ΑΠ 1368/2020, ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΧΡΕΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ - ΑΝΑΙΡΕΙΤΑΙ η προσβαλλόμενη απόφαση και παύει οριστικά η ποινική δίωξη

Αριθμός 1368/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Γεωργίου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεώργιο Παπαηλιάδη, Βασιλική Ηλιοπούλου, Μαρία Βασδέκη και Νικόλαο Βεργιτσάκη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Οκτωβρίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευσταθίας Σπυροπούλου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Λ. Θ. του Ν., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κοσμάτο, για αναίρεση της υπ'αριθ. 1632/2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Θεσσαλονίκης .
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και o αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 18.11.2019 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1633/2019.
Αφού άκουσε Tην Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να εφαρμοστεί αυτεπάγγελτα ο επιεικέστερος νόμος, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κηρυχθεί αθώος ο αναιρεσείων και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση από 18-11-2019 αίτηση, ασκηθείσα ενώπιον του Γραμματέως του Εφετείου Θεσ/νίκης, του κατηγορουμένου Λ. Θ. του Ν., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ'αριθ.1632/13-6-2019 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) ..., με την οποία κηρύχθηκε ένοχος με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2ε', για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990) και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, μετατραπείσα προς πέντε (5,00) Ευρω ημερησίως , ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, περιέχει δε ως λόγο αναίρεσης, κατ' εκτίμηση, τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, ήτοι την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, και συνεπώς είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του κυρωθέντος με το Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από την 1η-7-2019 (άρθρο δεύτερο του Ν. 4619/2019) νέου Ποινικού Κώδικα, "αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου". Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, με την οποία καθιερώνεται η αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου ουσιαστικού ποινικού νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι το χρόνο της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ως επιεικέστερος νόμος θεωρείται εκείνος που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις, δηλαδή εκείνος, ο οποίος με την εφαρμογή του, με βάση τις προβλεπόμενες στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋποθέσεις, επιφέρει την ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ποινική μεταχείριση. Προς τούτο γίνεται σύγκριση των περισσότερων σχετικών διατάξεων στο σύνολο των προϋποθέσεων που προβλέπονται από καθεμιά από αυτές. Αν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος νόμος. Προδήλως είναι ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος, όταν καθιστά αυτή (πράξη) ανέγκλητη. Από την ανωτέρω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 511 εδ. δ', 514 εδ. δ' περ. β' και 518 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ, συνάγεται ότι, αν μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης καταστεί ανέγκλητη η πράξη, για την οποία καταδικάστηκε ο κατηγορούμενος, τότε ο 'Άρειος Πάγος, εφόσον η αίτηση αναίρεσης κατά της καταδικαστικής απόφασης είναι παραδεκτή, εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως το νέο επιεικέστερο νόμο και κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο, αφού δεν υπάρχει πλέον αξιόποινη πράξη, ακόμη και παρά την ερημοδικία του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου (ΟλΑΠ 3/1995).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, με το άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990 θεσπίσθηκε η ποινική ευθύνη από τη μη καταβολή προς το Δημόσιο χρεών, που είναι βεβαιωμένα στις δημόσιες υπηρεσίες και ειδικότερα από την παραβίαση της προθεσμίας καταβολής τους, κατά τις ισχύουσες εκάστοτε διατάξεις, ανάλογα με το αν αυτά είναι καταβλητέα εφάπαξ ή με δόσεις, έτσι ώστε η ποινική μεταχείριση να διαφοροποιείται ως προς το χρονικό σημείο έναρξης της ποινικής ευθύνης του υπαιτίου, αλλά και ως προς το ύψος του ποσού του χρέους. Ακολούθως, το ως άνω άρθρο (25 Ν. 1882/1990) αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23 του Ν. 2523/1997, με το οποίο, αφενός μεν ποινικοποιήθηκε η μη καταβολή χρεών και προς τρίτους (πλην ιδιωτών), που εισπράττονται από τις δημόσιες υπηρεσίες ή τα τελωνεία, αφετέρου δε αυξήθηκε το ύψος του οφειλόμενου ποσού, που καθιστά αξιόποινη την πράξη της μη καταβολής. Στη συνέχεια, η παρ. 1 του άρθρου 25 συμπληρώθηκε