ΑΠ 183/2016 – ΕΦΕΣΗ ΕΚΠΡΟΘΕΣΜΗ – ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ

ΑΠ 183/2016 (Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ): «…Με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ.1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), η οποία κυρώθηκε για πρώτη φορά από την Ελλάδα με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, οπότε αποτελεί, κατά το αρθρ. 28 του Συντάγματος, αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού Ελληνικού Δικαίου και υπερισχύει από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη εσωτερικού νόμου, ορίζεται ότι "Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα, όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας, υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίσει είτε ..., είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως". Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνονται, ειδικότερα, σύμφωνα με τη σταθερή νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.: α) το δικαίωμα ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και β) το δικαίωμα του προσώπου να τύχει σχετικά με την υπόθεση του ακρόασης. Το ίδιο δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται, τόσο από το άρθρο 2 παρ.1 εδ. α’ του έβδομου Πρωτοκόλλου της ως άνω Ευρωπαϊκής Σύμβασης, που κυρώθηκε με το Ν. 1705/1987, το οποίο ορίζει ότι "Κάθε πρόσωπο που καταδικάσθηκε για αξιόποινη πράξη από δικαστήριο, έχει το δικαίωμα της επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της απόφασης με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ή της απόφασης με την οποία του επιβλήθηκε ποινή", όσο και από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει". Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται, ότι τα κράτη θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει στην πράξη το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, απόρροια του οποίου είναι και η ακώλυτη πρόσβαση σε δικαστήριο και η προηγούμενη δικαστική ακρόαση. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, η προθεσμία για την άσκηση των ένδικων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της αποφάσεως. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της αποφάσεως, η προθεσμία είναι, επίσης, δεκαήμερη, εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει σε κάθε περίπτωση από την επίδοση της αποφάσεως. Τέλος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ.1 και 2 του Κ.Ποιν.Δ., το ένδικο μέσο, όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα, είναι απαράδεκτο και απορρίπτεται, κατά της αποφάσεως δε που απορρίπτει το ένδικο μέσο της εφέσεως ως εκπρόθεσμο και εντεύθεν απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνον αίτηση αναιρέσεως για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του Κ.Ποιν.Δ., μεταξύ των οποίων είναι και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της αποφάσεως, με την προϋπόθεση ότι αυτοί αναφέρονται στην ορθότητα της κρίσεως για το απαράδεκτο. Η απόφαση, με την οποία απορρίπτεται το ένδικο μέσο της εφέσεως ως απαράδεκτο λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεως του, για να έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επιδόσεως στον εκκαλούντα κατηγορούμενο της προσβαλλόμενης με την έφεση αποφάσεως, αν απαγγέλθηκε απόντος τούτου, το χρόνο ασκήσεως της εφέσεως, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό των στοιχείων εγκυρότητας του αποδεικτικού και της επιδόσεως (Ολ. ΑΠ. 4/1995 και 6/1994). Σε περίπτωση, όμως, που με την έφεση αμφισβητείται ο τόπος κατοικίας εκείνου που ασκεί το ένδικο μέσο και προβάλλεται ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο της επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως στην Ελλάδα, αυτός διέμενε στην αλλοδαπή σε ορισμένο τόπο και διεύθυνση, πρέπει επίσης να διαλαμβάνεται στην απορριπτική απόφαση σχετική αιτιολογία, αλλιώς ιδρύεται ο ανωτέρω, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ του Κ.Ποιν.Δ., λόγος αναιρέσεως. Πολύ δε περισσότερο, αν η έφεση ασκείται μετά την προθεσμία των δέκα (10) ημερών από την επίδοση της ερήμην αποφάσεως στον εκκαλούντα κατηγορούμενο, αλλά πριν παρέλθει η προθεσμία των 30 ημερών που απαιτείται για τον εκκαλούντα κατηγορούμενο που διαμένει στην αλλοδαπή, έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως που απορρίπτει την έφεση ως εκπρόθεσμη (απαράδεκτη) υπάρχει και όταν δεν αναφέρεται και δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια στην απόφαση ο τόπος διαμονής εκείνου που άσκησε την έφεση, ακόμη και αν δεν προβάλλει με την έφεση λόγους ακυρότητας της επιδόσεως της ερήμην του αποφάσεως που έγινε στην ημεδαπή. Ακόμη, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας και όταν δεν προκύπτει από την απόφαση ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του περί του παραδεκτού ή μη της εφέσεως, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που τέθηκαν υπόψη του κατά την ακροαματική διαδικασία. Έτσι, εάν στο ακροατήριο προσκομίστηκαν και αναγνώστηκαν έγγραφα και το δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής του κρίσης περί εκπροθέσμου και εξ αυτού απαραδέκτου της εφέσεως στηρίχθηκε αποκλειστικά και μόνον στο αποδεικτικό επιδόσεως της ερήμην του εκκαλούντος κατηγορουμένου εκδοθείσας αποφάσεως, χωρίς να προκύπτει ότι έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και τα υπόλοιπα έγγραφα - αποδεικτικά στοιχεία, η απόφαση είναι αναιρετέα για έλλειψη αιτιολογίας….». Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, με την υπ’ αριθμ. 74 από 6-10-2004 έκθεση εφέσεως κατά της 406/2013 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κεφαλληνίας, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων ισχυρίσθηκε ότι είναι κάτοικος Ελβετίας (...) και χωρίς να προβάλει με ειδικό λόγο εφέσεως ακυρότητα της επιδόσεως της ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως, προσκόμισε και σχετικά έγγραφα που αποδείκνυαν την κατοικία και διαμονή του στην Ελβετία, τα οποία και αναγνώστηκαν στο εφετείο. Όμως, το εφετείο, παρόλο που στην αρχή της προσβαλλόμενης αποφάσεως του αναφέρει ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι κάτοικος Ελβετίας και παρόλο που προσκομίστηκαν και αναγνώστηκαν τα ως άνω έγγραφα, στήριξε την κρίση του ως προς το εκπρόθεσμο και απαράδεκτο της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αποκλειστικά και μόνο στο αποδεικτικό επιδόσεως της ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως, δεχόμενο με την προσβαλλόμενη απόφαση του, κατά πιστή αντιγραφή του σκεπτικού της, τα εξής: "Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Την 11-9-2014 επιδόθηκε στη Λ. Ρ., σύζυγο του κατηγορούμενου, η οποία υπέγραψε το από 11-9-2014 αποδεικτικό επίδοσης και παρέλαβε την εκκαλουμένη απόφαση στο ... Αττικής (οδός ...) αντίγραφο της υπ’ αριθμ. 406/26-4-2013 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αργοστολίου, με την οποία αυτός καταδικάστηκε ερήμην για την πράξη της ηθικής αυτουργίας σε φθορά ξένης ιδιοκτησίας σε φυλάκιση οκτώ (8) μηνών. Περαιτέρω την 6-10-2014 ο κατηγορούμενος άσκησε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ι. Λ. την υπ’ αριθμ. 74/6-10-2014 έφεση του κατά της ανωτέρω απόφασης με αποτέλεσμα αυτή να έχει ασκηθεί μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 473 παρ.1 ΚΠΔ και να τυγχάνει απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης. Σημειωτέον ότι στην έκθεση εφέσεως κατ’ άρθρον 474 ΚΠΔ δεν γίνεται επίκληση περιστατικών που συνιστούν ανωτέρα βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που κατέστησε αδύνατη την εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης καθώς και των συνοδευόντων αυτά αποδεικτικών μέσων προκειμένου να συγχωρεθεί η εκπρόθεσμη άσκηση της έφεσης (ΑΠ 824/2003 Ποιν Λογ 2003.934). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω εφόσον έλαβε χώρα νόμιμη επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η προθεσμία προς άσκηση εφέσεως άρχισε κανονικά και η ασκηθείσα έφεση μετά την παρέλευση της δεκαήμερης προθεσμίας τυγχάνει απαράδεκτη". Με τις παραδοχές όμως αυτές, η αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως είναι ελλιπής. Ειδικότερα, ενόψει του ότι δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση ότι η ερήμην απόφαση επιδόθηκε νόμιμα στον εκκαλούντα κατηγορούμενο στις 11-9-2014, με επίδοση στη σύζυγο του στην Ελλάδα, χωρίς μάλιστα να αναφέρει αν η παραλαβούσα την ερήμην απόφαση στην Ελλάδα σύζυγος του εκκαλούντος κατηγορουμένου ήταν και σύνοικός του και ενόψει του ότι αναφερόταν στην έφεση ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι κάτοικος Ελβετίας, όπως άλλωστε αναφέρεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση και από της ως άνω επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως μέχρι την 6η Οκτωβρίου 2014 που ασκήθηκε η έφεση από τον κατηγορούμενο είχαν παρέλθει δέκα (10), αλλά όχι και τριάντα (30) ημέρες, που είναι η προθεσμία ασκήσεως εφέσεως από της επιδόσεως της ερήμην αποφάσεως όταν ο κατηγορούμενος διαμένει στην αλλοδαπή, δεν προσδιορίζεται με επάρκεια και σαφήνεια στην προσβαλλόμενη απόφαση αν ο εκκαλών κατηγορούμενος, κατά τον χρόνο της επιδόσεως της ερήμην του εκδοθείσας αποφάσεως στη σύζυγο του στην Ελλάδα, συνοικούσε με αυτή και ήταν κάτοικος ημεδαπής ή αν αυτός διέμενε στην Ελβετία και ήταν κάτοικος αλλοδαπής, για να κριθεί αν παρήλθε η νόμιμη προθεσμία ασκήσεως από μέρους του εφέσεως από τότε που επιδόθηκε στη σύζυγο του η ερήμην του εκδοθείσα απόφαση, αφού μάλιστα η επίδοση αυτή δεν προσβαλλόταν ρητά με ειδικό λόγο εφέσεως ως άκυρη. Ήταν δε αναγκαίο για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως να προσδιορίζεται και να προκύπτει με σαφήνεια σ’ αυτήν η διαμονή του εκκαλούντος κατηγορουμένου κατά το χρόνο της επιδόσεως της ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως και με τρόπο, ώστε να καθίσταται βέβαιο ότι ελήφθησαν υπ’ ‘ οψη και συνεκτιμήθηκαν, όλα τα προσκομισθέντα υπ’ αυτού και αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα - στοιχεία αφού η έφεση του ασκήθηκε μετά την πάροδο της δεκαήμερης προθεσμίας από της επιδόσεως της ερήμην του εκκαλούμενης αποφάσεως, αλλά πριν να παρέλθει η προθεσμία των 30 ημερών που απαιτείται, κατά τα ανωτέρω, αν ο εκκαλών κατηγορούμενος διαμένει στην αλλοδαπή. Επομένως, είναι βάσιμος ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσείοντος ως εκπρόθεσμης και συνεπώς απαράδεκτης και πρέπει, κατά παραδοχή της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι είχαν δικάσει προηγουμένως (αρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.), προκειμένου αυτό να κρίνει επί του παραδεκτού ή μη της εφέσεως του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, αφού ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτής, ανάλογα δε με τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι την έφεση ως εκπρόθεσμη, είτε να την κρίνει παραδεκτή και να προχωρήσει στην κατ’ ουσίαν έρευνα της υποθέσεως….»