγραφο που παρατίθεται στο Παράρτημα Α', συνοδευόμενο κατά περίπτωση από σχετικό αντίγραφο ποινικού μητρώου.

 5. Όταν κράτος-μέλος ζητεί από την ημεδαπή κεντρική αρχή πληροφορίες ποινικού μητρώου για υπηκόους τρίτων χωρών ή ανιθαγενείς, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης περί αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν.δ. 4218/1961 (Α' 171).

 Άρθρο 27

 Προθεσμίες

 (άρθρο 8 παράγραφοι 1 και 2 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Αν η αίτηση αφορά σε πληροφορίες που ζητεί η κεντρική αρχή άλλου κράτους-μέλους, η απάντηση διαβιβάζεται αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημέρα παραλαβής της αίτησης, μέσω του εγγράφου που παρατίθεται στο Παράρτημα A'. Όταν απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες για την ταυτοποίηση του προσώπου που αναφέρεται στην αίτηση, η ημεδαπή κεντρική αρχή διαβουλεύεται αμέσως με το αιτούν κράτος-μέλος, προκειμένου να απαντήσει εντός δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία παραλαβής των αιτούμενων συμπληρωματικών πληροφοριών.

 2. Αν η αίτηση αφορά σε πληροφορίες που ζητεί ένα πρόσωπο σχετικά με το ποινικό του μητρώο μέσω της κεντρικής αρχής άλλου κράτους-μέλους, η απάντηση διαβιβάζεται μέσα σε είκοσι (20) εργάσιμες ημέρες από την ημέρα παραλαβής της.

 3. Στις περιπτώσεις του άρθρου 25, ως προς τις πληροφορίες που πρέπει να αναζητηθούν από την κεντρική αρχή άλλου κράτους-μέλους, η αποστολή του αιτήματος γίνεται εντός τριών (3) ημερών από την υποβολή της αίτησης στην ημεδαπή κεντρική αρχή και η σχετική απάντηση γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο εντός τριών (3) ημερών από την λήψη της.

 Άρθρο 28

 Όροι χρήσης προσωπικών δεδομένων

 (άρθρο 9 παράγραφοι 1, 3, 4 και 5 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Τα προσωπικά δεδομένα που διαβιβάζονται στην ημεδαπή κεντρική αρχή από άλλο κράτος-μέλος με βάση το άρθρο 26 παράγραφοι 1, 2 και 5 μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο για τους συγκεκριμένους σκοπούς για τους οποίους ζητήθηκαν, όπως αυτοί αποτυπώνονται στο έγγραφο που παρατίθεται στο Παράρτημα Α'.

 2. Κατ’ εξαίρεση, τα προσωπικά δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιούνται από το αιτούν κράτος-μέλος και για την πρόληψη άμεσου και σοβαρού κινδύνου συνδεόμενου με τη δημόσια ασφάλεια.

 3. Ο περιορισμός που αναφέρεται στην παράγραφο 1 ισχύει και όταν τα προσωπικά δεδομένα διαβιβάζονται σε τρίτη χώρα. Στην περίπτωση αυτή η ημεδαπή κεντρική αρχή ενημερώνει την αιτούσα χώρα για την υποχρέωση εφαρμογής του.

 4. Ο περιορισμός της παραγράφου 1 δεν εφαρμόζεται σε προσωπικά δεδομένα που λαμβάνονται μεν κατ’ εφαρμογή του παρόντος νόμου, αλλά προέρχονται από την Ελλάδα.

 Άρθρο 29

 Γλώσσες εργασίας

 (άρθρο 10 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Κατά την υποβολή αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 25, η ημεδαπή κεντρική αρχή διαβιβάζει το έγγραφο που παρατίθεται στο Παράρτημα Α' στο κράτο-μέλος προς το οποίο απευθύνεται, στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τελευταίου.

 2. Η κεντρική αρχή απαντά σε αντίστοιχα αιτήματα άλλων κρατών-μελών είτε στην ελληνική γλώσσα είτε σε άλλη γλώσσα που γίνεται δεκτή και από τα δύο (2) κράτη-μέλη.