με το άρθρο 34 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α' 110/17-5-2002) και ακολούθως το ίδιο άρθρο αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 34 του Ν. 3220/2004 (ΦΕΚ Α' 15/28-1-2004). Μετά την τελευταία αντικατάσταση, το ποινικό αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και λοιπών βεβαιωμένων και ληξιπρόθεσμων εσόδων στις ΔΟΥ και στα τελωνεία, κατά τον, ως κατωτέρω, χρόνο καταβολής των επίδικων χρεών: 1) αντιμετωπίσθηκε ενιαία ως προς το χρόνο είσπραξής τους, ορισθέντος ότι χρόνος είσπραξης είναι ο χρόνος της συμπλήρωσης τεσσάρων μηνών από τότε που έπρεπε να καταβληθεί το χρέος, ανεξάρτητα από τον τρόπο καταβολής των χρεών, εφάπαξ ή σε δόσεις, 2) στο κατώτερο ληξιπρόθεσμο ποσό οφειλής, για την οποία ζητείται η ποινική δίωξη, υπολογίζονται μαζί με τη βασική οφειλή και οι λοιπές επιβαρύνσεις από τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, 3) οι ποινές καθορίστηκαν βάσει του κατώτερου ποσού συνολικής κατά οφειλέτη ληξιπρόθεσμης οφειλής, ανεξάρτητα από το είδος του χρέους και 4) αυξήθηκαν τα όρια του χρέους για τη μη καταβολή, για τα οποία ζητείται η ποινική δίωξη του οφειλέτη, ορισθέντος έτσι ότι: "1. Η καθυστέρηση καταβολής των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, διώκεται ύστερα από αίτηση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους και τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) τεσσάρων τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, ο οποίος συνοδεύει υποχρεωτικά την ως άνω αίτηση, υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Επακολούθησε ο Ν. 3943/2011, με το άρθρο 3 του οποίου αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και ορίσθηκε ότι: "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) και τα τελωνεία χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) έως ένα έτος, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, που αναφέρεται στην παράγραφο 5, υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, β) έξι τουλάχιστον μηνών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ, γ) ενός τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ, δ) τριών τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ". Ακολούθως, εκδόθηκε ο Ν. 4321/21-3-2015 "Ρυθμίσεις για την επανεκκίνηση της οικονομίας", με το άρθρο 20 του οποίου η παράγραφος 1 του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 αντικαταστάθηκε ως εξής. "1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α', υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων. Η πράξη μπορεί να κριθεί ατιμώρητη, εάν το ποσό που οφείλεται εξοφληθεί μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης σε οποιονδήποτε βαθμό". Τέλος, με το άρθρο 8 του Ν. 4337/17-10-2015 προστέθηκε νέο Κεφάλαιο (δωδέκατο) στο Ν. 4174/2013, με το άρθρο 71 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι "τα ποσά των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ και των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, των περιπτώσεων α' και β', αντίστοιχα, της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του νόμου 1882/1990 ("Ποινικό αδίκημα μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο και τρίτους"), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται από τα ποσά των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ και διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ, αντίστοιχα". Μετά την υποβολή στον εισαγγελέα της σχετικής αίτησης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. κ.λ.π., που συνοδεύεται από τον πίνακα βεβαιωμένων χρεών, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη που περιλαμβάνει, ως μία ενιαία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο μπορεί να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς να έχει πλέον οποιαδήποτε έννομη σημασία το ύψος και η αιτία προέλευσης καθενός από τα μερικότερα χρέη. Δεν πρόκειται για κατ' εξακολούθηση έγκλημα, δηλαδή για περισσότερες, προσβάλλουσες διαφορετικές μονάδες του ίδιου έννομου αγαθού, απέχουσες χρονικά και συνεχόμενες μεταξύ τους λόγω της ενότητας δόλου του δράστη και αντιστοιχούσες σε ισάριθμα βεβαιωμένα και μη εξοφλημένα χρέη του πίνακα, ομοειδείς πράξεις, αλλά για μία και μόνη, τελούμενη με τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο κατά τον οποίο το χρέος έπρεπε να καταβληθεί, αξιόποινη πράξη, στην οποία τυποποιείται η καθυστέρηση καταβολής του αθροίσματος των περιεχόμενων στον πίνακα βεβαιωμένων χρεών. Πρόκειται, δηλαδή, για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συναπαρτίζεται από τα οριζόμενα στο νόμο στοιχεία και από δημόσια χρέη του υπαιτίου, που συναθροίζονται και ενιαιοποιούνται για τη νομοτυπική του συγκρότηση, χωρίς να περιέχει στοιχεία εξακολουθητικής, κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, τέλεσης, που χαρακτηρίζουν το αθροιστικό έγκλημα.
ΙV. Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται: 1) Ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος. 2) Ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες Δ.Ο.Υ. ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά το χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών να υπερβαίνει το οριζόμενο από το νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 του ΠΚ, ο οποίος (δόλος) πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία για τη θεμελίωση του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενιαιοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από το χρόνο, κατά τον οποίο αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Εξάλλου, ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και το υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ.). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται, όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος ].
V. Τέλος, με το άρθρο 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, που ισχύει, όπως προαναφέρθηκε, από την 1η-7-2019, ορίζεται ότι "Μετά το εδάφιο β' της παρ. 1 του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 προστίθεται εδάφιο γ' ως εξής:
"Στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου, τα χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις, καθώς και τα χρέη από τα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις ". Με τη διάταξη αυτή του νέου Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται, με τον αναφερόμενο σ' αυτή τρόπο, το προβλεπόμενο από το άρθρο 25 του Ν. 1882/1990 ποινικό αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων στη φορολογική διοίκηση χρεών προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, καθώς και τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αφού ρητά ορίζεται ότι στις (νέες) αιτήσεις και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών, κατά το άρθρο αυτό, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ποινικής ευθύνης του προσώπου οι οφειλές που αφορούν: α) χρέη που προέρχονται από τη μη εκτέλεση (αμιγώς) χρηματικών ποινών που επιβλήθηκαν από ποινικό δικαστήριο και οι σχετικές με αυτές προσαυξήσεις, τόκοι και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της μεταβατικής αυτής διάταξης, η μη καταβολή της επιβληθείσας χρηματικής ποινής καταργείται πλέον ως αυτοτελές αδίκημα του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, καθώς δυνάμει της διάταξης της παραγράφου 6 του άρθρου 80 του νέου Ποινικού Κώδικα, το δικαστήριο μαζί με τη χρηματική ποινή ορίζει ποινή στερητική της ελευθερίας, η οποία πρέπει να εκτιθεί από τον καταδικασθέντα, αν δεν καταβληθεί η χρηματική ποινή και β) χρέη που προέρχονται από τα φορολογικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 (ΚΦΔ), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις και τούτο, διότι, σύμφωνα με την ίδια ως άνω αιτιολογική έκθεση, θεραπεύεται το άτοπο της διπλής αξιολόγησης των αξιόποινων φορολογικών παραβάσεων, ήτοι τόσο κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, όσο και κατά τις διατάξεις του άρθρου 66 του Ν. 4174/2013, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 8 του Ν. 4337/2015. Ως εκ τούτου, τα ποσά που αποτελούν το προϊόν που αποκομίστηκε ή επιδιώχθηκε με τις εν λόγω φορολογικές παραβάσεις αποκλείονται πλέον από την αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, δεδομένου ότι η μη καταβολή αυτών τυποποιείται ήδη ποινικά από το άρθρο 66 του ΚΦΔ. Τέτοια αποκλειόμενα χρηματικά ποσά - χρέη, τα οποία εμπίπτουν στα αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, είναι, μεταξύ των άλλων, τα προερχόμενα από την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος (που προβλεπόταν από το άρθρο 17 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), από την απόκρυψη από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης φορολογητέων εισοδημάτων από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακών στοιχείων, ιδίως με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή την υποβολή ανακριβούς δήλωσης ή με την καταχώριση στα λογιστικά αρχεία εικονικών (ολικά ή μερικά) δαπανών ή με την επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας (που προβλεπόταν από το άρθρο 18 παρ. 1 του Ν. 2523/1997), του φόρου κύκλου εργασιών, του φόρου ασφαλίστρων και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση, συμψηφισμό ή έκπτωση ή λήψη επιστροφής με παραπλάνηση της φορολογικής διοίκησης με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, καθώς και τη διακράτηση τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών, από τη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, από την έκδοση και αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 1 του Ν. 2523/1997) και από τη μη έκδοση ή έκδοση ανακριβώς των προβλεπόμενων από το ΠΔ 186/1992 (Κ.Β.Σ.) στοιχείων κατά την πώληση ή διακίνηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών κ.λ.π. (που προβλεπόταν από το άρθρο 19 παρ. 5 του Ν. 2523/1997), μαζί με τις σχετικές με αυτά προσαυξήσεις, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις, όπως είναι τα πρόστιμα. Εξάλλου, η επιβληθείσα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Ν. 3986/2011 ετήσια επί του εισοδήματος φορολογική επιβάρυνση (τέλος επιτηδεύματος), που ορίζεται σε πάγιο, κατά κατηγορία υπόχρεων, ποσό, στους επιτηδευματίες και στους ασκούντες ελεύθερο επάγγελμα, που τηρούν βιβλία Β' και Γ' κατηγορίας του Κ.Β.Σ., θεσπίστηκε ως φόρος επί του εισοδήματος. Ο νομοθέτης στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η άσκηση επιχειρηματικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, υπό συγκεκριμένες συνθήκες που περιγράφονται στο νόμο, αποφέρει ένα ελάχιστο ποσό ετήσιου εισοδήματος, στο οποίο αντιστοιχεί, ως ελάχιστη φορολογική επιβάρυνση, το προβλεπόμενο πάγιο ποσό φόρου (ΣτΕ 89/2019). Έτσι, η αποφυγή πληρωμής του τέλους επιτηδεύματος, που αποτελεί φόρο επί του εισοδήματος, τυποποιείται, επίσης, στα εγκλήματα φοροδιαφυγής του άρθρου 66 του Κ.Φ.Δ, οπότε δεν συμπεριλαμβάνεται και δεν υπολογίζεται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου στην αίτηση και στον πίνακα χρεών που υποβάλλονται για την άσκηση ποινικής δίωξης από τον προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ή τα ελεγκτικά κέντρα ή το τελωνείο προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών της έδρας τους.