 Άρθρο 30

 Μορφότυπος και άλλοι τρόποι ανταλλαγής πληροφοριών

 (άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 της απόφασης)

 1. Η ανταλλαγή των πληροφοριών, αιτήσεων και απαντήσεων με άλλα κράτη-μέλη σύμφωνα με τον παρόντα νόμο γίνεται ηλεκτρονικά βάσει του τυποποιημένου μορφοτύπου που προβλέπεται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου (ECRIS).

 2. Σε περίπτωση που ο ανωτέρω τρόπος διαβίβασης δεν είναι διαθέσιμος, η διαβίβαση γίνεται με οποιοδήποτε μέσο, υπό προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη της διαβίβασης και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητας των πληροφοριών.

 3. Κατά τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με το νομικό χαρακτηρισμό της αξιόποινης πράξης και την εφαρμοσθείσα διάταξη νόμου, γίνεται αναφορά του κωδικού που αντιστοιχεί σε καθεμία πράξη, σύμφωνα με τον πίνακα του Παραρτήματος Β'. Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν η αξιόποινη πράξη δεν αντιστοιχεί ακριβώς σε συγκεκριμένη υποκατηγορία, χρησιμοποιείται ο κωδικός «ανοικτή κατηγορία» της σχετικής ή της εγγύτερης κατηγορίας πράξεων ή, ελλείψει τούτου, ο κωδικός «λοιπές αξιόποινες πράξεις».

 4. Κατά τη διαβίβαση πληροφοριών σχετικά με το περιεχόμενο της καταδικαστικής απόφασης, γίνεται αναφορά του κωδικού που αντιστοιχεί σε καθεμία από τις ποινές και τα μέτρα που αναφέρονται στη διαβίβαση, σύμφωνα με τον πίνακα του Παραρτήματος Γ'. Σε ειδικές περιπτώσεις, όταν η ποινή ή το μέτρο δεν αντιστοιχεί ακριβώς σε συγκεκριμένη υποκατηγορία, χρησιμοποιείται ο κωδικός «ανοικτή κατηγορία» της σχετικής ή της εγγύτερης κατηγορίας ποινών και μέτρων ή, ελλείψει τούτου, ο κωδικός «λοιπές ποινές και μέτρα».

 5. Η διαβίβαση πληροφοριών που αφορούν στη φύση και τους όρους εκτέλεσης της επιβληθείσας ποινής ή μέτρου, ή σε επακόλουθες αποφάσεις που τροποποιούν την εκτέλεση της ποινής, γίνεται με αναφορά στις αντίστοιχες παραμέτρους του Παραρτήματος Γ'.

 6. Στις περιπτώσεις που κατά τη διαβίβαση των πληροφοριών των προηγουμένων παραγράφων έχουν χρησιμοποιηθεί οι κωδικοί «ανοικτή κατηγορία», «λοιπές αξιόποινες πράξεις» και «λοιπές ποινές και μέτρα», η ημεδαπή κεντρική αρχή δύναται να διαβιβάζει και το κείμενο της διάταξης που προβλέπει την πράξη, την ποινή ή το μέτρο σε μία από τις γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 29 του παρόντος νόμου.

 7. Οι πληροφορίες που διαβιβάζονται στην κεντρική αρχή από άλλα κράτη-μέλη μέσω του ECRIS καταχωρίζονται στα αντίγραφα ποινικού μητρώου με αναφορά του αδικήματος και του περιεχομένου της καταδίκης κατά την αντιστοίχιση που προβλέπεται στα Παραρτήματα Β' και Γ'. Ο χαρακτηρισμός της αξιόποινης πράξης μπορεί επιπρόσθετα να καταχωρίζεται και στη γλώσσα του κράτους από το οποίο γίνεται η διαβίβαση.

 Άρθρο 31

 Εκτελεστικά μέτρα

 (άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 6 παράγραφος 2 της απόφασης)

 1. Η ημεδαπή κεντρική αρχή συντάσσει κατάλογο με τις αξιόποινες πράξεις που προβλέπονται στην ελληνική έννομη τάξη, κατ’ αντιστοιχία προς τις κατηγορίες του πίνακα του Παραρτήματος Β'. Συντάσσει, επίσης, κατάλογο με τις προβλεπόμενες κύριες και παρεπόμενες ποινές και μέτρα ασφαλείας, κατ’ αντιστοιχία προς τις κατηγορίες του πίνακα του Παραρτήματος Γ'.

 2. Οι ανωτέρω κατάλογοι αποστέλλονται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σκοπό ιδίως την κατάρτιση μη δεσμευτικού πρακτικού εγχειριδίου για την ανταλλαγή πληροφοριών μέσω του ECRIS. Η κεντρική αρχή ενημερώνει τακτικά τους καταλόγους και αποστέλλει στη Γενική Γραμματεία τα ενημερωμένα στοιχεία.

 3. Οι αρμόδιες υπηρεσίες της κεντρικής αρχής ενημερώνονται και συνεννοούνται με τις αντίστοιχες υπηρεσίες των άλλων κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με στόχο το συντονισμό της δράσης τους για την τεχνική ανάπτυξη και αποτελεσματική λειτουργία του ECRIS.

 4. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συγκροτείται τριμελής επιτροπή με τριετή θητεία, που μπορεί να ανανεώνεται, με αρμοδιότητα την ενημέρωση του υφιστάμενου εθνικού καταλόγου αξιόποινων πράξεων, των προβλεπόμενων κύριων και παρεπόμενων ποινών και των μέτρων ασφαλείας. Η επιτροπή αποτελείται από έναν Εισαγγελέα εφετών, με το νόμιμο αναπληρωτή του, ως πρόεδρο, έναν Εισαγγελέα Πρωτοδικών και έναν υπάλληλο του Τμήματος Ποινικού Μητρώου και Απονομής Χάριτος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τους αναπληρωτές τους. Ως Γραμματέας ορίζεται υπάλληλος του Τμήματος Ποινικού Μητρώου και Απονομής Χάριτος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην αρμοδιότητα της επιτροπής εμπίπτει και η γνωμοδότηση επί ερωτημάτων που υποβάλλονται από τον προϊστάμενο του Τμήματος Ποινικού Μητρώου και Απονομής Χάριτος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αντιστοίχιση αξιόποινων πράξεων, κύριων και παρεπόμενων ποινών και μέτρων ασφαλείας σε κωδικούς του εθνικού καταλόγου και των πινάκων των Παραρτημάτων Β' και Γ' του παρόντος. Στα μέλη και στον γραμματέα της επιτροπής δεν καταβάλλεται καμία αποζημίωση.

 Άρθρο 32

 (άρθρο 12 παράγραφος 5 της απόφασης - πλαίσιο)

 Διατάξεις που ρυθμίζουν με ειδικότερο τρόπο τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο και περιλαμβάνονται σε διμερείς ή πολυμερείς συμφωνίες μεταξύ των κρατών-μελών εξακολουθούν να ισχύουν.

 Άρθρο 33

 Τροποποιήσεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

 (άρθρο 11 παράγραφος 1 της απόφασης - πλαίσιο)

 1. Η περίπτωση α' της παρ. 2 του άρθρου 574 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

 «α) Τα στοιχεία της ταυτότητας που είναι αναγκαία για την εξατομίκευση του προσώπου στο οποίο αφορά το δελτίο και ιδίως το πλήρες ονοματεπώνυμο, το ονοματεπώνυμο γονέων, την ημερομηνία, την πόλη και το κράτος γέννησης, το φύλο, την ιθαγένεια ή τις ιθαγένειες, το τυχόν προηγούμενο ονοματεπώνυμο ή ψευδώνυμο, τον αριθμό και το είδος των εγγράφων ταυτοποίησης και τον αριθμό φορολογικού μητρώου. Αν πρόκειται για έγγαμο, αναγράφεται και το ονοματεπώνυμο του συζύγου.»

 2. Στο άρθρο 574 παράγραφος 2 περίπτωση βε' προστίθεται εδάφιο δεύτερο ως εξής:

 «Επίσης, γίνεται μνεία της ημερομηνίας κατά την οποία η απόφαση κατέστη αμετάκλητη.»

 3. Στο άρθρο 574 παράγραφος 2 προστίθεται περίπτωση γ' ως εξής:

 «γ) Ο χρόνος τέλεσης της αξιόποινης πράξης».

 ΜΕΡΟΣ Γ'

 Άρθρο 34

 Έναρξη ισχύος

 Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

 

AttachmentSize
PDF icon N_4360_2016.pdf2.62 MB