Συνεπώς, εφόσον η προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 469 του νέου Ποινικού Κώδικα, στην οποία αναφέρεται ότι στην αίτηση και στον συνοδεύοντα αυτή πίνακα χρεών, που υποβάλλονται από τα προαναφερθέντα πρόσωπα προς άσκηση ποινικής δίωξης (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Ν. 1882/1990), δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του προσώπου τα παραπάνω χρέη με τις προσαυξήσεις τους κ.λ.π. από τα τυποποιούμενα στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας αδικήματα, είναι ευμενέστερη, η πράξη της μη καταβολής των χρεών αυτών στο Δημόσιο, ως αδίκημα του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), έχει καταστεί ανέγκλητη. VI. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης απόφασης του, με αριθ. 1632/13-6-2019, το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Θεσσαλονίκης, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία προσδιορίζονται κατ' είδος σ' αυτή, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι αποδείχθηκαν, επί λέξει, τα εξής:.. "Στην..., στις 1-8-2014, ο κατηγορούμενος με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και στα τελωνεία χρεών προς το "Ελληνικό Δημόσιο", τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ης επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, ενώ το συνολικό ποσόν από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως αναφερομένου σχετικού πίνακα χρεών (29-9-2015), υπερβαίνει το χρηματικό ποσόν των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος ενεργώντας με την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "Λ. Θ....ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Κ. ΕΤΑΙΡΙΑ" δεν προέβη ως όφειλε, στην καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών προς το "Ελληνικό Δημόσιο", τα οποία έχουν βεβαιωθεί από την ΔΟΥ ΦΑΕ ..., όπως αναλυτικά εμφανίζονται στον αμέσως παρακάτω στο διατακτικό αυτής της αποφάσεως σχετικό πίνακα που περιλαμβάνει τον αριθμό, την ημερομηνία βεβαίωσης, το οικονομικό έτος, το είδος φόρου, την ανάλυση του ποσού, τον τρόπο πληρωμής, τον αριθμό των ληξιπρόθεσμων δόσεων και τις ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης και το οποίο συνολικά συμπεριλαμβανομένων των νομίμων κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, ανέρχεται στο ποσόν των 2.799.784.22 ευρώ και εν όψει όσων αναφέρθηκαν, θα πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της ως άνω σχετικής πράξεως που αποδίδεται σ'αυτόν".
VΙI. Στη συνέχεια, το παραπάνω Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ένοχο, με την ελαφρυντική περίσταση του ότι αυτός συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την άνω πράξη του (άρθρο 84 παρ. 2 περ. ε' του ΠΚ), για την αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, για την οποία του επέβαλε ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών, την οποία μετέτρεψε προς πέντε (5) ευρώ ημερησίως με το ακόλουθο διατακτικό: "Του ότι στην ..., στις 1-8-2014 με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και στα τελωνεία χρεών προς το "Ελληνικό Δημόσιο", τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, ενώ το συνολικό ποσόν από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του παρακάτω αναφερομένου σχετικού πίνακα χρεών (29-9-2015), υπερβαίνει το χρηματικό ποσόν των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "Λ. Θ...Σ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Κ. ΕΤΑΙΡΙΑ" δεν προέβη ως όφειλε, στην καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών προς το "Ελληνικό Δημόσιο", τα οποία έχουν βεβαιωθεί από την ΔΟΥ ΦΑΕ ..., όπως αναλυτικά εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα χρεών που περιλαμβάνει τον αριθμό, την ημερομηνία βεβαίωσης, το οικονομικό έτος, το είδος φόρου, την ανάλυση του ποσού, τον τρόπο πληρωμής, τον αριθμό των ληξιπρόθεσμων δόσεων και τις ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης και το οποίο συνολικά συμπεριλαμβανομένων των νομίμων κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, ανέρχεται στο ποσόν των 2.799.784,22 ευρώ.
VΙIΙ. Από την παραδεκτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του προεκτεθέντος σκεπτικού και διατακτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, κυρίως δε από τον περιλαμβανόμενο στο διατακτικό πίνακα χρεών, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του, το οποίο και ακολουθεί, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο (άρθρο 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990), για το οποίο καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, έχουν ληφθεί υπόψη χρέη, από αδικήματα που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, τα χρέη δε αυτά δεν αποτελούν πλέον μετά την 1η-7-2019, οπότε άρχισε να ισχύει ο νέος Ποινικός Κώδικας, κατά το άρθρο 469 αυτού, στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη που προηγήθηκε. Ειδικότερα, τα χρέη αυτά αφορούν πρόστιμα Κ.Β.Σ., τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης για χρέη προς το Δημόσιο, έχοντας πλέον καταστεί ανέγκλητη πράξη, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν. Κατά συνέπεια, αφού, μετά τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης, ίσχυσε, κατά τα προαναφερθέντα, ο νέος Ποινικός Κώδικας (Ν. 4619/2019), στο άρθρο 469 του οποίου περιέχεται η ως άνω επιεικέστερη διάταξη, κατά την οποία τα χρέη από ποινικά αδικήματα, που τυποποιούνται στο άρθρο 66 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως τα εν λόγω (χρέη), ανεξάρτητα από το ύψος τους, δεν συμπεριλαμβάνονται και δεν υπολογίζονται για τον προσδιορισμό της ευθύνης του κατηγορουμένου-αναιρεσείοντος. Κατ' ακολουθίαν τούτων, η πράξη της μη καταβολής χρεών στο Δημόσιο, του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990. για την οποία καταδικάσθηκε ο κατηγορούμενος, είναι πλέον ανέγκλητη και, εφόσον η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης είναι παραδεκτή, ως νομοτύπως και εμπροθέσμως ασκηθείσα και ως περιέχουσα ορισμένο και παραδεκτό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, αυτόν της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, συντρέχει νόμιμη περίπτωση αυτεπάγγελτης εφαρμογής από τον Άρειο Πάγο του ως άνω επιεικέστερου νόμου, του άρθρου 469 του ΠΚ, που άρχισε να ισχύει από 1-7-2019 και, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κηρυχθεί ο αναιρεσείων αθώος για την πιο πάνω εφάπαξ διαπραττόμενη πράξη της μη καταβολής προς το Δημόσιο του ενοποιημένου χρέους, για το οποίο καταδικάστηκε, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την απόφαση 1632/13-6-2019 του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) ....

Κηρύσσει τον κατηγορούμενο-αναιρεσείοντα Λ. Θ. του Ν., κάτοικο ..., (οδός ...) αθώο του ότι: "στην ..., στις 1-8-2014 με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή των βεβαιωμένων στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) και στα τελωνεία χρεών προς το "Ελληνικό Δημόσιο", τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, ενώ το συνολικό ποσόν από κάθε αιτία συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του παρακάτω αναφερομένου σχετικού πίνακα χρεών (29-9-2015), υπερβαίνει το χρηματικό ποσόν των 200.000 ευρώ. Ειδικότερα, ο κατηγορούμενος με την ιδιότητα του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου και νομίμου εκπροσώπου της εταιρίας με την επωνυμία "Λ. Θ....ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ Κ. ΕΤΑΙΡΙΑ" δεν προέβη ως όφειλε, στην καταβολή ληξιπρόθεσμων χρεών προς το "Ελληνικό Δημόσιο", τα οποία έχουν βεβαιωθεί από την ΔΟΥ ΦΑΕ ..., όπως αναλυτικά εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα χρεών που περιλαμβάνει τον αριθμό, την ημερομηνία βεβαίωσης, το οικονομικό έτος, το είδος φόρου, την ανάλυση του ποσού, τον τρόπο πληρωμής, τον αριθμό των ληξιπρόθεσμων δόσεων και τις ημερομηνίες λήξης της πρώτης και της τελευταίας δόσης και το οποίο συνολικά συμπεριλαμβανομένων των νομίμων κάθε είδους τόκων και προσαυξήσεων, ανέρχεται στο ποσόν των 2.799.784,22 ευρώ".
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2020.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                                                                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